Μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, κριτικός, πανεπιστημιακός, κινηματογραφίστρια, η Σούζαν Σόνταγκ υπήρξε πάνω απ’ όλα δημόσια διανοούμενη, ακτιβίστρια και… σταρ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τον θάνατό της από καρκίνο, σε ηλικία 71 ετών, το 2004, η Σόνταγκ κατάφερε να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής στην Αμερική, και όχι μόνο, τόσο για τα άρθρα και τα βιβλία της, όσο και για την έντονη ζωή και την ακτιβιστική δράση της, από το Βιετνάμ και την Κούβα, μέχρι το Σεράγεβο και την 11η Σεπτεμβρίου. Υπήρξε το γυναικείο πρόσωπο της αμερικανικής διανόησης και η πιο διάσημη εκπρόσωπος μιας γενιάς που βίωσε τεράστιες αλλαγές στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν ζητήματα όπως η πολιτική, η κουλτούρα, το φύλο ή η ασθένεια.
Η συγγραφική και στοχαστική δουλειά της Σόνταγκ αναπτύσσεται κυρίως σε δύο επίπεδα: αφενός, εισάγει στις ΗΠΑ τη γαλλική κυρίως αλλά και ευρύτερα την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ (τόσο στις τέχνες όσο και στο πεδίο της πολιτισμικής θεωρίας), αφετέρου, και παράλληλα, παρακολουθεί και σχολιάζει τις αλλαγές που συντελούνται από την ταραχώδη δεκαετία του ’60 και έπειτα στην αμερικανική κοινωνία. Η Σόνταγκ είναι μοντέρνα, αυτή είναι η λέξη που στριφογυρνά στο μυαλό μου καθώς διαβάζω τα κείμενά της (την χρησιμοποιεί άλλωστε και η ίδια πολύ συχνά), και είναι μοντέρνα με όλες τις σημασίες της λέξης. Είναι πάντα επίκαιρη, ενίοτε και επικαιρική, καταφέρνει ωστόσο συχνά να διατυπώνει πρωτοποριακές ιδέες, που αποτελούν μέχρι σήμερα υποχρεωτική αναφορά. Οι μονογραφίες της για τη φωτογραφία («Περί φωτογραφίας» και «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων») και για τις μεταφορικές χρήσεις της νόσου («Η νόσος ως μεταφορά»), αλλά και τα άρθρα της που αποδομούν τη διάκριση μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» κουλτούρας και κωδικοποιούν μια νέα (γκέι ως επί το πλείστον) αισθητική (κυρίως τα «Περί ύφους» και «Σημειώσεις για το Camp»), παραμένουν πάντα στη βιβλιογραφία όσων μελετούν την κουλτούρα της καθημερινότητας, τη γλώσσα και την τέχνη.
Ο τόμος «Περί γυναικών», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά, αποτελεί μεταθανάτια έκδοση, σε επιμέλεια του γιου της Σόνταγκ, Ντέιβιντ Ριφ και με εισαγωγή της πανεπιστημιακού Μερβέ Εμρέ. Τα κείμενα της συλλογής πρωτοδημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά μεταξύ 1972 και 1975, μια περίοδο που ακολουθεί τη μεγάλη άνθιση και τις σημαντικές κατακτήσεις του δεύτερου κύματος του φεμινισμού στις ΗΠΑ, ενώ το διάστημα ακριβώς που γράφει η Σόνταγκ αποκτούν ορατότητα θεωρητική και κινηματική ο λεσβιακός και ο μαύρος φεμινισμός ή ο συνδυασμός και των δύο, με σημαντικές εκπροσώπους όπως η Ώντρ Λορντ ή η Αντριέν Ριτς.
Πριν καν ανοίξει τον ανά χείρας τόμο, η αναγνώστρια θα θέσει αναπόφευκτα δύο ερωτήματα. Πρώτο, ήταν η Σόνταγκ φεμινίστρια και ποια υπήρξε η σχέση της με το γυναικείο κίνημα; Και δεύτερο, τι πιθανότητες έχει να διαβάσει απόψεις ξεπερασμένες πάνω σε ένα ζήτημα που τόσο η θεωρητική σκέψη όσο και η κοινωνική και πολιτική δράση έχει προχωρήσει πολύ από τη δεκαετία του 1970;
Πολεμική διάθεση και προσωπική, συναισθηματική εμπλοκή
Τα εφτά κείμενα του τόμου είναι και διαφορετικά και άνισα μεταξύ τους. Πολεμικά άρθρα που εξετάζουν τη σχέση των γυναικών με τα γηρατειά και την ομορφιά ως κοινωνικές κατασκευές (αξιοσημείωτο ότι τα δύο κείμενα περί ομορφιάς κυκλοφόρησαν στο Vogue) συνυπάρχουν με δύο εκτενείς συνεντεύξεις της συγγραφέως (στο λατινοαμερικάνικο αριστερό περιοδικό Libre και στο –αγαπημένο της– περιοδικό κριτικής σκέψης, πολιτικής και κουλτούρας Salmagundi), αλλά και με δυο κείμενα που εξετάζουν τη «γοητεία του φασισμού» και τη σχέση του με τον φεμινισμό (σε συνομιλία με την Αντριέν Ριτς).
Μέσα από τα κείμενα αναδεικνύεται συχνά η αμφιλεγόμενη σχέση της Σόνταγκ τόσο με τις γυναίκες, όσο και με το γυναικείο κίνημα. Δεν θα διστάσει να χαρακτηρίσει τον φεμινισμό «απλοϊκό», ενώ θα αναγνωρίσει πως τα περισσότερα εμπόδια στη σταδιοδρομία της προέρχονταν από άνεργες, εξαρτημένες από τους συζύγους τους γυναίκες ή αλλού θα αμφισβητήσει υπερβολικά εύκολα την πολιτική σημασία του αγώνα για το δικαίωμα στην άμβλωση, που δυστυχώς παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρος. Ωστόσο ακόμη και στα πιο «εύκολα» κείμενά της, αυτά για τα γηρατειά και την ομορφιά για παράδειγμα, και παρόλο που σήμερα η ίδια η βιομηχανία της ομορφιάς προβάλλει πιο συμπεριληπτικά πρότυπα, η Σόνταγκ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον της αναγνώστριας ζωντανό, ακριβώς χάρη στην πολεμική της διάθεση και την προσωπική, συναισθηματική εμπλοκή με το θέμα της. Παρόλο που ποτέ δεν το ομολογεί, η αγανάκτησή της σε κερδίζει ως στάση μιας σαραντάχρονης τότε γυναίκας, καταξιωμένης και πραγματικής σταρ, που αρνείται με πάθος τους περιορισμούς της ηλικίας. Αν στη συνέντευξη στο περιοδικό Libre η συγγραφέας αναπτύσσει μια ακατάτακτη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αντίληψη του αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών, μια θέση όπου συμπλέκονται το προνόμιο (της επιτυχημένης λευκής αστής) και ενδιαφέρουσες απόψεις για τον ανδρογυνισμό, την αμφιφυλοφιλία ή μια επιτελεστική ανατροπή των στερεοτύπων, η δεύτερη συνέντευξη που εστιάζει στο πεδίο της κουλτούρας είναι εκείνη στην οποία γίνεται πραγματικά απολαυστική, αντλώντας και από παλιότερα κείμενά της, όπως τα «Περί ύφους» ή «Σημειώσεις για το Camp», εξετάζοντας το θέμα της πορνογραφίας, αλλά και κατεδαφίζοντας τις απόψεις του πρώην συζύγου της, χωρίς να αναφερθεί ποτέ σε αυτή του την ιδιότητα.
Πάθος και βαθύς στοχασμός για την αισθητική και την κουλτούρα
Το κείμενό της για τη γοητεία του φασισμού (με αφορμή τη Λένι Ρίφενσταλ) αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μια εποχή πολύ διαφορετική μεν από αυτή στην οποία γράφτηκε, αλλά αντιμέτωπη με ένα παρόμοιο πρόβλημα, την αυξανόμενη δημοφιλία και την κανονικοποίηση των φασιστικών ιδεών. Θέτοντας το θέμα με όρους αισθητικής και σαγήνης, η Σόνταγκ πολύ τολμηρά διαγιγνώσκει στον φασισμό «ιδανικά που υπάρχουν μέχρι σήμερα κάτω από άλλες σημαίες», διερευνά τη σχέση της κουλτούρας της ελίτ με τη μαζική κουλτούρα και ανασκάπτει τη σεξουαλική σαγήνη του φασιστικού ιδεώδους σε ταινίες όπως «Οι καταραμένοι του Βισκόντι», «Ο θυρωρός της νύχτας» της Καβάνι ή μυθιστορήματα όπως οι «Επιτάφιες σπονδές» του Ζενέ. Η συνομιλία Σόνταγκ και Αντριέν Ριτς πάνω σ’ αυτό το κείμενο πολώνεται, είναι αλήθεια, υπερβολικά και γίνεται, από μέρους της Σόνταγκ, μια άδικη επίθεση στον φεμινισμό.
Ακόμη όμως κι όταν ο χρόνος προσθέτει κάποιες ρυτίδες στα κείμενά της, η Σόνταγκ εξακολουθεί να διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, χάρη στο πάθος της, το βαθύ στοχασμό της για την αισθητική και την κουλτούρα, αλλά και με τη γνώση πως είναι ένα από τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν το γούστο και τις αντιλήψεις στην εποχή της με τρόπο που παραμένει ενεργός μέχρι σήμερα.
Η Έφη Γιαννοπούλου είναι μεταφράστρια και δημοτική σύμβουλος στην Αθήνα. Συμμετείχε στην κατάληψη του Εμπρός από το 2012 ως το 2015.