Ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο είναι πορτογάλος συγγραφέας και ποιητής. Έχει σπουδάσει Σύγχρονες Γλώσσες και Λογοτεχνία στο Νέο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας και έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιητικές συλλογές, παιδικά βιβλία και δοκίμια. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις και έχει κερδίσει σημαντικά βραβεία, μεταξύ άλλων το Βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου (2001), το Βραβείο Libro d’Europa (2010) και το Βραβείο Prémio Oceanos (2016), ενώ έχει προταθεί για το Βραβείο Portugal Telecom, το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο του Δουβλίνου IMPAC και το Βραβείο Femina.
Το βιβλίο του Μου πέθανες έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε 17 χώρες και είναι το έκτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
Ο Πεϊσότο έγραψε το ολιγοσέλιδο Μου πέθανες (μτφ. Ζωή Καραμπέκιου, εκδ. Βακχικόν, 2025) το 2000, όταν ήταν 26 ετών. Στο αφήγημα αυτό ένας γιος μιλά στον πατέρα του που έχει φύγει από τη ζωή. Περιγράφει τη σχέση του μέσα από αναμνήσεις και συναισθήματα. Θα περίμενε κανείς το κείμενο να ολισθαίνει σε συναισθηματισμούς, μια παγίδα που ο Πεϊσότο καταφέρνει να αποφύγει. Περισσότερο πεζογραφημένη ποίηση παρά διήγηση, με συγκρατημένο λυρισμό και λιτή γλώσσα, το αφήγημα επιτυγχάνει να πραγματευτεί τη θλίψη, την απώλεια, το πένθος, τη γλυκόπικρη αίσθηση των αναμνήσεων και της αναπόλησης στιγμών.
Το καλοκαίρι βρέθηκε στην Ελλάδα, συμμετέχοντας στο 17ο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Το Μου πέθανες είναι πολύ προσωπικό και ταυτόχρονα κοινή εμπειρία. Σε ποιο βαθμό αισθανθήκατε την ανάγκη να ισορροπήσετε την ιδιαιτερότητα του δικού σας πένθους με την επιθυμία να μιλήσετε για μια ευρύτερη, ίσως συλλογική, εμπειρία απώλειας;
Όταν έγραφα το Μου πέθανες, δεν προσπαθούσα να ισορροπήσω το προσωπικό με το καθολικό, στην πραγματικότητα δεν ήξερα καν ότι έγραφα ένα βιβλίο. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου έγραφα ενστικτωδώς, ως έναν τρόπο επιβίωσης, ακολουθώντας απλώς ό,τι αισθανόμουν και σκεφτόμουν. Μόνο χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα την ιδιαίτερη φύση εκείνου του κειμένου, διαφορετικού από οτιδήποτε άλλο είχα γράψει ή θα μπορούσα να γράψω. Τότε αποφάσισα να το εκδώσω ο ίδιος, ως το πρώτο μου βιβλίο. Αυτό που ξεκίνησε ως μια ιδιωτική πράξη πένθους, μετατράπηκε σε ένα έργο που συνέδεσε τη δική μου θλίψη με τη θλίψη των άλλων.
Η πρόζα σας χαρακτηρίζεται από μια λυρική πυκνότητα, μια άρνηση της ευθύγραμμης αφήγησης. Τι σας επέτρεψε να εκφράσετε αυτή η αποσπασματική, ποιητική μορφή, που μια πιο συμβατική αφήγηση δεν θα μπορούσε να μεταδώσει;
Για μένα, η αποσπασματική μορφή δημιουργεί έναν χώρο όπου η γλώσσα μπορεί να πλησιάσει περισσότερο στην πολυπλοκότητα της βιωμένης εμπειρίας. Η ζωή σπάνια ξεδιπλώνεται σε καθαρές, γραμμικές ακολουθίες· έρχεται με διακοπές, επικαλύψεις, σιωπές. Μια πιο συμβατική αφήγηση συχνά απαιτεί συνοχή και λύση, ενώ το απόσπασμα επιτρέπει το άνοιγμα, την αμφισημία και την ένταση. Μπορεί να κρατήσει αντιφάσεις χωρίς να τις εξαναγκάζει σε αρμονία και προσκαλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην οικοδόμηση του νοήματος. Με αυτήν την έννοια, η ποιητική και μη γραμμική μορφή επιτρέπει μια έκφραση της πραγματικότητας που είναι πιο πιστή και πιο ζωντανή απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να είναι μια ευθύγραμμη αφήγηση.
Η σχέση πατέρα και γιου στο Μου πέθανες μοιάζει να αντηχεί, σε μικρογραφία, μεγαλύτερα ερωτήματα για τη γενεαλογία, την κληρονομιά και τα ίχνη που αφήνουμε πίσω. Θεωρείτε το μυθιστόρημά σας μέρος μιας ευρύτερης λογοτεχνικής παράδοσης που πραγματεύεται την επιρροή που ασκούν οι νεκροί στους εν ζωή;
Την εποχή που έγραφα, δεν σκεφτόμουν με όρους γενεαλογίας ή παράδοσης. Απλώς ακολουθούσα την επιτακτικότητα αυτού που ένιωθα, χωρίς κάποιο ευρύτερο πλαίσιο στο μυαλό μου. Μόνο αργότερα αναγνώρισα πώς το βιβλίο αντηχεί με μια ευρύτερη λογοτεχνική παράδοση που ασχολείται με την επίδραση των νεκρών στη ζωή των ζωντανών. Η σχέση πατέρα–γιου, με αυτή την έννοια, γίνεται ένα είδος φακού μέσα από τον οποίο αναδύονται ευρύτερα ερωτήματα για την κληρονομιά, τη μνήμη και τη συνέχεια. Αυτό που αρχικά βίωσα ως κάτι βαθιά προσωπικό, σταδιακά αποκαλύφθηκε ως μέρος μιας κοινής, διαρκούς λογοτεχνικής συνομιλίας.
Γράφετε με εντυπωσιακή οικονομία – το βιβλίο είναι σύντομο αλλά διευρύνεται πολύ πέρα από τις σελίδες του. Τι σήμαινε για εσάς η συντομία σε αυτό το έργο;
Η συντομία σε αυτό το έργο φέρει τη δική της σημασία. Η συμπύκνωση του κειμένου τού δίνει ένα είδος πυκνότητας, όπου κάθε λέξη έχει μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι θα είχε σε μια εκτενέστερη αφήγηση. Παραμένοντας λιτό, το βιβλίο αποφεύγει την αραίωση και αντίθετα διατηρεί μια κοφτερή ένταση. Ταυτόχρονα, η σύντομη μορφή δημιουργεί ευρύνοια: ό,τι απουσιάζει, ό,τι μένει άρρητο, γίνεται μέρος του νοήματος. Αυτός ο χώρος επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει με τις δικές του συνδέσεις, να ολοκληρώσει το κείμενο με τρόπους που κανένας συγγραφέας δεν θα μπορούσε να προκαθορίσει. Με αυτή την έννοια, το απείκασμα του βιβλίου βρίσκεται όχι μόνο σε όσα είναι γραμμένα, αλλά και στη σιωπή που διατηρεί.
Υπάρχει μια υποβόσκουσα αίσθηση διαχρονικότητας στο Μου πέθανες· η απώλεια είναι απροκάλυπτη, όμως η αφήγηση αντιστέκεται στο να εστιάσει σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Θεωρείτε το πένθος στο μυθιστόρημά σας ως μια κατάσταση που αναστέλλει τον χρόνο συνολικά;
Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν τόσο το χρονολόγιο του πένθους, όσο η υφή του. Η θλίψη αποσταθεροποιεί τους συνηθισμένους δείκτες του χρόνου, μέρες, μήνες, χρόνια, και δημιουργεί έναν άλλο ρυθμό, δύσκολο να μετρηθεί. Στο βιβλίο, αυτό αντανακλάται όχι τόσο ως αναστολή του χρόνου, αλλά ως διαστρωμάτωσή του: μνήμη, παρουσία και απουσία συνυπάρχουν στο ίδιο επίπεδο. Η αφήγηση δεν προσπαθεί να τοποθετήσει την απώλεια σε μια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά μάλλον να υποδηλώσει πώς μεταδίδεται, πώς συνεχίζει να επιστρέφει, αρνούμενη να μείνει στο παρελθόν.
Η γλώσσα σας συχνά επιστρέφει στον εαυτό της, επαναλαμβάνοντας εικόνες και φράσεις. Ποια είναι η σημασία αυτής της επανάληψης; Αντικατοπτρίζει τον τρόπο που βιώνεται η θλίψη;
Η επανάληψη, για μένα, ήταν ένας τρόπος να δώσω στον λόγο τον παλμό του. Καθρεφτίζει το πώς κινούνται συχνά η σκέψη και η μνήμη, όχι σε ευθείες γραμμές, αλλά σε επιστροφές, σε ρεφρέν που επανέρχονται κάθε φορά αλλοιωμένα. Ο ρυθμός της επωδής κάνει τη γλώσσα λιγότερο εργαλείο προόδου και περισσότερο επιμονής, το να μείνεις με αυτό που δεν μπορεί να λυθεί. Αντί να προχωρά προς ένα κλείσιμο, η επανάληψη κρατά την εμπειρία ανοιχτή, αφήνοντάς την να αντηχήσει. Με αυτήν την έννοια, αντικατοπτρίζει όχι μόνο τη θλίψη, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας της μνήμης και της γλώσσας, όπου ό,τι έχει πραγματικά σημασία σπάνια λέγεται μόνο μια φορά.
Κατά τη γνώμη σας, ποιο ρόλο παίζει η σιωπή στο μυθιστόρημα; Ανάμεσα στις λέξεις ή στα λευκά κενά της σελίδας, τι μένει άρρητο και πώς αυτό διαμορφώνει τη συνάντηση του αναγνώστη με το κείμενο;
Η σιωπή είναι ενεργό στοιχείο της γραφής. Οι παύσεις, τα κενά, όσα μένουν άρρητα, δημιουργούν μια αντήχηση που οι λέξεις από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν. Η σιωπή επιτρέπει στο κείμενο να αναπνέει, να υποδηλώνει αντί να εξηγεί, και ανοίγει έναν χώρο όπου μπορούν να εισέλθουν τα συναισθήματα και οι μνήμες του αναγνώστη. Ό,τι μένει ανείπωτο συχνά γίνεται εξίσου σημαντικό με ό,τι γράφεται, διαμορφώνοντας τη συνάντηση με το βιβλίο ως κάτι που μοιράζεται ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο, η σιωπή δεν μειώνει το κείμενο αλλά το επεκτείνει πέρα από τη σελίδα.
Πώς αισθάνεστε για τις μεταφράσεις του Μου πέθανες; Πιστεύετε ότι το συναισθηματικό βάρος επιβιώνει μέσα από τις γλώσσες;
Έχω βαθιά εμπιστοσύνη στη δουλειά των μεταφραστών και των μεταφραστριών. Το Μου πέθανες είναι ένα βιβλίο όπου κάθε λέξη έχει βάρος, και αυτό καθιστά το έργο απαιτητικό, αλλά πιστεύω ότι οι μεταφραστές είναι ικανοί να βρουν ισοδύναμα που να διατηρούν την έντασή του. Κάθε μετάφραση είναι επίσης μια νέα εκδοχή, με τις δικές της αποχρώσεις, και αυτό το καλωσορίζω, γιατί δείχνει πώς η ουσία του κειμένου μπορεί να ζήσει σε διαφορετικές γλώσσες. Αυτή η καθολικότητα, με πολλούς τρόπους, είναι η ίδια η ουσία της λογοτεχνίας.
Έχει αλλάξει με τον χρόνο η σχέση σας με το Μου πέθανες; Συνεχίζει το έργο να σας μιλά όπως παλιά, ή έχει εξελιχθεί το νόημά του μαζί με τη δική σας ζωή και απώλειες;
Η σχέση μου με το Μου πέθανες έχει αναπόφευκτα αλλάξει, όπως συμβαίνει με όλα τα κείμενα. Τα βιβλία δεν παραμένουν σταθερά· μας συνοδεύουν μέσα στον χρόνο και αποκτούν νέα νοήματα καθώς κι εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε. Στη δική μου περίπτωση, η εμπειρία της θλίψης έχει επίσης εξελιχθεί, αυτό που ήταν κάποτε σκληρό και άμεσο έχει πάρει διαφορετικές μορφές με τα χρόνια. Ωστόσο, αυτή η μεταμόρφωση δεν είναι απώλεια· είναι μέρος της ζωής του κειμένου, το οποίο συνεχίζει να αντηχεί μέσα μου, ενώ ταυτόχρονα ανοίγεται σε αναγνώστες που φέρνουν τις δικές τους εμπειρίες πένθους και μνήμης.
Πώς σχολιάζετε τη συμμετοχή σας στο φετινό Φεστιβάλ LEA; Τι αποκομίσατε και ποιες εντυπώσεις σας άφησε;
Η συμμετοχή μου στο Φεστιβάλ LEA ήταν μια σημαντική εμπειρία, γιατί επιβεβαίωσε την αίσθηση του ανήκειν σε μια ευρύτερη λατινοαμερικανική και ιβηροαμερικανική πολιτισμική πραγματικότητα. Το να νιώθω μέρος αυτού του κοινού χώρου γλωσσών, ιστοριών και λογοτεχνιών είναι κάτι βαθιά ουσιαστικό για μένα. Ταυτόχρονα, το φεστιβάλ δημιούργησε έναν διάλογο με την Ελλάδα, έναν τόπο με τη δική του εξαιρετική λογοτεχνική παράδοση, και αυτή η ανταλλαγή εμπλούτισε ακόμη περισσότερο τη συνάντηση. Αυτό που αποκόμισα ήταν η εντύπωση μιας ζωντανής συνομιλίας ανάμεσα σε πολιτισμικούς κόσμους, όπου οι διαφορές δεν χωρίζουν αλλά διευρύνουν την αίσθησή μας για το τι μπορεί να είναι η λογοτεχνία.
Αγγελική Σπηλιοπούλου
Η ΕΠΟΧΗ