Αν με ρωτούσαν να προτείνω τρία μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων του ΣΥΡΙΖΑ στην τρέχουσα συγκυρία, θα έλεγα: πρώτον, να συνεδριάζει συχνά η Κεντρική Επιτροπή. Δεύτερον, να συνεδριάζει τακτικά η Κεντρική Επιτροπή. Και τρίτον, να συνεδριάζει με ημερήσια διάταξη και προετοιμασμένες εισηγήσεις η Κεντρική Επιτροπή.
Δεν είμαι ο μόνος που ερμηνεύει την απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να προτείνει αλλαγή του γραμματέα της ΚΕ ως προσπάθεια αναζωογόνησης του κόμματος εν όψει της προεκλογικής περιόδου, ούτε ο μόνος που κρίνει πως τούτη η ενέργεια αποτελεί άρρητη, αλλά έμπρακτη αναγνώριση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, σχεδόν από τις προηγούμενες εκλογές, πάσχει από «κυβερνητισμό». Η εν λόγω «πάθηση» σηματοδοτεί την ουσιαστική ανυπαρξία των κομματικών λειτουργιών που οφείλεται στη σχεδόν πλήρη υποκατάστασή τους από τις λειτουργίες της κυβέρνησης. Αν, λοιπόν, συμφωνούμε ότι τούτη η υποβάθμιση των λειτουργιών του κόμματος είναι το βασικό πρόβλημα, από πού αντλώ το θράσος να ισχυρίζομαι πως η «θεραπεία», αρχικά τουλάχιστον, πρέπει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στη λειτουργία της ΚΕ και όχι σε εκείνες των οργανωτικών δομών ολόκληρου του κόμματος -οργανώσεις μελών, νομαρχιακές, τμήματα, επί μέρους επιτροπές και ούτω καθεξής; Θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω με θεωρητική επιχειρηματολογία μια πρακτική αντιμετώπιση ενός πρακτικού ζητήματος. Αυτή είναι η δουλειά μου άλλωστε.
Σε πρώτο επίπεδο προσέγγισης, η ΚΕ είναι όντως το αντίστοιχο του κοινοβουλίου μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Όπως δεν κρίνεται εφικτό, στις νεωτερικές κοινωνίες, να γίνονται εκλογές ή δημοψηφίσματα συνέχεια και κατά συνέπεια ο λαός μετέχει στη διακυβέρνησή του διά μέσου των αντιπροσώπων που εκλέγει κάθε τέσσερα (ας πούμε) χρόνια, έτσι και στο δημοκρατικό αριστερό κόμμα, στο βαθμό που δεν είναι εφικτό να γίνονται συχνά συνέδρια, η ΚΕ είναι ο θεσμός εκείνος που εκλέγεται για να ασκεί όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτικότερα τη «διακυβέρνηση» του κόμματος μεταξύ συνεδρίων.
Εδώ, όμως, η αναλογία τελειώνει. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, η «διακυβέρνηση» συνίσταται στη λειτουργία δύο διακριτών μεταξύ τους εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής -εκ των οποίων η προτεραιότητα της πρώτης, του κοινοβουλίου, είναι δεδομένη από το γεγονός ότι αποτελεί το ειδοποιό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος: κυβέρνηση υπάρχει και στη δικτατορία. Από μαρξιστική-υλιστική σκοπιά, ο κοινοβουλευτικός θεσμός αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο εντός του οποίου διεξάγεται η ταξική και ευρύτερα κοινωνική διαπάλη στις νεωτερικές δημοκρατίες, ενώ το ίδιο το νομοθετικό έργο δεν είναι παρά η αποκρυστάλλωση εύθραυστων και διαρκώς υπονομευόμενων ισορροπιών στην εν λόγω διαπάλη.
Η ιδιαιτερότητα της ΚΕ
Δεν ισχύει βέβαια κάτι αντίστοιχο με την ΚΕ ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο πολιτικός φορέας που έχει ως τελικό στρατηγικό του σκοπό τη ριζική κοινωνική αλλαγή, εξυπακούεται ότι έχει καταλήξει σε συμφωνία ως προς τα βασικά: ποιων τάξεων και κοινωνικών δυνάμεων τα συμφέροντα εκπροσωπεί, ποιους στόχους επιδιώκει να εξυπηρετήσει και με ποιες μεθόδους -σε γενικές γραμμές, έστω. Η λειτουργία της ΚΕ δεν είναι κάτι αντίστοιχο με το νομοθετικό έργο του κοινοβουλίου. Το «νομοθετικό έργο» του κόμματος γίνεται στα συνέδρια. Τούτο μοιάζει αυτονόητο, αλλά στην πράξη φαίνεται πως δεν είναι, αν κρίνουμε από το πώς αντιμετωπίζουν οι «τάσεις» την επίτευξη ισορροπιών κατά τις συνεδριάσεις της ΚΕ. Πιστεύω πως μια απ’ τις αιτίες υποβάθμισης του εν λόγω οργάνου (και κατά συνέπεια του κόμματος γενικότερα) δεν είναι γενικώς και αορίστως ο «κυβερνητισμός», αλλά το ότι υπάρχει η τάση στις «τάσεις» να θεωρείται πως η ΚΕ υποκαθιστά το κοινοβούλιο σε επίπεδο κόμματος -μ’ άλλα λόγια, πως όπως το κοινοβούλιο απέναντι στην κυβέρνηση αντιπροσωπεύει την κοινωνία με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις της, έτσι και η ΚΕ, πάλι απέναντι στην κυβέρνηση, αντιπροσωπεύει το κόμμα με τις αντιπαρατιθέμενες τάσεις του.
Η ιδιαιτερότητα της ΚΕ συνίσταται στο ότι είναι αντιπροσωπευτικό μεν σώμα σε σχέση με το κόμμα, αλλά ο ρόλος της δεν είναι «νομοθετικός» -είναι «εκτελεστικός». Ο λόγος ύπαρξής της δεν είναι να «ισορροπεί» -είναι να χαράσσει και να εφαρμόζει πολιτική, σε στρατηγικό, προγραμματικό και πρακτικό επίπεδο. Είναι η «κυβέρνηση» του κόμματος. Τούτο σημαίνει δύο πράγματα.
Πρώτον, η δυσλειτουργία, δυσκαμψία, αδρανοποίηση, ουσιαστική ανυπαρξία που παρατηρείται σε πολλά όργανα και οργανώσεις του κόμματος, δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί αν δεν ενεργοποιηθεί η ΚΕ. Δεύτερον, όμως, επειδή το αριστερό κόμμα δεν είναι μικρογραφία της κοινωνίας, ούτε καν των τάξεων που εκπροσωπεί, αλλά ο φορέας διά του οποίου η Αριστερά φιλοδοξεί να ασκήσει την ηγεμονία της, με «ακυβέρνητο» κόμμα την ηγεμονία ας την ξεχάσουμε -και ας βρίσκεται η Αριστερά στην κυβέρνηση της χώρας.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: Η Εποχή