Καθώς όλοι εκτιμούν ότι έχουμε μπει σε «μακρά προεκλογική περίοδο», η λέξη πόλωση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Προεξοφλείται ότι θα αγγίξει τον υπέρτατο βαθμό, γεγονός που θεωρείται επιζήμιο. Όσοι εννοούν την τεχνητή πόλωση, έχουν δίκιο, γιατί αυτή επιδιώκεται συνήθως όταν δεν υπάρχουν ουσιαστικές πολιτικές διαφορές ή όταν σκοπό έχει να θολώσει την ατμόσφαιρα, ώστε οι υπαρκτές αντιθέσεις να μη διακρίνονται, και έτσι η αντιπαράθεση να μεταφέρεται σε ένα εικονικό πεδίο, όπου δημιουργούνται εντυπώσεις και όχι πεποιθήσεις.
Η αντιπαράθεση δεν είναι εικονική
Πολλές φορές, όμως, η λέξη πόλωση χρησιμοποιείται καταχρηστικά στη θέση της έντονης, της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης, στις περιπτώσεις όπου οι διαφορές είναι υπαρκτές, αγεφύρωτες και ουσιαστικές. Τους κινδύνους της κάθετης αντιπαράθεσης αυτού του τύπου συχνά τους επικαλούνται τα κόμματα του κέντρου, και δικαιολογημένα. Όμως, αυτοί προκύπτουν κυρίως από την υπαρκτή δυσκολία των κομμάτων αυτών, σε συνθήκες πραγματικής πολιτικής σύγκρουσης δύο σχεδίων, να διατυπώσουν μια διακριτή πρόταση, η οποία να μην αποφεύγει την κατ’ αρχήν τοποθέτηση στο πεδίο της κύριας πολιτικής αντίθεσης.
Οι ιδιόμορφες συνθήκες εποπτείας χωρίς επιτροπεία, που διαμορφώνονται μετά την 21η Αυγούστου, ευνοούν τη δημιουργία ενός πραγματικού πεδίου πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς υποχρεώνουν τις αντιπαρατιθέμενες πολιτικές δυνάμεις να διατυπώσουν τις δικές τους διακριτές προτάσεις, αντί να αντιπαρατίθενται για την καλή ή κακή εφαρμογή των μνημονιακών εξαναγκασμών, ή την απλή και καθαρή καταδίκη της. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, τα κόμματα που διεκδικούν την κυβέρνηση δεν έχουν λόγο να καταφύγουν σε παρεμβολές ή παρεκβολές που θολώνουν την ατμόσφαιρα και προκαλούν σύγχυση.
Πίστη στο νεοφιλελευθερισμό
Αυτό το έχει αντιληφθεί η ηγεσία της ΝΔ και ακολουθεί μια πολιτική που προκαλεί απορίες για τη νεοφιλελεύθερη καθαρότητα και σκληρότητά της, ιδιαίτερα στην αντιπαράθεσή της με μια ενισχυμένη κοινωνική πολιτική και αισθητά διαφορετική οικονομική πρόταση, που προβάλλει (και κυρίως στο βαθμό που εφαρμόζει) η κυβέρνηση. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η επιμονή τού κ. Μητσοτάκη να εξαγγέλλει επανειλημμένα την κατάργηση του ΕΦΚΑ και τη βίαιη εισβολή της ιδιωτικής ασφάλισης στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Ή ακόμα και η κατάργηση της σχεδιαζόμενης αλλαγής του τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ή η υπονόμευση της ανοικοδόμησης ενός συστήματος κοινωνικής πολιτικής που έχει κάνει σημαντικά βήματα. Ή η καταγγελία ως ιδεοληψίας των στοιχειωδών μέτρων σταδιακής αποκατάστασης της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Ή η απόρριψη της δυνατότητας να τηρείται στις προσλήψεις στο δημόσιο η στοιχειώδης για τις αποδυναμωμένες διοικήσεις, υγεία και παιδεία, αρχή: μία πρόσληψη για κάθε αποχώρηση. Δύσκολα θα έκανε διαφορετική επιλογή. Έχει τόσο ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη λογική της λιτότητας και της ιδιωτικοποίησης των πάντων στη διάρκεια των μνημονίων, όταν η μοναδική κριτική προς την κυβέρνηση ήταν ότι αργεί και θέτει σε κίνδυνο το κλείσιμο των αξιολογήσεων, που δεν θα ήταν πειστική μια απόπειρα να επαναλάβει την προεκλογική «στροφή» του κ. Σαμαρά του 2014, η οποία στέφθηκε, άλλωστε, και με αποτυχία.
Οι παρενέργειες της ορθοδοξίας
Αυτή η ανάγκη της ηγεσίας της ΝΔ, όμως, συνιστά και τη σημαντικότερη ίσως δυσκολία της. Γιατί την αναγκάζει να προχωρήσει στην κορυφαία πολιτική αντιπαράθεση με δύο μειονεκτήματα:
Πρώτον, εξαγγέλλει την κατάργηση του συνόλου σχεδόν του έργου της κυβέρνησης, τη στιγμή που μεγάλο μέρος του έχει γίνει αποδεκτό όχι μόνο από τους φτωχοποιημένους, αλλά και από ευρύτερα στρώματα, ακόμα και από τμήμα των μεσοστρωμάτων. Αν αποπειραθεί να κάνει διάκριση μεταξύ καλών και κακών μέτρων, υπονομεύει τον πυρήνα του αντιπολιτευτικού λόγου της.
Δεύτερον, υποχρεώνεται να απορρίψει και το σύνολο της πρότασης της κυβέρνησης για τη μετά το πρόγραμμα περίοδο χαρακτηρίζοντας κάθε ανακουφιστικό μέτρο «παροχολογία», ενώ δεν είναι -ούτε στην πραγματικότητα ούτε στη συνείδηση του κόσμου. Ο κ. Μητσοτάκης έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να πει ότι «οι δεσμεύσεις αυτής της κυβέρνησης τελειώνουν την ημέρα των εκλογών», που σε απλά ελληνικά εισπράττεται σαν απλή και καθαρή απειλή, οδηγώντας στη λογική σκέψη πως ίσως είναι καλύτερα να μην τελείωναν εκείνη την ημέρα οι «οι δεσμεύσεις αυτής της κυβέρνησης».
Η επιλογή του σωστού γηπέδου
Έναντι αυτών των μειονεκτημάτων η κυβέρνηση διαθέτει εκ των πραγμάτων δύο πλεονεκτήματα:
Πρώτον, σημαντικό μέρος του λεγόμενου παράλληλου προγράμματος, που συχνά υποτιμήθηκε, έχει παράξει ήδη θετικά αποτελέσματα εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι, αφού και πριν την 21η Αυγούστου υπήρξαν περιθώρια, μετά από αυτό το χρονικό ορόσημο υπάρχουν χειροπιαστές δυνατότητες για σημαντικότερα βήματα. Συνεπώς, υπάρχει πραγματικό διακύβευμα και δίλημμα στις επόμενες εκλογές.
Δεύτερον, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, η κυβέρνηση, ακριβώς επειδή είναι κυβέρνηση, δεν μπορεί να ενοχοποιηθεί εύκολα για «παροχολογία», καθώς έχει τη δυνατότητα, την οποία ήδη αξιοποιεί, να πραγματοποιήσει αρκετά από αυτά που σχεδιάζει. Το γεγονός ότι η «προεκλογική» περίοδος είναι σαφώς μακρύτερη της τυπικής, αποδυναμώνει σημαντικά τη συνήθη καταγγελία περί προεκλογικών «θα», η οποία εδράζεται, μάλιστα, σε μια καθαρόαιμη νεοφιλελεύθερη λογική λιτότητας και περικοπών.
Τα δεδομένα αυτά αποτελούν μια πολύ καλή και αντικειμενικά υπαρκτή βάση για την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία θα τονίζει και θα αναδεικνύει σε όλο το βάθος και όλη την έκταση τις πραγματικές διαφορές μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ κατά κύριο λόγο και θα υποχρεώνει τον καθένα να τοποθετηθεί απέναντι σ’ αυτές χωρίς υπεκφυγές. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες χρειάζεται να εξελιχθεί αυτή η αντιπαράθεση, είναι ανάγκη να ευνοούν τη χρήση της λογικής περισσότερο και λιγότερο του θυμικού. Γιατί αυτό που κρίνεται στη συγκεκριμένη αντιπαράθεση, είναι η βαθύτερη δυνατή κατανόηση της υπαρκτής -και ήδη βιωμένης- διαφοράς των δύο αντίπαλων σχεδίων. Αυτή μπορεί να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση ψηφοφόρων και δυνάμεων.
Η κατανόηση αυτή, άλλωστε, αποτελεί προϋπόθεση για τη συνειδητοποίηση της διαφοράς, που επίσης υπάρχει, τόσο σε ζητήματα πολιτικής ηθικής, όσο και διαφάνειας ή διαπλοκής (και όχι το αντίστροφο), καθώς το νεοφιλελεύθερο πρότυπο της ασυδοσίας των αγορών είναι που καλλιεργεί το έδαφος για παρεκτροπές και διαπλοκές σαν αναγκαίο όρο ύπαρξής του. Η σταθερή επιδίωξη της πολιτικής καταδίκης του με την ψήφο μας είναι πολύ πιο αποτελεσματική από οποιαδήποτε αμφίβολη ποινική δίωξη μερικών εκπροσώπων του.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή