Από την ημέρα αυτή αρχίζει η εποχή της «Μεταπολίτευσης», η λαμπρότερη, ίσως, περίοδος της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Η γενική επιστράτευση που κηρύχτηκε στις 21 Ιουλίου, μία ημέρα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν χαώδης και ανοργάνωτη και κατέδειξε την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός, μετά από επτά χρόνια δικτατορίας. Η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, που ήταν υποχείριο του «αόρατου δικτάτορα» Δημητρίου Ιωαννίδη, ήταν ανίκανη να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Έτσι, η προσφυγή στους πολιτικούς ήταν μονόδρομος για τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας.
Το πρωί της 23ης Ιουλίου, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος και οι αρχηγοί του Στρατού, αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος, Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και Αεροπορίας, αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε σύσκεψη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη διατύπωσαν την άποψη ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας στους πολιτικούς. Στη συνέχεια, ο Γκιζίκης κάλεσε τον Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε την απόφαση της ηγεσίας του στρατεύματος, χωρίς αυτός να αντιδράσει.
Στις 2 μετά το μεσημέρι κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες της προδικτατορικής περιόδου. Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και Ξενοφών Ζολώτας. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου είχε ήδη καταρρεύσει.
Η άφιξη Καραμανλή στο αεροδρόμιο του Ελληνικού
Στη σύσκεψη αποφασίστηκε ο σχηματισμός πολιτικής κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έλαβε προθεσμία έως τις 8 το βράδυ να ανακοινώσει τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου. Εν τω μεταξύ, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που προέκρινε τη λύση Καραμανλή, ήλθε σε επαφή με τον πρώην πρωθυπουργό, που ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1963, και του ζήτησε να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό στην Ελλάδα. Στις 6:30 το απόγευμα, ο Αβέρωφ, με υπόδειξη του Γκιζίκη, τηλεφώνησε στον Κανελλόπουλο και του ανακοίνωσε την άρση της εντολής που του είχε ανατεθεί.
Στις 8 το βράδυ επαναλήφθηκε η σύσκεψη με τους πολιτικούς αρχηγούς και επικυρώθηκε η απόφαση για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ντ’ Εστέν διέθεσε πάραυτα το προσωπικό του αεροπλάνο για την άμεση επιστροφή του Καραμανλή, ο οποίος αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου κι έγινε δεκτός από ένα τεράστιο πλήθος πολιτών, που τον χαιρετούσε κυριολεκτικά ως ελευθερωτή. Στις 4 το πρωί, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του, αποτελούμενο από πολιτικά πρόσωπα της δεξιάς και του κέντρου. Ο Καραμανλής δίσταζε να συμπεριλάβει στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» πολιτικούς της Αριστεράς, για να μην προκαλέσει τους σκληροπυρηνικούς χουντικούς, που κατείχαν ακόμα καίρια πόστα στον κρατικό μηχανισμό. Στις 26 Ιουλίου συμπληρώθηκε η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, με την ορκωμοσία του δευτέρου κλιμακίου της κυβέρνησης.
Αμέσως μετά ανακοινώθηκαν τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος: κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου, απόλυση όλων των κρατουμένων, αμνήστευση όλων των πολιτικών αδικημάτων και απόδοση της ιθαγένειας στους πολίτες από τους οποίους την είχε στερήσει η δικτατορία του 1967. Στις άμεσες επιδιώξεις της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας συμπεριλαμβάνονταν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας και η διαμόρφωση κλίματος εθνικής ενότητας, η αποδιοργάνωση του πλέγματος εξουσίας της δικτατορίας και η αποκατάσταση του πολιτικού ελέγχου στο στράτευμα, η προετοιμασία για τη διενέργεια εκλογών και η αντιμετώπιση της κρίσης στην Κύπρο.
Πώς έπεσε η Χούντα
Tου Στίβεν Β. Ρόμπερτς
Ήταν Κυριακή βράδυ, στις 21 Ιουλίου 1974 και ο υφυπουργός εξωτερικών Τζόζεφ Τζ. Σίσκο (JosephJ. Sisco) βρισκόταν στην Αθήνα προσπαθώντας να διαπραγματευθεί με την Ελλάδα και την Τουρκία μια κατάπαυση πυρός στην Κύπρο.
Τρεις φορές προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο· τρεις φορές απέτυχε. Μετά δοκίμασε την τύχη του με τον εκτελούντα χρέη υπουργού εξωτερικών Κωνσταντίνο Κυπραίο· και πάλι τίποτα.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν είχε πια κυβέρνηση. Τελικά ο κ. Σίσκο παράτησε τους πολιτικούς και κάλεσε απ’ ευθείας το επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων. Κατόρθωσε να βρει τον ναύαρχο Πέτρο Αραπάκη, τον αρχηγό του Ναυτικού -και του ανέγνωσε την πρόταση κατάπαυσης του πυρός της ‘Αγκυρας. Ο ναύαρχος συμφώνησε με τους τουρκικούς όρους.
«Τώρα, ναύαρχε», ρώτησε ο κ. Σίσκο, «συγχωρείστε με που σας ρωτάω κάτι τέτοιο, αλλά είστε εξουσιοδοτημένος να μιλάτε εξ ονόματος του ταξίαρχου Ιωαννίδη;».
Ο ναύαρχος Αραπάκης τον διαβεβαίωσε πως ναι, ήταν. Κι αυτή η διαβεβαίωση σήμαινε πως, η στρατιωτική δικτατορία που κυβερνούσε την Ελλάδα την προηγούμενη επταετία είχε τελειώσει.
Οι ακριβείς λεπτομέρειες αυτής της ξαφνικής και ραγδαίας κατάρρευσης εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστες. Αλλά μετά από συνομιλίες μου με δεκάδες καλά πληροφορημένες πηγές στην Ελλάδα,διαμορφώθηκε μια αφήγηση: φαίνεται πλέον να είναι επιβεβαιωμένο ότι ουσιαστικά ο ταξίαρχοςΔημήτριος Ιωαννίδης αυτοκαταστράφηκε. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Κανείς άλλος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν είχε τη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο.
Εξουσία και χαφιέδες
Για περισσότερα από έξι χρόνια, ηγέτης της δικτατορίας ήταν ο συνταγματάρχης, και αργότερα πρόεδρος της δημοκρατίας, Γεώργιος Παπαδόπουλος. Αλλά τον περασμένο Νοέμβριο αυτός ανετράπη από ένα πραξικόπημα που οργάνωσε ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, αρχηγός της στρατιωτικής αστυνομίας. Και δύο μέρες μετά το περί ου ο λόγος τηλεφώνημα του κ. Σίσκο, η εξουσία επεστράφη σε μια κυβέρνηση πολιτικών υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Την περασμένη Παρασκευή (2/8/1974) δόθηκε στον ταξίαρχο Ιωαννίδη υποχρεωτική εξάμηνη άδεια απουσίας από την υπηρεσία του.
Ο ταξίαρχος αντλούσε την ισχύ του από δύο βασικά πηγές: η στρατιωτική αστυνομία διέθετε σχεδόν απεριόριστη δικαιοδοσία να διώκει και να πατάσσει κάθε διαφωνία. Αλλά ακόμα σημαντικότερο ήταν πως κατά τη διάρκεια των ετών ο ταξίαρχος είχε αναπτύξει ένα σύστημα από «χαφιέδες» νεαρούς αξιωματικούς, που τους είχε τοποθετήσει σε στρατηγικά πόστα παντού το στράτευμα. Αυτοί οι νεαροί αξιωματικοί, απολύτως υπάκουοι και φανατικά εθνικιστές, βασικά ήλεγχαν τα πάντα, τρομοκρατώντας ακόμα και τους στρατηγούς.
Οι στρατιωτικοί ουδέποτε κατόρθωσαν να προσελκύσουν στις κυβερνήσεις τους πολιτικούς με κάποια αξιοπιστία ή ταλέντο. Όταν προσπάθησαν να κυβερνήσουν μόνοι τους, κακοδιαχειρίστηκαν την οικονομία και ενέπλεξαν τη χώρα σε μια οξεία ένταση με την Τουρκία σχετικά με τα δικαιώματα αναζήτησης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο.
Κι ύστερα ήρθε η σύγκρουση στην Κύπρο, της οποίας ο πρόεδρος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει μια τρομοκρατική οργάνωση που αποσκοπούσε στην «ένωση» – ή την προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα. Ως φλογερός αντικομουνιστής, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης υποπτευόταν τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τους δεσμούς του με το κυπριακό κομμουνιστικό κόμμα. Ως ένθερμος εθνικιστής, ο «ισχυρός ανήρ» της Αθήνας ενστερνιζόταν το ιδεώδες της «ένωσης» -και τη δημιουργία μιας νέας ελληνικής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Αθήνα.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος σήκωσε το γάντι που του έριξε η Αθήνα: ζήτησε την αποχώρηση 650 Ελλήνων αξιωματικών που διοικούσαν την κυπριακή εθνοφρουρά. Ο Ιωαννίδης ανταπάντησε, διευκολύνοντας -ορισμένοι λένε οργανώνοντας- το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μακάριο, στις 15 Ιουλίου. Αλλά αυτό αποδείχθηκε πως ήταν το μοιραίο του σφάλμα.
«Στην πραγματικότητα ήταν χαζοί και αλαζόνες», μου λέει ένας ξένος διπλωμάτης στην Αθήνα. Έδειξαν «παντελή απουσία αίσθησης της πραγματικότητας και ανάλυσης των προοπτικών τους. Οποιοσδήποτε με στοιχειώδες πολιτικό αισθητήριο θα έβγαζε από το μυαλό του κάθε ιδέα σύγκρουσης με τονΜακάριο, αλλά αυτοί οι τύποι ήταν τόσο “κολλημένοι” με τη στρατιωτική τους τιμή που τους ήταν απολύτως αδύνατο να λάβουν πολιτικές αποφάσεις».
Ως και τη 19η Ιουλίου ακόμα, ο εκτελών χρέη υπουργού εξωτερικών κ. Κυπραίος επέμενε πως οι Τούρκοι ουδέποτε θα εισέβαλαν στην Κύπρο, πως είχαν απειλήσει και στο παρελθόν πως θα έκαναν κάτι τέτοιο χωρίς τελικά να το τολμήσουν, πως θα αποδέχονταν την προπαγανδιστική γραμμή της Αθήνας πως επρόκειτο για έναν καυγά μεταξύ Ελλήνων που δεν θα επηρέαζε σε τίποτα την τουρκική κοινότητα του νησιού. Αλλά η ‘Αγκυρα εξέλαβε το πραξικόπημα ως άμεση απειλή κατά των εθνικών της συμφερόντων, και την αυγή του Σαββάτου 20 Ιουλίου, η εισβολή ξεκίνησε.
Προσπάθεια να αποτραπεί η σύγκρουση
Το ίδιο πρωί, Αμερικανοί διπλωμάτες συναντήθηκαν με μέλη της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένου του ταξιάρχου Ιωαννίδη. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η Αθήνα ήταν έτοιμη να κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία και να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός πρεσβευτής Χένρι Τζ. Τάσκα (Henry J. Tasca) είχε ξανασυναντήσει τον Ιωαννίδη μόλις την προηγουμένη. Όλες οι συναντήσεις μεταξύ τους είχαν οργανωθεί από τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα.
Το επόμενο διήμερο, οι Αμερικάνοι πάσχιζαν απεγνωσμένα να αποτρέψουν τον πόλεμο μεταξύ δύο κρατών-συμμάχων του ΝΑΤΟ. «Είμαστε οι μόνοι σας φίλοι», προειδοποίησαν το ελληνικό καθεστώς, «και θα σας εγκαταλείψουμε». Ορισμένες πηγές μας διαβεβαίωσαν πως μεταξύ των απειλών τους ήταν η διακοπή κάθε αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα, σε περίπτωση που η Αθήνα ανταπέδιδε τα πυρά. Η κατάσταση θεωρούνταν τόσο σοβαρή, επιμένουν οι ίδιες πηγές, ώστε συντάχθηκε ένα σχέδιο επιστολής του προέδρου Νίξον (Nixon) προς τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο, στην οποία προειδοποιούσε για την πλήρη αναθεώρηση όλων των αμερικανικών δεσμεύσεων στην ανατολική Μεσόγειο. Πριν όμως σταλεί η επιστολή, η κατάσταση αποσυμπιέστηκε.
Εντωμεταξύ, οι ισορροπίες δύναμης εντός της ελληνικής κυβέρνησης άρχισαν να αλλάζουν. Το Σάββατο (20/7) ανακοινώθηκε γενική επιστράτευση, γεγονός που αυτομάτως αποκατέστησε την ιεραρχία στο στράτευμα. Με αφορμή τις «επιχειρησιακές ανάγκες», μου λέει ένας ξένος διπλωμάτης, οι επικεφαλής των τριών όπλων, συμπεριλαμβανομένου του ναυάρχου Αραπάκη, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων και αξιοποίησαν την ευκαιρία να παραμερίσουν τους «ιωαννιδικούς» λοχαγούς και ταγματάρχες.
Η ευκαιρία των στρατηγών
Επιπλέον, ο Ιωαννίδης σταδιακά έφτασε να εκπροσωπεί μόνο την πολεμοχαρή μερίδα του καθεστώτος, που αποζητούσε την ένοπλη σύρραξη με την Τουρκία. Αλλά οι ανώτατοι αξιωματικοί αντιμετώπιζαν με μεγάλη ψυχρότητα αυτό το ενδεχόμενο, καθώς συνειδητοποιούσαν τις καταστροφές που θα μπορούσε να επιφέρει. Στην Ελλάδα το ηθικό ήταν χαμηλό, η επιστράτευση αποδείχθηκε χαοτική και αναποτελεσματική, κι οι Τούρκοι διέθεταν προφανώς πελώριο στρατηγικό πλεονέκτημα.Επιπλέον, οι στρατηγοί, που δεν είχε ζητηθεί η γνώμη τους για την κυπριακή περιπέτεια, δεν ένιωθαν καμία υποχρέωση να την υποστηρίξουν εκ των υστέρων.
Για πολλούς στρατηγούς, αυτή η κατάσταση εκπροσωπούσε την ευκαιρία που ανέμεναν πολύ καιρό. Είχαν συνεργαστεί στο πραξικόπημα του περασμένου Νοεμβρίου μόνο και μόνο διότι αντιπαθούσαν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο: λόγω ιδιοσυγκρασίας και εκπαίδευσης ήταν άνθρωποι συντηρητικοί, που θεωρούσαν πως οι ένοπλες δυνάμεις έπρεπε να πάψουν να ανακατεύονται με την πολιτική. Αλλά μετά τον Νοέμβριο, ανακάλυψαν πως είχαν μπλέξει ακόμα χειρότερα, χωρίς πάντως να μπορούν να συμφωνήσουν σε μια εναλλακτική λύση. Τώρα, ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με μια ακόμα χειρότερη καταστροφή που κινδύνευε να διασύρει και τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις, κατάφεραν να συνεργαστούν. Ό,τι ακολούθησε ήταν εν πολλοίς ένα «πραξικόπημα των στρατηγών».
Από το μεσημέρι της Κυριακής (21/7/1974) ο Ιωαννίδης έπαψε να παρευρίσκεται στις ελληνοαμερικανικές συναντήσεις. Αν και η CIA συνέχιζε να τον ενημερώνει, ο κ. Σίσκο λέγεται πως το μεσημέρι της Κυριακής δήλωσε πως «στοιχηματίζω πως το χαμογελάκι του Ιωαννίδη έχει πια κοπεί». Από το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το τηλέφωνο του γενικού επιτελείου το σήκωνε πια ο ναύαρχοςΑραπάκης. Την επομένη στην Ουάσινγκτον ο υπουργός εξωτερικών κ. Κίσινγκερ (Kissinger) δήλωνε σε δημοσιογράφους πως η Αθήνα βρισκόταν στα πρόθυρα μειζόνων καθεστωτικών αλλαγών.
Με την κατάρρευση της χούντας, εξαφανίστηκε και η κυβέρνηση των πολιτικών ανδρεικέλων της. Σύμφωνα με την περιγραφή ενός ξένου διπλωμάτη «ως την Κυριακή το βράδυ τα μέλη του γενικού επιτελείου κυκλοφορούσαν τριγύρω σαν κοτόπουλα με κομμένο το κεφάλι»
Τη Δευτέρα (22/7/1974) άρχισαν να εμφανίζονται και νέες ρωγμές: σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, ο στρατηγός Ιωάννης Ντάβος, επικεφαλής της τρίτης στρατιάς της βορείου Ελλάδας, εμφανίστηκε με ένα κείμενο υπογεγραμμένο από 40 αξιωματικούς που ζητούσαν την επιστροφή της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση. Ορισμένοι εκτιμούν πως οι δηλώσεις του κ. Κίσινγκερ στην Ουάσινγκτον λειτούργησαν ως «καταλύτης», πείθοντας τους στρατηγούς πως οι ΗΠΑ επιθυμούσαν κι εκείνες αλλαγή ηγεσίας στην Ελλάδα.
Την Τρίτη (23/7/1974) είχε πια ληφθεί η απόφαση να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας από πολιτικούς, και οκτώ πρώην πολιτικοί προσκλήθηκαν σε συνάντηση υπό τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, που ασκούσε τα καθήκοντα του προέδρου της δημοκρατίας. Σύμφωνα με μια πηγή, πριν τη συνάντηση ο Φαίδων Γκιζίκης ενημέρωσε τηλεφωνικά τον Ιωαννίδη για τις εξελίξεις. Μια άλλη πηγή μου ανέφερε πως ο «αόρατος δικτάτωρ» κατάλαβε τι συνέβαινε όταν έμαθε πως οι πολιτικοί πήγαιναν σε κάποια συνάντηση στο κτίριο του κοινοβουλίου, από τους… μυστικούς αστυνομικούς που τους παρακολουθούσαν!
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης της Τρίτης, πολλοί πολιτικοί υποστήριξαν να ανατεθεί η διακυβέρνηση της χώρας στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον πρωθυπουργό που είχαν ανατρέψει οι πραξικοπηματίες το 1967. Σύμφωνα με μια πηγή, όταν η συνάντηση διεκόπη, την Τρίτη στις 5 το απόγευμα, ο κ. Κανελλόπουλος πίστευε πως θα ήταν ο επόμενος πρωθυπουργός, και είχε μάλιστα αρχίσει να συντάσσει τον κατάλογο των υπουργών του.
Αλλά την ίδια περίπου ώρα, ο κ. Γκιζίκης τηλεφωνούσε στον κ. Καραμανλή στο Παρίσι, και του ανήγγειλε πως το έθνος βρισκόταν σε «απελπιστική κατάσταση» και χρειαζόταν την ηγεσία του. Στις 2 π.μ. της Τετάρτης (24/7) ο Καραμανλής προσγειωνόταν στην Αθήνα και τρεις ώρες αργότερα ορκιζόταν πρωθυπουργός.
Αλλά πώς έπεσε τόσο εύκολα η χούντα και γιατί αυτό δε συνέβη νωρίτερα;
«Σκέφτομαι πως όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα κυβερνιόταν από φαντάσματα», μου λέει ένας διπλωμάτης. «Πολλοί έτρεμαν την ΕΣΑ, έτρεμαν τα τανκς, αλλά αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτός ο φόβος τους ήταν δικαιολογημένος από την πραγματικότητα».
Ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ήταν πανίσχυρος εν πολλοίς επειδή ο κόσμος πίστευε πως ήταν πανίσχυρος.«Μόλις ένας τέτοιος άνθρωπος χάσει το μύθο του, όλο το “ιππικό” και όλοι οι “ιππότες” του δεν μπορούν να τον ξαναστήσουν στο βάθρο του», κατέληξε ένας διπλωμάτης.