Τέλος των Μνημονίων σημαίνει επαναφορά των δικαιωμάτων, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και αύξηση του κατώτατου μισθού.
Αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπει καθημερινά η κυβέρνηση από τις 21 Αυγούστου και μετά, αυτός είναι και ο λόγος που ο πρωθυπουργός πραγματοποίησε την πρώτη παρέμβασή του στην «εποχή που ξημέρωσε για τη χώρα μετά το τέλος των μνημονίων», στο Νεώριο της Σύρου.
Η καθαρή και οριστική λήξη του προγράμματος δημιουργεί πράγματι ένα νέο πλαίσιο, με περισσότερους και ουσιαστικούς βαθμούς ελευθερίας για τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Είναι δεδομένο ότι η παρούσα κυβέρνηση θα αξιοποιήσει αυτούς τους βαθμούς ελευθερίας «για να ξανακερδίσουμε την εργασία στον τόπο μας». «Και αυτή η εργασία να είναι αξιοπρεπής, να είναι καλά αμειβόμενη. Να είναι με δικαιώματα», όπως επανέλαβε ο Αλ. Τσίπρας.
Αυτονόητο; Όχι φυσικά! Όπου σταθούν και όπου βρεθούν, οι υπέρμαχοι της λιτότητας τονίζουν ότι τα μνημόνια «πέτυχαν» τους στόχους τους στα εργασιακά. Η ανασφάλεια, η βία των απολύσεων, ο εκβιασμός της εργατικής τάξης, η χρησιμοποίηση ως μοχλού της τεράστιας στρατιάς ανέργων, που δημιούργησαν τα μνημόνια, πράγματι πέτυχαν έναν ξεκάθαρο στόχο: να συρρικνωθεί η αμοιβή της εργασίας.
Αντιστροφή της πορείας
Για να αρχίσει να αντιστρέφεται η πορεία προς την πλήρη εργασιακή απορρύθμιση, η κυβέρνηση, όπως αναφέραμε, θέτει ως προμετωπίδα την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο νόμος για τις συλλογικές συμβάσεις που είχε ανασταλεί επ’ αόριστον το 2012 ισχύει πλέον κανονικά, όπως δήλωσε την περασμένη Πέμπτη στον 105,5 Στο Κόκκινο ο υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος. Σύμφωνα με τις δύο βασικές αρχές του συγκεκριμένου νόμου, ισχύει η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων όταν πληρούνται κάποιοι όροι (εφόσον σε μία κλαδική σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οι εργοδότες που την έχουν υπογράψει καλύπτουν το 51% των εργαζομένων του κλάδου, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η συγκεκριμένη σύμβαση καθίσταται γενικώς υποχρεωτική») και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ότι δηλαδή δεν μπορεί μία ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση να αλλάζει προς το χειρότερο τους όρους μίας κλαδικής σύμβασης.
Αναφερόμενη την Πέμπτη 23/8 στο θέμα του κατώτατου μισθού η Υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι δέσμευση και πρόθεση της κυβέρνησης «είναι να προχωρήσουμε με τη νομοθετική διαδικασία, όπως προβλέπει ο νόμος, δηλαδή τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και την κατάθεση των σχετικών εκθέσεων από τους επιστημονικούς φορείς, και τελικά την απόφαση του Υπουργού Εργασίας εγκεκριμένη από το υπουργικό συμβούλιο, προκειμένου να υπάρχει αυτή η αναγκαία, κατά την άποψή μας, αύξηση του κατώτατου μισθού σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι διαδικασίες θα ξεκινήσουν άμεσα».
Θυμίζουμε ότι ο κατώτατος μισθός περικόπηκε το 2012 κατά 22% και κατά 32% για τους νέους εν μία νυκτί, διαμορφώνοντας μία συνθήκη συμπίεσης των εισοδημάτων για τους εργαζόμενους συνολικά, διότι αυτό το μέτρο συνδυάστηκε με το πάγωμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας την ίδια περίοδο.
Στην απέναντι όχθη η ΝΔ
Την ίδια στιγμή, η αξιωματική αντιπολίτευση διαφωνεί με κάθε μέτρο στήριξης της εργασίας, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο αυτό τη χαοτική διαφορά (ιδεολογική, ταξική, πολιτική) μεταξύ των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων της Αριστεράς. Άλλωστε έχει ήδη δείξει στην πράξη πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο και τη θέση των εργαζομένων στην χώρα μας ενώ, δε διστάζει να ξεκαθαρίζει ότι, η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία, αποτελούν «αγκυλώσεις που κρατούσαν καθηλωμένη την αγορά».
Το 8ωρο χαρακτηρίζεται από τον Κυρ. Μητσοτάκη ξεπερασμένο και η περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων αναπτυξιακή πρόταση. Μία πρόταση, άλλωστε, που οι σύμμαχοι της ΝΔ στην Αυστρία κάνουν πράξη μέσω της μετατροπής του 8ωρου σε 12ωρο!
Ως εκ τούτου, η ΝΔ καταφεύγει αναγκαστικά σε γενικόλογες καταγγελίες για «παροχολογία», ενώ παράλληλα ελπίζει σε μια παρέμβαση των δανειστών που θα αποτρέψει τον σχεδιασμό της κυβέρνησης για επαναφορά στην κανονικότητα και πάταξη της εργοδοτικής ασυδοσίας.
Η Έφη Αχτσιόγλου σχολίασε σχετικά: «η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν είναι παροχολογία, είναι επαίσχυντο ακόμα και ως σχόλιο αυτό, είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αρχίσει να βελτιώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και είναι κορυφαία δέσμευση της Κυβέρνησης απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και στη μισθωτή εργασία».
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο το «μέτωπο» της ΝΔ και του ΣΕΒ τόσο κατά της διάταξης για το «φρένο» στις εργολαβίες και υπεργολαβίες, όσο και ενάντια στις (ψηφισμένες, πλέον) διατάξεις που αυστηροποιούν τον έλεγχο του χρόνου εργασίας.
Η υποδηλωμένη εργασία, οι απλήρωτες υπερωρίες, οι αντεργατικές πρακτικές εργολάβων που δεν πληρώνουν μισθούς και εισφορές και η αυθαιρεσία αποτελούν κεντρικό «σχέδιο» των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ομνύουν στη λιτότητα.
«Δεν εννοούν να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη σε αυτόν τον τόπο και άρα και κέρδος, με την εργατική τάξη, τον κόσμο του μόχθου και της δουλειάς δεμένους χειροπόδαρα, καταδικασμένους σε μισθούς πείνας, και χωρίς δικαιώματα», όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο Αλ. Τσίπρας από τη Σύρο. Θα πρέπει, όμως, πλέον να (τους) γίνει κατανοητό: η ανοικοδόμηση της ποιοτικής εργασίας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων στη χώρα μας αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη, προκειμένου να μην ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν της ασυδοσίας το οποίο έχει απορρίψει ο κόσμος της Εργασίας.
Πηγή: Left