«Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» Έχω κατ’ επανάληψη εξηγήσει την προπαγανδιστική λειτουργία τούτης της επιφανειακά «αθώας» ερώτησης, που ήταν εξαιρετικά προσφιλής σε καθεστωτικούς δημοσιογράφους και πολιτικούς ιδίως κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Προσθέτοντας κιόλας ότι εγώ θα απαντούσα ότι δεν καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, διότι δεν είμαι αναρχικός. Δηλαδή δεν είμαι εναντίον του κράτους. Και εξηγώντας κατόπιν τον πασίγνωστο βεμπεριανό ορισμό του κράτους ως του θεσμού εκείνου που σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή κατέχει κατά τρόπο επιτυχή το μονοπώλιο της νόμιμης βίας.
Εκτός από τις εξόχως κανιβαλιστικές και -στις μέρες μας ιδίως- πασιφανώς ρατσιστικές, πολιτικά στοχευμένες, κραυγαλέα επιλεκτικές και πολλαχώς προπαγανδιστικές αξιοποιήσεις της έννοιας της βίας από τα καθεστωτικά ΜΜΕ και τα αστικά κόμματα, κατά την άποψή μου υπάρχει και ένα ευρύτερο ζήτημα όσον αφορά την κυρίαρχη επικοινωνιακή χρήση της έννοιας. Η βία παρουσιάζεται κατά κανόνα ως «σύμπτωμα» μιας γενικής «παθολογικής» κατάστασης της κοινωνίας, που είναι η «ανομία». Η οποία «ανομία», κατά περίσταση, θεωρείται πως είναι είτε η έμπρακτη περιφρόνηση των υπαρχόντων νόμων, είτε, πιο «κοινωνιολογικά», η πρακτική απαξίωση των «αξιών» και των «άγραφων νόμων» που συνιστούν τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αναλυτική οξυδέρκεια και η επιστημολογική ειλικρίνεια ενός εκ των θεμελιωτών της Κοινωνιολογίας και κατά τα άλλα μάλλον συντηρητικού στοχαστή (του Μαξ Βέμπερ) κατέληξαν σε κάτι που για τον μαρξισμό, έστω με άλλους όρους διατύπωσης, αποτελεί εκ των ων ου άνευ συνθήκη της νεωτερικής (καπιταλιστικής) κοινωνίας: Στο ότι η βία, μακράν του να περιορίζεται σε «άνομες» ή «παράνομες» καταστάσεις, είναι εγγενές στοιχείο του ίδιου του νόμου και του κράτους. Είναι αυτό που στηρίζει τον μεν και συγκροτεί τη ραχοκοκαλιά του δε.
Και εδώ προφανώς ξεκινούν μια σειρά από ζητήματα. Κυριότερο ίσως εκ των οποίων είναι εκείνο των ορίων μεταξύ «νόμιμου» και «μη νόμιμου», «κράτους» και «μη κράτους» όσον αφορά ακριβώς τη χρήση βίας. Μόνο έτσι όμως θα κατανοήσουμε το ζήτημα της βίας από αριστερή σκοπιά. Και όχι ως «παθογένεια», που προξενείται, ανάλογα με την οπτική γωνία αλλά και τη σκοπιμότητα της εκάστοτε «ανάλυσης», είτε ως σύμπτωμα της «ανομίας» στην οποία οδηγεί η «αριστερή εξαλλοσύνη» ή/και η «κυβερνητική ανευθυνότητα», είτε ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης (γενικώς και αορίστως), είτε ως αντίδραση των «νοικοκυραίων» απέναντι στην «απειλή» που αντιμετωπίζουν οι «παραδοσιακές αξίες» της ελληνικής κοινωνίας, είτε ως αναμενόμενο αποτέλεσμα της όξυνσης του «μεταναστευτικού προβλήματος».
Η «αυτοδικία», αν και απολύτως καταδικαστέα ως πράξη όχι μόνο από αριστερή αλλά και γενικότερα από οποιαδήποτε δημοκρατική άποψη περί νομιμότητας, είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα χρήσιμη ως έννοια για να κατανοήσουμε τον προβληματικό αλλά ταυτόχρονα αποκαλυπτικό χαρακτήρα των ορίων μεταξύ «νόμιμης» και «παράνομης» βίας, μεταξύ «κράτους» και «μη κράτους». Το «να παίρνει κάποιος τον νόμο στα χέρια του» συχνά θεωρείται αποτέλεσμα απλής παραφροσύνης κάποιων μεμονωμένων ατόμων, που τυχαίνει ενίοτε να διακατέχονται από ρατσιστικές ή ομοφοβικές αντιλήψεις. Ξεχνάμε όμως ότι ως πρακτική είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις κοινωνίες μας – αποτελεί «θεσμό» θα έλεγα. Τι είναι οι «μικροί στρατοί» από οπλισμένους μπράβους που διαθέτουν όχι μόνο οι «νονοί της νύχτας» αλλά και οι περισσότεροι από τους «καθωσπρέπει» μεγαλοκαπιταλιστές μας αν όχι μια γενικευμένη, μαζική και απολύτως αποδεκτή στην πράξη και από το ίδιο το (επίσημο) κράτος μορφή αυτοδικίας;
Ας μη γελιόμαστε. Αν η νόμιμη βία είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό και το στήριγμα του κράτους σύμφωνα με τη βεμπεριανή αλλά και τη μαρξιστική προσέγγιση, οφείλουμε, σύμφωνα με τη δεύτερη τουλάχιστον, να αναγνωρίσουμε πως η «ημι-νόμιμη» βία του «ημι-κράτους» των μπράβων είναι εκείνη που κατά μέγα μέρος στηρίζει το σύστημα που σε άλλο άρθρο μου είχα ονομάσει «λαμογιανό καπιταλισμό». Τα φαινόμενα της βίας ως αυτοδικίας, λοιπόν, δεν αποτελούν τη σκανδαλώδη εξαίρεση, αλλά τον θλιβερό κανόνα. Η διάχυση των φαινομένων ακροδεξιάς βίας διευκολύνεται από την ήδη υπάρχουσα δομική βία του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού συστήματος με τις «ιδιαιτερότητές του». Ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργούν ως «συγκοινωνούντα δοχεία» οι οργανώσεις της Χρυσής Αυγής με εκείνες των οπαδών ποδοσφαιρικών συλλόγων.
Ας έρθουμε τώρα στο περιστατικό της Ομόνοιας. Από το τραγικό και ανατριχιαστικό γεγονός της άγριας επίθεσης εναντίον ενός πολίτη με πλούσια κινηματική δράση (τηρώντας σχολαστικά την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας αποφεύγω τη λέξη «δολοφονία»), ας προσπαθήσουμε να αντλήσουμε κάποια διδάγματα. Έως τώρα, η σύμπραξη μεταξύ της «νόμιμης» αστυνομικής βίας και της «ημι-νόμιμης» βίας των ακροδεξιών τραμπούκων που παρεισέφρεαν στις διαδηλώσεις συνίστατο στην ανοχή, ενίοτε και στην έμμεση στήριξη της μεν προς τους δε. Όπως μας δείχνουν τα βίντεο που κατέγραψαν το τι συνέβη έξω από το κοσμηματοπωλείο της Γλάδστωνος την περασμένη Παρασκευή, έχουμε να κάνουμε με κάτι που δεν το είχαμε δει μέχρι στιγμής. Οι αστυνομικοί «ακολουθούν το καλό παράδειγμα» που τους έδωσε ο «νοικοκυραίος» καταστηματάρχης. Εξακολουθούν τον ανηλεή ξυλοδαρμό που ξεκίνησε εκείνος επί του, ούτως ή άλλως, ανήμπορου πλέον σώματος του αναίσθητου αν όχι ήδη νεκρού συμπολίτη μας. Είναι μάλλον πρωτοφανές η αμφιλεγόμενη αυθαιρεσία της αστυνομικής βίας να «παίρνει γραμμή» από την πασιφανή αυθαιρεσία της αυτοδικίας. Τι έχει συμβεί λοιπόν;
Αισθάνομαι λίγο περίεργα θυμίζοντας πράγματα για τα οποία κάποτε όλοι μιλούσαμε στην Αριστερά, αλλά τώρα απ’ όσο γνωρίζω, δεν αναφέρει πλέον κανείς. Πριν από τις εκλογές του 2015, είχαν γίνει ουκ ολίγες έρευνες που έδειχναν τα τρομακτικά υψηλά ποσοστά ψηφοφόρων της Χ.Α. στα σώματα ασφαλείας. Γιατί δεν μιλάει κανείς γι’ αυτό τώρα; Τι πιστέψαμε; Πώς με την εκλογή της Αριστεράς στην κυβέρνηση όλοι οι αστυνομικοί έγιναν αυτομάτως δημοκράτες; Προφανώς δεν μπορεί μια δημοκρατική κυβέρνηση να διεξαγάγει έλεγχο φρονημάτων σε οποιαδήποτε υπηρεσία. Μήπως όμως τα γεγονότα της Ομόνοιας παρέχουν ευκαιρία για μια δημοκρατική κάθαρση;
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Η Αυγή