Η ιδεοληψία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να κρατήσει παγωμένους τους μισθούς για 1,2 εκατ. εργαζόμενους τη διετία 2020 – 2021, με το σαθρό επιχείρημα ότι αυτό συνετέλεσε, εν μέσω πανδημίας, στη διατήρηση των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας, καταρρέει σαν χάρτινος πύργος.
Η ανεργία αυξάνεται σταθερά (πάνω από 1 εκατ. άνεργοι στον ΟΑΕΔ), η κρίση στην αγορά οδηγεί χιλιάδες επιχειρήσεις στο περιθώριο και οι απώλειες εισοδήματος σε εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα έχουν αποτέλεσμα να διαβιούν πλέον κάτω από το επίπεδο χωρών της ανατολικής Ευρώπης.
Η αποτύπωση της διετίας 2020 – 2021 για τους μισθούς και την αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι καθηλωτική, καθώς η Ελλάδα δεν είναι μόνο η μοναδική χώρα που δεν αύξησε τον κατώτατο μισθό. Είναι επίσης η μοναδική χώρα σε όλη την Ευρώπη όπου ο μέσος μισθός μειώθηκε σε σχέση με το 2010, αλλά και η μοναδική χώρα όπου η αγοραστική δύναμη των μισθωτών υποχώρησε δραματικά.
Σε σταθερή απόκλιση από την Ευρώπη
Η καθήλωση των αμοιβών στη χώρα μας και οι επιπτώσεις που αυτή είχε για εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς αποτυπώνεται σε όλες τις στατιστικές και τις έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Μεταξύ 2010 – 2019 σημειώθηκε μεγάλη απόκλιση στις συνολικές αποδοχές του μέσου εργαζομένου στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η απόκλιση αυτή ενισχύθηκε το 2020, αφού ο μέσος μισθός στην Ελλάδα συρρικνώθηκε κατά 2,5%, όταν στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 1% και στην Ε.Ε. κατά 0,6%. Όσον αφορά την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος – μέλος της Ε.Ε. στο οποίο παρατηρείται απώλεια σε σχέση με το 2010, η οποία εντάθηκε το 2020 λόγω της πανδημικής κρίσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (Πίνακας 1), παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη – μέλη της Ε.Ε. αύξησαν τον κατώτατο μισθό από την 1.1.2021, τρία κράτη – μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός παρέμεινε στο ύψος του 2019.
Επίσης, από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατηρήσαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και τη Μάλτα (1%).
Στα τάρταρα η αγοραστική δύναμη
Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ότι η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η πέμπτη χαμηλότερη σε όλη την Ε.Ε. Επιπλέον η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος – μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη – μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.
Μάλιστα, στη χώρα μας, με λιγότερα από 4,5 ευρώ ίδιας αγοραστικής δύναμης, έχει πλέον χαμηλότερη πραγματική αγοραστική δύναμη από ορισμένα κράτη – μέλη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο.
Τρεις μισθούς θα κοστίσουν οι απορρυθμίσεις Χατζηδάκη
Τι αναφέρουν στη μελέτη τους για την καθήλωση των μισθών οι πανεπιστημιακοί Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης. Πολλαπλάσιες απώλειες, έως και 195 ευρώ τον μήνα, αν χαθούν οι τριετίες
Στα μέσα του 2022, δηλαδή τρία χρόνια από την αύξηση κατά 11% του κατώτατου μισθού (και την κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους έως 25 ετών), θα αυξηθούν τελικά οι αποδοχές για 1,2 εκατ. εργαζόμενους (πλήρους και μερικής απασχόλησης) και ίσως τότε να επανέλθουν οι μέσοι μισθοί στα προ της πανδημίας επίπεδα.
Και λέμε ίσως, καθώς και αυτή η προοπτική θα αναιρεθεί σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνο από το γενικευμένο κύμα ακρίβειας, αλλά κυρίως από την εφαρμογή του εργασιακού νομοσχεδίου Χατζηδάκη, το οποίο υπολογίζεται ότι θα επιφέρει ετήσιες απώλειες εισοδήματος στους εργαζομένους της τάξεως των τριών μισθών ετησίως.
Όπως αναφέρουν στην μελέτη τους οι πανεπιστημιακοί Σάββας Ρομπόλης (καθηγητής του Παντείου) και Βασίλης Μπέτσης (διδάκτορας του ιδίου πανεπιστημίου), οι νέες απώλειες στους μισθούς θα προέλθουν από την εφαρμογή του δεκαώρου χωρίς πληρωμή υπερωρίας, όπως και από τη μείωση της αμοιβής σε περιπτώσεις υπερωριών.
Απορρύθμιση
Όπως αναφέρεται, στην καθυστερημένη επάνοδο των μισθών θα συντελέσει -εν πολλοίς- και η αυξημένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (ελαστικό οκτάωρο, μη αμειβόμενη υπερωρία, ατομική συμφωνία, παρεμπόδιση συνδικαλιστικής δραστηριότητας κ.λπ.).
Στην έρευνα σημειώνεται ότι ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης των μισθωτών στη διάρκεια της πανδημίας μειώθηκε κατά 2,5%, ενώ τον Δεκέμβριο του 2020 ο μισθός υποχώρησε στα 1.165 ευρώ (μεικτά), που αντιστοιχεί στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2018.
Οι δύο πανεπιστημιακοί ασκούν οξύτατη κριτική στην επιλογή της κυβέρνησης για τα συγκεκριμένα μέτρα που θεσμοθετεί μέσω του εργασιακού νομοσχεδίου και επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι η εφαρμογή τους θα αποτελέσει, μεταξύ των άλλων, και μια «θεσμοποιημένη παρεμπόδιση στην αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων – μισθωτών». Εν προκειμένω αναφέρεται στις απώλειες εισοδήματος που θα επιφέρουν η εφαρμογή του ελαστικού ωραρίου και η μείωση της αμοιβής των υπερωριών.
Στην έκθεση επισημαίνεται στην καθυστέρηση επανόδου των μισθών θα επιδράσουν οι εξής παράγοντες:
1. Οι εργαζόμενοι -μετά τη λήξη των αναστολών των συμβάσεων- θα συνεχίσουν να εργάζονται λιγότερες ώρες από αυτές που επιθυμούν.
2. Ο κύκλος εργασιών (μείωση 5,4% κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021) και οι αποδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων θα προσεγγίσουν στα επίπεδα προ της πανδημίας το 2023.
3. Η ανεργία το 2021 θα διαμορφωθεί σε υψηλά επίπεδα. Εκτιμήσεις των δύο πανεπιστημιακών μιλούν για 18,9% (870.000 άτομα) έως 22,6% (1.040.000 άτομα) τον Δεκέμβριο του 2021.
Μεγάλες απώλειες αν χαθούν οι τριετίες…
Σε όλα αυτά να προσθέσουμε ότι στο ΣτΕ εκκρεμεί προσφυγή του ΣΕΒ από τον Ιούνιο του 2019, που θα κρίνει την τύχη των τριετιών για χιλιάδες εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκκρεμεί για πάνω από δύο χρόνια, συνδέεται με το ύψος του κατώτατου μισθού για όσους είχαν θεμελιωμένη τριετή -τουλάχιστον- προϋπηρεσία το 2012.
Λόγω της εκκρεμότητας αυτής στο ΣτΕ, δεν λαμβάνουν όλοι οι εργαζόμενοι την αύξηση του μισθού λόγω τριετιών. Συγκεκριμένα τριετίες λαμβάνουν σήμερα μόνο όσοι είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον τρία χρόνια ασφαλισμένης προϋπηρεσίας στις 14 Φεβρουαρίου του 2012. Όσοι προσλήφθηκαν για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο του 2012 και μετά δεν δικαιούνται προσαύξηση.
Αν η απόφαση είναι υπέρ του ΣΕΒ, τότε θα διαμορφώσει μια εντελώς νέα εικόνα για τους μισθούς. Οι παλαιοί μισθωτοί που εισπράττουν σήμερα προσαυξήσεις προϋπηρεσίας έως και 195 ευρώ τον μήνα θα τις χάσουν και οι νέοι εργαζόμενοι θα μπορούν να ελπίζουν σε προσαυξήσεις μόνο εάν η ανεργία πέσει κάτω από το 10%.
Ανδρέας Πετρόπουλος
Πηγή: Η Αυγή