Ενα από τα συστατικά στοιχεία για την αποκρυστάλλωση του εθνικισμού των χωρών της Βαλκανικής υπήρξε η δημιουργία έχθρων, η οποία και εξυπηρετούσε έναν διττό στόχο: τον ετεροπροσδιορισμό για το «ποιοι είμαστε» και τον προσδιορισμό στόχων της εξωτερικής πολιτικής.
Αν και οι απαρχές του Μακεδονικού μπορούν ήδη να ανιχνευτούν κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ως ζήτημα με συγκεκριμένες γεωπολιτικές προεκτάσεις διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1870.
Δύο ήταν οι κυριότερες εξελίξεις, οι οποίες σηματοδότησαν μια νέα φάση στην ιστορία της Οθωμανικής Μακεδονίας, η οποία ήταν μία διοικητική περιφέρεια αποτελούμενη από τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Κοσσυφοπέδιου και του Μοναστηρίου.
Η πρώτη έλαβε χώρα το 1870 όταν και με σουλτανικό φιρμάνι επετράπη η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Βουλγαρικής Εκκλησίας, της λεγόμενης Εξαρχίας, η οποία δημιούργησε άμεσα ζητήματα δικαιοδοσίας του ποιμνίου, εστία τριβών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Επεκτατισμός
Η δεύτερη ήταν η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που παραχώρησε πλήρη ανεξαρτησία σε Σερβία, Μαυροβούνιο, Ρουμανία και αυτονομία στη Βουλγαρία.
Τα εθνικιστικά προγράμματα των βαλκανικών κρατών ήταν από τη φύση τους επεκτατικά καθότι εμπεριείχαν αλυτρωτικές επιδιώξεις.
Ο μακεδονικός χώρος απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα θα μετατραπεί στην κύρια εστία ανταγωνισμού των προγραμμάτων αυτών που ως απώτατο στόχο είχαν την προσάρτηση νέων περιοχών.
Σ’ αυτήν τη διαμάχη περί της διεκδίκησης των «εθνικών ιστορικών δικαίων» πρωτοστάτησαν διανοούμενοι, οι οποίοι με μία σειρά εθνογραφικών, ιστορικών και χαρτογραφικών μελετών προσπάθησαν να θεμελιώσουν ερείσματα για τις διεκδικήσεις της εκάστοτε χώρας.
Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίον αυτοπροσδιορίζονταν οι γηγενείς κάτοικοι της περιοχής δεν ταυτιζόταν απαραίτητα με τα αφηγήματα αυτά.
Ασφαλώς και υπήρχαν θύλακες, ιδίως σε αστικά κέντρα, όπου ομάδες θεωρούσαν εαυτούς ως Ελληνες, Βούλγαρους, Σέρβους κτλ και είχαν μια πιο συμπαγή στάση για την εθνική τους συνείδηση.
Η εικόνα, όμως, ήταν πολύ πιο περίπλοκη στη μακεδονική ενδοχώρα, όπου και διαβιούσαν αγροτικοί πληθυσμοί.
Οι εν λόγω κάτοικοι, εξαιτίας της έλλειψης ενός κοινού εκπαιδευτικού συστήματος, τον γλωσσικό κατακερματισμό και την απουσία καθομιλουμένης έτειναν να δίνουν βάση περισσότερο στο παράγοντα της θρησκείας που απέρρεε από τις εθνο-θρησκευτικές διαιρέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα λεγόμενα μιλέτ.
Ο προσδιορισμός ως χριστιανοί σε συνδυασμό με ένα έντονο αίσθημα εντοπιότητας δημιουργούσε πονοκεφάλους, αλλά και περιθώρια ελιγμών στις βαλκανικές κυβερνήσεις.
Η διείσδυση των διαφόρων εθνικιστικών προγραμμάτων είχε πολλαπλούς διαύλους. Αναμφίβολα, η επέκταση της εκκλησιαστικής επιρροής ήταν ένας από τους βασικούς και ο έλεγχος μιας περιοχής από το Πατριαρχείο ή την Εξαρχία αντίστοιχα, προσέδιδε εθνικά χαρακτηριστικά (επί της ουσίας η γλώσσα της λειτουργίας καθόριζε τη σύνδεση).
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του ελληνικού και του βουλγαρικού εθνικισμού εντοπιζόταν ακριβώς σ’ αυτή τη διαίρεση.
Η ελληνική πλευρά, προσπαθώντας να ελιχθεί μέσω του εγκαθιδρυμένου οθωμανικού συστήματος εξουσίας, άντλησε νομιμοποίηση μέσω της θρησκείας.
Με άλλα λόγια, οι ακόλουθοι του Πατριαρχείου ανεξαρτήτως μητρικής γλώσσας εθεωρούντο Ελληνες.
Στον αντίποδα, η γλώσσα ήταν ο κύριος παράγοντας για τον βουλγαρικό εθνικισμό, συνεπώς όσοι είχαν μία σλαβική διάλεκτο ως μητρική εγγράφονταν ως Βούλγαροι και οι Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι ήταν οι επονομαζόμενοι «Γραικομάνοι».
Η περαιτέρω διείσδυση επετεύχθη μέσω της δημιουργίας εκπαιδευτικών δικτύων, τα οποία αποσκοπούσαν στη σφυρηλάτηση ταυτοτήτων και την καλλιέργεια μιας νοσταλγίας για τις «μητέρες πατρίδες».
Τα σχολεία αυτά πολλές φορές χρηματοδοτούνταν απευθείας από τα βαλκανικά κράτη, όπως και το διδακτικό προσωπικό το οποίο προερχόταν από εκεί.
Το σημείο τομής για το Μακεδονικό ζήτημα έρχεται το 1893, με τη δημιουργία μιας οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη η οποία απέβλεπε στην αυτονομία της περιοχής, η επονομαζόμενη Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ).
Αυτός ο νέος παράγοντας έκανε την εξίσωση ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς η είσοδος της ΕΜΕΟ, μιας οργάνωσης σοσιαλιστικών τάσεων με ερείσματα στους αγροτικούς πληθυσμούς, δημιουργούσε νέα δεδομένα.
Καθόλου συμπτωματικά, δύο χρόνια αργότερα στη Σόφια οι διάφοροι μακεδονικοί σύλλογοι που είχαν δημιουργηθεί από πρόσφυγες που είχαν καταφύγει από τη Μακεδονία τη δεκαετία του 1890 και βουλγάρικοι εθνικιστικοί κύκλοι αποφάσισαν να συντονίσουν τη δράση τους δημιουργώντας το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο (Βερχοβιστές), το οποίο είχε διακηρυγμένο στόχο την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Ισως το πιο σκιώδες ζήτημα ήταν και η σχέση μεταξύ αυτών των οργανώσεων, η οποία υπήρξε κάθε άλλο παρά γραμμική.
Βούλγαροι εθνικιστικές ιστορικοί υπογραμμίζουν την αγαστή συνεργασία θέλοντας να δείξουν πως και οι δύο εργάζονταν για τον ίδιο στόχο: την τελική προσάρτηση της Μακεδονίας. Ιστορικοί που υποστηρίζουν τον μακεδονικό εθνικισμό, αντίθετα, τονίζουν τις εντάσεις οι οποίες αντανακλούσαν διαφορικές στοχεύσεις.
Γεγονός είναι ότι η ΕΜΕΟ προσπάθησε να συντονίσει τη δράση της με το Κομιτάτο τα τέλη της δεκαετίας του 1890, εξ ου και τα επανειλημμένα ταξίδια ηγετικών στελεχών της στη Σόφια.
Το 1903, ύστερα από χρόνια δράσης στην παρανομία, η ΕΜΕΟ ενορχηστρώνει μια μεγάλης κλίμακας εξέγερση στη Μακεδονία (Εξέγερση του Ιλιντεν), η οποία καταπνίγεται στο αίμα από τις οθωμανικές αρχές.
Τότε ήταν και η στιγμή στην οποία η ΕΜΕΟ διασπάται και η Αθήνα εισέρχεται δυναμικά στην αρένα του Μακεδονικού.
Η χώρα, ύστερα από μια τυχοδιωκτική περιπέτεια στον πόλεμο του 1897, και ιδίως το σώμα των αξιωματικών, επιζητούσε μια ευκαιρία προκειμένου να επανενταχτεί στα βαλκανικά δρώμενα.
Η απειλή της βουλγαρικής διείσδυσης λειτούργησε ως συναγερμός. Η Σερβία δεν ενεπλάκη τόσο ενεργά στη μακεδονική διελκυστίνδα, τουλάχιστον αρχικά, διότι είχε στραμμένη την προσοχή της στην προσάρτηση της Βόσνιας-Ερζεγοβίνης.
Η τετραετία 1904-1908, η οποία έχει εγγραφεί στην ιστορική μνήμη ως ο «Μακεδονικός Αγώνας», ήταν μια περίοδος μιας ασύμμετρης σύγκρουσης, (οι λεγόμενοι proxy wars, κάτι που εμφανίζεται εκ νέου στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας) με ανεπίσημη συμμετοχή κρατών μέσω υπογείων διαύλων όπως αντάρτικα σώματα, τοπικά δίκτυα και αλυτρωτικούς συλλόγους.
Η κληρονομιά
Η ανεπάρκεια των οθωμανικών αρχών να επιβάλλουν την έννομη τάξη και η ενδημική βία που μάστιζε την περιοχή επέτρεψε στους κατά τόπους Μακεδονομάχους οπλαρχηγούς να καλύψουν το κενό εξουσίας δημιουργώντας νέες δυναμικές σχέσεις με τους ντόπιους.
Ατακτα σώματα που υπό την απειλή βίας εξανάγκαζαν χωρικούς να γίνουν Πατριαρχικοί ή Εξαρχικοί, τοπικοί πληθυσμοί που συνεργάστηκαν και ταυτίστηκαν με εθνικιστικές επιδιώξεις έως παράγοντες που έκτισαν πολιτικές καριέρες, αποτελούν μερικές από τις ψηφίδες αυτού του σύνθετου καμβά.
Η Ελλάδα, εν τέλει, βγήκε κερδισμένη απ’ αυτήν την αναμέτρηση λόγω του φραξιονισμού στους κόλπους της ΕΜΕΟ και του Κομιτάτου, καθώς και την ανοχής της Πύλης.
Σ’ αυτή την αιματηρή διαδικασία εθνο-γένεσης, η οποία άφησε μια βαριά κληρονομία που θα επανεμφανιστεί εντονότερα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, θα δημιουργηθούν νέα υπερεθνικά δίκτυα τα οποία υπερέβαιναν τα σύνορα τον εθνών-κρατών.
Η επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 πάγωσε φαινομενικά αυτήν την κατάσταση και οι Βαλκανικοί έδωσαν τελεσίδικα τη Μακεδονία στα βαλκανικά κράτη.
Πλέον, η μάχη είχε μεταφερθεί εντός των συνόρων, καθώς η διαδικασία αφομοίωσης είχε μόλις ξεκινήσει.
Ο Παναγιώτης Δελής είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας με θέμα έρευνας μία συγκριτική μελέτη της συμμετοχής Ελλάδας και της Βουλγαρίας στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, Σταύρος Νιάρχος, Simon Fraser University, Canada.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών