Συνεντεύξεις

Αλμα έξω από την οικογένεια

Συγγραφέας που ψάχνεται με την πεζογραφία, το δοκίμιο, το χρονικό, τη θεωρία της λογοτεχνίας αλλά και τη φωτογραφία, ο Χρήστος Χρυσόπουλος, με αφορμή τη συνθήκη της πατρότητας, έγραψε την «Αλμα» (εκδ. Νεφέλη), ένα βιβλίο ερεθιστικό για τη σκέψη, που αμφισβητεί τα οικογενειακά στερεότυπα, δεν είναι ούτε αβανταδόρικο ούτε χαρούμενο κι όμως το διατρέχουν κύματα αισιοδοξίας και τρυφερότητας.

«Αυτό που με κρατά ζωντανή δεν είναι η υλική τροφή, είναι η περίσσια αγάπη. Τρέφομαι με φροντίδα και τρυφερότητα».

Κάθε ευάλωτος άνθρωπος αξίζει να το νιώσει αυτό. Εδώ ειδικά, ακούμε την Αλμα, ένα παιδί που το πρωτογνωρίζουμε αγέννητο, ως επιθυμία «Εκείνης», έπειτα το συναντάμε ως μωρό και τελικά ακούμε όσα λέει ως 15χρονη, για την οποία «ο χρόνος έχει σταματήσει στο διαρκές παρόν». Γιατί; Μα επειδή στα μάτια των γονιών, τα παιδιά τους παραμένουν για πάντα «παιδιά».

Η Αλμα πρωταγωνιστεί στο καινούργιο μυθιστόρημα του Χρήστου Χρυσόπουλου, ο οποίος στα 50 του έκανε «ένα βήμα που θύμιζε άλμα στο κενό» και σήμερα είναι πατέρας της μικρούλας Νικολέττας. Ομως η Αλμα του βιβλίου δεν είναι η κόρη του και το ομότιτλο αφήγημα δεν είναι ένα πορτρέτο της ούτε και το αποτύπωμα της σχέσης του μαζί της.

Η Αλμα (εκδ. Νεφέλη) είναι ένα μεταμοντέρνο πολυφωνικό αφήγημα με στοιχεία θεατρικής φόρμας, το οποίο καθρεφτίζει μια επώδυνη διαδικασία εφεύρεσης και επανεφεύρεσης του εαυτού.

Η Αλμα είναι η προβολή της αγωνίας του δημιουργού για το εάν και πόσο η ιδιότητα του βιολογικού πατέρα θα περιορίσει ή θα προσδιορίσει τη δημιουργική του έκφραση. Είναι η προβολή της ανησυχίας του συγγραφέα μήπως αυτό το έμβιο δημιούργημά του θα τον παγιδεύσει σε μια περίκλειστη ή παρασιτική ζωή. Είναι η προβολή των φόβων του για το πώς η παρουσία αυτού του πλάσματος, με το οποίο θα είναι παντοτινά δεμένος, θα παρεμβληθεί στη δική του δυναμική σχέση με την καθημερινότητα.

Παρακολουθώντας τη νεογέννητη Αλμα να βολεύεται από αγκαλιά σε αγκαλιά, ο συγγραφέας παρατηρεί: «Στο κέντρο όλων υπάρχει η Αλμα. Κάτω από το λεπτό στρώμα της καθημερινότητας κυλά διαρκώς η παρουσία του παιδιού. Δεν θα είναι ποτέ ξανά μόνοι».

Η τόλμη του Χρυσόπουλου είναι ότι υπονομεύει την ελληνοχριστιανική πατριαρχική κουλτούρα και προσεγγίζει αυτό «το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο» από την «πιο παράξενη» διάστασή του, εξερευνώντας την ακόμα και στην πιο απτή υλική μορφή της.

Το επεισόδιο της γέννας π.χ. παρακολουθεί τα συναισθήματα «Εκείνης», τις σκέψεις της για το απώτατο παρελθόν και το μακρινό επινοημένο μέλλον, τις παραισθήσεις ή και την επιθετικότητά της, στα διάφορα στάδια του τοκετού που περιγράφονται με λεπτομερείς ιατρικούς όρους και λειτουργούν σαν πυροκροτητές αναστοχασμού.

Ο Χρυσόπουλος ρίχνει τους αναγνώστες από την αρχή στα βαθιά, μεταφέροντάς τους μια αίσθηση ασφυξίας και βασανιστικού εγκλεισμού σε μια συνθήκη με προκαθορισμένους ρόλους, τρόπους και κώδικες γύρω από τη γέννηση ενός παιδιού.

Το βιβλίο ανοίγει στη «Μονάδα φιλοξενίας», έναν υγειονομικό χώρο δίπλα σε ένα μαιευτήριο, με διαμερίσματα όπου κατοικούν άνθρωποι μόνοι με τα φαντάσματά τους, οι οποίοι αφηγούνται ιστορίες για το τραύμα τους ως γονιών ή παιδιών. «Οι φιλοδοξίες, τα όνειρα οι επιδιώξεις δεν συζητούνται ποτέ. Οι επιθυμίες και οι αναμνήσεις είναι πάντοτε ρηχές». Εκεί εισέρχεται ο φιλοπερίεργος «Επισκέπτης». Τον αποκαλούν έτσι επειδή δεν έχει παρά ένα ράντζο στον διάδρομο. «Εδώ μέσα δεν μπαίνει κανείς αυθαίρετα ούτε μπορεί να βγει όποτε το θελήσει. Οι μόνες ιστορίες που ακούγονται αφορούν την άφιξη. Την αναχώρηση δεν την αναφέρει κανείς…».

Οσο παραμένει εκεί, ο «Επισκέπτης» καταλαβαίνει ότι η απόσταση ανάμεσα στην αλήθεια και στην πραγματικότητα μεγαλώνει, ότι οι φωνές που αποδέχονται τα πράγματα όπως είναι δεν τέμνονται, και ότι «Εκείνη» τον έχει ήδη ξεχάσει, και «ακούει» μόνο τους πεθαμένους γονείς της και την αγέννητη κόρη της, που μιλούν με φωνές δικές τους ή και άλλων.

Ετσι κτίζεται μια Βαβέλ φωνών και τροπισμών σαν κλοιός έτοιμος να τυλίξει το παιδί, και το βιβλίο εξελίσσεται σε ένα αιχμηρό σχόλιο για τα στερεότυπα σχετικά με την οικογένεια που καθορίζουν εντέλει το ειδικό βάρος μας στην κοινωνία. Χαρακτηριστικά, ο συγγραφέας σημειώνει για τους «έγκλειστους» της «Μονάδας»: «Εχουν πολλές ιστορίες ο καθένας μέσα του, αλλά στο τέλος μία είναι αυτή που εδραιώνεται ως η αφήγηση του εαυτού τους», και αυτή, «πραγματική ή επινοημένη, απαντά στο ερώτημα: “Ποιος είσαι;”».

Από εκεί και πέρα, ο Χρυσόπουλος αποδομεί το οικογενειακό σχήμα, υπογραμμίζοντας τη χειραφέτηση του κάθε γονιού, και κυρίως τη χειραφέτηση της «απροσμέτρητης, απροϋπόθετης και καθηλωτικής» αγάπης προς το παιδί από την οικογένεια. Η Αλμα γεμίζει με την παρουσία της τις ζωές των γύρω της. Τρέφεται με την αγάπη τους αλλά και τους θεραπεύει, «επειδή γίνεται η φωνή για όλες εκείνες τις λέξεις που κανείς δεν τούς είπε ως τώρα».

Στον αντίποδα του «ασφαλούς διανοούμενου»

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος έγραψε την Αλμα εν θερμώ κι όμως κατάφερε να αποφύγει τις παγίδες της αυτοαναφορικότητας και να προσεγγίσει με όρους δοκιμιακούς το (σχεδόν) ταμπού για το πώς ένα παιδί αλλάζει τις ζωές όσων έρχονται σε επαφή μαζί του. Ως πατέρας, κέρδισε την αυτογνωσία, και ως πεζογράφος κέρδισε το στοίχημα της λογοτεχνίας.

Σε εγρήγορση πάντα για τον ρόλο του συγγραφέα, σχολιάζει:

«Η ιδιότητα του συγγραφέα δεν είναι μια αποκλειστική σχέση με τη γραφή και την τέχνη˙ συνεπάγεται κάποιας μορφής ευθύνη, η οποία πηγάζει από τη φύση της λογοτεχνίας ως δημόσιου λόγου. Ανέκαθεν ακολουθούσα αυτή την άποψη. Πρόσφατα όμως -με αφορμή την Αλμα και τις περιστάσεις γύρω από τη γραφή της- αντιλήφθηκα άμεσα ότι ο συγγραφέας κληροδοτεί όχι μόνο το έργο ή τις κατά καιρούς εκφρασμένες απόψεις του, αλλά και το προσωπικό του παράδειγμα, την ‘‘πολιτεία’’ του. Για μένα, αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας οφείλει να στέκεται στον αντίποδα αυτού που αποκαλώ ‘‘ασφαλής’’ διανοούμενος. Εννοώ εκείνη τη μορφή δημοσίου προσώπου που έστω κι αν υπηρετεί με επάρκεια -ή και έξοχα- τις απαιτήσεις της τέχνης του, επιτρέπει (ή επιδιώκει) την οικειοποίηση του λόγου του εκ μέρους όσων συμφωνούν με τις απόψεις του. Επιτρέπει δηλαδή να καθίσταται ο ίδιος παράδειγμα (ή αντίστοιχο αντι-παράδειγμα για όσους διαφωνούν μαζί του).

»Αντιθέτως, εγώ πρεσβεύω ότι ο συγγραφέας οφείλει να αποφεύγει αυτή την τόσο εύκολη σήμερα οικειοποίηση. Ο ρόλος του είναι να καταδεικνύει τον αγώνα του προσώπου να διατηρήσει την υποκειμενικότητά του παραμένοντας ‘‘δρων εντός’’ και όχι ‘‘μέρος’’ του συλλογικού σώματος που έχει επιλέξει ως το περιβάλλον των ιδεών του».

Μικέλα Χαρτουλάρη

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντάκτων