Συνεντεύξεις

Νίκος Θεοχαράκης: «Στην κινηματική δράση πρέπει να σφυρηλατηθεί η νέα ενότητα»

Συζητάμε με τον πανεπιστημιακό οικονομικής θεωρίας στο ΕΚΠΑ, Νίκο Θεοχαράκη τις κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια και σχολεία, την ακινησία από την ακρίβεια και τη μείωση του εισοδήματος και τις διεργασίες στην Αριστερά για μια νέα ενότητα.
 
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρά τις συνταγματικές δεσμεύσεις, και θέλει να το κάνει χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις, όπως άλλωστε νομοθετεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Στις δημοσκοπήσεις η κοινή γνώμη εντοπίζεται δεκτική, τα ΜΜΕ προωθούν τη μεταρρύθμιση χωρίς καν να εμφανίζουν τον αντίλογο και στοχοποιούνται οι καταλήψεις σε σχολές και σχολεία. Ως πανεπιστημιακός, ποια η θέση σου;
 
Το πρώτο που ξεχνάνε όλοι είναι ότι πρόκειται για μια κατάφορη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Έχουν κάνει κουρέλι το Σύνταγμα και δεν μιλάει κανείς: ούτε οι συνταγματολόγοι, ούτε οι δημοσιογράφοι, ούτε οι ανώτατοι δικαστές. Αυτό, βέβαια, μας προδιαθέτει για το τι θα ακολουθήσει ως το τέλος της δεύτερης θητείας. Το δεύτερο είναι η συζήτηση που γίνεται για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι προσχηματική, ότι δήθεν θα αναβαθμιστεί η χώρα και η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχουν παύσει πλέον οι περισσότεροι να ασχολούνται με την παιδεία, με το τι θα γίνει με το μέλλον των νέων γενιών. Το πανεπιστήμιο υποχρηματοδοτείται μέχρι ασφυξίας και όχι μόνο από αυτή την κυβέρνηση. Ζούμε στον αιώνα της υποχρηματοδότησης της παιδείας, την ίδια στιγμή που επιβλήθηκαν δίδακτρα στα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα, προκειμένου να συνεχίσουν να γίνονται. Αυτό που έχει γίνει πια σαφές είναι ότι δεν τους νοιάζει καθόλου τι θα γίνει με την περιβόητη αριστεία. Γι’ αυτό και δεν δίνουν σημασία σε καμία βαθμίδα εκπαίδευσης. Τα κολέγια που θα θέλουν να φτιάξουν φυσικά και δεν θα βελτιώσουν το επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κάθε άλλο. Έρχονται είτε για να χτίσουν κάποιοι το προφίλ τους ως καθηγητές σε αυτά, είτε για να πάρουν ένα κομμάτι από την πίτα των ερευνητικών προγραμμάτων, είτε για να επενδύσουν σε αυτά οι υποστηρικτές της κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή έχουν μετατρέψει τους πανεπιστημιακούς σε γραφειοκράτες υπαλλήλους, που δεν προλαβαίνουν πια να ασχοληθούν με την επιστήμη τους και να εξελιχθούν.
 
 
Η μόνιμη επωδός είναι «μα τι σας πειράζει να υπάρχει η επιλογή;», «όποιος έχει λεφτά πάει, όποιος δεν έχει δεν πάει». Τι πειράζει, λοιπόν;
 
Μας πειράζει γιατί ξέρουμε τι θα ακολουθήσει: περαιτέρω υποχρηματοδότηση έως την τελική διάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι πώς έφτασε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να το υποστηρίζει. Για σκεφτείτε το, κάθε οικογένεια δίνει πόσα χρήματα για φροντιστήρια για να περάσει το παιδί της σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο, όπου θα πληρώνει ενοίκια και έξοδα νοικοκυριού, για ένα πτυχίο που μπορεί και να μην το αξιοποιήσει στο τέλος. Οπότε τα βάζει κάτω και λέει πληρώνοντας ένα ιδιωτικό κολέγιο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, δεν χρειάζονται τα έξοδα μετακίνησης, τα έξοδα σπιτιού, ούτε τα φροντιστήρια για να περάσει. Έτσι νομίζουν ότι το παιδί τους θα σπουδάζει αυτό που θέλει στον τόπο του και στο σπίτι του. Αλλά αυτό θα γίνεται σε ένα «πανεπιστήμιο» με προσχηματικό έλεγχο της ποιότητας που παρέχει, ενώ τα δημόσια πανεπιστήμια περνάνε από σαράντα κόσκινα αξιολόγησης. Ο κόσμος νομίζει ότι έτσι κάνει οικονομία και σπουδάζει τα παιδιά του. Αμ δε! Δείτε τι γίνεται στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Εκεί υπάρχουν τριάντα περίπου δήθεν πανεπιστήμια όλα ιδιωτικά, όλα της συφοράς. Άμα γίνει η αρχή, δεν υπάρχει τελειωμός. Γι’ αυτό κάνουν καταλήψεις τα παιδιά, και εμείς είμαστε μαζί τους. Είδαμε εξάλλου που οδήγησε η πολιτική της Θάτσερ που ήταν η πρώτη που επιτέθηκε στα δημόσια πανεπιστήμια.
 
 
Ζούμε στην εποχή της ακρίβειας και της συνεχούς υποβάθμισης της ποιότητας ζωής, με μια κυβέρνηση να επαίρεται για τη συνεχή βελτίωση των δεικτών της οικονομίας και μάλιστα με ρυθμούς ταχύτερους από την Ευρώπη. Τι από τα δύο ισχύει, εν τέλει; Γιατί και τα δύο δεν γίνεται.
 
Κάποτε ο Γεραπετρίτης είχε επικαλεστεί στη βουλή απόσπασμα από τον «Υπέρ Αδυνάτου» λόγο του Λυσία. Δεν θυμήθηκε όμως ότι παρακάτω από το απόσπασμα που παρέθεσε ο Λυσίας έγραφε «Και τόσο πολύ έχει ξεπεράσει στην ξεδιαντροπιά όλους τους ανθρώπους, ώστε προσπαθεί, παρόλο που είναι ένας, να πείσει εσάς που είστε τόσοι πολλοί, ότι εγώ δεν είμαι τάχα (ένας) από τους αδυνάτους». Η κυβέρνηση προσπαθεί με όλες της τις δυνάμεις να πείσει ότι οι προηγούμενοι ήταν κακοί, ότι δεν εφάρμοσαν σωστά τα μνημόνια, και ότι εκείνη είναι η ικανή να ξεπεράσει τους σκοπέλους, γιατί όλοι την αγαπούν. Δείτε την καυχησιολογία για την επενδυτική βαθμίδα. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Δημιουργείται μια οικονομία που είναι όλο και περισσότερο ευεπίφορη στις μη θεμιτές επιδιώξεις και «επενδύσεις», και την ίδια ώρα συντηρείται και ένα πλαίσιο συζήτησης, για το τι θυσίες θα πρέπει να κάνουμε για να μην χάσουμε αυτή την αμφιλεγόμενη επενδυτική βαθμίδα. Ουσιαστικά η κυβέρνηση από τη μια κάνει τα χατίρια στις τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους δίνουν δάνεια σε πολύ λίγες περιπτώσεις, και από την άλλη έχει παραδώσει την οικονομία στα χέρια κάποιων funds τα οποία διαχειρίζονται τα πάντα από την Υγεία και την κατοικία ως τη διατροφή. Είναι αυτά δείγματα μιας υγιούς οικονομίας; Όταν χάνονται σπίτια σε πλειστηριασμούς; Όταν το μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας έχει φύγει στο εξωτερικό; Όταν το ΕΣΥ δεν λειτουργεί και καταρρέουν οι γιατροί; Όταν έχεις ένα ΑΕΠ που πηγαίνει στις τσέπες λίγων; Όταν μειώνεται ο αριθμός των απασχολουμένων και απαξιώνεται η αγορά εργασίας; Όταν έχουν χτίσει ένα κράτος εργοδοτών και οι εργασιακές σχέσεις είναι ρυθμισμένες προς όφελος του κεφαλαίου;
 
 
Αυτά όλα που λες είναι η καθημερινότητά μας. Γιατί ωστόσο δεν έχει καταφέρει να σταθεί ένας αντίλογος, και δεν εννοώ μόνο πολιτικά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά ούτε και ακαδημαϊκά ή κινηματικά, που να επιχειρηματολογεί και να πείθει για το μοντέλο που χτίζει η κυβέρνηση;
 
Ζούμε κάτω από τη σκιά των μνημονίων που έχουν κατασκευάσει θεσμούς που δεν μπορούν να εγγυηθούν μια βιώσιμη οικονομία. Σκεφτείτε μόνο ότι η δημόσια περιουσία έχει μεταβιβαστεί σε funds ή δημόσιους οργανισμούς άλλων χωρών. Ή ότι έχουν φτιαχτεί θεσμοί που εγγυόνται την αρπαγή της ιδιωτικής περιουσίας. Ή ότι ο Έλληνας δίνει το μεγαλύτερο μέρος τους εισοδήματός του σε σύγκριση με την Ευρώπη για να καλύψει τη στέγασή του. Το ψευτο-χρηματιστήριο ενέργειας εγγυάται ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα, ο «Ηρακλής» ότι τα funds θα τους πάρουν τα σπίτια χωρίς να κινδυνεύουν τα χρήματά τους, η απαξίωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ότι η ακρίβεια θα εξακολουθεί να τροφοδοτείται από τον πληθωρισμό των κερδών, η απαξίωση της υγείας και της παιδείας δοκιμάζει όλο και περισσότερο τα λαϊκά νοικοκυριά. Τι σημαίνουν αυτά για την ελληνική οικονομία; Ότι δεν έχει φτιαχτεί πάνω σε σωστές βάσεις.
 
 
Από την άλλη, γιατί δεν βλέπουμε μια κοινωνική αντίδραση; Ειδικά όταν η κυβέρνηση ανακοινώνει περιχαρής ότι παίρνει μέτρα για να αντιμετωπίσει π.χ. την ακρίβεια, το brain drain, το δημογραφικό, κ.λπ. και ουσιαστικά κάνει μια τρύπα στο νερό;
 
Τις τελευταίες μέρες καταδικάστηκε ο Π. Λαφαζάνης και άλλοι τρεις για τις κινητοποιήσεις τους ενάντια στους πλειστηριασμούς το 2018. Πώς αντέδρασε το κίνημα; Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι δεν κουνήθηκε φρύδι. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Ο κόσμος είχε τη μεγάλη ελπίδα και αυτή κατέρρευσε. Όλη αυτή η αντίδραση ενάντια στα μνημόνια πέρασε από το μεγάλο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο μάλιστα της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ. Μετά τον Ιούλιο του 2015 και την ορμή του δημοψηφίσματος κάθε ελπίδα κατέρρευσε. Ο κόσμος περίμενε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που παρέμεινε θα εφάρμοζε το μνημόνιο αλλά δεν θα ήταν καταστροφικό για τους πολλούς. Όμως αυτοί που πραγματικά κυβερνούσαν – η τρόικα δηλαδή – ήθελαν με κάθε τρόπο να τον ταπεινώσουν για να μην έχει ξανά ευκαιρία η Αριστερά να κυβερνήσει. Η διάψευση από τον ΣΥΡΙΖΑ παρέσυρε το σύνολο της Αριστεράς. Ο κόσμος λοιπόν είναι μουδιασμένος. Πέρασε και η δύσκολη περίοδος του κορονοϊού, την στιγμή που δόθηκε η ευκαιρία στην κυβέρνηση από το Ταμείο Ανάκαμψης να δώσει τα διάφορα pass σε κόσμο που ζούσε εξαιρετικά δύσκολα και την ίδια στιγμή να πλουτίσουν οι «ημέτεροι», με αποτέλεσμα να μην βλέπει πια προοπτική να κατέβει στους δρόμους. Δεν υπάρχει απόθεμα ψυχής. Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει. Και βέβαια έχεις και ένα μεγάλο κομμάτι της αντιδραστικής δεξιάς που ενισχύει την ακροδεξιά, από το υπεριώδες και κατάμαυρο μέχρι στο χαλαρό, φασιστικό με αριστερό πρόσωπο.
 
 
Πώς μπορεί να αρχίσει ξανά να μπολιάζει η ελπίδα;
 
Από τη μία έχουμε τους λεγόμενους νοικοκυραίους, αυτούς που χαίρονται από την κρίση διότι ωφελούνται από το πιο φτηνό εργατικό δυναμικό ή διότι έγιναν ξαφνικά εισοδηματίες από το Airbnb, και τα ακριβά ενοίκια οι οποίοι όμως δεν είναι πάνω από το 20% της κοινωνίας. Από την άλλη, η Αριστερά κουβαλώντας τη μυλόπετρα των μνημονίων γύρω από το σβέρκο της δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαφανιστεί σε μία μορφή που μόνο κεντροαριστερά δεν είναι. Η Νέα Αριστερά κουβαλάει το κρίμα των μνημονίων και την υπόλοιπη Αριστερά δεν φαίνεται να την ακούει ο κόσμος. Βέβαια υπάρχει πάντα η κινηματική δράση, και εκεί είναι που πρέπει να σφυρηλατηθεί η νέα ενότητα.
 
 
Και πάλι πώς θα γίνει αυτό; Δεν φαίνεται να είναι θελκτική η Αριστερά σε κόσμο που δεν έχει οργανωθεί ποτέ στους κόλπους της. Είναι και σαν να εκπέμπει διαφορετικό σήμα, καθώς δεν έχει προσαρμοστεί στην ύλη του 21ου αιώνα.
 
Οι παλιές αρετές της συλλογικότητας και της κοινής δράσης έχουν εξαλειφθεί και πλέον εμφανίζονται με ατομικούς όρους, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πράγματι οι νεότερες γενιές δεν έχουν κοινή γλώσσα με την Αριστερά, δεν μπορούν να ακούσουν, πόσο μάλλον να κατανοήσουν, τις αναλύσεις της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει ένα κομμάτι της νέας γενιάς που μπορεί να αντιδράσει στην ασφυξία όσων ζει, ακόμα και αν η αρχή γίνει μέσα από ατομικά δικαιώματα, που τελικά είναι η σύγχρονη μορφή διεκδίκησης και του συλλογικού.
 
 
Ως μέλος του ΜέΡΑ25, ενός κόμματος που επίσης βιώνει τα σκαμπανεβάσματα της εποχής για την Αριστερά, βλέπεις να μπορεί το ευρωψηφοδέλτιο να αποτελέσει την απαρχή κάτι νέου;
 
Και στην περίπτωση του ΜέΡΑ25 το μήνυμα που έστειλε ο κόσμος νομίζω είναι ότι «δοκιμάσαμε την Αριστερά και η Αριστερά δεν πέτυχε». Βέβαια, η Αριστερά κυβέρνησε σε μία περίοδο που έπρεπε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, χωρίς να έχει βοήθεια από κάπου. Έχουμε φτάσει λοιπόν να είναι εξαφανισμένη η Αριστερά σε όλη την Ευρώπη. Στην Γερμανία η Αριστερά μεταμορφώνεται σε ένα φασιστικό κόμμα με επικεφαλής την Ζάρα Βάγκενκνεχτ. Όσοι από εμάς θυμόμαστε τη δεκαετία του 1970 και 1980 με τον Βίλλυ Μπράντ, τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, τον Φρανσουά Μιτεράν, τον Τόνι Μπεν, τώρα βλέπουμε την Αριστερά να διαλύεται και την ίδια ώρα να κατέχει την εξουσία μια χούφτα ολιγαρχών που θεμελιώνουν την ηγεμονία τους, γιατί όποιος πληρώνει τον βιολιστή παίζει και τον χαβά του.
 
 
Συμμετέχεις σε μια προσπάθεια για το μέλλον της ριζοσπαστικής αριστεράς, που οργάνωσε και σχετική συζήτηση την βδομάδα που μας πέρασε. Βλέπεις να είμαστε έτοιμοι ξανά για μια νέα ενωτική προσπάθεια;
 
Αν δεν το πίστευα δεν θα ήμουν σε αυτή τη διαδικασία. Εάν υπάρχει μια ελπίδα να γίνει κάτι μπορεί να ξεκινήσει μόνο από μια ενωτική προσπάθεια, η οποία δεν θα είναι στο επίπεδο εκλογικής συμμαχίας, – ή μόνο σε αυτή – αλλά θα οργανώνει ένα νέο δίκτυο ανυπακοής, αντίστασης και αντίδρασης. Διαφορετικά δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο. Δεν μας επιτρέπεται να αποτύχουμε. Είναι, όπως έλεγε ο Γκράμσι, η απαισιοδοξία της νόησης μπορεί να νικηθεί μόνο από την αισιοδοξία της βούλησης.
 
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός