Macro

Πόσο θα διαρκέσει η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σάντσεθ;

Πόσο θα διαρκέσει η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ; Θα φθάσει μέχρι το τέλος της νομοθετικής περιόδου, την άνοιξη του 2020; Ή θα υπάρξουν πρόωρες εκλογές; Αυτοί είναι οι μεγάλοι άγνωστοι παράγοντες που έχουν σχέση με τη νέα ισπανική πολιτική πορεία. Σε όλα αυτά η καταλανική κρίση θα έχει ένα σημαντικό βάρος.
Ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση. Με την άφιξη του Σάντσεθ στις αρχές Ιουνίου στο μέγαρο Μονκλόα άρχισε μια καινούργια φάση στις σχέσεις με την Καταλονία, παρόλο που οι θέσεις είναι ακόμη σε απόσταση και μοιάζουν ασυμβίβαστες. Ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός γνωρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Ραχόι διαχειρίστηκε τα πράγματα ήταν καταστροφικός και οδήγησε την Ισπανία στη σοβαρότερη κρατική κρίση από το τέλος του φρανκισμού, αλλά γνωρίζει επίσης καλά ότι θα χρειαστούν χρόνια για την επίλυση της καταλανικής κρίσης. Γι’ αυτό φρόντισε από την πρώτη στιγμή να μιλήσει για διάλογο, για χαλάρωση της έντασης και «κανονικοποίηση» των θεσμικών σχέσεων.
Οι καρποί αυτής της νέας προσέγγισης ήταν η συνάντηση μεταξύ του Σάντσεθ και του νέου καταλανού προέδρου, του Κιμ Τόρα, και η συνεδρίαση τηςΔιμερούς Επιτροπής μεταξύ του ισπανικού κράτους και της καταλανικής Generalitat, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι. Δεν υπάρχουν ιστορικές αποφάσεις και οι θέσεις παρέμειναν καλώς ή κακώς οι ίδιες: οι Σοσιαλιστές επαναλαμβάνουν την ανάγκη τήρησης του Συντάγματος και του Καταστατικού της καταλανικής αυτονομίας, ενώ οι οπαδοί της ανεξαρτησίας διεκδικούν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Καταλονίας, χωρίς να παραιτούνται τυπικά από τη μονομερή οδό. Οι δύο κυβερνήσεις, όμως, κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και ο τόνος άλλαξε: το φθινόπωρο θα λάβουν χώρα άλλες συνεδριάσεις μεταξύ των υπουργών και των καταλανών παρέδρων των διαφόρων κλάδων και τον Οκτώβριο θα πραγματοποιηθεί μια νέα συνάντηση μεταξύ Σάντσεθ και Τόρα. Δηλαδή κάτι κινείται.
Τα επόμενα βήματα είναι, όμως, άγνωστα. Ο στόχος των Σοσιαλιστών είναι να ανοίξουν μελλοντικά σενάρια, δηλαδή να θέσουν τις βάσεις για μια μέλλουσα επικαιροποίηση του Συντάγματος του 1978 σε μια επόμενη νομοθετική περίοδο. Η στρατηγική του Σοσιαλιστικού Κόμματος στοχεύει επομένως σε μια σταδιακή προσέγγιση που βάζει πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια πιθανή καλύτερη χρηματοδότηση της Καταλονίας, κυρίως των υποδομών, μια μεγαλύτερη δημοσιονομική αυτονομία και την ανάκτηση των νόμων που ενέκρινε το καταλανικό Κοινοβούλιο στην τελευταία τριετία και ανέστειλε το Συνταγματικό Δικαστήριο (TC) κατόπιν αίτησης της κυβέρνησης Ραχόι.
Τα εμπόδια είναι, όμως, πολ­λά και τα περιθώρια κινήσεων του Σάντσεθ είναι πάρα πολύ στενά. Κατ’ αρχάςη σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι μια μονοκομματική κυβέρνηση μειοψηφίας, που πρέπει να αναζητήσει τη στήριξη επτά σχηματισμών: όχι μόνο του Unidos Podemos, αλλά και των βάσκων εθνικιστών και των ίδιων των καταλανών αυτονομιστών. Η ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2019 θα είναι μια κομβική στιγμή. Κατά δεύτερο λόγο, ο σοσιαλιστής ηγέτης δεν θα βρει καμία στήριξη στη δεξιά, που κάνει πολύ σκληρή αντιπολίτευση στη νέα κυβέρνηση. Κυρίως μετά τη νίκη του Πάμπλο Κασάδο, που είναι κοντά στον πρώην πρωθυπουργό Χοσέ Μαρία Αθνάρ, στις εσωκομματικές εκλογές για την προεδρία του Λαϊκού Κόμματος, μετά την παραίτηση του Ραχόι.

Ο παράγοντας της Βαρκελώνης

Κατά τρίτο λόγο, η κατάσταση στη Βαρκελώνη είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Τον Ιούλιο η πτέρυγα των αδιάλλακτων του πρώην προέδρου Πουτζντεμόντ, που κατέφυγε στις Βρυξέλλες, επιβλήθηκε στην πραγματιστική πλευρά, προωθώντας ένα καινούργιο κίνημα, την Crida Nacional per la República, που έχει ως στόχο την ενοποίηση του αυτονομισμού. Ο Πουτζντεμόντ θα χρησιμοποιήσει κάθε ευκαιρία προκειμένου να ναυαγήσει η διαδικασία διαλόγου που ξεκίνησε ο Σάντσεθ. Ο Ραχόι βόλευε πολύ περισσότερο τον καταλανό πρόεδρο για να περάσει σε διεθνές επίπεδο την εικόνα μιας αυταρχικής και μη δημοκρατικής Ισπανίας. Με τον Σάντσεθ ο περισσότερο ριζοσπαστικός αυτονομισμός έμεινε χωρίς  αφήγημα.
Το φθινόπωρο θα είναι επομένως πολύ θερμό. Τρεις ημερομηνίες θα χρησιμοποιηθούν από το αυτονομιστικό κίνημα για να καταλάβει τις πλατείες: η 11η Σεπτεμβρίου, καταλανική εθνική γιορτή, η 1η Οκτωβρίου, επέτειος του μονομερούς δημοψηφίσματος αυτοδιάθεσης, και η 27η Οκτωβρίου, επέτειος της μονομερούς διακήρυξης ανεξαρτησίας. Από το τέλος Οκτωβρίου θα μπορούν να προκηρυχθούν νέες περιφερειακές εκλογές: ο Πουτζντεμόντ περιμένει να αρχίσουν οι δίκες των στελεχών του αυτονομιστικού κινήματος, που αυτή τη στιγμή είναι προφυλακισμένα –οι δίκες προβλέπονται για φθινόπωρο-χειμώνα– για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Κανείς δεν αποκλείει να υπάρξει αναμονή μέχρι την άνοιξη, για να ενσωματωθούν έτσι οι καταλανικές περιφερειακές εκλογές στις δημοτικές και στις ευρωεκλογές: η προεκλογική εκστρατεία θα παιχτεί έτσι πάνω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας που θα ευνοήσει τον αυτονομισμό και στις άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, κυρίως στους δήμους. Η μεγάλη μάχη θα είναι στη Βαρκελώνη, όπου η Άντα Κολάου στοχεύει στην επανεκλογή της.
Ας μη χάνουμε, όμως, από τα μάτια μας το διεθνές πανόραμα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν άλλαξε τίποτα σε σχέση με το περσινό φθινόπωρο.  Το αντίθετο. Αν ήδη τότε ο αυτονομισμός δεν είχε επιτύχει καμία στήριξη, με τον Σάντσεθ οι πιθανότητες αναγνώρισης μιας καταλανικής Δημοκρατίας είναι εντελώς ανύπαρκτες. Ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός ενισχύθηκε στην Ευρώπη, κατορθώνοντας να οικοδομήσει ένα σταθερό άξονα με τη Γαλλία και τη Γερμανία, κυρίως με την έναρξη της μεταναστευτικής κρίσης. Τόσο ο Μακρόν όσο και η Μέρκελ πήγαν πρόσφατα στην Ισπανία, δείχνοντας ότι υπάρχει μια σημαντική αρμονική σχέση με τον Σάντσεθ, ο οποίος έγινε ένας απαραίτητος σύμμαχος στην προσπάθεια μεταρρύθμισης της ΕΕ, μετά το Brexit και την προσέγγιση Ιταλίας και Αυστρίας με την ομάδα του Βίζεγκραντ. Όμως, μέσα στην ΕΕ, σε κάθε περίπτωση, ποιος τολμάει να θέσει υπό συζήτηση την ακεραιότητα ενός κράτους μέλους; Θα άνοιγε ένα πραγματικό κουτί της Πανδώρας. Εξάλλου, όλοι έχουν επίγνωση ότι θα είχαν να χάσουν πολλά. Δεν είναι τυχαίο ότι η μοναδική στήριξη που πέτυχαν οι καταλανοί αυτονομιστές ήταν μέχρι σήμερα η στήριξη κάποιων μειονοτικών εθνικιστικών κομμάτων με προσανατολισμό προς τη λαϊκιστική δεξιά. Προς το παρόν, λοιπόν, ο αυτονομισμός δεν μπορεί να υπολογίζει σε διεθνή στήριξη, όπως δεν διαθέτει στήριξη και από την πλειοψηφία της καταλανικής κοινωνίας.

Μόνη λύση ο πραγματισμός

Η μοναδική λογική λύση για μια έξοδο από το καταλανικό αδιέξοδο είναι ο πραγματισμός των μεν και των δε, αρχή κάνοντας από τη συνειδητοποίηση του υπάρχοντος αδιεξόδου και των σημερινών συσχετισμών δυνάμεων. Με την αλλαγή κυβέρνησης στη Μαδρίτη τέθηκαν οι βάσεις για μια χαλάρωση των εντάσεων και για την έναρξη διαλόγου. Τα εμπόδια είναι πολλά και τα περιθώρια πολύ στενά. Οι επόμενοι μήνες, με ένα θερμό φθινόπωρο και με την κορυφαία στιγμή των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών της άνοιξης, θα είναι κρίσιμοι για να κατανοήσουμε αν η σοσιαλιστική στρατηγική για να «μειωθεί η καταλανική ανάφλεξη» θα έχει αποτέλεσμα ή θα ναυαγήσει. Από αυτό θα εξαρτηθεί κατ’ αρχάς και η ίδια η αντοχή της κυβέρνησης του Πέδρο Σάντσεθ. Δεν μένει, επομένως, παρά να περιμένουμε την εξέλιξη των γεγονότων για να έχουμε μια απάντηση στα ερωτήματα που θέταμε στην αρχή αυτού του άρθρου.
 
 

Ο Στίβεν Φόρτι είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας του Νέου Πανεπιστημίου της Λισσαβόνας και καθηγητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης

Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

Πηγή: Η Εποχή