Τη συνέντευξη πήραν ο Παύλος Κλαυδιανός και η Ιωάννα Δρόσου
Οι εξελίξεις στο χρηματιστήριο δεν μας επιτρέπουν η συνέντευξη να είναι αμιγώς για τον νέο προϋπολογισμό. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από εκεί. Τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας και οι προοπτικές της, όσο είναι συγκρατημένα θετικές, δεν δικαιολογούν αυτή την αντίδραση. Που μπορεί να οφείλεται;
Η πάγια άποψή μου είναι ότι το χρηματιστήριο σε συγκυριακές συνεδριάσεις δεν αντανακλά σε καμία περίπτωση τα θεμελιώδη μιας οικονομίας ούτε μιας επιχείρησης. Αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου με αφορμή ορισμένες καταστάσεις δημιουργούνται τέτοιες αντιδράσεις. Στην προκειμένη περίπτωση θα έλεγα ότι το χρηματιστήριο είχε μια αντίδραση με αφορμή την αδυναμία μίας ελληνικής τράπεζας, η οποία επιχείρησε να καλύψει ένα μέρος των κεφαλαίων της, σύμφωνα με τις οδηγίες του SSM, περίπου 500 εκατ. από τις αγορές, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, διότι το επιτόκιο που της προσφέρθηκε ήταν πολύ υψηλό. Έτσι, όλοι οι αναλυτές και τα funds αντέδρασαν με έναν ακραίο τρόπο, αφού μπήκε στο στόχαστρο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι δομικές του αδυναμίες.
Χρηματιστήριο και τραπεζικό σύστημα
Αναφέρεσαι στα «κόκκινα δάνεια»;
Ακριβώς. Εκείνο που αξιολόγησαν, έντονα όπως φαίνεται, ήταν ότι ο δρόμος που έχει ακολουθηθεί για τη μείωση των δανείων μέχρι το 2021 είναι δύσκολος και προκαλεί μεγάλες προβλέψεις για τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πενιχρά κέρδη. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε τη συγκυριακή αντίδραση, γιατί οι επενδυτές όταν αισθάνονται μία άμεση απειλή λειτουργούν υπό μορφή αγέλης. Δεν πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις συγκυριακές αντιδράσεις του χρηματιστηρίου, γιατί δεν αντανακλούν ευθέως και μονοσήμαντα τα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας.
Επομένως, η αντίδραση του χρηματιστηρίου πρέπει να συνδέεται με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία προσπαθεί να χαράξει έναν άλλο βηματισμό μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ή όχι;
Υπάρχει σύνδεση, διότι από τη στιγμή που η Ελλάδα ολοκλήρωσε το μνημονιακό πρόγραμμα πρέπει να περάσει τη στενωπό σε όλα τα επίπεδα των αγορών. Επομένως, οι αγορές τεστάρουν ανά πάσα στιγμή τις κακοτοπιές όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των επιχειρήσεων που δρουν μέσα σε αυτές και ειδικότερα του τραπεζικού συστήματος.
Ποια η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος σήμερα; Ποια τα αδύναμα και ποια τα θετικά του σημεία;
Το βασικό αρνητικό σημείο, όπως είπα προηγουμένως, είναι η κατάσταση που υπάρχει με το θέμα των «κόκκινων δανείων». Σε συνάρτηση με αυτό είναι οι εκτιμήσεις για χαμηλή κερδοφορία, από τη στιγμή που είναι αναγκασμένο να πραγματοποιεί προβλέψεις προκειμένου να μειωθεί δραστικά μέχρι το 2021 το ποσοστό των μη αποτελεσματικών δανείων στο ενεργητικό τους, από το 46% (2018) στο 17% (2021). Εκτιμάται με σαφήνεια πια, από όλες τις πλευρές, ότι ο επιλεγμένος τρόπος για την επίλυση του προβλήματος δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος και δεν μπορούν οι τράπεζες να επιτύχουν τους στόχους που τους έχουν τεθεί και παράλληλα να χρηματοδοτούν την οικονομία. Ένα τρίτο σημαντικό σημείο είναι ότι οι ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι άρχισαν να είναι θετικοί από πέρυσι, είναι αρκετά χαμηλοί με αποτέλεσμα να μην δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μεγαλύτερα έσοδα-κέρδη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας αποτελεί προαπαιτούμενο, αφενός για να αυξήσουν τις νέες χορηγήσεις, ενισχύοντας έσοδα και μειώνοντας το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των δανείων, αφετέρου για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα σε όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες ανάκτησης.
Το μεγαλύτερο λάθος
Έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση αποδέχτηκε την πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να φτιαχτεί ένα asset protect scheme. Αυτό τι ακριβώς είναι και πόσο διαφέρει από την Bad Bank; Γιατί άραγε οι θεσμοί δεν επέτρεψαν, όπως έγκυρα γνωρίζουμε, τη δημιουργία μιας Bad Bank;
Νομίζω ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που έχει γίνει στον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έχω τη γνώμη ότι αυτά τα προβλήματα λύνονται με τον τρόπο που τα έχουν λύσει όλες οι χώρες του κόσμου (ΗΠΑ, Σουηδία, Φιλανδία, Ισλανδία, Νέα Ζηλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία). Πάντα, δηλαδή, γίνεται μια δραστική παρέμβαση με τη δημιουργία μιας Bad Bank, η οποία απορροφά τα κακά δάνεια από τους ισολογισμούς των τραπεζών της και επιτρέπει στο τραπεζικό σύστημα να λειτουργήσει ελεύθερα με στόχο να χρηματοδοτήσει την οικονομία. Το ότι ο τρόπος που έγινε η εξυγίανση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν λανθασμένος φαίνεται από το ότι 9 χρόνια μετά την κρίση το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να δίνει δάνεια και να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία. Η διαφορά της Bad Bank από το asset protect scheme είναι ότι η πρώτη θα έπαιρνε συνολικά όλα τα δάνεια των τραπεζών και το ελληνικό δημόσιο θα εξέδιδε ομόλογα για να τα χρηματοδοτήσει, ενώ η πρόταση του ΤΧΣ, προβλέπει την παροχή εγγύησης του Δημοσίου για ενδεχόμενες ζημιές των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μέσω ενός ειδικού εγγυητικού σχήματος (asset protect scheme), με στόχο την άμεση κεφαλαιακή ανακούφισή τους και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Έναντι των δανείων, το Δημόσιο θα εκδώσει ομόλογα, παρέχοντας την εγγύησή του. Τα ομόλογα θα διατεθούν σε επενδυτές και θα είναι διαπραγματεύσιμα στη δευτερογενή αγορά, δημιουργώντας μια πραγματική αγορά για τα ελληνικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με τη μέθοδο αυτή προβληματικά περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας τιμολογούνται με ευνοϊκό τρόπο, χωριστά από τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού. Αρχικά καθορίζεται ένα κατώτερο όριο για την τιμή που μπορούν να λάβουν τα δάνεια που θα τιτλοποιηθούν (π.χ. 30 λεπτά ανά 1 ευρώ δανείου). Στη συνέχεια, παρέχεται η κυβερνητική εγγύηση πως οποιαδήποτε ζημία έως, πχ, το 90% της τιμής που έχει προσδιοριστεί (στο παράδειγμα μας 27 λεπτά ανά 1 ευρώ δανείου) θα καλυφθεί από το Δημόσιο, με το πρώτο 10% της ζημίας (3 λεπτά) να αναλαμβάνεται από την τράπεζα. Το ΤΧΣ υποστηρίζει πως το Asset Protect Scheme δεν προϋποθέτει τη μετακίνηση των προβληματικών δανείων από τα βιβλία των τραπεζών και την άμεση καταβολή των κεφαλαίων από τον εγγυητή.
Επιφυλακτικότητα για τον προϋπολογισμό
Ας έρθουμε στον προϋπολογισμό. Ο κ. Χουλιαράκης δήλωσε ότι αυτός ενισχύει τη μεγέθυνση, την κοινωνική προστασία, ενώ έχει πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις για πρώτη φορά από το 2010. Να το δούμε αυτό;
Η προβλεπόμενη μεγέθυνση κινείται στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, από 1,9-2,1%. Εκείνο όμως, που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι εξακολουθεί η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας να είναι μικρότερη από την αντίστοιχη των χωρών της ευρωζώνης. Επομένως, υπάρχει μια συνεχιζόμενη απόκλιση, αντί για σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με αυτές των χωρών της ευρωζώνης. Το βασικό ερώτημα είναι πώς θα προκύψουν τα μεγάλα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα ώστε να επέλθουν αλλαγές στην παραγωγική βάση της οικονομίας. Ο βασικός άξονας είναι ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου. Εδώ θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί. Θυμίζω ότι το 2018, αντί για την πρόβλεψη 11,1% μεγέθυνσης των επενδύσεων, φτάσαμε στο 0,8%. Βέβαια μεταφέρεται αυτή η αύξηση το 2019 και αφορά όλες τις κατηγορίες των επενδύσεων (εξοπλισμός, κατοικίες, κατασκευές κ.λπ.) αλλά η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΣΠΚ στηρίζεται στην εκτίμηση ότι θα έχουμε πάλι επενδύσεις σε πλοία. Η μεγάλη πτώση του ΑΣΠΚ το 2018 οφείλεται στο ότι είχαμε σημαντική μείωση των επενδύσεων σε πλοία. Άρα λοιπόν στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό ότι οι έλληνες εφοπλιστές θα επανεπενδύσουν σε πλοία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό, διότι η κατάσταση στη διεθνή αγορά και ειδικότερα με ανοιχτά τα σενάρια για εμπορικούς πολέμους, ειδικά μετά την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ, τα πράγματα δεν νομίζω ότι είναι τόσο ξεκάθαρα. Παράλληλα, θα πρέπει να πούμε ότι προβλέπεται μια αύξηση του χρηματοδοτούμενου από εθνικού πόρους πακέτου δημοσίων επενδύσεων από 6,75 το 2018 θα φτάσουν στα 7,3 δισ. Παρόλα αυτά θα πρέπει να πούμε ότι το 2017 και το 2018 δεν είχαμε υλοποίηση όλων των δημόσιων επενδύσεων. Επομένως έχω την εντύπωση ότι πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί για το κατά πόσο τα πράγματα θα γίνουν όπως είπε ο κ. Χουλιαράκης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι είμαστε σε προεκλογικό έτος.
Ο προϋπολογισμός αφήνει «παραθυράκια» για την άσκηση μια άλλης πολιτικής, όπως την παρουσίασε ο κ. Τσίπρας στη ΔΕΘ;
Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια, με βάση το σενάριο ότι δεν θα κοπούν οι συντάξεις. Η μη περικοπή τους σημαίνει ότι δεν θα δοθούν και τα αντίμετρα, στο βαθμό που είχε υπολογίσει η κυβέρνηση. Για παράδειγμα, το επίδομα στέγασης και ενοικίου, που είχε προσδιοριστεί από το μεσοπρόθεσμο στα 600 εκατ., με βάση τα αντίμετρα, θα μειωθεί στα 150 εκατ. Επομένως, θα έχουμε μικρότερη παρέμβαση κοινωνικής πολιτικής και δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει όλα τα προβλεπόμενα αντίμετρα, αλλά θα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις στη ΔΕΘ.
Στη συζήτηση παρενέβη και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, ο οποίος χαρακτήρισε μικρό το 2% ανόδου του ΑΕΠ και συγχρόνως μιλά για παροχολογία και από τις δύο πλευρές…
Πάγια θέση του ΣΕΒ είναι να κοιτά μόνο τα συμφέροντα των μελών του. Επιδιώκει πάση θυσία να μην αλλάξει τίποτα στην αγορά εργασίας και γι’ αυτό θεωρεί «παροχές» την αύξηση του κατώτατου μισθού. Όταν υπάρχει ένα υπερπλεόνασμα, έστω κακώς παραγόμενο μέσα από την υπερφορολόγηση, πρέπει να επιστρέψει στην οικονομία με κάποιο τρόπο. Και επιστρέφει σε αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, κατά την άποψη της κυβέρνησης. Αν ήταν μια άλλη κυβέρνηση διαφορετικού ιδεολογικού προσανατολισμού θα είχε άλλες επιλογές όπως αυτές που υποστηρίζει ο ΣΕΒ.