ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η αυτοκτονία του δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη. Πρόλογος Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, εκδόσεις Ευρασία, σελ. 304
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν είναι απλώς μια διατριβή για τη συνταγματική ιστορία, παρόλο που εναργέστατα ανασυγκροτεί και το ιστορικό πλαίσιο. Πρόκειται για μία ευμέθοδη και συστηματική μελέτη που επιτυγχάνει να δείξει τη διαλεκτική σχέση πολιτικής θεσμών και θεωρίας. Ο συγγραφέας δείχνει ότι η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία δεν ήταν αποτέλεσμα ανατροπής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά της κατάρρευσής της. Όμως, θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας είναι η λαϊκή κυριαρχία, οπότε αναπόδραστα προκύπτει το ερώτημα: ποια η ευθύνη του λαού για αυτήν την κατάρρευση; Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία είναι αποτέλεσμα της εκλογικής νίκης του κόμματός του, λίγο πριν. Αυτό καθόρισε την άνοδό του στην εξουσία, που, στην ουσία, του την παρέδωσαν. Αυτό σημαίνει ότι ο λαός εκδήλωσε την εμπιστοσύνη του στον αρχηγό των ναζί, δηλαδή στον κατεξοχήν εχθρό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ο Α. Κεσσόπουλος δείχνει τον ρόλο που έπαιξαν οι αποφάσεις της συντακτικής συνέλευσης της Βαϊμάρης, το 1919, ως προς τη συνταγματική διασφάλιση της απλής αναλογικής, αλλά και της διασφάλισης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το κράτος πρόνοιας, αλλά και οι προϋποθέσεις για την επίτευξη συγκλίσεων και συνεργασιών μεταξύ πολιτικών δυνάμεων, προκύπτουν από αυτές τις αποφάσεις. Παράλληλα ενεργοποιείται και η θεωρία περί θεσμικών αντίβαρων, δηλαδή διευρύνονται οι εξουσίες του Προέδρου του Ράιχ, ως θεσμικού αντίβαρου στο Κοινοβούλιο. Ο συγγραφέας εξηγεί με σαφήνεια στον αναγνώστη πώς όλα τα παραπάνω καθορίζονται από την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της για τη Γερμανία της εποχής. Το πρόβλημα δηλαδή απλοποιείται ως δίλημμα που αφορούσε τα κοινωνικά στρώματα που θα επιβαρύνονταν με τα βάρη της κρίσης. Οι προταθείσες λύσεις έχουν ενδιαφέρον και σήμερα: το SPD προέκρινε την αύξηση των κρατικών εσόδων, ενώ το Λαϊκό Κόμμα τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών.
Έτσι οδεύουν τα πράγματα προς το περιβόητο άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, επικαλούμενος το οποίο ο αρχηγός του κράτους, με την ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση που του εξασφάλιζε η απευθείας εκλογή του από τον λαό, παρέκαμψε το Κοινοβούλιο, άρα κακοποίησε το πολίτευμα, και επέβαλε μέτρα λιτότητας. Η σύγκρουση του πολιτικού συστήματος με την κοινωνία έχει πλέον συντελεστεί. Η κρίση της αντιπροσώπευσης επιφέρει και την κρίση των κομμάτων ως συλλογικών αντιπροσώπων κοινωνικών στρωμάτων και αντίστοιχων συμφερόντων. Αυτό εξηγεί και τη στάση του SPD να μην ψηφίσει μεν υπέρ της αποδιοργάνωσης του κοινωνικού κράτους, αλλά να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη μειοψηφήσασα κεντροδεξιά κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να του αναγνωριστεί συνυπαιτιότητα από την κοινωνία ως προς την αποδοχή της απόφασης της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας της Γερμανίας για την εφαρμογή τέτοιου προγράμματος.
Ο συγγραφέας, αφού οριοθετήσει το ιστορικό πλαίσιο, ορίζει εντός αυτού και το πεδίο των προβλημάτων. Θα σταθώ σε αυτό που, κατά τη γνώμη μου, έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο Κεσσόπουλος αναδεικνύει με επιχειρηματολογική επάρκεια τη σημασία της διαμάχης των θεωρητικών του δικαίου σε σχέση με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, η οποία συνοψίζεται στα επιχειρήματα που διατύπωσαν ο Καρλ Σμιτ και ο Χανς Κέλσεν, εκπροσωπώντας ο πρώτος μία ουσιοκρατική ερμηνευτική παράδοση για το Σύνταγμα ο και ο δεύτερος την παράδοση του νομικού θετικισμού. Από εδώ προκύπτει ένα ερώτημα, για να παρακολουθήσει ο αναγνώστης την διεισδυτική ανάλυση του Κεσσόπουλου: γιατί την υπεράσπιση της αντιπροσωπευτικής συνταγματικής δημοκρατίας και των αξιών της την ανέλαβε η παράδοση του νομικού θετικισμού; Ο συγγραφέας θα μας δείξει ότι ο Κέλσεν τονίζει πως το νόημα του Συντάγματος εξαντλείται στη γραπτή του διατύπωση και ότι δεν υπάρχει καμιά ουσία του Συντάγματος, του λαού και της κυριαρχίας του πέραν του γραπτού κειμένου. Ο Σμιτ, αντίθετα, θα προκρίνει μια έννοια ουσίας και πνεύματος του Συντάγματος. Καθοριστική έννοια είναι η έννοια της πολιτικής κοινότητας. Αυτή είναι για τον Κέλσεν το πεδίο διαβούλευσης και ελέγχου της σχετικής αξίας των υποκειμενικών και συλλογικών πεποιθήσεων, που κρίνει την ορθότητά τους. Ο Κέλσεν θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανονιστικά ουδέτερη συγκρότηση του κράτους. Δε θεωρεί τη λαϊκή κυριαρχία, όπως ο Σμιτ, απότοκη της κυριαρχικής βούλησης – κατά μία στρεβλή ερμηνεία της θεωρίας του Ρουσσώ για τη γενική βούληση – ενός λαού, που αυτοαναγορεύεται σε φορέα της κυριαρχίας και διαμορφώνει την κρατική οντότητα στην οποία θα υπάρξει ο ίδιος. Ο Κέλσεν δεν προσδιορίζει την κυριαρχία ως θεμέλιο του δικαίου. Αυτή συνίσταται στην αρμοδιότητα του κράτους να εγγυάται τις δικαιοκρατικές αρχές. Αυτό συνυφαίνεται με τον λαό ως έννοια με δικαιοπολιτικό περιεχόμενο, ώστε αυτός να θεωρείται φορέας της κυριαρχίας και συντακτικό υποκείμενο, χωρίς οντολογικό περιεχόμενο. Για τον Κέλσεν, η δράση των πολιτικών κομμάτων, ως αντιπροσώπων κοινωνικών στρωμάτων και φορέων πολιτικών ιδεολογιών, είναι συστατική της δημοκρατίας, διότι διασφαλίζει τον πολιτικό πλουραλισμό και άρα και τον πολιτικό ανταγωνισμό.
Αντίθετα, ο Σμιτ ερμήνευε την πολιτική κοινότητα μέσα από την έννοια της ομοιογένειας, που απειλείται από τη δράση των πολιτικών δυνάμεων, στο πεδίο του δημοκρατικού πλουραλισμού, και των επιμέρους συμφερόντων που εκπροσωπούν, οπότε υπονομεύεται το συλλογικό συμφέρον και πλήττεται η ενότητα του λαού ως πολιτικής κοινότητας και βέβαια η επιδιωκόμενη ενότητα των πολιτικών αποφάσεων. Η θέση του είναι ότι το κράτος προηγείται της θεσμικής συγκρότησης των οργάνων του. Δηλαδή το ίδιο, όταν συγκροτείται, είναι κανονιστικά ουδέτερο, οπότε έπεται η δικαιοτακτική του οργάνωση. Η πολιτική κοινότητα ως ομοιογενές σώμα αναφέρεται σε συλλογικό συμφέρον. Αίρεται η σχετική αξία των διαφορετικών θεωρήσεων, άρα δεν απαιτείται η έκφρασή τους μέσα από τα πολιτικά κόμματα. Ο αρχηγός του κράτους έχει την αρμοδιότητα να παίρνει πολιτικές αποφάσεις. Έτσι επέρχεται η στρέβλωση της δημοκρατίας μέσα από τον διαχωρισμό φιλελεύθερης και δημοκρατικής αρχής. Χωρίς την ενότητά τους, η δημοκρατία μαραίνεται. Ο συγγραφέας μάς οδηγεί έτσι στο να κατανοήσουμε την ερμηνευτική αντιπαράθεση ως προς το άρθρο 48 και τις καθοριστικές της συνέπειες.
Οι στοχαστικές αναλύσεις του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου αναδεικνύουν την αξία του πολιτικού αναστοχασμού, σήμερα, που η κρίση της δημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης, στην Ευρώπη, ενισχύει την Άκρα Δεξιά και αμφισβητεί δημοκρατικές και δικαιοκρατικές αρχές, μετατρέποντας την κρίση της αντιπροσώπευσης σε αμφισβήτηση της δημοκρατίας από τα υποαντιπροσωπευόμενα, εξαιτίας των κοινωνικών ανισοτήτων, στρώματα. Και ίσως αυτά είναι τα πρώτα που θα εκδηλώσουν αυτοκτονικές τάσεις.
Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγή: Η Αυγή