Δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο να χρησιμοποιείται για τρέχουσες μικροκομματικές σκοπιμότητες ένα μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, από αυτά που συνήθως χαρακτηρίζονται με τον βαρύγδουπο τίτλο «εθνικό θέμα». Αλλά ειδικά το Μακεδονικό, επειδή είναι από τα ζητήματα που εκκρεμούν επί δεκαετίες, έχει αντιμετωπιστεί από κυβερνήσεις όλων των πολιτικών τάσεων.
Και όπως θα περίμενε κανείς, η στάση των περισσότερων πολιτικών πτερύγων διαφοροποιείται ανάλογα με το αν το κάθε κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση και το αν επίκεινται εκλογές.
Η κληρονομιά του 1993
Είναι γνωστό ότι το Μακεδονικό έχει παίξει ρόλο στην πτώση τουλάχιστον μιας ελληνικής κυβέρνησης, εκείνης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993. Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός είχε βέβαια υποστηρίξει ότι ο πραγματικός λόγος που τον έριξε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης ήταν ότι ο Αντώνης Σαμαράς εξυπηρετούσε επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τα πραγματικά κίνητρά του είναι γεγονός ότι ο κ. Σαμαράς είχε πολιτευθεί εκείνη την περίοδο με μοναδικό όπλο του την «προάσπιση του ονόματος της Μακεδονίας».
Στην πρώτη συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής που είχε θέμα το Μακεδονικό, μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, στις 24 Ιανουαρίου 1994, ο Αντ. Σαμαράς ως αρχηγός πλέον της Πολιτικής Ανοιξης είχε κατηγορήσει συλλήβδην ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία ότι «παραχωρούν το όνομα είτε σαν Σλαβομακεδονία είτε σαν Νέα Μακεδονία».
Η απάντηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν να διαψεύσει πλήρως τον κ. Σαμαρά και να αποκαλύψει αυτό που είναι τόσα χρόνια κοινό μυστικό, ότι δηλαδή «ενδοτικοί» και «μακεδονομάχοι» συμφωνούσαν ατύπως στη σύνθετη ονομασία: «Ανεφέρθη το όνομα “Σλαβομακεδονία”. Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, αγαπητοί συνάδελφοι. Οποιος κοιτάξει τα αρχεία του υπουργείου των Εξωτερικών, ακόμα και επί των ημερών του κ. Σαμαρά, θα δει ότι “Σλαβομακεδονία” ονόμαζε το υπουργείο των Εξωτερικών αυτή τη Δημοκρατία».
Οπως ισχυρίστηκε τότε ο Κ. Μητσοτάκης, οι εκλογές ήταν ο μόνος λόγος που δεν είχε ήδη καταλήξει η κυβέρνησή του στην επίσημη αποδοχή της ονομασίας «Σλαβομακεδονία»:
«Η κυβέρνησή μας ήταν αποφασισμένη να μην προχωρήσει σε λύση πριν από τις εκλογές. Και αυτό και γιατί δεν είχαμε την αναγκαία πλειοψηφία για να πάρουμε μια τέτοια σοβαρή απόφαση, από την ώρα που δεν μας στήριζαν και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολιτεύσεως».
Αυτά όλα τα έλεγε βέβαια ο Κ. Μητσοτάκης, αφού είχε ήδη παραιτηθεί από πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και τον είχε αντικαταστήσει ο Μιλτιάδης Εβερτ. Και φυσικά μετά τις εκλογές. Στην ίδια μάλιστα ομιλία του, ο πρώην πρωθυπουργός καλούσε τους πάντες να αποδεχτούν «μικτή» ονομασία ως υποχρεωτική λύση του ζητήματος:
«Εάν πράγματι θέλουμε να μείνουμε στα Ηνωμένα Εθνη, εάν θέλουμε να κάνουμε διαπραγμάτευση και για το όνομα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι όντως να κάνουμε διαπραγμάτευση και να συζητήσουμε τη μικτή ονομασία. Επίσης, είναι εκτός λογικής και εκτός πραγματικότητας είναι λαϊκισμός του χειρίστου είδους, να λέμε ότι θα θέσουμε βέτο για να μη γίνει διεύρυνση της Ευρώπης προκειμένου να πετύχουμε τη λύση του προβλήματος των Σκοπίων».
Βαδίζοντας προς το 1996
Μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση έγινε για το ίδιο ζήτημα στη Βουλή στις 6 Νοεμβρίου 1995. Είχε βέβαια ήδη υπογραφεί από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου η Ενδιάμεση Συμφωνία που περιλάμβανε την αναγνώριση της προσωρινής ονομασίας Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η εσωτερική διαφωνία στη Νέα Δημοκρατία και ευρύτερα στη Δεξιά –εφόσον είχε ήδη αποσχιστεί η Πολιτική Ανοιξη– κυριάρχησε στη συζήτηση, με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να κατακεραυνώνει τον Αντώνη Σαμαρά, αποδίδοντάς του ότι πρώτος εκείνος αποδέχτηκε τη σύνθετη ονομασία.
Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, ο κ. Σαμαράς χρησιμοποιούσε τον όρο «Σλαβομακεδόνες» από τις 27.8.1991, στέλνοντας το μήνυμα στους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι «η Ελλάδα θα αποδεχόταν να χρησιμοποιηθεί το όνομα “Μακεδονία” ως γενικός προσδιορισμός στο όνομα του νέου κράτους». Επιπλέον, ο πρώην πρωθυπουργός επέρριψε στον πρώην υπουργό του ότι στις 2.12.1991 «αποδέχθηκε να χρησιμοποιηθεί ο όρος Δημοκρατία της Μακεδονίας για πρώτη φορά στο Ευρωπαϊκό και Ελληνικό Δίκαιο».
Μάλιστα επέρριψε στον κ. Σαμαρά και ότι στις 6.4.1992, δηλαδή στο τελευταίο Συμβούλιο Υπουργών της Κοινότητας, στο οποίο μετείχε, «σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είπε στους άλλους υπουργούς των Εξωτερικών ότι μια συμφωνία-πακέτο μεταξύ Σκοπίων και Ελλάδος είναι πιθανή μέσα στον επόμενο μήνα.
Υπονόμευσε έτσι στο εξωτερικό την προσπάθεια που ανέλαβα αμέσως μετά, για την πλήρη ανάληψη αυτού του όρου, την ίδια ώρα που στο εσωτερικό απειλούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση, αν δεν ακολουθούσε την αδιάλλακτη γραμμή την οποία πρότεινε».
Η κατάληξη του Μητσοτάκη ήταν ότι «ο κ. Σαμαράς ποτέ δεν πάλεψε για το όνομα της Μακεδονίας στο εξωτερικό. Πάλεψε μόνο στο εσωτερικό. Το χρησιμοποίησε ως όπλο για δική του προσωπική προβολή και για την ανατροπή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας». Καταχειροκροτούμενος μάλιστα από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ο Κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι το Μακεδονικό υπήρξε πρόσχημα για τον κ. Σαμαρά: «Ο κ. Σαμαράς ανέτρεψε την κυβέρνηση, πρόδωσε την κυβέρνηση, για λόγους οικονομικούς, υπηρέτησε τον κ. Κόκκαλη, τις ψηφιακές παροχές!».
Σ’ αυτή τη συνεδρίαση ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι επικεφαλής όλων των πτερύγων εμφανίζονταν να θεωρούν τετελεσμένο γεγονός τη «διπλή» ή «σύνθετη» ονομασία της ΠΓΔΜ και περιορίζονταν να ρίχνουν την ευθύνη στο παρελθόν ή στους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ακόμα και ο Αντ. Σαμαράς δεν παρέλειψε να πει ότι «επί 50 χρόνια τούς έλεγαν Σλαβομακεδόνες».
Ο Μητσοτάκης επιτέθηκε και στον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά ομολόγησε ότι όλες οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τη σύνθετη ονομασία: «Ο κ. Παπανδρέου ήταν ο πρώτος ο οποίος δέχθηκε τη διάλυση της τέως Γιουγκοσλαβίας, μιλώντας στις 4.12.1991, στη σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, για κατ’ αρχήν αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας. Αλλωστε και η δική του κυβέρνηση της οκταετίας είχε δεχθεί παγίως, όπως είχαν δεχθεί και οι άλλες κυβερνήσεις -δεν ήταν μόνο αυτή- τον όρο Σλαβομακεδονία και Σλαβομακεδόνες. Ο κ. Παπανδρέου δεν έδωσε ποτέ μάχη για το όνομα της Μακεδονίας, ποτέ».
Στην απάντησή του ο Αν. Παπανδρέου ξεκαθάριζε ότι «η Ελλάδα ήταν και είναι εκείνη η χώρα η οποία τρέφει πραγματικά τις πλέον φιλικές διαθέσεις απέναντι στα Σκόπια» και ουσιαστικά συμμεριζόταν την άποψη Μητσοτάκη, ότι η αποδοχή της σύνθετης ονομασίας ήταν τετελεσμένη:
«Επικρίνουν ορισμένοι την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, γιατί υποτίθεται ότι με τους χειρισμούς της προωθείται η διπλή ονομασία. Λησμονούν, δήθεν, ότι η διπλή ονομασία ήταν επίσημη πρόταση του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Επικρίνουν ορισμένοι την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ότι μπαίνοντας στην επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης, θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε σύνθετη ονομασία. Λησμονούν, δήθεν, ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε σπεύσει να αποδεχθεί τη σύνθετη ονομασία».
Στην ίδια τοποθέτησή του ο Αν. Παπανδρέου είχε απαντήσει και στην απαίτηση του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Μιλτιάδη Εβερτ να έρθει η Ενδιάμεση Συμφωνία στη Βουλή για ψήφιση. Τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν τότε εκατέρωθεν θυμίζουν έντονα τη σημερινή διαμάχη για τη Συμφωνία των Πρεσπών: «Δεν θα αναφερθώ καθόλου στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι θα διαπραγματευτεί ξανά τη συμφωνία», είπε ο Παπανδρέου.
«Είναι μια δήλωση λανθασμένη, που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, πέρα από το ότι για να το πράξει, πρέπει να γίνει κανονικός πρωθυπουργός… Θα αναφερθώ όμως στην απαίτησή του να έρθει για επικύρωση η Ενδιάμεση Συμφωνία στη Βουλή, και μάλιστα κάνοντας σύγκριση με το γεγονός ότι η συμφωνία επικυρώθηκε από τη Βουλή των Σκοπίων. Τα Σκόπια έπρεπε να επικυρώσουν αλλαγή στη σημαία και στα σύμβολά τους και συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το Σύνταγμά τους. Αυτό, για να γνωρίζουμε τι λέμε. Βεβαίως -και το έχω δηλώσει- όταν υπάρξει κατάληξη σε τελική συμφωνία, που θα αντιμετωπίζει και το όνομα, το θέμα θα έρθει στη Βουλή των Ελλήνων».
2000-2004: όταν «ξεχάστηκε» το ζήτημα
Οι εκλογές του 2000 και του 2004 δεν επισκιάστηκαν από το Μακεδονικό. Βέβαια μετά τις εκλογές του 2000 διαγράφηκε ο Γιώργος Καρατζαφέρης από τη Νέα Δημοκρατία και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ίδρυσε τον ΛΑΟΣ με ακροδεξιά εθνικιστική πλατφόρμα, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι οι περιοδείες του εκείνο το καλοκαίρι προς άγραν απογοητευμένων νεοδημοκρατών και παροπλισμένων στελεχών παλιών ακροδεξιών σχημάτων είχαν στόχο περιοχές κυρίως της Νότιας Ελλάδας με παράδοση στον «χώρο» (Αργος, Μεσσηνία) ή με προβληματικές τοπικές οργανώσεις της Νέας Δημοκρατίας (όπως συνέβαινε με τη Λάρισα, μετά τη σύγκρουση Καραμανλή-Σουφλιά).
Η Μακεδονία συνεχίζει να ελέγχεται από άλλους ακροδεξιούς τοπάρχες, ενώ και η Νέα Δημοκρατία δεν ασχολιόταν με το Μακεδονικό. Ασχολήθηκε, βέβαια με άλλα ζητήματα της ακροδεξιάς ατζέντας –κυρίως την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες– αλλά οι βόρειοι γείτονές μας και η ονομασία της χώρας τους έπαψε να βρίσκεται στην κορυφή της δικομματικής διαμάχης.
Οι εκλογές του 2007 και του 2009
Μετά την πρόσκληση από το ΝΑΤΟ προς την ΠΓΔΜ το θέμα ξαναπαίρνει τη μικροκομματική του διάσταση, με τον ΛΑΟΣ να πιέζει πριν από τις εκλογές του 2007 τη Νέα Δημοκρατία και τον Αδωνι Γεωργιάδη να καθυβρίζει τον Κώστα Καραμανλή και την Ντόρα Μπακογιάννη ως ακατάλληλους, άχρηστους και εθνικά επικίνδυνους.
Είναι η περίοδος που διαμορφώνεται για πρώτη φορά μια διακομματική στρατηγική στο ζήτημα του Μακεδονικού, με την ελληνική πλευρά να προτείνει επισήμως «σύνθετη ονομασία έναντι όλων».
Αυτή η ρεαλιστική τοποθέτηση ασφαλώς σήμαινε μια μετατόπιση από την κατάληξη της σύσκεψης υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Απρίλιο του 1992, αλλά στην πραγματικότητα η μετατόπιση είχε ήδη σημειωθεί από το 1993 και είχε επισημοποιηθεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία το 1995. Αλλά και πάλι, όπως προκύπτει από τα WikiLeaks, εκείνο που μετρούσε στις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης ήταν το πολιτικό κόστος και οι εκλογές.
Μάλιστα στο τηλεγράφημα της 5.1.2008 του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Ντάνιελ Σπέκχαρντ, εμφανίζεται ο Καραμανλής να δηλώνει ότι «η Ελλάδα είναι ανοιχτή σε ένα σύνθετο όνομα, “Νέα, Βόρεια, Ανω, οποιαδήποτε Μακεδονία”», αλλά και να αποκαλύπτει πως ο ίδιος «είχε πει στους ηγέτες της ΠΓΔΜ ότι όποια ελληνική κυβέρνηση προχωρούσε περισσότερο, θα έπεφτε» (08ATHENS21_a).
Το ότι μόνο για καθαρά μικροκομματικούς λόγους δεν προχώρησε τότε μια λύση από την πλευρά της Ελλάδας επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο τηλεγράφημα του Σπέκχαρντ, μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Ναυτιλίας Βουλγαράκη:
«Ο πρεσβευτής Σπέκχαρντ πίεσε το στέλεχος της Ν.Δ. για μεγαλύτερη ευελιξία στο ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας. Ο Βουλγαράκης είπε στον πρεσβευτή ότι η μια συμφωνία στο ζήτημα αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και ενδεχομένως αποσταθεροποιητική, αναφερόμενος στην ισχνή πλειοψηφία της Ν.Δ. και τις εσωτερικές διαμάχες στο αντιπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάδυση της άκρας Αριστεράς (Συνασπισμός)» (08ATHENS378_a).
2018: ολοταχώς πίσω στο 1992
Οταν έγινε πρωθυπουργός ο Αντ. Σαμαράς το 2012 δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνεχίσει την πολιτική του Κώστα Καραμανλή, με την επιδίωξη της «σύνθετης ονομασίας erga omnes» και, όπως έχει αποκαλύψει η «Εφ.Συν.», το υπουργείο Εξωτερικών πρόβαλλε επισήμως τη θέση αυτή ως «εποικοδομητική και συμβιβαστική».
Βέβαια σήμερα ο κ. Σαμαράς υποστηρίζει τα αντίθετα και έχει κατορθώσει να παρασύρει μαζί με τον κ. Γεωργιάδη το κόμμα του στις θέσεις της Πολιτικής Ανοιξης και του ΛΑΟΣ. Αλλά και πάλι η εκλογική σκοπιμότητα είναι εκείνη που επικρατεί στην τακτική του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η στροφή, βέβαια, αυτή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Ετσι υποχρεώνονται τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας κάθε λίγο να διαψεύδουν τους εαυτούς τους και όσα έλεγαν περί σύνθετης ονομασίας και εθνικής γραμμής μέχρι πριν από λίγους μήνες.
Πιο ακραίο παράδειγμα παρόμοιας μεταστροφής αποτελεί ο ίδιος ο κ. Σαμαράς, ο οποίος δεν δίστασε τον περασμένο Ιούνιο να υποστηρίξει στη Βουλή ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος επισήμως από το βήμα της Γ.Σ. του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2014 είχε αναπτύξει την «εθνική γραμμή» της σύνθετης ονομασίας, δεν είχε την κάλυψη του πρωθυπουργού του. «Ηταν δική του άποψη, όχι δική μου».
Βεβαίως, για λόγους αβροφροσύνης προς τον μέχρι πρότινος κυβερνητικό του εταίρο, ο κ. Βενιζέλος δέχτηκε να πει ότι στον ΟΗΕ «διατύπωσε τη δική του θέση». Αλλά ο κ. Βενιζέλος πρόσθεσε κάτι που έκανε ότι δεν το άκουσε ο κ. Σαμαράς:
«Εχω μία σταθερή θέση, την οποία έχω κατ’ επανάληψη διατυπώσει. Είναι η ενιαία εθνική θέση από τον Απρίλιο του 1993: Ναι, χρειάζεται συμβιβαστική λύση με τη γειτονική χώρα, ναι, η λύση είναι ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, ναι, πρέπει αυτό το όνομα να χρησιμοποιείται erga omnes και εσωτερικά και διεθνώς, ναι, αυτό πρέπει να θεμελιωθεί σε μία διεθνή συμφωνία, επί τη βάσει και δυνάμει της οποίας πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας».
Αλλά ακριβώς αυτό προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών. Η κατάληξη του κ. Βενιζέλου ήταν διαφωτιστική: «Ηξερα πάρα πολύ καλά ποια είναι η ενιαία και διαχρονική θέση της χώρας και δεν χρειαζόμουν έγκριση του κ. Σαμαρά ως πρωθυπουργού». Μ’ άλλα λόγια, εκτός γραμμής ήταν ο τότε πρωθυπουργός!
Αλλά αυτή την «ενιαία και διαχρονική θέση» είναι που για καθαρά εκλογικούς λόγους αμφισβητεί σήμερα στο σύνολό της η Νέα Δημοκρατία και όχι μόνο η φιλοσαμαρική πτέρυγά της. Κι από κοντά, σημαντική μερίδα από τους παλιούς συντρόφους του κ. Βενιζέλου στο ΠΑΣΟΚ.
Δημήτρης Ψαρράς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών