Το σημερινό σημείωμα αφορά σε μια διεθνή συζήτηση στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής και πολιτικής Αριστεράς (αλλά και πέραν αυτής) για τις εναλλακτικές στον καπιταλισμό. Αφορμή υπήρξε η έκδοση από τις εκδόσεις Νήσος και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς ενός συλλογικού τόμου που επιμελήθηκαν οι Klaus Dörre και Christine Schickert (Νεοσοσιαλισμός. Αλληλεγγύη, Δημοκρατία και Οικολογία εναντίον Καπιταλισμού). Ο λόγος που επιλέγω να αναφερθώ στο εν λόγω βιβλίο είναι τόσο για το περιεχόμενο των απόψεων όσο και για την ποιότητα της αντιπαράθεσης που φιλοξενεί στις σελίδες του.
(Νεο)σοσιαλισμός ή κάτι άλλο;
Ο Klaus Dörre θεωρεί ότι η έννοια του σοσιαλισμού στην εποχή μας χρειάζεται ρητή διαφοροποίηση από προηγούμενες εμπειρίες, αλλά και νέο περιεχόμενο. Γι’ αυτό και εισηγείται την έννοια του «νεο-σοσιαλισμού». Στο συλλογικό τόμο που ο ίδιος (συν)επιμελείται, όμως, πολλοί συγγραφείς τοποθετούνται κριτικά απέναντι σε αυτή την άποψη. Αξίζει να δούμε κάπως αναλυτικά την επιχειρηματολογία τους, γι’ αυτό και ζητώ την κατανόησή σας για τη χρήση των εκτεταμένων αποσπασμάτων που ακολουθούν.
Ο Hubertus Buchstein τοποθετείται ως εξής: «Είναι η ταμπέλα ‘νεοσοσιαλισμός’ μια καλή επιλογή για να τονιστεί η επικαιρότητα των σοσιαλιστικών θεωριών και των πολιτικών επιλογών; Αμφιβάλω γι’ αυτό. Η αμφιβολία μου βασίζεται στη νεότερη ιστορία των πολιτικών ιδεών. Η έννοια του νεοσοσιαλισμού έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από άτομα και ομάδες με τις οποίες ο Dörre δεν θα ήθελε να έχει καμία πολιτική σχέση» (σ.85) Και συνεχίζει: «Δεν βλέπω ποιο θα ήταν το κέρδος μιας τέτοιας εννοιολογικής τροποποίησης στο πολιτικό λεξιλόγιο της χειραφετητικής Αριστεράς. Ο κίνδυνος για παρανοήσεις είναι ακόμη πιο μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς την τρομαχτική εμπειρία πολλών ανθρώπων από το καταπιεστικό σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε μόλις το 1989. Αυτό το πρόθεμα νεο- δίνει, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, λαβή για έντονη πολιτική αντιπροπαγάνδα» (σ.89). Και καταλήγει: «Δεν θα ήταν λοιπόν πιο ειλικρινές, υπό αυτές τις συνθήκες, αυτοί που θέλουν να διατηρήσουν την έννοια του σοσιαλισμού να προτιμήσουν τον όρο φιλελεύθερος σοσιαλισμός; Ούτε αυτό βέβαια είναι κάτι καινούργιο. Σήμερα, όμως, μια τέτοιου είδους νέα γεφύρωση του σοσιαλισμού με τον φιλελευθερισμό προσφέρει όχι μόνο σημαντικά θεωρητικά και ιστορικά σημεία σύνδεσης αλλά η έννοια εμφανίζεται και ως κατάλληλη για την έμπρακτη πολιτική διαμάχη με την AfD και τους άλλους δεξιούς λαϊκιστές, καθώς υπερασπίζεται χωρίς επιφυλάξεις τα επιτεύγματα του κράτους δικαίου» (σ.91).
Ο Raul Zelik, με τη σειρά του, στέκεται στην αναπόφευκτη σύγκριση του αστικού κράτους με τα σοσιαλιστικά, τονίζοντας πως σωστά «ο Dörre […] γράφει, αναφερόμενος στη Χάνα Άρεντ, ότι οι σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν διέθεταν κάποιο διορθωτικό μηχανισμό κατά της ‘συσσώρευσης πολιτικής εξουσίας’. Πράγματι, αυτό αποτελεί το μεγάλο πλεονέκτημα του αστικού κράτους, ότι (οριοθετούμενο απέναντι στον ολοκληρωτισμό) ιστορικά έκανε ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς τη συλλογικοποίηση της εξουσίας. Αυτό του επέτρεψε να οργανώσει τις σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ τάξεων σε μορφή δικτύου, εγκαθιδρύοντας θεσμούς ελέγχου και εξισορρόπησης […] και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσει έναν μηχανισμό διόρθωσης και μετασχηματισμού. Η πρόκληση για την Αριστερά έγκειται λοιπόν στο να διαταράξει τις σχέσεις εξουσίας του παρόντος, δημιουργώντας δομές εξουσίας με τη μορφή δικτύου, που δεν υστερούν σε σύγκριση με τα επιτεύγματα του αστικού κράτους» (σ.147-8).
Ο Bob Jessop πάει ένα βήμα παραπέρα: «Ούτε ένας νέος σοσιαλισμός, ούτε ένας μετακαπιταλισμός είναι ως αναλυτικές κατηγορίες ή πολιτικοί στόχοι ιδιαίτερα διαφωτιστικοί. Θα ήταν πραγματικά καλύτερο να μη χρησιμοποιούσαμε κανένα πρόθεμα που περιγράφει χρονική διαδοχή (μετα-, νεο-, παλαιο-, ή οτιδήποτε άλλο) αλλά να αναπτύξουμε μια ανεξάρτητη έννοια. […] πολύ δύσκολα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο κρατικός σοσιαλισμός είχε λειτουργήσει καλά και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναστηθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Με αυτήν την έννοια, ένας νέος σοσιαλισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί προβληματικό ριζοσπαστικό αριστερό πολιτικό σχέδιο» (σ.158). Ωστόσο, δεν απορρίπτει τελείως τη χρήση της πολυαγαπημένης έννοιας: «Είναι καλύτερο να υιοθετηθεί μια αυτόνομη έννοια, που συμπυκνώνει το θετικό περιεχόμενο του νεοσοσιαλισμού αντί να εκφράζει την (α)συνέχεια με μορφές του προηγούμενου […]. Σ’ αυτό το πλαίσιο, προτιμώ την έννοια του δημοκρατικού οικοσοσιαλισμού» (σ.159).
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Erik Olin Wright ισχυρίζεται πως «ίσως […] η λύση για ένα δημοκρατικό οικοσοσιαλισμό του 21ου αιώνα θα μπορούσε να βρίσκεται στο αίτημα μιας πιο ολοκληρωμένης, ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Ένας εκδημοκρατισμός της δημοκρατίας, ένας εκδημοκρατισμός της οικονομίας και, ίσως δυσκολότερο να το συλλάβουμε, ένας εκδημοκρατισμός της κοινωνίας των πολιτών. Χρειαζόμαστε ένα δημοκρατικό κόσμο» (σ. 173-4).
Η ως άνω πραγμάτευση θεωρώ πως μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε τις εναλλακτικές στον καπιταλισμό με αφετηρία το σύγχρονο δημοκρατικό πλαίσιο και όχι την καταστατική του άρνηση, τις σύγχρονες κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες και όχι τις ταυτοτικές ανάγκες.
Μια πρότυπη αντιπαράθεση
Η αξία του εν λόγω βιβλίου, όμως, έγκειται και στην ποιότητα της αντιπαράθεσης, η οποία γίνεται χωρίς διαστρεβλώσεις της αντίπαλης άποψης, χωρίς πολωτική διάθεση, χωρίς μάλιστα να προϋποθέτει υποχρεωτικές συναδελφικές αβρότητες. Και στα δικά μας, εύχομαι.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.