Στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής όσον αφορά στο μεταναστευτικό, γίνεται λόγος για αυστηροποίηση των ελέγχων στα σύνορα, για αποτροπή, ενίσχυση των επιστροφών κ.ο.κ. Αυτά που κάποτε ήταν η ακραία θέση των χωρών του Βίσεγκραντ, έχουν γίνει πια η επίσημη ευρωπαϊκή ατζέντα; Πώς φτάσαμε εδώ;
Καταρχήν η κ. Φον ντερ Λάιεν δηλώνει πλέον ξεκάθαρα πως κεντρικός στόχος της θητείας της είναι η αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής και της πολιτικής ασύλου στη βάση της αποτροπής. Από την άλλη, ισχυρές κριτικές φωνές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως η επίτροπος κ. Γιόχανσον, παραμένουν θετικές, όπως βλέπουμε από τις δηλώσεις της για τον τερματισμό των επαναπροωθήσεων από τις ελληνικές αρχές και από τη Frontex. Παρόλα αυτά, απ’ ό,τι βλέπουμε από τα πενιχρά αποτελέσματα της Συνόδου, είναι η πρώτη φορά που αναδεικνύεται καθαρά το νεοσυντηρητικό σκεπτικό γύρω από τη μετανάστευση, που πια όντως φέρει τη σφραγίδα όχι απλά και μόνο των 4 χωρών του Βίσεγκραντ, αλλά τη σφραγίδα ενός «θεσμικού μπλοκαρίσματος», όπως θα το λέγαμε. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, της Συνόδου είναι 3 πιλοτικά προγράμματα για Βουλγαρία, Ρουμανία και εν μέρει για τα ελληνο-τουρκικά σύνορα, που βασίζονται ουσιαστικά στην περαιτέρω χρηματοδότηση ευρωπαϊκών τειχών και στην εντατικοποίηση των screenings (προσφυγικό προφίλ). Όλα αυτά συμβαίνουν στο πλαίσιο του Συμφώνου Μετανάστευσης, που ξεκίνησε με τρόπο που μάς έκανε αισιόδοξους, αλλά δεν φαίνεται τελικά να ακολουθεί αυτόν τον δρόμο. Όσον αφορά στα screenings να πούμε πως δεν έχει περάσει η ρύθμιση, γι’ αυτό και τα προγράμματα είναι πιλοτικά, καθώς έχει μπλοκαριστεί από το Ευρωκοινοβούλιο, που το κομμάτι της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πλειοψηφικό, σε αντίθεση με το συντηρητικό, προσφυγο-σκεπτικιστικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αλλά και από την Κομισιόν. Το παράδοξο είναι ότι έχει μπλοκαριστεί και από το συντηρητικό μέρος των κρατών-μελών, έως ότου βρεθεί λύση στο κομμάτι των πραγματικών ποσοστώσεων υπέρ των νοτίων χωρών της ΕΕ. Το άλλο αποτέλεσμα της Συνόδου είναι η εντατικοποίηση των επιστροφών των απορριφθέντων αιτούντων άσυλο. Όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γίνονται υπό την αιγίδα της σουηδικής προεδρίας, στην κυβέρνηση της οποίας χώρας συμμετέχει ένα μετα-νεοναζιστικό κόμμα, που εξήγγειλε ως όρο ανοχής στην κυβέρνηση τη δραστική μείωση των μεταναστευτικών και προσφυγικών αφίξεων στη Σουηδία. Το υπαρκτό, λοιπόν, «έμφραγμα» μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και της Κομισιόν για το Σύμφωνο Μετανάστευσης γίνεται και υπό τη σκιά της σουηδικής προεδρίας.
Πώς εξελίσσονται, δηλαδή, οι συζητήσεις για το Σύμφωνο Μετανάστευσης και πάνω σε ποιες αρχές θα οικοδομηθεί τελικά;
Στην ουσία δεν προχωράνε, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να συμφωνήσουν το Ευρωκοινοβούλιο με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο ηγεμονεύεται τόσο από τις 4 χώρες του Βίσεγκραντ, όσο και από τις 5 Μεσογειακές (Μ5: Ελλάδα, Ιταλία, Κύπρος, Μάλτα, Ισπανία). Αυτή η συμμαχία των 5 δεν ταυτίζεται πολιτικά με τις 4 του Βίσεγκραντ, αλλά μπλοκάρουν και αυτές από την πλευρά τους το νέο Σύμφωνο, καθώς για να δεχθούν οποιαδήποτε προοδευτική μεταρρύθμιση για το άσυλο, ζητούν να λυθεί δομικά το πρόβλημα του πεπαλαιωμένου καθεστώτος του Δουβλίνου. Όσο δεν λύνεται αυτό, καθορίζοντας συγκεκριμένες και δεσμευτικές ποσοστώσεις, δεν προχωρούν και δεν αναγνωρίζουν τις σχετικές αποφάσεις ούτε του Ευρωκοινοβουλίου, ούτε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτό το μπλοκάρισμα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη σουηδική προεδρία, που δεν προχωρά το ζήτημα και έτσι όλο το προοδευτικό μπλοκ περιμένει την προεδρία της Ισπανίας, όπου εκεί αναμένεται το Ευρωκοινοβούλιο να επικεντρωθεί σε συμμαχίες για την επίτευξη καλύτερων ποσοστώσεων και να προχωρήσουν οι συζητήσεις. Παρόλα αυτά, δεν είμαι και πάλι σίγουρος αν θα μπορέσει όντως να το επιτύχει, παρότι το 2024 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, αφού προς το παρόν το μόνο που συζητείται, είναι τα screenings, οι επιστροφές κτλ.
Εν γένει κυριαρχεί η λογική της αποτροπής, που στα δικά μας σύνορα φθάνει στο εγκληματικό σημείο των επαναπροωθήσεων. Ρεπορτάζ των New York Times αυτές τις μέρες κάνει λόγο και για αξιωματούχο της Frontex που ζητά την απόσυρση του οργανισμού από την Ελλάδα λόγω αυτών.
Να πούμε, πρώτα απ’ όλα, ότι η πολιτική της αποτροπής και το μπλοκάρισμα στην ΕΕ στηρίζεται στην επίκληση λανθασμένων, αν όχι εσκεμμένα ψευδών, αριθμών. Το Συμβούλιο μιλά για 330.000 νέες αφίξεις αυτή τη χρονιά στην Ευρώπη, 150.000 από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Μέσα σε αυτές, όμως, προσμετρά τις 75.000 αφίξεις στη Μ. Βρετανία, που δεν εντάσσεται όμως πια στην ΕΕ, άλλες 40.000 που έφυγαν όμως από το Καλαί της Γαλλίας για τη Μ. Βρετανία, αλλά και τις αποσοβήσεις που έγιναν στα ελληνο-τουρκικά σύνορα και που περιλαμβάνονται στις υποτιθέμενες 150.000 αφίξεις. Είναι, δηλαδή, περίπου τρεις φορές κάτω ο αριθμός των αφίξεων, μία κανονική ροή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά είναι ο ψυχολογικός αριθμός που «δικαιολογεί» το έγκλημα της αποτροπής και των επαναπροωθήσεων. Οι βίαιες και συστηματικές επαναπροωθήσεις είναι ο ροζ ελέφαντας της ΕΕ, όλοι το ξέρουνε και όλοι προσπαθούν να το εξορθολογήσουν. Το ενδιαφέρον είναι ο ρόλος της Frontex σ’ αυτές, το πόρισμα της Olaf για τον οργανισμό είναι συγκλονιστικό. Πλέον, όμως, έχουμε μια αλλαγή καθεστώτος με την αποχώρηση του κ. Λεζερί, που είχε αποκρύψει, μεταξύ άλλων, και στοιχεία για τις επαναπροωθήσεις των ελληνικών αρχών. Βάσει αυτών, λοιπόν, και του πορίσματος της Olaf, ο νέος αξιωματούχος συνέταξε την πρόταση για αποχώρηση του οργανισμού από την Ελλάδα ως κύρωση για τις βίαιες επαναπροωθήσεις που εκτελεί. Αντίστοιχο αίτημα έχουμε καταθέσει και εμείς απο το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο για τη Μετανάστευση στη γερμανική κυβέρνηση. Μην ξεχνάμε δε, πως η Ελλάδα το περασμένο έτος είχε την πρώτη της καταδίκη για την επαναπροώθηση στο Φαρμακονήσι και θα υπάρξουν και επόμενες.
Υπάρχει πιθανότητα να έχουμε αύξηση των προσφυγικών ροών λόγω των ισχυρών σεισμών; Αν ναι, πώς θα τους υποδεχόταν η ΕΕ; Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ συχνά γίνεται λόγος για «κύματα» προσφύγων που δεν αντέχει άλλο η ΕΕ, 4 εκατ. αφίξεις ουκρανών προσφύγων φάνηκε να μην αποτελούν καν είδηση.
Δεν θεωρώ πως θα έχουμε κάποια αύξηση προσφυγικών ροών λόγω των φονικών σεισμών. Όσον αφορά στο σκέλος για την Ουκρανία, είναι ενδιαφέρον το πώς από πρόσφυγες πολέμου, εν μία νυκτί η ΕΕ τους μεταχειρίσθηκε ως ευρωπαίους πολίτες–πρόσφυγες πολέμου. Η πολιτική υποδοχή των ουκρανών προσφύγων πολέμου βασίστηκε στη ρύθμιση εκτάκτου ανάγκης για τις μαζικές εισροές, που η ΕΕ διαθέτει εδώ και χρόνια, που τους μετατρέπει σε ισοδικαιωματικούς πολίτες της ΕΕ. Αυτή θα μπορούσε να είχε εφαρμοστεί και στην Ελλάδα το 2015, όπως και κάθε καλοκαίρι με αντίστοιχες ροές, αλλά αυτό δεν συνέβη λόγω του ρατσιστικού στοιχείου της λευκής ευρωπαϊκότητας. Κράτη που πριν δεν ήθελαν να υποδεχτούν ούτε έναν πρόσφυγα, πχ η Πολωνία, γιατί τότε έβλεπαν πρόσφυγες από ισλαμικούς κύκλους κτλ, δέχτηκαν, που καλώς βέβαια υποδέχτηκαν, εκατομμύρια λευκούς, χριστιανούς Ουκρανούς χωρίς κανένα πρόβλημα.
Στη Σύνοδο Κορυφής δεν έγινε καθόλου λόγος περί ένταξης των προσφυγικών πληθυσμών στην ΕΕ, πώς εξελίσσεται το ζήτημα αυτό;
Αν είμαστε ειλικρινείς, οι πολιτικές ένταξης εναπόκεινται στα κράτη-μέλη, αν και η Κομισιόν είναι συνυπεύθυνη γι’ αυτές, ιδίως για κράτη όπως η Ελλάδα, που δεν κάνει χρήση των κονδυλίων για τη στέγαση, αλλά ζητά κονδύλια για την επέκταση του φράχτη στον Έβρο. Η Κομισιόν αυτό που μπορεί να κάνει, είναι να συντονίσει τις πολιτικές ένταξης, πράγμα όμως που οδηγεί ουσιαστικά στη σιωπηλή αποδοχή του καθεστώτος της δευτερογενούς μετανάστευσης από την Ελλάδα, δηλαδή της μετακίνησης από εκεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γενικά υπάρχει διαφοροποίηση στις πολιτικές ένταξης μεταξύ των κρατών-μελών, για παράδειγμα στη Γερμανία είναι σχεδόν υποδειγματικές, ενώ στην Ελλάδα και την Ιταλία είναι μάλλον ανύπαρκτες.
Στον ελληνικό Τύπο γίνεται λόγος για «προσφυγική κόπωση» αρκετά συχνά. Υφίσταται κάποιο τέτοιο φαινόμενο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και αν ναι, πώς περάσαμε από την αλληλεγγύη σ’ αυτό;
Δεν ξέρω κατά πόσο υφίσταται σαν φαινόμενο, στη Γερμανία για παράδειγμα δεν συζητείται κάτι τέτοιο. Έχουμε, όμως, δύο μεγάλες αλλαγές στην πολιτική υποδοχής των προσφύγων. Η μία το 2015, που κάποιοι το βλέπουν σαν τον εφιάλτη των προσφυγικών ροών και άλλοι ως την αρχή μιας πραγματικής αλληλέγγυας Ευρώπης. Η άλλη είναι το 2022, που είχαμε τουλάχιστον διπλάσιους αριθμούς αφίξεων σε σχέση με το 2015 λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτά τα δύο γεγονότα άλλαξαν την κινητικότητα στην Ευρώπη, που όμως πρέπει να τη δούμε στις πραγματικές της διαστάσεις. Η παράτυπη μετανάστευση και προσφυγική μετακίνηση στο σύνολο της μετανάστευσης, δηλαδή σε σχέση με τις νόμιμες μορφές διεθνικής κινητικότητας, αφορά το 0,05% μόνο. Η λεγόμενη, δηλαδή, προσφυγική κόπωση αν υπάρχει, δεν συνάδει με τις διαστάσεις που λαμβάνει το φαινόμενο των παράτυπων αφίξεων. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό που ζούμε τα τελευταία 20 χρόνια στο μεταναστευτικό έχει να κάνει με το ότι η διεθνική κινητικότητα είναι δομικό στοιχείο της εργασιακής κανονικότητας στην Ευρώπη. Υπήρξε πάντα και θα υπάρχει όσο υφίστανται οι λόγοι για κάποιους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τις κοινότητές τους. Και θα είναι παράτυπη όσο υφίσταται το καθεστώς διακρίσεων σε σχέση με την κατάργηση των πολιτικών βίζας για εξωευρωπαϊκές χώρες, μην αφήνοντάς στους πολίτες τους άλλο νόμιμο δρόμο.
*Ο Βασίλης Τσιάνος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Κιέλου και πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου για τη Μετανάστευση
Τζέλα Αλιπράντη