Στις αρχές του ταραγμένου 1968, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας αντικαθιστούσε τον σκληροπυρηνικό γραμματέα του Αντονίν Νοβότνι με τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Η νέα ηγεσία ανακοίνωσε αμέσως ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα αποκαθιστούσε στη χώρα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες: την ελευθερία του λόγου και του Τύπου, την ελευθερία συγκρότησης επαγγελματικών οργανώσεων, συνεταιρισμών και ομίλων, έξω από τον έλεγχο του κράτους, την ελεύθερη δυνατότητα των πολιτών να ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αντιστοιχούσαν στα αιτήματα για εκδημοκρατισμό που προέβαλλε ένα μεγάλο λαϊκό ρεύμα υπό τη φυσική ηγεσία των διανοούμενων και των φοιτητών της χώρας. Στις μεταρρυθμίσεις προβλεπόταν επίσης η σχετική αποκέντρωση του οικονομικού σχεδιασμού.
Γιατί όχι δημοκρατία στον σοσιαλισμό;
Μέχρι τότε, η Τσεχοσλοβακία ήταν μία από τις πιο ευτυχείς περιπτώσεις του Ανατολικού Μπλοκ. Είχε προωθημένη εκβιομηχάνιση και το επίπεδο ζωής ήταν το υψηλότερο στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Ο λαός είχε ανεπτυγμένο αντιφασιστικό αίσθημα και είχε συμμετάσχει ενεργά στην εθνική αντίσταση. Τα αισθήματα για τους Ρώσους ήταν φιλικά. Σε αντίθεση με την Πολωνία, την Ανατολική Γερμανία και την Ουγγαρία, στην Τσεχοσλοβακία δεν είχαν συμβεί ποτέ κοινωνικές αναταραχές μετά την εδραίωση του φιλοσοβιετικού καθεστώτος. Επιπλέον, οι κομμουνιστές αποτελούσαν σαφέστατη πλειοψηφία μέχρι την κατάργηση του πολυκομματικού συστήματος, γεγονός που άμβλυνε κάπως τη δυτική κατηγορία ότι τα καθεστώτα αυτά είχαν επιβληθεί στους λαούς της ανατολικής Ευρώπης παρά την θέλησή τους.
Οι Τσεχοσλοβάκοι κομμουνιστές πατούσαν τώρα στο ρεύμα ανανέωσης που είχε επικρατήσει μετά την αποσταλινοποίηση. Οι διεθνείς διασκέψεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων που είχε συγκαλέσει μετά το 1956 ο Χρουστσόφ είχαν διακηρύξει ότι στις μεταπολεμικές συνθήκες ο σοσιαλισμός δεν ήταν ασύμβατος ούτε με τον ειρηνικό κοινοβουλευτικό δρόμο, ούτε με το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Σε κάθε χώρα, το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορούσε να διαμορφώσει τη στρατηγική του ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτό βέβαια, σιωπηρώς, αποσκοπούσε στο να βοηθήσει τα Κ.Κ. της δυτικής Ευρώπης να αυξήσουν την απήχησή τους και όλοι ήξεραν ότι δεν αφορούσε τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Το Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας είχε επιχειρήματα γι’ αυτό: στην Τσεχοσλοβακία ο σοσιαλισμός ήταν ώριμος και οι παραγωγικές δυνάμεις ανεπτυγμένες τόσο ώστε η αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών να μη θέτει σε κίνδυνο τις σοσιαλιστικές βάσεις της οικονομίας. Όπως οι δυτικές καπιταλιστικές χώρες μπορούσαν να υιοθετούν δημοκρατικά πολιτικά συστήματα χωρίς να θίγονται οι βάσεις του συστήματός τους, έτσι μπορούσε και μια σοσιαλιστική. Τρία πράγματα διαβεβαίωνε η πολιτική ηγεσία της χώρας ότι δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο να θιγούν: το πρότυπο της κρατικής, κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας, η εξωτερική πολιτική της χώρας και το αμυντικό της δόγμα. Ήταν ένα μήνυμα στην ΕΣΣΔ ότι, κατά τα λοιπά, οι Τσεχοσλοβάκοι κομμουνιστές ήταν θεμιτό να αφεθούν να κάνουν όποια εσωτερική μεταρρύθμιση θέλουν.
Ανησυχίες, κλιμάκωση και επέμβαση
Όμως, τα χρουστσοφικά ανοίγματα ήταν πια παρελθόν. Έτσι, όσο στην Τσεχοσλοβακία ο λαός αγκάλιαζε τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, τόσο η ΕΣΣΔ και το Ανατολικό Μπλοκ ανησυχούσαν. Ένας πρώτος λόγος ανησυχίας ήταν ο φόβος να αυξηθεί η επιρροή της Δυτικής Γερμανίας στη χώρα. Η οικονομική διείσδυση της Δυτικής Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία αυξανόταν ευθέως ανάλογα με τις μεταρρυθμίσεις και η πολιτική ανοιγμάτων στην ανατολική Ευρώπη, η περίφημη Ostpolitik του τότε υπουργού Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας Βίλι Μπραντ, ανησυχούσε πολύ περισσότερο τους Σοβιετικούς σε σχέση με το ανίσχυρο ρεβανσιστικό, αντικομμουνιστικό κατεστημένο της χώρας, που οραματιζόταν σύγκρουση με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Ο άλλος λόγος ήταν η αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών. Η Ανατολική Γερμανία και η Πολωνία ανησυχούσαν εξαιρετικά για τη μετάδοση του δημοκρατικού κινήματος στις δικές στους χώρες. Εκεί δεν υπήρχε η ηγεμονία του Κομμουνιστικού Κόμματος, ούτε φιλορωσικό λαϊκό αίσθημα. Οι σοβαρότατες ταραχές της δεκαετίας του ’50 και στις δύο χώρες είχαν πάρει ξεκάθαρο αντικαθεστωτικό και αντισοβιετικό χαρακτήρα, παρόλο που ελέγχθηκαν εσωτερικά, χωρίς να χρειαστεί στρατιωτική επέμβαση, όπως στην Ουγγαρία. Τις απόψεις των δύο αυτών χωρών συμμεριζόταν και η Βουλγαρία, που δεν αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα, αλλά ήταν πάντα πιστή στη σοβιετική γραμμή. Η Ουγγαρία κρατούσε πιο ευέλικτη γραμμή χάρη στη μετριοπάθεια και την ευελιξία του Γιάνος Καντάρ, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να φυσάει προσεκτικά το γιαούρτι για να μην ξανακαεί στον χυλό. Έτσι, μοναδικός ανοιχτός υποστηρικτής του δημοκρατικού ανοίγματος στην Τσεχοσλοβακία ήταν η Ρουμανία του Νικολάε Τσαουσέσκου.
Από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 1968, ο Ντούμπτσεκ προσπάθησε να σταθεροποιήσει την κατάσταση μέσα από διαδοχικές συναντήσεις κορυφής με τους άλλους Ανατολικούς ηγέτες, με τα επίσημα ανακοινωθέντα πάντοτε καθησυχαστικά και αισιόδοξα. Την ίδια στιγμή, στις επίσημες εφημερίδες των ανατολικών χωρών οι υπαινιγμοί για λαθεμένη πορεία των Τσεχοσλοβάκων συντρόφων γινόντουσαν ανοιχτή κριτική και η κριτική πολεμική. Οι Τσεχοσλοβάκοι απαντούσαν, συσπειρώνοντας ακόμα περισσότερο τον λαό και αναγκάζοντας τον Ντούμπτσεκ να δεσμευτεί ότι θα περιορίσει τα αντισοβιετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες της χώρας τους. Πολύ πιο ανησυχητική ήταν η παρέμβαση των στρατιωτικών. Ως υπόμνηση του ποιος είναι το αφεντικό, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας διοργάνωσε γυμνάσια μέσα στην Τσεχοσλοβακία, ενώ, με βάση πληροφορίες ότι στις περιοχές των Σουδητών εισάγονταν αμερικανικά όπλα προκειμένου να προετοιμάσουν μια εισβολή του ΝΑΤΟ, απαιτήθηκε από τον Ντούμπτσεκ να σταθμεύσουν σοβιετικά στρατεύματα στην τσεχοσλοβακική μεθόριο με τη Δυτική Γερμανία. Όταν το τσεχοσλοβακικό Κ.Κ. ανακοίνωσε το συνέδριό του – στο οποίο επρόκειτο να επιβεβαιωθεί η μεταρρυθμιστική γραμμή και να αποκατασταθούν τα κομματικά στελέχη που είχαν εκκαθαριστεί το 1950, οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στη χώρα παγώνοντας όλο τον κόσμο. Ήταν 21 Αυγούστου 1968.
Ο αναπροσανατολισμός της Τσεχοσλοβακίας, η οποία, με επιλογή της κυβέρνησης, δεν αντιστάθηκε στρατιωτικά στην εισβολή, υπήρξε ταχύτατος. Όλες οι διατάξεις εκδημοκρατισμού καταργήθηκαν, η λογοκρισία επανήλθε, οι λέσχες και οι πολιτικοί και πολιτιστικοί όμιλοι έκλεισαν. Ο Ντούμπτσεκ παρέμεινε ηγέτης σε ομηρία και, έναν χρόνο μετά, με αφορμή μια αντικυβερνητική φοιτητική διαδήλωση, καθαιρέθηκε. Η Άνοιξη της Πράγας, το μοναδικό μέχρι τότε πείραμα δημοκρατικού σοσιαλισμού είχε καταπνιγεί μέσα σε μόλις οκτώ μήνες.
Ο Τσαουσέσκου και τα ευρωπαϊκά Κ.Κ.
Ο Τσαουσέσκου ήταν ο μόνος Ανατολικός ηγέτης που καταδίκασε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Δεν τον ενδιέφερε προφανώς η βιωσιμότητα των δημοκρατικών ανοιγμάτων στον σοσιαλισμό. Τον ενδιέφερε η διασφάλιση του δικαιώματος της κάθε ανατολικής χώρας ξεχωριστά να μην επεμβαίνουν στα εσωτερικά της. Το έκανε επίσης στο πλαίσιο της προσεκτικής, αλλά σαφώς πιο φιλοδυτικής εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε, διαφοροποιούμενος από τους Σοβιετικούς και τους δορυφόρους τους. Ο Τσαουσέσκου είχε εξαιρετικές σχέσεις με τη Δύση, καθώς και με το Ισραήλ, ενώ η Ρουμανία ήταν η πρώτη ανατολική χώρα που αντάλλαξε πρεσβευτές με τη Δυτική Γερμανία. Το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας του οι Σοβιετικοί δεν ανακατεύτηκαν στην πολιτική της Ρουμανίας δείχνει ότι στην περίπτωση της Άνοιξης της Πράγας ο βασικός λόγος της επέμβασης δεν ήταν ο φόβος για διαφοροποιήσεις στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Ήταν ο φόβος για τη δημοκρατία. Εισβάλλοντας με στρατό, οι Σοβιετικοί και οι σύμμαχοί τους παραδέχονταν ότι θεωρούσαν τις δημοκρατικές ελευθερίες επικίνδυνες για τη σταθερότητα του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αναγνώριζαν δηλαδή έμμεσα ότι τα καθεστώτα αυτά δεν είχαν την ελεύθερη αποδοχή των κοινωνιών στις οποίες είχαν επιβληθεί.
Όπως ήταν επόμενο, η εισβολή ήταν σοβαρό πλήγμα για τα δυτικά Κομμουνιστικά Κόμματα, ιδιαίτερα τα δύο μεγαλύτερα, το ιταλικό και το γαλλικό. Προσπαθώντας να ενισχύσουν την εκλογική και την κοινωνική τους απήχηση, αλλά και την επιρροή στον προοδευτικό κόσμο των χωρών τους, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι κομμουνιστές είχαν ανάγκη να μιλούν ολοένα και περισσότερο για ειρηνική μετάβαση σε έναν σοσιαλισμό όπου όλες οι δημοκρατικές ελευθερίες θα είναι απόλυτα κατοχυρωμένες. Μπροστά σε αυτή την ανάγκη, η εισβολή δεν ήταν υπερασπίσιμη. Στην ίδια γραμμή ήταν και το ισπανικό Κ.Κ., που φιλοδοξούσε να διαδραματίσει εθνικό ρόλο σε ένα σχέδιο μετάβασης της Ισπανίας από τον φρανκισμό στη δημοκρατία. Έτσι, η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία είναι κατά κάποιον τρόπο το ορόσημο δημιουργίας του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, που, τη δεκαετία του ’70, έπειτα από πολλές προσπάθειες σύνθεσης, θα έκοβε οριστικά τους δεσμούς του με την ΕΣΣΔ και θα διακήρυττε ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός, ή δεν θα υπάρξει». Την εισβολή καταδίκασαν επίσης τα Κ.Κ. της Αυστρίας, του Βελγίου, της Βρετανίας, της Δανίας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση καθώς και τα κόμματα της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας, του Καναδά, του Μαρόκου και του Μεξικού. Με εντελώς διαφορετικό σκεπτικό, καταδίκασαν επίσης οι κυβερνήσεις της Αλβανίας και της Κίνας.
Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, έπειτα από έναν και πλέον χρόνο στρατιωτικής δικτατορίας, οι Έλληνες κομμουνιστές γέμιζαν τις εξορίες και τις φυλακές, ενώ η πληροφορία για τη διάσπαση του Κλιμακίου Εξωτερικού της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ύστερα από σκληρή εσωτερική σύγκρουση, τους είχε γεμίσει πρόσθετη σύγχυση και απογοήτευση. Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, που είχε ανασυγκροτηθεί από τον Κολιγιάννη και τους Σοβιετικούς, επισήμαινε με ανακοίνωσή της ότι η εισβολή ήταν πράξη διεθνιστικού καθήκοντος απέναντι στα υπολείμματα της αντίδρασης και στον δεξιό αναθεωρητισμό της καθοδήγησης του τσεχοσλοβακικού Κ.Κ., που προσπαθούσαν να αποσπάσουν την χώρα από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Το Γραφείο Εσωτερικού του ΚΚΕ, που εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να κρατηθεί έξω από τη διάσπαση και να αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητο καθοδηγητικό κέντρο όλων των κομμουνιστών πλην της ομάδας Κολιγιάννη, έβγαλε μια εξαιρετικά μετριοπαθή και ισορροπημένη ανακοίνωση. Εξέφραζε την ευαισθησία των κομμουνιστών και της εργατικής τάξης της Ελλάδας στον κίνδυνο να υποστεί η σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία τις συνέπειες της υπονομευτικής δράσης του ιμπεριαλισμού, αλλά και την οδύνη και τη βαθιά ανησυχία από το γεγονός ότι χάριν της υπεράσπισης των σοσιαλιστικών κατακτήσεων θεωρήθηκε αναγκαίο να παραβιαστούν οι αρχές ισοτιμίας, αυτοτέλειας και εθνικής κυριαρχίας που είναι επιβεβλημένες ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες. Το Γραφείο Εσωτερικού δήλωνε ότι «δεν επιδοκιμάζει την εισβολή», αλλά σε κάθε περίπτωση θεωρεί άκρως επιζήμιο τον διαχωρισμό των κομμουνιστών της Ελλάδας σε οπαδούς της επέμβασης και σε αλόγιστους επικριτές της. Ταυτόχρονα, επισήμαινε τους κινδύνους από την αχαλίνωτη αντισοβιετική προπαγάνδα που είχε φτάσει σε παροξυσμό μετά τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας.
Μια ομάδα κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου παρενέβη αποφασιστικά καταδικάζοντας απερίφραστα την εισβολή. Ανάμεσα σε αυτούς που υπέγραψαν την καταγγελία ήταν ο Γλέζος, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Μανώλης Γκαζής, ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο Χρήστος Μιχαλόπουλος, ο Θόδωρος Μαλικιώσης του Θεμέλιου, ο Στέφανος Στεφάνου, ο Γιάννης Φιλίνης, ο Απόλλων Ψαρουδάκης και πολλοί άλλοι. Με προσωπικές τους δηλώσεις καταδίκασαν επίσης την επέμβαση ο Μήτσος Παρτσαλίδης («βαρύτατο πλήγμα στο κύρος και στην ιδέα του σοσιαλισμού..») και ο Αντώνης Μπριλλάκης («έκπληξη, απογοήτευση και βαθύτατη ανησυχία..», «χρέος μας να καταδικάσουμε την επέμβαση…»). Ο σεισμός που προκάλεσαν τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας στις συνειδήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών επιτάχυνε τις διαδικασίες για τη συγκρότηση, με ξεκάθαρα ανανεωτικά χαρακτηριστικά, του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Αυγή