Η ιστορία του Μπλόκου
Στις 15 Μαρτίου 1944 πραγματοποιήθηκε στην Καλογρέζα ένα μεγάλο μπλόκο, με τη συμμετοχή δυνάμεων της Χωροφυλακής, της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας. Πριν ακόμη ξημερώσει, άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας περικύκλωσαν την περιοχή. Στη συνέχεια συγκέντρωσαν τους άρρενες κάτοικους άνω των 16 ετών σε ένα οικόπεδο. Άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας επέλεξαν και στη συνέχεια εκτέλεσαν 22 ατόμα (στην πλειονότητα τους, εργάτες), μεταξύ αυτών και ένα Ιταλό αντιφασίστα.
Επί της ουσίας ήταν αντίποινα των ναζί για το ισχυρό αντιστασιακό κίνημα της περιοχής, που μεταξύ άλλων, είχε εκφραστεί και με μεγάλες απεργίες στα λιγνιτωρυχεία της περιοχής, που είχαν τη συμβολή τους στα ενεργειακά προβλήματα των κατοχικών δυνάμεων.
Παράλληλα, ήταν «μήνυμα», αφού ήδη ο πόλεμος φαινόταν ότι είχε χαθεί για το Γ΄ Ράιχ, προς τα ποια κατεύθυνση επιθυμούσαν να κινηθεί η μεταπολεμική Ελλάδα. Γι’ αυτό επεδίωξαν την ενεργοποίηση των ταγματασφαλιτών σε βάρος του αντιστασιακού κινήματος και κεντρικά και τοπικά στην Καλογρέζα.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚΟΥ
Τον Αύγουστο του 1943 έγινε μια απεργία των τροχιοδρομικών. Οι Γερμανοί συνέλαβαν 50 άτομα. Ακολούθησε το πρώτο μεγάλο σαμποτάζ του ΕΛΑΣ Αθήνας στο αμαξοστάσιο της Καλλιθέας, με την καταστροφή 93 βαγονιών. Οι Γερμανοί, έξαλλοι με την απεργιακή κινητοποίηση και το σαμποτάζ, απειλούσαν να εκτελέσουν τους τροχιοδρομικούς υπαλλήλους, αρκετοί εκ των οποίων είχαν συλληφθεί.
2 Σεπτεμβρίου 1943
Στην Καλογρέζα υπάρχουν ανθρακωρυχεία και περίπου 1500 σκληροτράχηλοι ανθρακωρύχοι, μαζί με κατοίκους, έφθασαν στο αστυνομικό τμήμα Ν. Ιωνίας αποφασισμένοι να απελευθερώσουν τους τροχιοδρομικούς. Στη συμβολή της λεωφόρου Ηρακλείου με τη Μικράς Ασίας, τους περιμένει η χωροφυλακή. Επικεφαλής είναι ο Ταγματάρχης Δημήτριος Αλεξόπουλος. Ξέρει ότι απέναντί του έχει εργάτες αλλά και πολλά οργανωμένα μέλη της αριστεράς.
Ίσως αυτό έκανε την ολέθρια απόφαση του πιο εύκολη. Έδωσε εντολή στους άνδρες του να πυροβολήσουν εναντίον του άμαχου πλήθους. Οι χωροφύλακες τραυμάτισαν έξι και σκότωσαν τρεις ανθρακωρύχους από την Καλογρέζα. Τον Παναγιώτη Κούτρα, τον Γεράσιμο Κεραμιδά και τον Παναγιώτη Γεωργίου. Για πρώτη φορά οι χωροφύλακες πυροβολούν το άοπλο πλήθος, χωρίς γερμανική ή ιταλική εντολή. Τηρούσαν για πρώτη φορά την γραμμή της κυβέρνησης Ράλλη, για σύγκρουση με την αριστερά χωρίς τη συμμετοχή ή την έγκριση των κατακτητών.
Η 8η Αχτίδα της ΚΟΑ αποφάσισε να μην αφήσει ατιμώρητο το έγκλημα. Έτσι, η Ομάδα Περιφρούρησης Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) ανέλαβε να εκτελέσει τον υπεύθυνο της σφαγής. Διάλεξαν μια σημαδιακή ημερομηνία, την δεύτερη επέτειο ίδρυσης του ΕΑΜ στις 27 Σεπτεμβρίου. Τότε εκτελέστηκε ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Δημήτρης Αλεξόπουλος. Είναι η πρώτη εκτέλεση της οργάνωσης στην Αθήνα. Η πρωτεύουσα την επόμενη μέρα γεμίζει με συνθήματα του ΕΑΜ που γνωστοποιούν την εκτέλεση και προειδοποιούν ότι είναι μόνο η αρχή. Οι Γερμανοί και τα τάγματα ασφαλείας, ετοίμαζαν την απάντηση τους και ο χρόνος για τη σφαγή στην Καλογρέζα μετρούσε αντίστροφα.
Το μπλόκο της Καλογρέζας
Το «Μπλόκο της Καλογρέζας» είναι η πρώτη μεγάλη επιχείρηση αυτού του είδους που έγινε κι αυτό γιατί η Καλογρέζα κι η Νέα Ιωνία ήταν στην πρωτοπορία της αντίστασης ενάντια στους καταχτητές.
Η έναρξη του πολέμου το 1940 βρίσκει τη Νέα Ιωνία προς το τέλος της δύσκολης προσφυγικής «εφηβείας» της. Ούτε 18 χρονών δεν ήταν καλά-καλά. Η συνοικία της Νέας Ιωνίας «γεννιέται» το 1923 με την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων. Δημιουργείται σε μια περιοχή πλούσια σε νερό και αρκετά ρέματα που είναι παραπόταμοι του μεγαλύτερου ρέματος, του Ποδονίφτη. Πολύ σύντομα, με την τεχνογνωσία που είχαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, ιδρύονται και λειτουργούν στην περιοχή μεγάλα εργοστάσια εριουργίας, κλωστοϋφαντουργίας, μεταξουργίας, βαμβακουργίας, ταπητουργίας κλπ., που προστίθενται στα ήδη υπάρχοντα στην περιοχή των Άνω Πατησίων.
Στην Καλογρέζα, που αποτελεί από τον Ιούλιο του 1940 τμήμα του δήμου Νέας Ιωνίας έχει ξεκινήσει, από το 1939 λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η λειτουργία λιγνιτωρυχείου. Ένα δεύτερο ορυχείο λιγνίτη αρχίζει επίσης να λειτουργεί την ίδια εποχή στο γειτονικό Ηράκλειο. Κατά την Κατοχή, η επίβλεψη των ορυχείων περνάει στις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, όμως αργότερα λόγω της μεγάλης τους σημασίας, τη φύλαξη και διαχείρισή τους αναλαμβάνει ο Γερμανικός στρατός.
1943-1944. Η Εθνική Αντίσταση φουντώνει
Η Νέα Ιωνία κατά τη διάρκεια της κατοχής είναι μια από τις πιο μαχητικές εστίες αντίστασης του αστικού ιστού της Αθήνας στους κατακτητές και στους Έλληνες συνεργάτες τους. Ο κυριότερος λόγος ήταν η μεγάλη επιρροή των αντιστασιακών οργανώσεων κυρίως του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.), του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ) και της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.) στους κατοίκους της, οι οποίοι αποτελούν τη βασική εργατική δύναμη των εργοστασίων της περιοχής.
Στο τέλος του 1942 οι εργαζόμενοι στα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας και του γειτονικού Ηρακλείου ανέρχονταν στους 1800 περίπου και είχαν καταφέρει να είναι ο πιο οργανωμένος κλάδος εργατών της περιοχής. Διεκδικούν και καταφέρνουν με απεργίες, βελτιώσεις των συνθηκών εργασίας, σίτισης κ.ά.
Βρίσκονται μαζί με τους υφαντουργούς και τους άλλους βιομηχανικούς εργάτες της Νέας Ιωνίας στην πρωτοπορία του αντιστασιακού κινήματος και συμμετέχουν σ’ όλες τις κινητοποιήσεις του λαού της Αθήνας.
Στις 22 Δεκέμβρη του 1942 γίνεται μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα, για να ματαιωθούν τα σχέδια των Γερμανών και της προδοτικής Ελληνικής κυβέρνησης για την πολιτική επιστράτευση χιλιάδων Ελλήνων πολιτών. Αυτοί θα στέλνονταν ως εργάτες στα εργοστάσια-κάτεργα του Γ΄ Ράιχ που τροφοδοτούσαν τη χιτλερική πολεμική μηχανή.
Οι εργάτες από την Νέα Ιωνία, το σωματείο κλωστοϋφαντουργών και το σωματείο των ανθρακωρύχων είναι στην πρώτη γραμμή μαζί με τους φοιτητές της Αθήνας, στην προσπάθεια να εισβάλλουν στο Υπουργείο Εργασίας που βρισκόταν στην οδό Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις συνεχίζονται τον Φεβρουάριο με μεγαλύτερη ένταση και κορυφώνονται με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων λαού την 5η Μαρτίου 1943. Από τα πυρά των Ιταλών, Γερμανών, αστυνομικών και χωροφυλάκων πέφτουν 13 διαδηλωτές νεκροί και 134 τραυματίζονται .
Τελικά ο λαός της Αθήνας τα καταφέρνει και η πολιτική επιστράτευση ακυρώνεται!
Οι λιγνιτωρύχοι της Καλογρέζας συμπαρίστανται με απεργίες και διαδηλώσεις και σ’ άλλους κλάδους εργαζομένων. Την 1η Σεπτέμβρη του ’43 κάνουν απεργία και διαδηλώνουν μαζί με άλλους εργάτες της Νέας Ιωνίας, υπέρ των 50 τροχιοδρομικών που είχαν συλληφθεί, με την κατηγορία ότι διέπραξαν δολιοφθορά στα οχήματα και κινδύνευαν, μετά τη μεγάλη απεργία των εργαζομένων στα τραμ της Αθήνας. Οι χωροφύλακες προσπαθούν να τους εμποδίσουν να πλησιάσουν το τμήμα Χωροφυλακής (βρισκόταν απέναντι από το σημερινό κτήριο του ΟΤΕ, στην οδό Ηρακλείου) και συλλαμβάνουν πέντε διαδηλωτές.
Το απόγευμα, πάνω 1200 άτομα συγκεντρώνονται ξανά και διαδηλώνουν με κύριο αίτημα την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Οι χωροφύλακες για να σταματήσουν το αγανακτισμένο πλήθος, πυροβολούν εναντίον των διαδηλωτών στη συμβολή των οδών Ηρακλείου και Μικράς Ασίας. Σκοτώνονται δύο επί τόπου, ένας πεθαίνει αργότερα στο νοσοκομείο και τραυματίζονται έξι ακόμα. Νεκροί είναι οι Γεράσιμος Κεραμιδάς (32 ετών) Παναγιώτης Γεωργίου (60 ετών) και Παναγιώτης Κούτρας (25 ετών). Ήταν η πρώτη φορά που Χωροφύλακες πυροβολούν εναντίον διαδηλωτών χωρίς την παρουσία των κατακτητών.
Η Ειδική Ασφάλεια και τα Τάγματα Ασφαλείας
Ο Αναστάσιος Ταβουλάρης είναι υπουργός Εσωτερικών και Ασφάλειας στη διορισμένη από τους καταχτητές, προδοτική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη αλλά και στην προηγούμενη, του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου. Είναι φανατικός ναζιστής και όργανο της απόλυτης εμπιστοσύνης του διοικητή των Ες-Ες και της κατοχικής Αστυνομίας στην Ελλάδα, αντιστράτηγου Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana) και του συνταγματάρχη Βάλτερ Μπλούμε (Walter Blume) διοικητή της Μυστικής Αστυνομίας (Sicherheitspolizei/SiPo) και της Υπηρεσία Ασφαλείας (Sicherheitsdienst/SD).
Ο Ταβουλάρης έχει αποκτήσει απεριόριστη εξουσία και επανδρώνει την Ειδική Ασφάλεια από ανθρώπους του υποκόσμου, κακοποιούς και εγκληματίες που χαρακτηρίζονται ως χωροφύλακες «άνευ θητείας». Διοικητής της ειδικής ασφάλειας τοποθετείται, στα μέσα του 1943, ο έφεδρος με το βαθμό του συνταγματάρχη Αλέξανδρος Λάμπου ο οποίος, αφού ανακλήθηκε από την εφεδρεία μαζί μ’ άλλους απόστρατους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, προάγεται σε υποστράτηγο.
Η Ειδική Ασφάλεια με την εγκληματική της δράση, ξεπερνάει σε βαρβαρότητα τους Γερμανούς καταχτητές. «Εκατό φορές πιο θηριώδεις από τους Γερμανούς!», αναφέρει χαρακτηριστικά μάρτυρας στη δίκη που έγινε μετά την απελευθέρωση για τα στελέχη της. Την ίδια περίοδο που ανασυγκροτείται η Ειδική Ασφάλεια ιδρύονται και τα Τάγματα Ασφαλείας με απόφαση του Ιωάννη Ράλλη και σύμφωνη γνώμη της Βέρμαχτ, για να αντιμετωπίσουν την απειλή του ΕΑΜ. Σκοπός της ίδρυσής τους ήταν να συνεπικουρούν τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής, τη Χωροφυλακή και την Αστυνομία, η οποία εθεωρείτο ότι είχε διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό από το ΕΑΜ.
Τον Ιούλιο του 1943 κηρύσσεται 8ήμερη απεργία των αστυνομικών και ακολούθως απολύονται 1400 οπλίτες της αστυνομίας.
Το Μπλόκο
Η εργατούπολη Νέα Ιωνία των υφαντουργών και των μαχητικών ανθρακωρύχων, επειδή ήταν στην πρωτοπορία των κοινωνικών διεκδικήσεων και της οργανωμένης αντίστασης στους καταχτητές, έχει μπει στο στόχαστρο των καταχτητών και της προδοτικής κυβέρνησης του δοσίλογου πρωθυπουργού Ιωάννου Ράλλη.
Τα οργανωμένα μέλη της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ στη Νέα Ιωνία ανέρχονται σε χιλιάδες. Η αντιπαράθεση μεταξύ των Πατριωτών και των Ελλήνων συνεργατών των χιτλερικών δυνάμεων συνεχώς οξύνεται. Στα λιγνιτωρυχεία οργανώνονται λευκές απεργίες με μείωση της παραγωγής λιγνίτη. Μετά τα γεγονότα του Φθινοπώρου, το χειμώνα του 1943-44 έχει επιβληθεί κλίμα τρομοκρατίας στις περιοχές της Καλογρέζας και της Ν. Ιωνίας από τη Χωροφυλακή, την Ειδική Ασφάλεια και τα Τάγματα Ασφαλείας. Η Eιδική Ασφάλεια με τους πληροφοριοδότες που διαθέτει συντάσσει καταλόγους ΕΑΜιτών, ΕΠΟΝιτών και κομμουνιστών και ετοιμάζει εκκαθαρίσεις.Η αφορμή δίνεται όταν οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων, στις 14 Μαρτίου 1944, καταθέτουν σειρά αιτημάτων προς τη διοίκηση των ορυχείων. Ο επικεφαλής της Ειδικής Ασφάλειας Αλέξανδρος Λάμπου έχει ήδη έτοιμο κατάλογο με τα ονόματα των πρωτοπόρων εργατών και όλων όσων έχουν καταδοθεί πως είναι οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας γίνεται σύσκεψη παρουσία του υπουργού Α. Ταβουλάρη, του αρχηγού Χωροφυλακής υποστράτηγου Γκίνου, του Διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασιλείου Ντερτιλή και του Γερμανού τοποτηρητή στο υπουργείο. Ο Λάμπου ειδοποιεί τους επικεφαλής των ομάδων του και το βράδυ κινητοποιεί από τριγύρω περιοχές και την Αθήνα μεγάλες δυνάμεις της Χωροφυλακής, Ταγματασφαλιτών και ενόπλων της Ειδικής Ασφάλειας. Το επόμενο πρωί οι δυνάμεις αυτές μεταφέρονται με οχήματα και ζώνουν τη Νέα Ιωνία και την Καλογρέζα. Συμμετέχουν το σύνολο των ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας με επικεφαλής τον Λάμπου, ταγματασφαλίτες με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλυτζανόπουλο και ομάδες της Χωροφυλακής υπό τον αρχηγό της, υποστράτηγο Γκίνο.
Εισβάλουν σε σπίτια, συλλαμβάνουν τους άνδρες, τρομοκρατούν γυναίκες και παιδιά, μαζεύουν τους άνδρες που πάνε για την πρωινή βάρδια στα εργοστάσια. Λεηλατούν σπίτια και μαγαζιά. Στα λιγνιτωρυχεία, την ώρα που σχολάει η νυχτερινή βάρδια και βγαίνει από τις στοές, τους μαζεύουν όλους και συλλαμβάνουν τους περισσότερους. Τους οδηγούν, μαζί μ’ άλλους άνδρες από την Ελευθερούπολη, τη Σαφράμπολη, το Παναιτώλιο και άλλα σημεία της Νέας Ιωνίας με βρισιές, με κτυπήματα και υπό την απειλή των όπλων, στην πλατεία της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, όπου βρίσκεται το τμήμα Χωροφυλακής της Καλογρέζας.
Καίνε το καφενείο του Βουτσά τόπο συνάντησης των ανδρών της Καλογρέζας, που βρίσκονταν εκεί στην πλατεία. «Οι κουκουλοφόροι κοίταζαν και έμπαιναν ανάμεσα στον κόσμο να δουν ποιοι δεν απαντούσαν παρών όταν άκουγαν τ’ όνομά τους» που φώναζαν οι Ασφαλίτες από τους καταλόγους που κρατούσαν. Εκεί βασανίζουν τον Παναγιώτη Μικρόπουλο που την προηγούμενη μέρα είχε πάει στο διευθυντή του ορυχείου να ζητήσει να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των λιγνιτωρύχων. Του ζητούν να προδώσει συναγωνιστές του, αυτός αρνείται.
Τον απομακρύνουν τον πάνε παρακάτω στο ρέμα και τον εκτελούν. Συνολικά οι χωροφύλακες και οι γερμανοτσολιάδες εκτελούν 22 άνδρες στο ρέμα του Ποδονίφτη που απέχει περίπου 100 μέτρα από την πλατεία όπου είχαν συγκεντρώσει τους άνδρες με ηλικία από 16 έως 60 χρονών. Από τους άνδρες που τελικά συλλαμβάνουν, μεταφέρουν και παραδίνουν 60 περίπου στους Γερμανούς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Ορισμένους η ειδική ασφάλεια τους οδηγεί στη φυλακή Χατζηκώστα στην Καλλιθέα . Αργότερα από το Χαϊδάρι 11 Ιωνιώτες μεταφέρονται σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία.
Η πρωτοφανής αγριότητα των ομάδων της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων ασφαλείας καταμαρτυρείται από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, στη δίκη που ακολούθησε, το 1945.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω κατάθεση της Μαρίας Μαντζαβίνου, της οποίας ο αδελφός Δ. Αργυρόπουλος εκτελέστηκε: «Εις το μπλόκο της Καλογρέζας ήλθαν εις την οικίαν μας και ενήργησαν έρευνα όργανα της Ασφαλείας, χωρίς να εύρουν τίποτε επιβαρυντικόν. Μετ’ ολίγην ώραν πέρασε ένας τσολιάς και πήρε τον αδελφό μου Δημήτριον Αργυρόπουλον, τον μόνον προστάτην μου και τον εξετέλεσαν μαζί με τους άλλους. Εις το μπλόκον της Καλογρέζας ήτο η Ασφάλεια μαζί με τσολιάδες. Επί κεφαλής δε τούτων ήτο ο Λάμπου, όστις και διέταξε την εκτέλεσιν των εκτελεσθέντων.Ο Λάμπου βαστούσε την εικόναν της Παναγίας και φώναζε: «ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗΝ ΑΥΤΗΣ ΘΑ ΠΙΩ ΑΙΜΑ!»…
Ο Σπύρος Πασάλογλου περιγράφει ανάλογη εικόνα με τον υποστράτηγο Λάμπου στην πλατεία της Ζωοδόχου Πηγής να κραυγάζει«Η Παναγιά κι ο Χριστός διατάζουν και εγώ εκτελώ, μα, όποιος δεν μαρτυρήσει θα έχει την τύχη του Μικρόπουλου!»
Η Άννα Παρλιαμά στην κατάθεσή της, στη δίκη της Ειδικής Ασφαλείας (Β΄ Ειδικό δικαστήριο Δοσίλογων) χαρακτηριστικά λέει: «Τα όργανα της Ειδικής ήταν χειρότερα και από τους Γερμανούς. Ήταν σκυλιά!».
Το αποτέλεσμα του μπλόκου για το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα στη Νέα Ιωνία, την Καλογρέζα και τις γύρω περιοχές ήταν, ο αποδεκατισμός του από τα σημαντικότερα στελέχη του, η κατάρρευση της οργανωτικής του δομής και η σημαντική κάμψη στην απήχηση που έβρισκε στα λαϊκά στρώματα. Η ολοκληρωτική τρομοκρατία των καταχτητών και των συνεργατών τους επικράτησε τους μήνες που ακολούθησαν μέχρι την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου 1944.
Οι δίκες των εγκληματιών
Η δίκη για τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας ξεκίνησε στις 18 Οκτωβρίου 1945 και τελείωσε στις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, σε ένα εμφυλιοπολεμικό πολιτικό περιβάλλον.
Ο Αλέξανδρος Λάμπου καταδικάστηκε σε θάνατο. Σε επόμενη δίκη για το μπλόκο της Κοκκινιάς που έγινε το 1947 καταδικάστηκε επίσης σε θάνατο. Η ποινή του αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε το 1952. Ο αρχιβασανιστής ανθυπασπιστής της Ειδικής Ασφάλειας Ευσέβιος Παρθενίου, καταδικάστηκε σε ισόβια, αποφυλακίστηκε αργότερα και έγινε μοίραρχοςτης Χωροφυλακής. Ο ενωματάρχης άνευ θητείας της ειδικής Δημήτριος Κουρεμπανάς, αρχικά αθωώνεται αλλά σε επόμενη δίκη καταδικάζεται σε φυλάκιση 6 ετών.
Ο Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, επικεφαλής των Ταγμάτων ασφαλείας στο μπλόκο, αθωώνεται από το Γ` Δικαστήριο δοσίλογων, το Μάρτη του 1947. Κατόπιν έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού. Ο ανεψιός του διορίστηκε δήμαρχος Νίκαιας (Κοκκινιάς) απ’ τη χούντα το 1967. Οι προϊστάμενοί τους και ηθικοί αυτουργοί, ο Αναστάσιος Ταβουλάρης υπουργός Εσωτερικών και ασφάλειας δραπέτευσε στην Αυστρία, και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Πέθανε από καρκίνο πνεύμονα, στη φυλακή (κατ’ άλλους στο σπίτι του), στις 26 Οκτωβρίου 1946. Οι επικεφαλής των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής, ο Walter Schimana συνελήφθη από τους Συμμάχους και αυτοκτόνησε το 1948 πριν παραπεμφεί σε δίκη.και ο Walter Blume της SIPO-SD καταδικάστηκε από το στρατοδικείο της Νυρεμβέργης σε θάνατο για εγκλήματα πολέμου. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, έμεινε στη φυλακή 7 χρόνια