Macro

Eric Toussaint: Δεν ευθύνεται ο κορωνοϊός για την πτώση στα χρηματιστήρια

Παρακολουθούμε μια μεγάλη κρίση στα χρηματιστήρια της Γουόλ Στριτ, της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και της Σανγκάη και κάμποσοι το ρίχνουν στον κορωνοϊό. Την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2020, την χειρότερη από τον Οκτώβριο του 2008, ο Dow Jones έπεσε 12.4%, ο S&P 500 11.5% και ο Nasdaq Composite 10.5%. Παραπλήσια ήταν και η κατάσταση στην Ευρώπη και την Ασία την αντίστοιχη περίοδο : στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ο δείκτης FTSE-100 έπεσε κατά 11.32%, στο Παρίσι ο CAC 40 κατά 12%, στην Φρανφούρτη ο DAX έχασε 12.44%, ο δεικτης Nikkei στο Τόκυο έπεσε 9.6%, τα Κινεζικά Χρηματιστήρια  (Σαγκάη, Σεντσέν και Χονγκ Κονγκ) είχαν επίσης πτώση.

 

Τη Δευτέρα, 2 Μαρτίου μετά από (υποσχέσεις για) μαζικές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών προς στήριξη των κεφαλαιαγορών, οι περισσότεροι δείκτες ανέβηκαν πλην του Λονδίνου.

Την Τρίτη, 3 Μαρτίου, η πανικοβλημένη κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, η Fed, μείωσε το βασικό επιτόκιό της κατά 0,50% που είναι σημαντική πτώση. Πλέον, το βασικό επιτόκιο της Fed κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,25%. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο δείκτης πληθωρισμού στις ΗΠΑ μεταξύ Φεβρουαρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020 έφτασε το 2,5%, το πραγματικό επιτόκιο της Fed είναι αρνητικό. Ο “κανονικός” Τύπος έγραψε ότι το μέτρο απέβλεπε στη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας που απειλείται από τη επιδημία του  COVID-19. Μεγάλα Αμερικανικά ΜΜΕ έβαλαν τεράστιους τίτλους “Η Fed μόλις πάτησε το κουμπί πανικού για τον κορωνοϊό”

(βλ.https://edition.cnn.com/2020/03/03/investing/federal-reserve-interest-rate-cut-coronavirus-emergency/index.html ). Ωστόσο, η κακή υγεία της Αμερικανικής οικονομίας χρονολογείται  πολύ πριν τα πρώτα κρούσματα στην Κίνα και την επίπτωσή τους στην παγκόσμια οικονομία

(βλ.https://www.cadtm.org/The-Credit-Crunch-is-Back-and-the-Federal-Reserve-Panics-on-an-Ocean-of-Debt).

 

Εν ολίγοις, η Fed και ο συστημικός Τύπος δε λένε την αλήθεια όταν δηλώνουν ότι το μέτρο πάρθηκε για να αντιμετωπισθεί ο ιός. Παρά το μέτρο, την Τρίτη, 3 Μαρτίου, ο δείκτης

S&P 500 έπεσε ξανά κατά 2.81% και ο Dow Jones κατά 2.9% (βλ. https://edition.cnn.com/2020/03/03/investing/dow-stock-market-today/index.html ). Στις 3 και 4 Μαρτίου, διάφορα χρηματιστήρια στην Ασία είχαν απώλειες. Παρόλα αυτά, στις 4 Μαρτίου έγινε ράλι στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης για να γιορταστεί η επιστροφή του Τζό Μπάιντεν στην προεδρική κούρσα μέσω των προκριματικών του Δημοκρατικού κόμματος την προηγούμενη μέρα : δείγμα ανακούφισης, εξαιτίας του Μπέρνι Σάντερς. Ο Μπάιντεν αποτελεί ξεκάθαρα τον υποψήφιο του κατεστημένου του Δημοκρατικού κόμματος και των δισεκατομμυριούχων που το στηρίζουν.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι ο Τράμπ με μήνυμα του στο tweet την περασμένη εβδομάδα συνέδεσε την τύχη του με εκείνη της Γουόλ Στριτ. Στις 26 Φεβρουαρίου, απευθύνθηκε στους φίλους του από το πλουσιότερο 1%, ζητώντας να μην πουλήσουν μετοχές ώστε να στηρίξουν το χρηματιστήριο, δηλώνοντας ότι εάν επανεκλεγεί τον Οκτώβριο του 2020 το χρηματιστήριο θα ανέβει “τρομερά” ενώ αν χάσει, τέτοιο κραχ δεν θα έχει ξαναγίνει (σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, είπε “…αν νικήσω, το χρηματιστήριο θα ανέβει χιλιάδες μονάδες…αν χάσω, θα δείτε ένα κραχ που δεν έχετε ξαναδεί…Και το εννοώ”  (βλ. https://www.ft.com/content/399783e2-57e9-11ea-a528-dd0f971febbc ).

 

Το τι ακριβώς θα συμβεί στα χρηματιστήρια τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες είναι απρόβλεπτο αλλά είναι πολύ σημαντικό να αναλυθούν οι πραγματικές αιτίες της παρούσαςχρηματοοικονομικής κρίσης. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, υπεραπλουστεύοντας, ισχυρίστηκαν ότι τούτη η παγκόσμια κατάρρευση των χρηματιστηριακών αγορών προκλήθηκε από τον κορωvοϊό και αυτή η εξήγηση αναπαράχθηκε ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα. Ωστόσο, ο κορωνοϊός και η εξάπλωσή του δεν είναι η αιτία της κρίσης : η επιδημία απλώς την πυροδότησε. Όλα τα συστατικά για μια νέα οικονομική κρίση ήταν παρόντα εδώ και κάμποσα χρόνια, τουλάχιστον από το 2017-2018 (βλ. https://www.cadtm.org/Dancing-on-the-Volcano, από το Νοέμβριο 2017 και https: // www.cadtm.org/Sooner-or-later-there-will-be-a από τον Απρίλιο 2018).

 

Όταν ο αέρας είναι γεμάτος με εύφλεκτα υλικά, οποιαδήποτε σπίθα μπορεί να προκαλέσει έκρηξη ανά πάσα στιγμή. Ήταν δύσκολο να προβλέψουμε από πού θα προέλθει η σπίθα που θα ανάψει τη φωτιά – αλλά η ίδια η σπίθα δεν είναι η αιτία της κρίσης. Δεν ξέρουμε ακόμη αν το απότομο κραχ της χρηματιστηριακής αγοράς στα τέλη Φεβρουαρίου 2020 θα κλιμακωθεί σε τεράστια οικονομική κρίση, αποτελεί όμως πραγματικό ενδεχόμενο. Το γεγονός ότι το κραχ συμπίπτει με τις επιπτώσεις της επιδημίας του ιού στην πραγματική οικονομία δεν είναι τυχαίο, αλλά να πούμε ότι ο ιός είναι η αιτία της κρίσης δεν είναι αληθές. Είναι σημαντικό να δούμε από πού πραγματικά προέρχεται η κρίση και να μην ξεγελαστούμε από εξηγήσεις που ρίχνουν προπετάσματα καπνού στις πραγματικές αιτίες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης που βρίσκονται στην υπηρεσία τους έχουν κάθε συμφέρον να επιρρίψουν την ευθύνη στον ιό για μια σημαντική χρηματοπιστωτική και στη συνέχεια σε μια οικονομική κρίση. Αυτό τους επιτρέπει να “νίψουν τα χείρας” τους (συγχωρήστε μου την έκφραση).

 

Η πτώση των τιμών των μετοχών προβλεπόταν πολύ πριν εμφανιστεί ο κορωνοϊός.

Η άνοδος των τιμών των μετοχών όπως και των χρεογράφων (γνωστών ως ομόλογα) ξεπέρασε κατά πολύ την αύξηση του παραγόμενου προϊόντος κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, με επιταχυνόμενο ρυθμό τα τελευταία δυο-τρία. Ο πλούτος του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε επίσης σημαντικά, καθώς βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

 

Πρέπει να τονιστεί ότι οι τιμές των μετοχών μειώνονται λόγω συνειδητής επιλογής (δεν μιλώ για συνωμοσία): ένα μέρος των πολύ πλουσίων (το 1%, το μεγάλο κεφάλαιο) αποφασίζει το “ξεφόρτωμα” των μετοχών που έχει αποκτήσει επειδή θυμάται ότι κάθε χρηματοοικονομικό πάρτι πάντοτε τελειώνει. Και, αντί να δεινοπαθήσει κατά τη διαδικασία, προτιμά να αναλάβει τα ηνία. Οι μεγαλομέτοιχοι προτιμούν να είναι οι πρώτοι που θα πουλήσουν ώστε να έχουν τις καλύτερες δυνατές αποδόσεις πριν από την απότομη πτώση των τιμών. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2020, μεγάλες εταιρείες επενδύσεων, μεγάλες τράπεζες, μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και δισεκατομμυριούχοι έδωσαν εντολή στους χρηματιστές να πουλήσουν ένα μέρος των μετοχών ή των ιδιωτικών χρεογράφων (των ομολογιών) που κατέχουν για να τσεπώσουν τις υπεραποδόσεις του 15% και του 20% των πρόσφατων χρόνων. Αποφάσισαν και τη στιγμή να το κάνουν: το αποκαλούν λογιστική εγγραφή των “κερδών τους”. Δεν πολυνοιάζονται εάν αυτό προκαλεί συμπεριφορά αγέλης σε κάποιους άλλους που προσπαθούν επίσης να πουλήσουν. Το σημαντικό για αυτούς είναι να πουλήσουν πριν από τους άλλους, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει ένα φαινόμενο ντόμινο και να κλιμακωθεί σε παγκόσμια κρίση. Αυτό το ξέρουν αλλά αισθάνονται ότι μπορούν τελικά να ξεφύγουν χωρίς μεγάλες φασαρίες, όπως έκαναν πολλοί από αυτούς το 2007-2009. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι δυό κύριες εταιρίες επενδύσεων και διαχείρισης κεφαλαίων, η BlackRock και η Vanguard μια χαρά τα κατάφεραν, όπως και η Goldman Sachs, η Bank of America, η Citigroup και η Google, η Apple, η Amazon, η Facebook κ.λπ.

 

Κάτι άλλο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το 1% πωλεί μετοχές ιδιωτικών εταιρειών, προκαλώντας την πτώση αυτών των μετοχών και το βούλιαγμα των χρηματιστηρίων. Ταυτόχρονα, όμως, αγοράζουν ομόλογα δημόσιου χρέους που θεωρούνται ασφαλή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η τιμή των αμερικανικών χρεογράφων αυξήθηκε λόγω της πολύ μεγάλης ζήτησης. Να ληφθεί υπόψιν ότι η αύξηση της τιμής των δημόσιων τίτλων που πωλούνται στη δευτερογενή αγορά έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης αυτών των τίτλων. Οι πλούσιοι που αγοράζουν αυτά τα χρεόγραφα είναι διατεθειμένοι να δεχτούν χαμηλή απόδοση, επειδή αυτό που αναζητούν επί του παρόντος είναι η ασφάλεια όταν οι τιμές των εταιρικών μετοχών μειώνονται. Επομένως, ας υπογραμμιστεί για άλλη μια φορά ότι, για τους πλουσιότερους, αυτά που θεωρούνται ασφαλέστερα χρεόγραφα είναι εκείνα που εκδίδονται από τα κράτη. Ας το έχουμε αυτό κατά νου και να είμαστε έτοιμοι να το πούμε δημόσια, καθώς αναμένουμε ότι σύντομα θα επιστρέψει η γνωστή επωδός περί κρίσης του δημόσιου χρέους και οι φόβοι των αγορών για τα κρατικά χρεόγραφα.

 

Ωστόσο, ας επανεξετάσουμε αυτό που έχει συμβεί  επανειλημμένα για κάτι περισσότερο από τριάντα χρόνια, δηλαδή, από τότε που η νεοφιλελεύθερη επίθεση και η μαζική απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών απέκτησαν ρίζες [1]: οι μεγάλες επιχειρήσεις (το 1%) έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους στην παραγωγή και τις έχουν αυξήσει στον χρηματοπιστωτικό τομέα (που περιλαμβάνει και την περίπτωση μιας εμβληματικής”βιομηχανικής” επιχείρησης όπως η Apple). Το έκαναν κατά  τη δεκαετία του 1980 και οδήγησαν στην κρίση της αγοράς ομολόγων του 1987. Το επανέλαβαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και οδήγησαν στην κρίση των “διαδικτυακών εταιριών” και της Enron το 2001. Το ξανάκαναν μεταξύ 2004 και 2007 και δημιούργησαν την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, των δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων και σε μια σειρά από πτωχεύσεις εταιριών υψηλού προφίλ, συμπεριλαμβανομένης της Lehman Brothers το 2008.

 

Αυτή τη φορά, οι μεγάλες επιχειρήσεις κερδοσκόπησαν κυρίως τοποθετούμενες long [2] στις μετοχές στο χρηματιστήριο και τις τιμές των χρεογράφων στην αγορά ομολόγων (δηλαδή, την αγορά όπου πωλούνται μετοχές ιδιωτικών εταιριών και χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κυβερνήσεις και άλλες δημόσιες αρχές). Μεταξύ των παραγόντων που οδήγησαν στην υπερβολική αύξηση των τιμών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (μετοχές χρηματιστηριακών αγορών και χρεόγραφα ιδιωτικού και δημόσιου χρέους) είναι οι αρνητικές επεμβάσεις των μεγάλων κεντρικών τραπεζών μετά την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση της περιόδου 2007-2009 (το έχω αναλύσει στο https://www.cadtm.org/The-Economic-Crisis-and-the-Central-Banks).

 

Το φαινόμενο, επομένως, δεν αρχίζει την επομένη της κρίσης του 2008-2009. Είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο στο πλαίσιο της χρηματιστηριοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Το καπιταλιστικό σύστημα είχε και παλαιότερα περάσει από σημαντικές φάσεις χρηματιστηριοποίησης, τόσο κατά τον 19ο αιώνα όσο και στη δεκαετία του 1920, γεγονός που οδήγησε στη μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και στην παρατεταμένη περίοδο ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Τότε, το φαινόμενο της χρηματιστηριοποίησης και της απορρύθμισης εν εν μέρει καταπνίγηκε για 40 χρόνια με τη Μεγάλη Ύφεση, το Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και την επακόλουθη ριζοσπαστικοποίηση της ταξικής πάλης. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, δεν υπήρξαν σημαντικές κρίσεις στις τράπεζες ή τις χρηματιστηριακές αγορές.

 

Οι τραπεζικές και χρηματιστηριακές κρίσεις επανεμφανίστηκαν όταν οι κυβερνήσεις έδωσαν στις μεγάλες επιχειρήσεις την ελευθερία να κάνουν ό, τι ήθελαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

 

Ας δούμε τα τελευταία χρόνια. Μια μεγάλη επιχείρηση η οποία θεωρεί ότι ο συντελεστής απόδοσης της παραγωγής αγαθών δεν είναι επαρκής, αναπτύσσει χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που δεν σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει την παραγωγή, αλλά ότι προχωράει σε αναλογικά περισσότερες επενδύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα από ό,τι στον τομέα της παραγωγής. Αυτό είναι επίσης γνωστό ως χρηματιστηριοποίηση ή χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση. Το κεφάλαιο αποκομίζει κέρδος από πλασματικό κεφάλαιο μέσω κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Αυτή η εξέλιξη στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αυξάνει το μαζικό χρέος των μεγάλων εταιριών, συμπεριλαμβανομένων επιχειρήσεων όπως η Apple (έχω γράψει μια σειρά άρθρων για το θέμα αυτό  https://www.cadtm.org/The-mountain-of-corporate-debt-will-be-the-seed-of-the-next-financial-crisis ).

 

Το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια μορφή κεφαλαίου που αναπτύσσεται αποκλειστικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα χωρίς κάποια πραγματική σχέση με την παραγωγή [βλ. στο τέλος του κειμένου : Τι είναι το πλασματικό κεφάλαιο;]. Είναι πλασματικό υπό την έννοια ότι δεν βασίζεται άμεσα στην παραγωγή υλικών αγαθών και την άμεση εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης. Μιλώ για άμεση εκμετάλλευση διότι, φυσικά, το πλασματικό κεφάλαιο κερδοσκοπεί πάνω στην ανθρώπινη εργασία και τη φύση με τρόπο που γενικά υποβαθμίζει τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων και την  ίδια τη φύση.

 

Το πλασματικό κεφάλαιο επιδιώκει την κατοχή μέρους του πλούτου που δημιουργείται στην παραγωγή (οι μαρξιστές λένε μέρος της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στη σφαίρα της παραγωγής) χωρίς να λερώσει τα χέρια του, δίχως δηλαδή να περάσει από τη διαδικασία άμεσης επένδυσης στην παραγωγή μέσα από την αγορά μηχανών και πρώτων υλών, πληρωμών για την ανθρώπινη εργασιακή δύναμη υπό τη μορφή μισθού κ.λπ.). Το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια μετοχή από την οποία ο ιδιοκτήτης της αναμένει να λάβει μέρισμα. Θα αγοράσει μετοχή της Renault αν του υπόσχεται καλό μέρισμα, αλλά μπορεί επίσης να την πουλήσει για να αγοράσει μια μετοχή της General Electric ή της GlaxoSmithKline ή της Nestlé ή της Google, αν του υπόσχονται καλύτερο μέρισμα. Το πλασματικό κεφάλαιο μπορεί να είναι επίσης εταιρικό ομόλογο ή χρεόγραφο δημοσίου χρέους. Είναι επίσης ένα παράγωγο, ένα δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν,… Το πλασματικό κεφάλαιο μπορεί να δίνει την ψευδαίσθηση ότι παράγει κέρδη καθεαυτό, έχοντας αποσπαστεί από την παραγωγή. Οι χρηματιστές ή οι μάνατζερ μεγάλων εταιρειών είναι πεπεισμένοι ότι “παράγουν”. Εντούτοις, κάποια στιγμή ξεσπά μια βίαιη κρίση και μια μάζα πλασματικού κεφαλαίου εξαερώνεται (πτώση των τιμών των μετοχών, πτώση των τιμών στην αγορά ομολόγων, πτώση των τιμών των ακινήτων …).

 

Το μεγάλο κεφάλαιο συνεχώς επιδιώκει να πιστεύουμε ή να μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι σε θέση να μετατρέπει το μολύβι σε χρυσό στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά η πραγματικότητα, περιοδικά, το επαναφέρει στην τάξη και η κρίση ξεσπάει. ‘Οταν σκάσει η κρίση, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα αφενός στο σπινθήρα (σήμερα, η πανδημία του κορονοϊού μπορεί να είναι η σπίθα) και αφετέρου  στη βασική αιτία.

 

Τα τελευταία δύο χρόνια σημειώθηκε σημαντική επιβράδυνση σε παραγωγικούς τομείς. Σε πολλές μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία (τελευταίο τρίμηνο του 2019), η Γαλλία (τελευταίο τρίμηνο του 2019) και η Ιταλία, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε, σε άλλες επιβραδύνθηκε απότομα (Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες). Ορισμένοι βιομηχανικοί τομείς που είχαν ανακάμψει μετά την κρίση του 2007-2009, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, υπέστησαν πολύ έντονη κρίση κατά τα έτη 2018-2019 με πολύ σημαντική πτώση στις πωλήσεις και την παραγωγή. Η παραγωγή στη Γερμανία, το μεγαλύτερο κατασκευαστή αυτοκινήτων στον κόσμο, μειώθηκε κατά 14% μεταξύ Οκτωβρίου 2018 και Οκτωβρίου 2019.[3] Η παραγωγή αυτοκινήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα μειώθηκε επίσης το 2019, όπως συνέβη και στην Ινδία. Η παραγωγή αυτοκινήτων θα μειωθεί δραματικά στη Γαλλία το 2020. Η παραγωγή μιας άλλης ναυαρχίδας της γερμανικής οικονομίας, του τομέα παραγωγής μηχανημάτων και εξοπλισμού, υποχώρησε κατά 4,4% μόνο τον Οκτώβριο 2019. Αυτό ισχύει και για την παραγωγή εργαλειομηχανών και άλλου βιομηχανικού εξοπλισμού. Το διεθνές εμπόριο έχει βαλτώσει. Για μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο, το ποσοστό κέρδους έχει μειωθεί ή λιμνάζει στην παραγωγή υλικών αγαθών και τα κέρδη από την παραγωγικότητα επίσης μειώθηκαν.

 

Το 2018-2019, αυτά τα φαινόμενα οικονομικής κρίσης στον τομέα της παραγωγής εκδηλώθηκαν με σαφήνεια αλλά καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολούθησε να δουλεύει με τις μηχανές στο φουλ, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διαβεβαιώσουν ότι η κατάσταση ήταν γενικά θετική και ότι όσοι προανήγγειλαν την επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση, επιπλέον της ήδη εμφανούς επιβράδυνσης της παραγωγής, ήταν απλώς γρουσούζηδες.

 

Σημαντικό είναι και το κριτήριo της κοινωνικής τάξης: για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όσο ο τροχός της τύχης στην χρηματοπιστωτική σφαίρα συνεχίζει να γυρίζει, οι παίκτες είναι σε καλό δρόμο και ικανοποιημένοι με την κατάσταση. Το ίδιο ισχύει για όλες τις κυβερνήσεις, επειδή συνδέονται σήμερα με τις μεγάλες επιχειρήσεις, τόσο στις παλιές βιομηχανοποιημένες οικονομίες όπως η Βόρεια Αμερική, η Δυτική Ευρώπη ή η Ιαπωνία όσο και στην Κίνα, τη Ρωσία ή άλλες μεγάλες από τις επονομαζόμενες αναδυόμενες οικονομίες.

 

Παρά το γεγονός ότι η πραγματική παραγωγή σταμάτησε να αυξάνεται σημαντικά το 2019 ή άρχισε παρουσιάζει στασιμότητα ή πτώση, ο χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολούθησε να διογκώνεται: οι τιμές των μετοχών συνέχισαν να αυξάνονται, φθάνοντας ακόμη και σε επίπεδα ρεκόρ, οι τιμές των χρεογράφων ιδιωτικού και δημόσιου χρέους συνέχισαν να αυξάνονται , οι τιμές των ακινήτων ξανάρχισαν να αυξάνονται σε μια σειρά οικονομιών κ.ο.κ.

 

Το 2019, η παραγωγή επιβραδύνθηκε (Κίνα και Ινδία), παρουσίασε στασιμότητα (σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης) ή και άρχισε να μειώνεται κατά το δεύτερο εξάμηνο (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Γαλλία), κυρίως λόγω της συρρίκνωσης της παγκόσμιας ζήτησης: οι περισσότερες κυβερνήσεις και οι εργοδότες προχώρησαν σε μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, πράγμα που μείωσε την κατανάλωση καθώς τα αυξανόμενα χρέη των νοικοκυριών δεν αρκούσαν για να αντισταθμίσουν την πτώση του εισοδήματος. Πάλι οι κυβερνήσεις, ακολούθησαν πολιτικές λιτότητας που οδήγησαν σε περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και τις δημόσιες επενδύσεις. Ο συνδυασμός της πτώσης της αγοραστικής δύναμης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και της πτώσης των δημοσίων δαπανών οδηγεί σε μείωση της συνολικής ζήτησης και, κατά συνέπεια, τμήμα της παραγωγής δεν βρίσκει διέξοδο στην αγορά, με αποτέλεσμα την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.[4]

 

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πού βρισκόμαστε: μιλώ για μια κρίση στην παραγωγή όχι επειδή αγαπώ την μεγέθυνση της παραγωγής. Αντίθετα, είμαι υπέρ της οργάνωσης (τον προγραμματισμό) μιας απο-μεγέθυνσης/απο-ανάπτυξης για να ανταποκριθούμε ειδικά στην τρέχουσα οικολογική κρίση. Προσωπικά δεν λυπάμαι, το αντίθετο, από την πτώση ή τη στασιμότητα της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι καλύτερο να παράγονται λιγότερα αυτοκίνητα και να μειώνονται οι πωλήσεις τους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι το ίδιο για το καπιταλιστικό σύστημα,: το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να αναπτύσσει την παραγωγή συνεχώς και να κατακτά νέες αγορές. Όταν δεν το πετυχαίνει ή όταν αρχίσει να κολλάει, ανταποκρίνεται αναπτύσσοντας το σύμπαν  της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας και δημιουργώντας όλο και περισσότερο πλασματικό κεφάλαιο που δεν σχετίζεται άμεσα με την παραγωγική σφαίρα. Αυτό μοιάζει να δουλεύει για χρόνια και μετά, κάποια στιγμή, οι κερδοσκοπικές φούσκες σπάνε. Αρκετές φορές στην ιστορία του καπιταλισμού, η λογική της διαρκούς επέκτασης του καπιταλιστικού συστήματος και της παραγωγής εκφράστηκε μέσω εμπορικών πολέμων (και αυτό συμβαίνει και πάλι σήμερα, ειδικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των κύριων εταίρων τους) ή και πραγματικών πολέμων – και κάτι τέτοιο σήμερα δεν έχει τελείως αποκλειστεί.

 

Η απο-ανάπτυξη πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και να σχεδιαστεί επειγόντως για την καταπολέμηση της οικολογικής κρίσης. Πρέπει να παράγουμε λιγότερα και καλύτερα

 

Από την άποψη των εκμεταλλευόμενων και καταληστευμένων κοινωνικών τάξεων που συνθέτουν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (εξ ου και η εικόνα του 99% έναντι του 1%), το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να υπάρξει ριζική ρήξη με τη λογική της συσσώρευσης κεφαλαίου, είτε παραγωγικού είτε χρηματοπιστωτικού είτε χρηματιστηριοποιημένα  παραγωγικού, όπως και να το λένε. Η απο-ανάπτυξη πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και να σχεδιαστεί επειγόντως ώστε να καταπολεμηθεί η οικολογική κρίση. Πρέπει να παράγουμε λιγότερα και καλύτερα. Η παραγωγή ορισμένων προϊόντων ζωτικής σημασίας για την ευημερία του πληθυσμού πρέπει να αυξηθεί (κατασκευή και ανακαίνιση αξιοπρεπών κατοικιών, δημόσιες συγκοινωνίες, κέντρα υγείας και νοσοκομεία, παροχή πόσιμου νερού, επεξεργασία λυμάτων, σχολεία κ.λπ.), Αλλά η παραγωγή πολλών άλλων πρέπει να μειωθεί ριζικά (ΙΧ αυτοκίνητα) ή να εκλείψει (κατασκευή όπλων). Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μειωθούν απότομα και δραστικά. Μια ολόκληρη σειρά βιομηχανιών και γεωργικών δραστηριοτήτων πρέπει να μετασχηματιστούν. Ένα μεγάλο μέρος και σε ορισμένες περιπτώσεις το σύνολο του δημόσιου χρέους πρέπει να ακυρωθεί. Οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο ενεργειακός τομέας και άλλοι στρατηγικοί τομείς πρέπει να απαλλοτριωθούν χωρίς αποζημίωση και να περάσουν στην υπηρεσία του δημοσίου. Στις κεντρικές τράπεζες πρέπει να δοθούν άλλα καθήκοντα και δομές. Άλλα μέτρα περιλαμβάνουν την εφαρμογή συνολικής φορολογικής μεταρρύθμισης με υψηλή φορολογία κεφαλαίου, συνολική μείωση του χρόνου εργασίας με αντιστάθμισμα νέες προσλήψεις και διατήρηση των μισθολογικών επιπέδων, δωρεάν υπηρεσίες δημόσιας υγείας, εκπαίδευση, δημόσιες μεταφορές, αποτελεσματικά μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των φύλων. Ο πλούτος πρέπει να κατανέμεται με σεβασμό στην κοινωνική δικαιοσύνη, δίνοντας προτεραιότητα στα ανθρώπινα δικαιώματα και με σεβασμό τις εύθραυστες οικολογικές ισορροπίες.

 

Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού που βλέπει το πραγματικό του εισόδημα να μειώνεται ή να μένει στάσιμο (η πραγματική αγοραστική του δύναμη) αντισταθμίζει αυτή τη μείωση ή στασιμότητα καταφεύγοντας στη χρέωση για να διατηρήσει το επίπεδο κατανάλωσής του που περιλαμβάνει και τα θέματα ζωτικής σημασίας (πώς να αγοράσει τρόφιμα, πώς να εξασφαλίσει την εκπαίδευση των παιδιών, πώς να φτάσει στο χώρο εργασίας αν πρέπει να αγοράσει αυτοκίνητο αφού δεν υπάρχει δημόσια συγκοινωνία, πώς να πληρώσει για την υγειονομική περίθαλψη κ.λπ.). Πρέπει να βρεθούν ριζικές λύσεις για την αυξανόμενη χρέωση της πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού και πρέπει να γίνει χρήση της ακύρωσης των χρεών. Ένα μεγάλο μέρος των χρεών των νοικοκυριών (μέσα σε αυτά, τα φοιτητικά δάνεια, καταχρηστικά στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, χρέη που συνδέονται με καταχρηστικές μικροπιστώσεις κ.λπ.) πρέπει να ακυρωθεί. Είναι απαραίτητο να αυξηθεί το εισόδημα της πλειοψηφίας του πληθυσμού και να βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης και των δημόσιων συγκοινωνιών, δωρεάν για τον πληθυσμό.

 

Πρέπει να αναλάβουμε τον αγώνα ενάντια στην πολυδιάστατη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και να ξεκινήσουμε με αποφασιστικότητα την πορεία μιας οικολογικής-φεμινιστικής-σοσιαλιστικής εξόδου. Αυτή είναι μια απόλυτη και άμεση αναγκαιότητα

 

Αντιμετωπίζουμε μια πολυδιάστατη κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος: κρίση οικονομική, εμπορική, οικολογική, κρίση σε αρκετούς διεθνείς θεσμούς που αποτελούν μέρος του συστήματος καπιταλιστικής κυριαρχίας στον πλανήτη (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ΝΑΤΟ, G7, κρίση στην Fed, κρίση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), πολιτική κρίση σε σημαντικές χώρες (ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα των μεγάλων επιχειρήσεων). Κατά τη γνώμη πολλών ανθρώπων σε πολλές χώρες, η απόρριψη του καπιταλιστικού συστήματος είναι μεγαλύτερη στις τελευταίες πέντε δεκαετίες, από την αρχή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης υπό τον Πινοσέτ (1973), την Θάτσερ (1979) και τον Ρίγκαν (1980) (βλ.  https://www.cadtm.org/International-situation-and-Radical-Alternatives)

 

Η κατάργηση των άνομων χρεών, αυτή τη μορφή πλασματικού κεφαλαίου, πρέπει να αποτελεί μέρος ενός πολύ ευρύτερου προγράμματος μέτρων. Ο οικο-σοσιαλισμός πρέπει να τεθεί στο κέντρο των λύσεων και να μην παραπεταχθεί. Πρέπει να αναλάβουμε τον αγώνα ενάντια στην πολυδιάστατη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, παίρνοντας με αποφασιστικότητα το δρόμο της οικολογικής-φεμινιστικής-σοσιαλιστικής εξόδου. Αυτό αποτελεί μιαν απόλυτη και άμεση αναγκαιότητα.

[1] Eric Toussaint, Bankocracy, 2015, Κεφάλαιο 3 “Thirty years of financial deregulation” [Τριάντα χρόνια χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης]

[2] ] Στα χρηματοοικονομικά, θέση long (“μακρά” ή “θέση αγοράς”) σημαίνει ότι ο κάτοχος ενός χρηματοοικονομικού μέσου (μετοχής, ομολόγου κ.λπ) έχει την προσδοκία ότι το μέσο θα αυξήσει την αξία του (ΣτΜ)

[3] Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία απασχολεί άμεσα 830.000 εργαζόμενους και στηρίζει επιπλέον 2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην ευρύτερη οικονομία (πηγή: Financial Times “Η γερμανική βιομηχανία χτυπήθηκε απο κάμψη μεγαλύτερη από το 2009”, 6-7 Δεκεμβρίου 2019)

[4] Όσον αφορά την εξήγηση των κρίσεων, ανάμεσα στους μαρξιστές οικονομολόγους έχουν προκύψει δύο μεγάλες “σχολές”. Η μία ισχυρίζεται ότι οι κρίσεις οφείλονται στην υποκατανάλωση των μαζών (δηλαδή, στην υπερπαραγωγή καταναλωτικών αγαθών), ενώ η άλλη ότι προκαλούνται από την υπερσυσσώρευση (δηλαδή, την αδυναμία του κέρδους να συνεχίσει την επέκταση της παραγωγής μέσων παραγωγής). Αυτή η συζήτηση δεν είναι παρά μια παραλλαγή της παλιάς συζήτησης μεταξύ εκείνων που εξήγησαν τις κρίσεις με την «ανεπαρκή συνολική ζήτηση» και εκείνων που τις εξήγησαν με τη “δυσαναλογία” (υπερπαραγωγή). Βλ. Ernest Mandel, Theories of Crisis: An Explanation of the 1974-82 Cycle [Ερνέστ Μαντέλ, Θεωρίες κρίσης: Μια εξήγηση του κύκλου 1974-82], στο M. Gottdiener & N. Komninos (επιμ) Capitalist Development and Crisis Theory: Accumulation, Regulation and Spatial Restructuring [Καπιταλιστική Ανάπτυξη και Θεωρία της Κρίσης: Συσσώρευση, Ρύθμιση και Χωρική Αναδιάρθρωση], Νέα Υόρκη, 1989, σ. 30]. Ακολουθώντας τον Mandel, θεωρώ ότι στην εξήγηση της τρέχουσας κρίσης πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες που δεν μπορούν να περιοριστούν σε μια κρίση υπερπαραγωγής καταναλωτικών αγαθών (επομένως ανεπαρκούς ζήτησης) ή υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων (και επομένως ανεπαρκούς κέρδους).

Eric Toussaint

μετάφραση: Δημήτρης Καρέλλας

Πηγή: CADTM