Το σύντομο αυτό σημείωμα θα περιοριστεί απλώς σε μερικές γενικές και, κυρίως, κριτικές παρατηρήσεις για την πορεία της Αριστεράς στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, οι οποίες φιλοδοξώ να αποτελέσουν μέρος της ατζέντας των εν εξελίξει διεργασιών για τη συγκρότηση της Αριστεράς. Διεργασίες που επιβάλλεται να ενταθούν μετά τη σοβαρή υποχώρηση – ίσως και τη ρευστοποίηση– του λεγόμενου αριστερού ημισφαιρίου. Παρά τις επιμέρους και ίσως σοβαρές διαφορές, τα παρακάτω αφορούν εν πολλοίς το σύνολο της Αριστεράς (κομματικής, κομμουνιστικής, κομμουνιστογενούς ή σοσιαλδημοκρατικής, καθώς και όλες τις εκδοχές του πολυδιάστατου κοινωνικού, πολιτικού και οικολογικού «κινηματισμού»). Λόγω περιορισμένου χώρου θα είμαι αφοριστικός και όχι αναλυτικός όσο θα ήθελα:
1. Οι δραματικές ιστορικές περιπέτειες της δημοκρατίας στην Ελλάδα –Εμφύλιος, «καχεκτική Δημοκρατία», Δικτατορία– καθόρισαν και περιόρισαν την καταστατική συγκρότηση την Αριστεράς στο πεδίο της πολιτικής και, πιο συγκεκριμένα, στη θεσμική οργάνωση της δημοκρατίας. Σε αυτό φυσικά συνέβαλε και η ιδιαίτερη κοινωνική διαστρωμάτωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Το χαρακτηριστικό αυτό, κατά την άποψή μου, αποτελεί την αφετηριακή συνθήκη των παρακάτω σημείων:
2. Ένδειξη, αλλά και συνέχεια του παραπάνω είναι ότι η Αριστερά της Μεταπολίτευσης ακολούθησε τις επιλογές των πολιτικών και κοινωνικών ελίτ τόσο της μετάβασης, όσο και της παγίωσης της δημοκρατίας, χωρίς να καταφέρει ή να επιδιώξει να επιβάλει τη δική της εναλλακτική ατζέντα.
3. Όπως ήταν φυσικό τα πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες μετά τη Δικτατορία βρέθηκαν στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας σε βαθμό που περιόρισαν την Αριστερά στο πλαίσιο του πολιτικού φιλελευθερισμού. Έτσι, παρά την εξ αντιθέτου συχνή ρητορική της, η Αριστερά αναγνωρίζονταν, τουλάχιστον μέχρι το 2012, ως μέρος των «δημοκρατικών δυνάμεων», του «δημοκρατικού τόξου» κ.λπ. Τα τελευταία χρόνια, καθώς το ζήτημα των δικαιωμάτων διευρύνθηκε, λόγω σημαντικών πολλαπλών κρίσεων και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η έμπρακτη ευαισθησία της Αριστεράς για τα «δικαιώματα» συγκροτεί μια καινούρια ταυτότητα για μεγάλο της τμήμα. Ωστόσο, η ταυτότητα αυτή μοιάζει να απομακρύνεται α) από τις σαφείς ταξικές αναφορές και β) την καθαρή επιδίωξη του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τα δύο, δηλαδή, θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Αριστεράς.
4. Παρά την αντίθετη ρητορική, η Αριστερά της Μεταπολίτευσης φαίνεται ότι κινήθηκε σταθερά πάνω στις ράγες μιας εργαλειακής αντίληψης για το κράτος και την πολιτική εξουσία. Με άλλα λόγια, πρόκειται ουσιαστικά για φιλελεύθερη θεώρηση, αφού, για παράδειγμα, το ελληνικό κράτος δεν θεωρείται καπιταλιστικό κράτος ή έστω «το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία», αλλά ένα απλώς «πελατειακό κράτος» που «φυσικά» μπορεί να αλλάξει μόνο με την αλλαγή φρουράς στη διαχείρισή του.
5. Δυστυχώς, η απλουστευτική αυτή αντίληψη για το κράτος δεν οδήγησε μόνο στη διολίσθηση της Αριστεράς στο κυρίαρχο αφήγημα, αλλά έδωσε τροφή στην παθογένεια του βολονταρισμού. Ο βολονταρισμός έχει οδηγήσει την Αριστερά σε δύο κυρίαρχες, αν και ανταγωνιστικές στρατηγικές: αφενός, η στρατηγική της πάση θυσία συμμετοχής στην κυβέρνηση και, αφετέρου, η στρατηγική της πάση θυσία άρνησης κυβερνητικών ευθυνών, αφού οι συσχετισμοί δεν διασφαλίζουν πλήρη έλεγχο. Η επικράτηση της βουλησιαρχικής λογικής ουσιαστικά εμποδίζει την Αριστερά να απεγκλωβιστεί από τις παθογένειες τόσο του τεχνοκρατισμού, όσο και του κρατισμού.
6. Η οικονομία δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Πολύ συχνά η Αριστερά φαίνεται έστω και έμμεσα να αποδέχεται τη θέση του κυρίαρχου λόγου, ότι η οικονομία είναι φυσικό φαινόμενο, λειτουργεί δηλαδή ανεξάρτητα από την κοινωνική δυναμική. Έτσι, συχνά, η ρητορική της Αριστεράς κάνει επίκληση στις «ανάγκες της ελληνικής ή εθνικής οικονομίας», ενώ «υπερηφάνως» δηλώνει ότι οι προτάσεις και οι διεκδικήσεις της είναι «κοστολογημένες» –κάτι που ελαχιστοποιεί τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει προς την κατεύθυνση της ενδυνάμωσης των κοινωνικών υποκειμένων που εκπροσωπεί.
7. Η αναζήτηση νομιμοποίησης πολιτικών πρωτοβουλιών στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Ευρώπη αποτελεί δυστυχώς ένα χαρακτηριστικό που πολιτικού συστήματος και της πολιτικής μας κουλτούρας. Το «εφάμιλλο της Ευρώπης» ως μέτρο αξιολόγησης πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών και συμπεριφορικών επιθυμιών και επιδιώξεων πρέπει τουλάχιστον να αμφισβητηθεί. Αυτό έχει οδηγήσει σε αδόκιμες αναφορές και συγκρίσεις με χώρες του «Ευρωπαϊκού Νότου», που μόνο σύγχυση δημιουργούν, φυσικά προς όφελος της απέναντι πλευράς. Αλήθεια, ποια η βάση της συχνής σύγκρισης της χώρας μας με πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις και με εντελώς διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο;
8. Η πρακτική των εύκολων συνθημάτων και θεωρήσεων θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Συχνά αποκαλύπτει άγνοια, δογματισμό, επικοινωνιακά κόλπα και σύγχυση και, κυρίως, διχαστικές γραμμές εκεί που δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, τι μπορεί να σημαίνει σήμερα το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», όταν ο «καθολικός καπιταλισμός», με την πολυκρίση που δημιουργεί και επεκτείνει, ουσιαστικά απαγορεύει μεταρρυθμιστικές υποχωρήσεις; Ή τι νόημα είχε το «πρώτη φορά Αριστερά», που έδειξε ανιστόρητη υπεροψία, αφού, εκτός από την «κυβέρνηση του βουνού», παρέβλεπε το ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων; Και τέλος, τι ακριβώς σημαίνει σήμερα το «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία», το «δικαιοσύνη παντού», το «η πολιτική επιστρέφει», ή η υπόσχεση μιας κοινωνίας με «ελευθερία και ισότητα» ή η ανελέητη αναφορά στον «προοδευτισμό»; Τι άλλο εκτός από αμηχανία μπορεί να δηλώνει και η ευκολία με την οποία υιοθετούμε θεωρήσεις με τη βοήθεια προθεμάτων (μετά- και νέο-);
9. Στα πενήντα αυτά χρόνια σχετικά σταθερής δημοκρατίας, η ελληνική Αριστερά επέδειξε μια μάλλον αντιφατική ή, καλύτερα, μη ισορροπημένη στάση και παρουσία απέναντι στους κρατικούς θεσμούς. Θα λέγαμε ότι από τη μια ένα ρεύμα της Αριστεράς δίνει ακραία έμφαση στη θέση των κρατικών θεσμών για την πολιτική της στρατηγική, ενώ ένα άλλο επιδεικνύει ακριβώς αντίθετη στάση.
10. Το ζήτημα της κριτικής ανάλυσης του πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, καθώς και η κριτική και η αυτοκριτική των πεπραγμένων των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς φαίνεται ότι παρουσιάζει κάποια πάγια χαρακτηριστικά. Έτσι, με εξαίρεση τον ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων ετών, η ανάλυση και οι αποφάσεις προηγούνται της διαβούλευσης και της βασάνου της επιστημονικής γνώσης. Όσο για την αξιοποίηση των κεκτημένων και της σχετικής εμπειρίας, θα πρέπει να πούμε ότι αυτό μόνο επιδερμικά πραγματοποιείται. Η έξη της γραφειοκρατίας, των κομματικών και κινηματικών οργανώσεων, δεν αποφεύγει το ξεπέρασμα αυτής της παθογένειας, αλλά μάλλον φαίνεται να ακυρώνει κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής της.
Το τελευταίο θεωρώ ότι είναι και ο λόγος που δεν έχει ανοίξει ακόμη ο διάλογος και η κριτική των πεπραγμένων της περιόδου των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε βέβαια η κεκτημένη γνώση και εμπειρία από το παραχθέν θετικό έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα συζητηθούν, εάν εξακολουθήσουν οι σχετικές γραφειοκρατίες του όλου της Αριστεράς να θέτουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους πάνω από την προσπάθεια (ανα)συγκρότησης του φορέα που θα επαναφέρει στην ατζέντα την ελπίδα του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να προχωρήσουν εάν κάθε ρεύμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς προσέλθει στον διάλογο με λογική κοινοβουλίου ή γενικής συνέλευσης ΑΕ. Ή εάν ο διάλογος δεν περιλαμβάνει και τον οδικό χάρτη της οργανωτικής οικοδόμησης του πολιτικού φορέα που αντιστοιχεί στον σημερινό καταμερισμό εργασίας, που θα είναι λαϊκός, θα σέβεται το συλλογικό υποσυνείδητο των υποκείμενων τάξεων/του λαού και των παρηγορητικών τάσεων που αυτές παράγουν, και θα παρέχει ουσιαστική κοινωνική και πολιτική εκπροσώπηση, συμμετοχή, αλληλεγγύη και γνώσεις. Αλλά για όλα αυτά, σε μια άλλη ευκαιρία.
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.