Κάτω από άλλες συνθήκες, η κυβέρνηση της ΝΔ θα έπρεπε να ανησυχεί βαθύτατα. Γιατί τα μέτωπα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη –αποτέλεσμα των εφαρμοζόμενων πολιτικών της– και βάθος και διάρκεια έχουν. Ακρίβεια, υγεία, φορολογία, στέγαση –σε πρώτο πλάνο– αλλά και η επίθεση στο κράτος δικαίου, ο διασυρμός και οι αυστηρές συστάσεις από το εξωτερικό, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη δυσανεξία της βάσης του κόμματος από την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο ανεξαρτήτως φύλου, συνθέτουν ένα παζλ το οποίο καθιστά τη διαχείριση του φθινοπώρου και του χειμώνα ως το μεγάλο, για αυτήν, στοίχημα.
Δεν είναι μόνο η συσσωρευμένη γκρίνια που εισέπραξαν από τους πολίτες κατά τη διάρκεια των διακοπών –«οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η εκκλησία είναι ο κορμός μας, και αυτοί νιώθουν “αδειασμένοι”», λέει με …παράπονο κυβερνητικός βουλευτής της περιφέρειας, που όπως συνάδελφοι και συναδέλφισσές του δέχθηκαν σφοδρή κριτική για τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης. Είναι και το ότι όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το κυβερνών κόμμα να έχει αφήσει οριστικά πίσω του το 41% των βουλευτικών εκλογών του ‘23 και να κινείται κάτω και από το 28% των ευρωεκλογών του ‘24.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η για χρόνια επιμελώς φροντισμένη (με το αζημίωτο, φυσικά) πρωθυπουργική εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη, δείχνει να θολώνει. Προσπαθώντας να δείξει ότι νοιάζεται, ότι η κυβέρνηση παράγει έργο και πως ο ίδιος είναι το ίδιο δυνατός και στέρεος στη θέση του, προσπαθώντας να προσδώσει ανθρώπινο πρόσωπο σε μια κυβέρνηση που έχει εθίσει τους πολίτες της στα pass και στα καλάθια, επισκέπτεται τα καμένα στην Πεντέλη ή την πολύπαθη Θεσσαλία, ανακοινώνει τα ίδια μέτρα που έχει ανακοινώσει μια-δυο φορές ακόμη, μόνο που τώρα έρχεται αντιμέτωπος με αποδοκιμασίες, τις οποίες πλέον εισπράττει σε κάθε εξόρμησή του εκτός του Μεγάρου Μαξίμου. Αποδοκιμασίες που ναι μεν δεν φτάνουν στο ευρύ κοινό μέσω των τηλεοπτικών δεικτών –αφού μόνο τα κομματικά στελέχη, σε ρόλους γλάστρας και χειροκροτητών, επιτρέπεται να πλησιάσουν τόσο τον ίδιο όσο και τους υπουργούς που τον συνοδεύουν, αφού το υλικό για τις κάμερες είναι συγκεκριμένο, αφού φυσικός ήχος δίνεται μόνο από τα χειροκροτήματα μελών των τοπικών οργανώσεων της ΝΔ, αφού οι δηλώσεις γίνονται σε ελεγχόμενο ακροατήριο για να μην υπάρξουν φωνές που χαλάνε το αφήγημα– εντούτοις, αρκεί να σηκωθεί ένα κινητό για να φύγει μια εικόνα και να σπάσει το προστατευμένο περιβάλλον, αρκεί να σταλεί ένα μήνυμα για να αρχίσει η συζήτηση στα σόσιαλ μίντια.
Και είναι αλήθεια πως η καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική είχε καταλυτική επίδραση στην εικόνα της κυβέρνησης. Η επανάληψη της αδυναμίας διαχείρισης των μεγάλων κρίσεων μπορεί πλέον να βλάψει και την εικόνα του πρωθυπουργού. Με δεδομένη την αίσθηση που επικρατεί στην πλειονότητα της κοινωνίας ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ακρίβειας, η πυρκαγιά στην Αττική μπορεί να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Θα ήταν λάθος, λοιπόν, να υποτιμήσει κανείς την αγανάκτηση των πολιτών, τη συσσωρευμένη –αν και υπόκωφη, προς το παρόν– οργή, τη δυσπιστία και την απογοήτευσή τους. Μια ματιά, άλλωστε, στα δημοσκοπικά ευρήματα πείθει και τον πλέον επιφυλακτικό. Καταρρέει η ΝΔ. Μόνο που μαζί της καταρρέει και η αντιπολίτευση. Κι αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό. Δεν μπορούν να εκφράσουν τους πολίτες τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ (ή όπως αλλιώς θα λέγεται από τώρα και στο εξής), που είναι η αξιωματική αντιπολίτευση. Στην πρόθεση ψήφου, σύμφωνα με δημοσκόπηση της MRB για το OPEN, η ΝΔ λαμβάνει ποσοστό 21,6%, στη δεύτερη θέση περνά το ΠΑΣΟΚ με 10,5%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ καταποντίζεται και βρίσκεται πλέον στην τρίτη θέση, με ποσοστό 8,5%. Την ίδια ώρα, η μέτρηση καταδεικνύει τη δυσαρέσκεια των πολιτών, καθώς ο δείκτης αισιοδοξίας βρίσκεται στο ναδίρ και συγκεκριμένα στο 10,8%.
Στις δημοκρατίες, ο ρόλος της αντιπολίτευσης –και δη της αξιωματικής– είναι διπλός: να ελέγχει την κυβέρνηση και να προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο ρεαλιστικής διακυβέρνησης καλύτερο από το υπάρχον. Για να ανταποκριθεί στους δύο αυτούς ρόλους, οφείλει να είναι αριθμητικά ισχυρή και πολιτικά σχετικά συμπαγής, να διαθέτει συγκεκριμένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα, καθώς και την ηγεσία και το στελεχικό δυναμικό που χρειάζεται για την υλοποίησή του. Εάν λείπει κάποιος από αυτούς τους παράγοντες, δεν μπορεί να λειτουργήσει με υπεύθυνο τρόπο. Κι έτσι, μετατρέπεται από πιθανή εναλλακτική λύση στο μέλλον, σε παίκτη που κανείς δεν υπολογίζει. Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Γιατί στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία που ζούμε, η αξιωματική αντιπολίτευση –και οιονεί κυβέρνηση σε αναμονή– οφείλει να πιέζει, να διεκδικεί, να είναι το αντίπαλο δέος το ικανό να αποτελέσει τη σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Και τα όσα συμβαίνουν στην Κουμουνδούρου, όχι μόνο δεν συνηγορούν προς την κατεύθυνση άσκησης αξιόπιστης αντιπολίτευσης, αντιθέτως, μέσω του εξευτελισμού και της συνειδητής απαξίωσης κάθε έννοιας αριστερής διακυβέρνησης, συμβάλλουν τα μέγιστα στην ολοένα και μεγαλύτερη αποστασιοποίηση και ιδιώτευση ενός κόσμου ταλαιπωρημένου που δεν βλέπει ελπίδα πουθενά. Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως το να παίζει η κυβέρνηση χωρίς επί της ουσίας αντίπαλο, είναι παραλυτικό σημάδι των δημοκρατικών θεσμών μιας σύγχρονης πολιτείας και ενός κράτους δικαίου.
Ναι, η ΝΔ δεν νιώθει μέχρι στιγμής να απειλείται. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο δρόμος μπροστά της είναι ανέφελος, ούτε ότι δεν συσσωρεύεται κυβερνητική φθορά, η οποία είναι πια απολύτως ορατή. Το πώς θα μορφοποιηθεί και πώς θα εκφραστεί μια κοινωνική αντιπολίτευση που τώρα δείχνει να διαμορφώνεται, είναι κάτι που μένει να φανεί.
Αννέτα Καββαδία