Όλγα, Πέταρ, Μάρκο, Γκόραν, Σβετλάνα… Μέσα σε μερικές ώρες, το αυτοσχέδιο «Τείχος των Δακρύων» που στήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2017 στο κέντρο της Μπάνια Λούκα, της κυριότερης πόλης της Σερβικής Δημοκρατίας (Republika Srpska, η μία από τις δύο κρατικές οντότητες στις οποίες είναι διαιρεμένη η Βοσνία-Ερζεγοβίνη), καλύφθηκε από εκατοντάδες ονόματα, δημιουργώντας ένα εφήμερο μνημείο προς τιμήν μιας κοινότητας που κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Όπως εξηγεί ο Στέφαν Μπλάγκιτς, υπεύθυνος της οργάνωσης Restart Srpska, είχαν καλέσει τους πολίτες να αναγράψουν τα ονόματα των οικείων τους που «έφυγαν στο εξωτερικό με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής». Ο 27χρονος Στέφαν έχει πλέον χάσει τον λογαριασμό των φίλων του που διάλεξαν τον δρόμο της εξορίας. «Ακόμα και οι πτυχιούχοι υψηλού επιπέδου είναι πρόθυμοι να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά. Καλύτερα να δουλεύεις για 1.000 ευρώ τον μήνα σε ένα σουπερμάρκετ στη Δύση, παρά για 400 εδώ». Οι συνηθέστεροι προορισμοί είναι η Γερμανία, η Αυστρία, αλλά και η Σλοβενία.
Η μαζική έξοδος πλήττει ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ο εικοσιπεντάχρονος Πάσα Μπαράκοβιτς κατοικεί στην Τούζλα, στην κροατο-βοσνιακή Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, τη δεύτερη κρατική οντότητα της χώρας. Αυτή η μεγάλη εργατούπολη, βυθισμένη στην παρακμή, εξακολουθεί να θεωρείται προπύργιο της αντιεθνικιστικής Αριστεράς. Εδώ, Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, Κροάτες και Σέρβοι έζησαν μαζί ακόμα και κατά τη διάρκεια των σκοτεινότερων χρόνων της σύγκρουσης (1992-1995). Παιδί της μεταπολεμικής περιόδου, ο Πάσα μεγάλωσε σε μια χώρα ρημαγμένη από την ατελείωτη μεταβατική περίοδο, η οποία κατέληξε σε συστηματική λεηλασία των δημόσιων πόρων της μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις. Αντί για τη δημοκρατία, κυριάρχησε η μονοπώληση της εξουσίας από τους εθνικιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς κάθε κοινότητας: το Κόμμα της Δημοκρατικής Δράσης (SDA, μουσουλμανικό), το Κόμμα των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών (SNSD, σερβικό) και την Κροατική Δημοκρατική Κοινότητα (HDZ).
Ο Μπαράκοβιτς έχει πάει αρκετές φορές στη Γαλλία, στη Μπεζανσόν, για να εργαστεί (αδήλωτος και ανασφάλιστος) στην οικοδομή. Στη χώρα του, δούλεψε μερικές φορές σε βενζινάδικο για 300 ευρώ τον μήνα. «Πρέπει να πληρώνεις τη βενζίνη σου για να πηγαίνεις στη δουλειά σου.1 Αν βάλεις το μεσημεριανό γεύμα και τα τσιγάρα σου, ξοδεύεις περισσότερα απ’ όσα κερδίζεις». Κατέληξε τελικά να γραφτεί σε μια ιδιωτική σχολή παραϊατρικών επαγγελμάτων, αναγκαία προϋπόθεση για να εξασφαλίσει μια σύμβαση εργασίας στη Γερμανία, της οποίας τα γηροκομεία κάνουν μαζικές προσλήψεις από τα Βαλκάνια. «Για την εκπαίδευσή μου πλήρωσα 1.300 ευρώ, τα μαθήματα γερμανικών μού κόστισαν 230 ευρώ και επιπλέον 135 ευρώ η εγγραφή στις εξετάσεις γλωσσομάθειας επιπέδου Β2». Τώρα, περιμένει τη βίζα και την άδεια εργασίας που του υποσχέθηκε μια κλινική του Ντίσελντορφ. Του έχουν εγγυηθεί μηνιαίο μισθό 1.900 ευρώ για τους έξι πρώτους μήνες και στη συνέχεια 2.500 ευρώ: αυτό θα του επιτρέψει να φέρει στη Γερμανία τη γυναίκα του και τη μερικών μηνών κορούλα του. Και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη; Ο Μπαράκοβιτς θα επιστρέφει όσο οι γονείς του εργάζονται – η μητέρα του είναι δασκάλα και ο πατέρας του αστυνομικός. Όμως, όταν θα συνταξιοδοτηθούν, ελπίζει ότι θα μπορέσει να τους πάρει κι εκείνους μαζί του.
Οι ιδιωτικές σχολές ξένων γλωσσών πολλαπλασιάζονται στην Τούζλα. Σε μια τάξη της Deutsch Als Fremdsprache («Η γερμανική ως ξένη γλώσσα»), μια εικοσάδα φοιτητών παλεύουν με τις ασκήσεις γραμματικής. «Πριν από τρία χρόνια, το δίκτυο Glossa της Μπάνια Λούκα, το οποίο διαθέτει δώδεκα σχολές σε ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, θέλησε να ανοίξει και μία στην Τούζλα. Σκέφτηκα τότε ότι θα έπρεπε να δοκιμάσω την τύχη μου σε αυτόν τον τομέα. Έχουμε ολοένα και περισσότερους μαθητές»: η Αλίσα Κάντιτς, διευθύντρια της σχολής και παράλληλα καθηγήτρια γερμανικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι ενθουσιασμένη. Χάρη σε μια συμφωνία που συνήφθη ανάμεσα στη γερμανική Υπηρεσία Διεθνούς Συνεργασίας για την Ανάπτυξη (GIZ) και την κυβέρνηση της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ορισμένοι Δυτικοί εργοδότες χρηματοδοτούν τα εντατικά μαθήματα γλώσσας των μελλοντικών εργαζομένων τους, διάρκειας τεσσεράμισι μηνών. «Όλος ο κόσμος κερδίζει, και κατ’ αρχάς οι γερμανικές επιχειρήσεις, που θα δαπανούσαν πολύ περισσότερα χρήματα εάν κατάρτιζαν το προσωπικό στη χώρα τους», σχολιάζει η Κάντιτς. «Επιθεωρητές του Ινστιτούτου Γκαίτε και του Αυστριακού Ινστιτούτου του Σεράγεβο έρχονται κάθε μήνα για να κάνουν τις εξετάσεις». Οι υποψήφιοι μετανάστες αναγκάζονται μερικές φορές να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις απαιτήσεις τους, ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς: «Μερικοί φυσιοθεραπευτές εργάζονται ως βοηθητικό νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς η Γερμανία δεν χρειάζεται την ειδικότητά τους».
Κανείς δεν τηρεί στατιστικές για τις αναχωρήσεις, ούτε οι περιφερειακές ούτε οι κρατικές αρχές. Σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, είναι δύσκολο να υπάρξουν αξιόπιστοι αριθμοί, καθώς όσοι μεταναστεύουν δεν υποχρεούνται να υποβάλουν επίσημη δήλωση. Ο Αντμίρ Χρουστάνοβιτς, διευθυντής του γραφείου απασχόλησης της περιφέρειας της Τούζλα, μας αποκαλύπτει γεμάτος πικρία τους αριθμούς που καταγράφουν οι δικές του υπηρεσίες: την ανεργία, η οποία, ελλείψει άλλων στοιχείων, μας επιτρέπει να πιθανολογήσουμε έμμεσα τη διάσταση της μετανάστευσης. Το 2017, 98.600 άτομα εργάζονταν στην περιφέρεια, ενώ υπήρχαν 84.000 άνεργοι. Ωστόσο, η ανεργία υποχωρεί: το 2016, οι άνεργοι ανέρχονταν στους 91.000. «Η υπηρεσία μας προσφέρει θέσεις εργασίας στην Αυστρία και στη Σλοβενία, καθώς έχουμε υπογράψει συμφωνίες με αυτές τις χώρες. Ωστόσο, πέρυσι, μονάχα 1.500 άτομα προσελήφθησαν με τη μεσολάβηση της υπηρεσίας μας. Οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν από τις στατιστικές μας, πράγμα που σημαίνει ότι μετανάστευσαν στο εξωτερικό χωρίς να μας το δηλώσουν. Με αυτόν τον τρόπο, κάνουν τον κόσμο να πιστεύει ότι η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται». Η έξοδος δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τους πολιτικούς ιθύνοντες της χώρας. Ακριβώς το αντίθετο: χάρη σε αυτήν εμφανίζεται μια πτωτική τάση των ποσοστών ανεργίας και εκτονώνονται οι κοινωνικές πιέσεις. Οι πολίτες που φεύγουν στο εξωτερικό θα μπορούσαν να εκφράσουν τον θυμό τους στις εκλογές, στις οποίες είναι μάλλον απίθανο να συμμετάσχουν.
Οι υποψήφιοι μετανάστες είναι συνήθως νέοι, πτυχιούχοι ή εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στη χώρα τους. Όπως εξηγεί ο Αλεξάνταρ Τσάβιτς, δημογράφος αλλά και αντιπρόεδρος του (συντηρητικού) Προοδευτικού Κόμματος, «υπάρχουν τρεις ομάδες: όσοι δεν έχουν δουλειά, όσοι έχουν μια εξαιρετικά κακοπληρωμένη δουλειά και όσοι έχουν μεν μια αξιοπρεπώς αμειβόμενη δουλειά αλλά φοβούνται την πολιτική ανασφάλεια και θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν να αναθρέψουν σωστά τα παιδιά τους σε μια χώρα όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη». Η Τάνια Τόπιτς, πολιτική αναλύτρια του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ στην Μπάνια Λούκα, τονίζει την αποσάθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας, την εξάπλωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων που πουλούν τα πτυχία τους και την επιτακτική ανάγκη να διαθέτεις «μέσον» ή συστάσεις για να βρεις οποιαδήποτε δουλειά. Η διαπίστωση ισχύει και για τις δύο κρατικές οντότητες της χώρας. Ο Γιασμίν Ιμάμοβιτς, δήμαρχος της Τούζλα και εμβληματική μορφή της βοσνιακής Αριστεράς, σχολιάζει με ύφος εξαιρετικά δυσαρεστημένο: «Στο παρελθόν είχαμε μεν μονοκομματικό κράτος, όμως, για να βρεις δουλειά, κοιτούσαν τα πτυχία και τις ικανότητές σου. Σήμερα, έχουμε τρία εθνοτικά κόμματα που έχουν την τάση να φέρονται σαν να υπάρχει μονοκομματικό σύστημα στο εσωτερικό των αντίστοιχων κοινοτήτων τους. Και για να βρεις δουλειά, πρέπει να καταφύγεις σε αυτά».
«Ο κόσμος φεύγει γιατί έχει χάσει κάθε ελπίδα. Δεν πιστεύουν πλέον ότι είναι εφικτή η παραμικρή αλλαγή», επιβεβαιώνει η Γιάσνα Γιασάρεβιτς, στέλεχος του Ιδρύματος Πολιτών της Τούζλα. Τον Φεβρουάριο του 2014, η πόλη υπήρξε το επίκεντρο του «Κινήματος των Ολομελειών»,2 μιας δυναμικής κοινωνικής εξέγερσης ενάντια στη διαφθορά του πολιτικού κόσμου και στο ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Οι κινητοποιήσεις άρχισαν από τα εργοστάσια που έβγαιναν σε πλειστηριασμό, των οποίων οι εργαζόμενοι ήταν απλήρωτοι επί μήνες, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν στο σύνολο της κοινωνίας. Ωστόσο, αν και το κίνημα πέτυχε πολύ γρήγορα την παραίτηση των αρχών της περιφέρειας, δεν άργησε να εκφυλιστεί λόγω των συγκρούσεων που ξέσπασαν στο εσωτερικό του. Σύμφωνα με την Γιασάρεβιτς, «το 2014 ήταν χρονιά καμπής. Η αποτυχία των Ολομελειών σήμανε το τέλος των ελπίδων μας. Ύστερα, τον Μάιο, η περιοχή επλήγη από φονικές πλημμύρες, χωρίς να αντιδράσουν οι αρχές. Ο κόσμος γνωρίζει ότι θα ξανασυμβούν παρόμοιες καταστροφές και ότι οι θεσμοί μας θα είναι εξίσου αναποτελεσματικοί. Πώς μπορεί λοιπόν να φανταστεί κάποιος το μέλλον του σε παρόμοια χώρα;».
«Θέλουμε να μείνουμε εδώ, δεν θέλουμε να μεταναστεύσουμε!» βροντοφώναζε ο κόσμος που συμμετείχε στις Ολομέλειες, όπως επίσης και οι διαδηλωτές που κατέβηκαν στους δρόμους της Σερβίας τον Απρίλιο του 2017 για να διαμαρτυρηθούν για την αμφισβητούμενη εκλογή του Αλεξάνταρ Βούτσιτς στην προεδρία της Δημοκρατίας. Οι κινητοποιήσεις, που διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες, σύντομα βρέθηκαν να εναντιώνονται στο σύνολο των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Σερβία κατά τη μετάβασή της στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Παρόμοιες διεκδικήσεις ακούστηκαν και κατά τη διάρκεια της «πολύχρωμης επανάστασης» του 2016 στην ΠΓΔΜ. Μετά την αποτυχία των κινητοποιήσεων σε όλες αυτές τις χώρες, οι πρωτεργάτες των κινημάτων ήταν συχνά οι πρώτοι που έφευγαν στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να εξανεμίζονται οι ελπίδες για αλλαγή.
Στα Βαλκάνια, η μετανάστευση αποτελεί μακραίωνη παράδοση. Ήδη από την εποχή της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, πολλοί άντρες πήγαιναν να δουλέψουν στη Γερμανία και στην Αυστρία ως γκασταρμπάιτερ («προσκεκλημένοι εργαζόμενοι»). Η λέξη μπήκε στο σερβοκροατικό λεξιλόγιο και κατέληξε να υποδηλώνει τον μετανάστη σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία. Στη συνέχεια, οι πόλεμοι της δεκαετίας του 1990 προκάλεσαν σημαντική έξοδο του πληθυσμού. Σήμερα, οικογένειες ολόκληρες εγκαταλείπουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αλλά και τη γειτονική της Κροατία, παρά το γεγονός ότι είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2013. Σε αυτή τη χώρα, μονάχα η πρωτεύουσα, το Ζάγκρεμπ, οι παράκτιες περιοχές και οι τουριστικές ζώνες κατορθώνουν να αποφύγουν τη δημογραφική κατάρρευση. Αρκεί να απομακρυνθείς μερικά χιλιόμετρα από τις ακτές για να βρεθείς σε περιοχές που πλήττονται από ταχύτατη ερήμωση. Το ίδιο ισχύει και για το κέντρο και τα ανατολικά της χώρας.
Στο λύκειο της Νόβα Γκραντίτσκα, μιας μικρής πόλης της Σλαβονίας3 στη διαδρομή του αυτοκινητοδρόμου που οδηγεί στη Σερβία, εύκολα κάποιος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του: τον Σεπτέμβριο του 2017 γράφτηκαν 343 μαθητές, ενώ το 2012 ο αριθμός τους ανερχόταν στους 465 -μείωση κατά 26%. «Στην πόλη μας έχουμε κινηματογράφο, θέατρο, νοσοκομείο, δύο νηπιαγωγεία, αλλά δεν έχουμε δουλειές», λέει αναστενάζοντας η λυκειάρχης Λιλιάνα Πτάτσνικ. Αν και μερικές επιχειρήσεις εγκαταστάθηκαν στο νέο βιομηχανικό πάρκο της πόλης, οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί. «Όταν ενταχθήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πιστεύαμε ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. Ωστόσο, οι νέοι δεν έχουν την υπομονή να περιμένουν ένα υποθετικά καλύτερο μέλλον». Από το λύκειο φεύγουν ακόμα και οι καθηγητές: πέρυσι, η καθηγήτρια καλλιτεχνικών ακολούθησε τον σύντροφό της στην Αυστρία και, όπως εξηγεί η λυκειάρχης, «δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα να την αντικαταστήσουμε». Σύμφωνα με την απογραφή του 1991, ο Δήμος της Νόβα Γκραντίτσκα είχε πληθυσμό 17.071 κατοίκων, ο οποίος το 2011 είχε μειωθεί στους 14.229. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, την τελευταία πενταετία η μετανάστευση είναι ακόμα πιο έντονη, μειώνοντας ολοένα περισσότερο τα δυναμικότερα στοιχεία του πληθυσμού και διώχνοντας τις νεότερες γενιές που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ανανέωσή του. «Πολύς κόσμος φοβόταν ότι μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατέφθαναν οι Δυτικοί για να αγοράσουν τη γη μας. Όμως, τελικά, οι Κροάτες είναι εκείνοι που φεύγουν μαζικά από τη χώρα», λέει με λύπη η Πτάτσνικ.
Ωστόσο, οι επενδυτές γνωρίζουν καλά τη βιομηχανική παράδοση της Σλαβονίας και το καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό της. Αυστριακές, ουγγρικές ή ιταλικές μικρές επιχειρήσεις εγκαθίστανται στην περιοχή, όπου επίσης παρατηρείται έκρηξη της κατ’ οίκον εργασίας, κυρίως για λογαριασμό των διεθνών δικτύων τηλεφωνικών κέντρων, που χρειάζονται επειγόντως γλωσσομαθείς εργαζόμενους. Το ίδιο ισχύει και για την απέναντι πλευρά των συνόρων, τη βοσνιακή Ποζαβίνα. Στην Ντερβέντα, στην οντότητα της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας, παρατηρείται επίσης εδώ και αρκετά χρόνια ρεκόρ ίδρυσης επιχειρήσεων: πρόκειται για μικρές μονάδες που δημιουργούν αυστριακές, ουγγρικές και ιταλικές επιχειρήσεις, μεταφέροντας στη χώρα μέρος της παραγωγής τους, κυρίως στους τομείς της υφαντουργίας ή των υπεργολαβιών για τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην περιοχή χάρη στον αυτοκινητόδρομο που την συνδέει με το Ζάγκρεμπ, ενώ η εργατική νομοθεσία αποτελεί καθαρά θεωρητική έννοια. Οι μισθοί σπάνια υπερβαίνουν τα 200 ευρώ τον μήνα και η απόλυτη ευελιξία των εργαζόμενων αποτελεί τον κανόνα. Όλες οι κυβερνήσεις της περιοχής είναι έτοιμες να στρώσουν κόκκινο χαλί για να υποδεχθούν τους ξένους επενδυτές, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επιδοθούν σε ένα πραγματικό φορολογικό και κοινωνικό ντάμπινγκ. Η μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας στα Βαλκάνια δεν συνοδεύεται από καμία μεταφορά τεχνολογίας και έχει συχνά σύντομη διάρκεια. Όσο για τους εργαζόμενους που αρνούνται αυτές τις νέες μορφές επισφαλούς εργασίας, η μοναδική λύση που τους απομένει είναι ο ξενιτεμός.
Οι ανάγκες της Γερμανίας για εργατικό δυναμικό μοιάζουν αστείρευτες. Όχι μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και τα γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια και οι δήμοι, οργανώνουν απευθείας εκστρατείες προσλήψεων στα Βαλκάνια. Τα μέσα ενημέρωσης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Σερβίας και της Κροατίας δημοσιεύουν τακτικά ανακοινώσεις για συναντήσεις – εξπρές που οδηγούν στην εξασφάλιση μιας υπόσχεσης για πρόσληψη και μιας βίζας εργασίας. Στις αρχές Μαρτίου, ο όμιλος Sozialwerk Heuser από το Μπαντ Άιμπλινγκ της Βαυαρίας, ο οποίος διαχειρίζεται γηροκομεία, ανακοίνωσε στη Σερβία ότι προσλαμβάνει νοσοκόμες και παραϊατρικό τεχνικό προσωπικό. Η εταιρία καλύπτει τα έξοδα εγκατάστασης και εγγυάται μισθούς που κυμαίνονται μεταξύ 1.900 και 2.500 ευρώ. Στις 23 Απριλίου 2018, εκπρόσωποι της επιχείρησης Küchen Aktuell, που δραστηριοποιείται σε ολόκληρη τη Γερμανία, κατέφθασαν στην Τούζλα για να προσλάβουν 30 εγκαταστάτες κουζινών.
Συχνά, οι ξένοι καταφεύγουν σε ενδιάμεσους, σε τοπικά γραφεία εύρεσης εργασίας. Με έδρα τη Ριέκα της Κροατίας, η εταιρεία RIAdria Works αναζητεί χτίστες για να εργαστούν στη Δανία. Σε αυτήν τη βιομηχανική πόλη του βόρειου τμήματος της Αδριατικής, η οποία έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση και προσελκύει λιγοστούς τουρίστες, ένα άλλο γραφείο, το Riječki Usluẑni Servis, προσλαμβάνει Σέρβες καθαρίστριες που θα εργαστούν στα ξενοδοχεία της περιοχής. Στα Βαλκάνια, η μετανάστευση αποκτά διπλό χαρακτήρα, ιδίως στα ιατρικά επαγγέλματα, την οικοδομή, τα ξενοδοχεία και τις υπηρεσίες: Βόσνιοι, πολίτες της FYROM ή Σέρβοι πηγαίνουν να εργαστούν στη Σλοβενία και την Κροατία, ενώ οι Σλοβένοι και οι Κροάτες φεύγουν για τη Γερμανία. «Όσο για τους Γερμανούς, το μόνο που τους απομένει είναι να πάνε να δουλέψουν στην Ελβετία», αστειεύεται ο Στέφαν Μπλάτζιτς στην Μπάνια Λούκα.
Η αιμορραγία των εξειδικευμένων εργαζόμενων έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε θέτει σε κίνδυνο τις ντόπιες επιχειρήσεις. Το Εμπορικό Επιμελητήριο της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης έκρουσε πρόσφατα τον κώδωνα του κινδύνου: στη χώρα υπάρχει έλλειψη επαρκώς καταρτισμένων στελεχών. Ο πρόεδρός του, ο Μιρσάντ Γιατσαρσπάχιτς, επιρρίπτει την ευθύνη στο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο κατηγορεί ότι δεν εκπαιδεύει επαγγελματίες προσαρμοσμένους στις ανάγκες της αγοράς. Οι Γερμανοί δεν φαίνεται να συμμερίζονται τη γνώμη του. Τον Μάρτιο του 2018, μαθητές της τεχνικής σχολής ναυπηγικής της Ριέκα, που πραγματοποιούσαν την πρακτική άσκησή τους στη Φραγκφούρτη, δέχθηκαν προτάσεις να εργαστούν ως ηλεκτρολόγοι, τεχνικοί εγκαταστάσεων θέρμανσης και ξυλουργοί του εμπορικού ναυτικού. Τα ναυπηγεία της 3ης Μαΐου -τα οποία αποτελούσαν κάποτε το καμάρι της Ριέκα- εξακολουθούν να περιμένουν αγοραστή, καθώς η πλήρης ιδιωτικοποίηση του βιομηχανικού τομέα υπήρξε ένας από τους όρους για την ένταξη της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κανένα κράτος της περιοχής δεν έχει αποφύγει αυτό το φαινόμενο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μετανάστευση αποκτά διαστάσεις κινήσεων πανικού. Τον χειμώνα του 2014-2015, περισσότερα από 100.000 άτομα, δηλαδή σχεδόν το 7% του πληθυσμού του Κοσόβου, εγκατέλειψαν τη χώρα μέσα σε μερικές εβδομάδες. Η σύναψη συμφωνίας ανάμεσα στο Βελιγράδι και στην Πρίστινα είχε μόλις επιτρέψει στους Κοσοβάρους να εισέρχονται στη Σερβία απλώς με την επίδειξη της ταυτότητάς τους. Αμέσως, πλήθος λεωφορείων κατευθύνθηκαν προς τη Βοϊβοντίνα4 και δεκάδες χιλιάδες άτομα διέσχισαν παράνομα τα ουγγρικά σύνορα για να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς τη Γερμανία – το Κόσοβο είναι η μοναδική χώρα των Βαλκανίων στην οποία απαιτείται βίζα για την είσοδο στον χώρο Σένγκεν. Ελλείψει άδειας εργασίας ή σπουδών, η πλειονότητα των Κοσοβάρων ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, στους μήνες που ακολούθησαν απελάθηκαν, κυρίως οι φτωχότεροι, εκείνοι που είχαν πουλήσει και τα τελευταία περιουσιακά στοιχεία τους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι τους. Μολαταύτα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, χιλιάδες από αυτούς συνωθούνταν εκ νέου προς τη Σερβία, αναγκάζοντας τις αρχές του Κοσόβου να κλείσουν επί αρκετές ώρες τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων της Πρίστινα. Τρεις μέρες νωρίτερα, είχε δημιουργηθεί ένας κυβερνητικός σχηματισμός κομμάτων προερχόμενων από κάποιους ηγέτες ανταρτών του UÇK (Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου), διαλύοντας τις ελπίδες για αλλαγή που είχε δημιουργήσει η εκλογική άνοδος του αριστερού κινήματος Vetёvendosje (Αυτοδιάθεση)5 στις βουλευτικές εκλογές της 11ης Ιουνίου.
Παρόμοια κύματα μετανάστευσης παρατηρήθηκαν την άνοιξη του 2015 στο Βόρειο Μαυροβούνιο. Οι κάτοικοι αυτών των βυθισμένων στη φτώχεια περιοχών πίστεψαν ότι θα βρουν τη σωτηρία στην Κάτω Σαξονία, ένα ομόσπονδο κρατίδιο της Βορειοδυτικής Γερμανίας, το οποίο έχει και αυτό πληγεί από τη δημογραφική κατάρρευση. Αξιωματούχοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχαν ζητήσει από τις ομοσπονδιακές αρχές να τους στείλουν όσο το δυνατόν περισσότερους αιτούντες άσυλο. Όπως εξηγούσε ο δήμαρχος του Γκόσλαρ, «χρειαζόμαστε νεοφερμένους κατοίκους για να κατορθώσει να επιβιώσει η κοινότητά μας»: τα λόγια του έφθασαν μέχρι το Μαυροβούνιο.6
Στη δυτική Βουλγαρία και στη νοτιοανατολική Σερβία, περιοχές ολόκληρες απειλούνται με ερήμωση, καθώς παρατηρείται υποτονική γεννητικότητα και αυξημένη μετανάστευση. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, μεταξύ των απογραφών του 2002 και του 2011, 160.000 άτομα εγκατέλειψαν τη Σερβία. Σε αυτή τη χώρα με τους 7 εκατομμύρια κατοίκους (χωρίς το Κόσοβο), η μέση ηλικία του πληθυσμού έχει περάσει από τα 37,4 χρόνια το 1991 στα 42,7 το 2015.
Στο γραφειάκι του στη Σχολή Γεωγραφίας του Ζάγκρεμπ, ο δημογράφος Στεπάν Στερκ μάς παρουσιάζει γεμάτος νευρικότητα τους στατιστικούς πίνακες. «Η μείωση του πληθυσμού της Κροατίας αποτελεί το μοναδικό ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί τους πολιτικούς μας, γιατί έχει επιπτώσεις σε όλες τις δημόσιες πολιτικές», υπογραμμίζει πριν ξεκινήσει να παρουσιάζει αριθμούς επί αριθμών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το 2017 καταγράφηκαν στην Κροατία 18.000 θάνατοι περισσότεροι από τις γεννήσεις, ενώ ο δείκτης γονιμότητας εξακολουθεί να είναι καθηλωμένος στα 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Δεδομένου ότι ο πληθυσμός της χώρας εκτιμάται στα 4,1 εκατομμύρια άτομα,7 η χώρα έχει χάσει 627.000 κατοίκους από το 1991, τη χρονιά της ανεξαρτητοποίησής της, δηλαδή το 13% του πληθυσμού εκείνης της εποχής. Με τη σειρά της, η μετανάστευση επηρεάζει τη γεννητικότητα, καθώς οι πρώτες ηλικιακές ομάδες που μεταναστεύουν είναι εκείνες που είναι πιθανότερο να τεκνοποιήσουν.
Η χώρα υφίσταται επίσης τις συνέπειες του πολέμου, και κυρίως της εκδίωξης 200.000 Σέρβων το 1995. «Εάν συνεχιστεί αυτή η εξέλιξη, το ένα τέταρτο του κροατικού πληθυσμού θα μπορούσε να εξαφανιστεί μέσα σε μια δεκαετία» προσθέτει ο Στερκ, ο οποίος πρόσκειται σε συντηρητικούς κύκλους και μάχεται για την υιοθέτηση δυναμικών πολιτικών με στόχο την τόνωση της γεννητικότητας. «Επείγει να ληφθούν μέτρα για να προστατευθούν οι εργαζόμενες που θέλουν να αποκτήσουν παιδιά. Πρέπει να απαγορευθεί η απόλυση λόγω εγκυμοσύνης, να υπάρχει ευελιξία ωραρίων για τις μητέρες, να χορηγηθούν επιδόματα στις πολύτεκνες οικογένειες, να μειωθεί η φορολογία στις περιοχές που ερημώνουν. Αναμφίβολα, η Γερμανία θα συνεχίσει να ρουφάει τα δυναμικότερα τμήματα του πληθυσμού της Ανατολικής Ευρώπης. Συνεπώς, θα πρέπει να τα ανανεώνουμε».
Καθώς οι κυβερνήσεις των Βαλκανίων καλούνται να δώσουν λύση στο δημογραφικό πρόβλημα και στην επαπειλούμενη κοινωνική καταστροφή, περιορίζονται να ικανοποιούν αιτήματα των συντηρητικών κοινωνικών ρευμάτων και να καθιστούν δυσκολότερες τις εκτρώσεις. Στις 16 Μαΐου, ο Σέρβος Πρόεδρος Βούτσιτς δεν δίστασε να ικετεύσει «τις μητέρες και τις γυναίκες να κατανοήσουν τις ανάγκες της Σερβίας»,8 ενώ παράλληλα ζήτησε από τους γιατρούς να δείχνουν τα υπερηχογραφήματα του εμβρύου στις γυναίκες που επιθυμούν να διακόψουν την εγκυμοσύνη τους και να τις βάζουν να ακούσουν τον χτύπο της καρδιάς του. Από την πλευρά του, ο υπουργός Άμυνας Αλεξάνταρ Βούλιν δεσμεύθηκε «να ρίξει τον στρατό στην υπηρεσία του αγώνα ενάντια στην πληθυσμιακή ερήμωση της Σερβίας»,9 ενώ ο υπουργός Πολιτισμού οργάνωσε διαγωνισμό για την επινόηση συνθημάτων που θα συμβάλουν στην τόνωση της γεννητικότητας…
Στη γειτονική Κροατία, κάτω από την πίεση των πολύ καλά οργανωμένων συντηρητικών κινημάτων, ο νόμος του 1978 για τις εκτρώσεις ενδέχεται να αντικατασταθεί από έναν νέο που θα καθιστά υποχρεωτικές τις «συμβουλευτικές συνεδρίες» για τις γυναίκες που επιθυμούν να διακόψουν την εγκυμοσύνη τους και θα καθιερώνει μια περίοδο αναμονής πριν από την πραγματοποίηση της επέμβασης. Η κινητοποίηση για την αύξηση των γεννήσεων, η οποία προβάλλεται σημαντικά από τα μέσα ενημέρωσης, επιτρέπει να παρακαμφθεί κάθε προβληματισμός για τα πραγματικά αίτια της μεταναστευτικής εξόδου των πληθυσμών των Βαλκανίων: τη γενικευμένη χρεοκοπία του πολιτικού κόσμου, διαβρωμένου από τη διαφθορά, και τις νεοφιλελεύθερες θεραπείες που επιβάλλονται στις αφαιμαγμένες οικονομίες της περιοχής.
Είναι εξαιρετικά απίθανο να κατορθώσουν τέτοιες κινήσεις εντυπωσιασμού να ανακόψουν τη δημογραφική πτώση, ενώ η μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας από πλούσιες χώρες στην περιοχή δεν επιβραδύνει την αναχώρηση των μεταναστών. «Έχω ζήσει στη Γερμανία πέντε χρόνια και ξέρω ότι δεν είναι ο παράδεισος», λέει η κυρία Κάντιτς στη σχολή ξένων γλωσσών της στην Τούζλα. «Όμως είναι αδύνατον να ανακοπεί η μεταναστευτική κίνηση. Όλος ο κόσμος θέλει να φύγει. Κι όπως ίσως να είμαι η τελευταία που θα φύγει, θα σβήσω το φως εγκαταλείποντας τα Βαλκάνια».
1 (Σ.τ.Μ.) Ενώ στη Γαλλία, ο εργοδότης καλύπτει σημαντικό μέρος των μεταφορικών εξόδων του εργαζόμενου.
2 Βλ. «La Bosnie enfin unie… contre les privatisations», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2014.
3 (Σ.τ.Μ.) Η Σλαβονία είναι περιφέρεια της ανατολικής Κροατίας που συνορεύει με την Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
4 (Σ.τ.Μ.) Η Βοϊβοντίνα είναι περιφέρεια της Βόρειας Σερβίας, η οποία συνορεύει με την Ουγγαρία.
5 Βλ. «Essor d’une gauche souverainiste au Kossovo», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2017.
6 «Grand exode du nord du Montenegro: la Basse-Saxe, nouvelle terre promise», «Le Courrier des Balkans», 6 Μαΐου 2015.
7 Σύμφωνα με τα στοιχεία του κροατικού Ινστιτούτου Στατιστικής (www.dzs.hr) και της Eurostat.
8 «Serbie: politiques natalistes vs droits des femmes?», «Le Courrier des Balkans», 30 Μαρτίου 2018.
9 Β92, 21 Μαρτίου 2018.
Οι Jean-Arnault Dérens και Laurent Geslin είναι δημοσιογράφοι στο «Courrier des Balkans», συγγραφείς του «Là où se mêlent les eaux. Des Balkans au Caucase, dans l’Europe des conflits», La Découverte, Παρίσι, 2018.
Επιμέλεια: Βασίλης Παπακριβόπουλος
Πηγή: Η Αυγή από Le Monde Diplomatique