Ο Ζαν-Φρανσουά Βιλάρ (1947-2014) ανήκει στη γαλλική σχολή του νέο-πολάρ με πατριάρχη τον Μανσέτ και συνοδοιπόρους του τον Φασαρντί, τον Ντιτιέξ, τον Πουί κ.ά. Είναι κεντρική φιγούρα ιδιόρρυθμων «αστυνομικών» των δεκαετιών του 1980 και του 1990.
Στα αγγλικά είναι αμετάφραστος. Στα ελληνικά εκδόθηκε πρόσφατα το «Είναι οι άλλοι που πεθαίνουν», σε μετάφραση Γιώργου Χαρλαμπίτα και με επίμετρο του ζωγράφου Παύλου Νικολακόπουλου με τίτλο «Η επινόηση του εαυτού ως αντίδοτο στην αυτοεξαπάτηση».
«Αυτό που με εντυπωσίασε», εξηγεί ο Παύλος Νικολακόπουλος, «ήταν η βαθιά γνώση και η οξυδέρκεια ενός συγγραφέα που υιοθετεί τους μηχανισμούς και τα στρατηγήματα ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Ειδικά όταν αυτός είναι ο Μαρσέλ Ντυσάν […] Απλουστευτικά μπορούμε να πούμε πως τα κύρια στοιχεία στο έργο του είναι η ιδέα της επινόησης του εαυτού, το τυχαίο, η πρόκληση και το παράδοξο. […] Η πλοκή του βιβλίου στηρίζεται σε δύο ιδιαίτερα ερμητικά έργα του Ντυσάν. Τα “Δεδομένα” και το “Μεγάλο γυαλί”».
Το τελευταίο έργο του Ντυσάν, του οποίου ο πλήρης τίτλος είναι «Τα Δεδομένα: 1. ο καταρράκτης 2. το φωταέριο», είναι μια κατασκευή. Μια ξύλινη πόρτα με μια τρύπα. Από την τρύπα, αν βάλει κανείς το μάτι του, φαίνεται ένα γυμνό γυναικείο πτώμα. Ο ήρωας του Βιλάρ σε μια βιτρίνα καταστήματος στο Σεντ Ντενί βλέπει από μια τρυπίτσα ένα γυμνό γυναικείο πτώμα πανομοιότυπο με αυτό του Ντυσάν.
Ο κεντρικός του χαρακτήρας, Βικτόρ Μπλαινβίλ δεν είναι ντετέκτιβ ούτε εγκληματίας, αλλά φωτογράφος που περιφέρεται στο Παρίσι, δίχως σχέδιο, ένας απόμακρος παρατηρητής που συλλαμβάνει εικόνες και τις σχολιάζει ειρωνικά.
Μια ανατρεπτική ματιά
Ο Βιλάρ μπορεί να φανεί ότι γράφει ένα κείμενο δύστροπο, που απευθύνεται σε ένα κοινό πιο παλιάς εποχής. Ο Βικτόρ Μπλαινβίλ είναι φωτογράφος παλιάς κοπής. Εμφανίζει και τυπώνει ο ίδιος τις λήψεις του. Είναι φωτογράφος περιπατητής, μενταλιτέ Βάλτερ Μπένγιαμιν. Αποτυπώνει όψεις της πόλης και κυρίως στοές. Και πρόσωπα που συνδέονται με τον ίδιον με κάποιο τρόπο. Η φωτογραφία συνοδεύει την ύπαρξή του∙ βρίσκεται πολύ μακριά από την ψηφιακή των κινητών τηλεφώνων. Και η σχέση του με τον Ντυσάν είναι φωτογραφική, κρυφή, μέσα από την κλειδαρότρυπα. Και σε μια περιοχή που μεταμορφώνεται. Το ξάφνιασμα από τη μεταμόρφωση ενός οικείου καθημερινού χώρου σε κάτι το μαγικό θυμίζει λίγο το
«Κινητό παιχνιδάδικο» του Έντμουντ Κρίσπιν.
Ο συνδυασμός φωτογράφου, πρώην αριστεριστή, απόστρατου, αλλά όχι μετανοημένου, και ζωγραφικής ή καλλιτεχνίας τύπου Ντυσάν, είναι γοητευτικός ή ακόμα και ακαταμάχητος. Η πραγμάτωσή του όμως από τον Βιλάρ μπορεί να μην ενθουσιάζει όταν μπαίνει υποχρεωτικά κανείς στις λεπτομέρειες της αστυνομικής αφήγησης. Αλλά φαίνεται πως ούτε τον ίδιο τον Βιλάρ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Είναι σαν να το βαριέται. Τον συναρπάζει η θεματολογία συνδυαστικά. Από πίσω ελλοχεύει μια ανατρεπτική ματιά, εποχής Μαΐου 1968, τέχνης και αφήγησης που αμφισβητεί το ίδιο το νόημά της και την ανάγκη ύπαρξής της. Από τα παράδοξα εκείνης της εποχής ιδιότυπου φανατισμού και δογματισμού και ταυτόχρονα αυτοαναίρεσής του, καθώς οι πιο αντιπροσωπευτικοί εκπρόσωποί του ήταν πρόθυμοι να τον ανατινάξουν εκ των έσω, μόλις διαπιστώσουν την πολιτική του ανεπάρκεια και την πρακτική του αδυναμία.
Γλαφυρός απόηχος αυτής της αντίφασης είναι το νέο-πολάρ ως αφηγηματικό είδος. Και ο ακατέργαστος, λίγο χοντροκομμένος Βιλάρ της πλοκής, κλείνει το μάτι στους ομοτέχνους και συνοδοιπόρους του «αριστεριστές» ιδιαίτερα αποτελεσματικά με γέφυρα τον Μαρσέλ Ντυσάν, τη φωτογραφία και την «κλειδαρότρυπα».
Δρόμοι για την προσέγγιση νέων αναγνωστών
Η Μάργκαρετ Άτακ [Margaret Atack], καθηγήτρια Γαλλικών στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, (με παλαιότερο έργο της το «May 1968 in French Fiction & Film») εξέδωσε πρόσφατα τη μελέτη της «Jean-François Vilar: Theatres οf crime» που ανοίγει δρόμους για την προσέγγιση νέων αναγνωστών στο έργο του Βιλάρ. Μια ολοκληρωμένη μελέτη για έναν ξεχασμένο αστυνομικό συγγραφέα είναι σπάνια στις μέρες μας, ακόμα και ως πανεπιστημιακή πρακτική. Η Μάργκαρετ Άτακ διατρέχει όχι μόνο τα μυθιστορήματά του, αλλά και τα διηγήματα, τα δημοσιογραφικά του κείμενα, τα φωτογραφικά του βιβλία, και τη συνεισφορά του σε εικαστικά έργα και καταλόγους εκθέσεων.
Η Άτακ υποστηρίζει πως σε αντιδιαστολή με άλλους συναδέλφους του τού πολάρ, η μυθιστορηματική προσέγγιση και κριτική ματιά του Βιλάρ είναι πολύ μέσα στο πνεύμα του Βάλτερ Μπένγιαμιν και του σουρεαλισμού. Καθώς και στη λογική του Ζακ Μονορί [Jacques Monory] (1924-2018), ζωγράφου και σκηνοθέτη επηρεασμένου από τη φωτογραφία και το σινεμά, μια αλληγορία γύρω από τη βία στην καθημερινή πραγματικότητα.
Ο Βικτόρ ανακατεύεται με φόνους πλαγίως, ενώ άλλοι χαρακτήρες κρατάνε τους βασικούς ρόλους. Τα αστυνομικά του τα στοιχειώνει μια αίσθηση της ιστορίας που γίνεται κατανοητή μέσα από φανταστικά και εντυπωσιακά μεγεθυμένα τυχαία γεγονότα, μια αφθονία χαρακτήρων και μια υπεραφθονία λογοτεχνικών και πολιτιστικών αναφορών. Με αυτή την έννοια και με αυτά τα συνδυαστικά στοιχεία το «εγχείρημα» Βιλάρ μοιάζει επίκαιρο, από πολλές απόψεις, ως αφηγηματικό στιλ και όχι μόνο. Ο δε τίτλος «Είναι πάντα οι άλλοι που πεθαίνουν» είναι γλαφυρό επίγραμμα στο μνήμα του Μαρσέλ Ντυσάν.
Ανδρέας Αποστολίδης