Macro

Υμνος στον αφροαμερικανικό φεμινισμό

«Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό» (1937) της Αφροαμερικανίδας Ζόρα Νιλ Χέρστον (1891-1960) είναι βιβλίο με έντονα φεμινιστικά στοιχεία και το δημοφιλέστερο από τα τέσσερα μυθιστορήματά της. Υπήρξε παραγωγικότατη συγγραφέας, ανθρωπολόγος και μεγάλη μορφή του Κινήματος της Αναγέννησης του Χάρλεμ, της δεκαετίας του 1920.
 
Η Τζέινι, η ηρωίδα της ιστορίας, αναζητά απεγνωσμένα ανεξαρτησία, ταυτότητα, αγάπη και ευτυχία κατά τη διάρκεια είκοσι πέντε ετών και μέσω αρκετών σχέσεων. Η ιστορία δεν είναι διαφορετική από την προσωπική της συγγραφέως, αν και εκείνη μάλλον δεν βρήκε ποτέ την αληθινή ευτυχία. Χρησιμοποιώντας το ταλέντο της, τη φαντασία και τις εμπειρίες των μαύρων, δημιούργησε διαχρονική λογοτεχνία.
 
Στην αυτοβιογραφία της λέει ότι έγραψε το μυθιστόρημα σε επτά εβδομάδες, στην Καραϊβική, μετά το τέλος μιας ερωτικής σχέσης και, παρόλο που οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, προσπάθησε να προσδώσει στο μυθιστόρημα όλη της την ευαισθησία και τρυφερότητα για εκείνον τον άντρα.
 
Ισως επειδή ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος, η Τζέινι, έχει μια σειρά από συζύγους και τελικά βρίσκει χαρά και πληρότητα στον τρίτο της γάμο, το μυθιστόρημα θεωρήθηκε ιστορία αγάπης. Στην πραγματικότητα, το βαθύτερο θέμα του είναι η αναζήτηση της ταυτότητας της Τζέινι, που αρχίζει να διαμορφώνεται καθώς απορρίπτει τις ψεύτικες εικόνες που της έχουν επιβάλει επειδή είναι μαύρη και γυναίκα σε μια κοινωνία όπου κανένα από τα δύο δεν είναι αρεστό. Η Τζέινι περιγράφει το ταξίδι της για να βρει τον εαυτό της σε μια γλώσσα που μας οδηγεί βαθιά στις μαύρες λαϊκές παραδόσεις. Αλλά παρατηρώντας προσεκτικότερα, το μυθιστόρημα είναι κάτι περισσότερο από μια συνεχόμενη έκρηξη ιδιωτικού συναισθήματος. Διαχρονικά έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης όσο και η αυθεντική, φανταστική αναπαράσταση του Ιτονβιλ, της μικρής, μαύρης πόλης της Φλόριντα όπου μετακόμισε με την οικογένειά της το 1894, ερχόμενη από την Αλαμπάμα και όπου μεγάλωσε.
 
Αν και το μυθιστόρημα έλαβε πολλές ευνοϊκές κριτικές, ορισμένοι κριτικοί αντιτάχθηκαν σε αυτό. Οπως και με άλλα βιβλία της, ορισμένοι απογοητεύτηκαν από τη διάλεκτο, αλλά περισσότερο από την έλλειψη σκληρότητας και πικρίας στο έργο της Χέρστον, κάτι που αναμενόταν από τα κοινωνικά μυθιστορήματα διαμαρτυρίας ή τα μυθιστορήματα φυλής από τους μαύρους συγγραφείς.
 
Είναι όμως το καλύτερο από τα διεισδυτικά μυθιστορήματα της Χέρστον για τους δικούς της ανθρώπους. Με ευφυΐα και συμπόνια, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της Τζέινι και των τριών αντρών που αγάπησε και έζησε μαζί τους. Παντρεύτηκε τον Λόγκαν Κίλικς, έναν οικονομικά ανεξάρτητο αγρότη, επειδή το επιθυμούσε η γιαγιά της, αλλά όταν δεν γνώρισε την αγάπη με τον καιρό, τον εγκατέλειψε για τον Τζο Σταρκς. Οταν εκείνη και ο Τζο συναντήθηκαν για πρώτη φορά, εκείνος δεν είχε τίποτα. Αλλά η τύχη τούς έστειλε στο Ιτονβιλ και εκεί η φιλοδοξία και η λαγνεία του Σταρκς για εξουσία τον έκαναν δήμαρχο της πόλης. Καθώς η δύναμή του αυξανόταν, η αγάπη του για την Τζέινι και η καλοσύνη του προς αυτήν μειώθηκαν. Στο τέλος, η σκληρότητά του την οδήγησε στα άκρα και το κακό δεν άργησε να συμβεί. Πέρασε πολύς καιρός, και μια μέρα μπήκε στο κατάστημά της ένας νεαρός άντρας, ο Μπισκότος, όπως αποκαλείται στο κείμενο. Αυθόρμητος και παιχνιδιάρης. Αυτό που συνέβη στην Τζέινι με αυτή τη συνάντηση της έφερε τη μόνη πραγματική ευτυχία.
 
Το βιβλίο τελικά είναι μια συγκινητική ιστορία, αφηγημένη με χιούμορ, κατανόηση, επιδέξια γραφή και πραγματικά υπέροχο χειρισμό των διαλόγων. Η δράση του είναι γρήγορη, ο διάλογος ζωηρός και προσεκτικά ισορροπημένος από ενδιάμεσα σύντομα, περιγραφικά αποσπάσματα. Η περιγραφικότητα της σκέψης και της έκφρασης είναι ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό αυτού του μυθιστορήματος. Η νέγρικη άποψη της ζωής και του θανάτου, που απέχει πολύ από τη δική μας, δεν μπορεί να μην προσελκύει τον ευφάνταστο αναγνώστη. Οι λίγοι λευκοί χαρακτήρες του βιβλίου εμφανίζονται στο κείμενο στιγμιαία και τυχαία. Η κορύφωση της ιστορίας αντιμετωπίζεται με δεξιοτεχνία και δύναμη. Στα τελευταία ειδικά κεφάλαια, η Χέρστον απέδειξε ότι είναι εξαιρετική τεχνίτρια του λόγου.
 
Σήμερα που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, βλέπουμε ότι έπρεπε να διανύσει έναν δύσβατο δρόμο για να φτάσει έως την αθανασία, παρά τις θετικές, συγκαταβατικές ή και εχθρικές κριτικές. Μια περίοδος ερημιάς δεκαετιών κατά την οποία τόσο το μυθιστόρημα όσο και η συγγραφέας του έπεσαν στην αφάνεια, τελείωσε με την ίδρυση πολλών προγραμμάτων Μαύρων Σπουδών σε Πανεπιστήμια σε όλη την Αμερική τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Αυτό, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο φεμινιστικό κίνημα των μαύρων, με αιχμή του δόρατος τις ακτιβίστριες συγγραφείς Οντρ Λορντ και Αλις Γουόκερ, βοήθησαν στην εκ νέου ανακάλυψη του έργου της. Το δοκίμιο «Αναζητώντας τη Ζόρα» της Αλις Γουόκερ, το 1975, στο οποίο εξιστόρησε την αναζήτησή της για τον τάφο της Χέρστον, ήταν σίγουρα σημαντικό μέρος αυτής της προσπάθειας, όπως φυσικά και ετούτου του μυθιστορήματος το οποίο θα έπρεπε να εντάξουμε στα κλασικά αφροαμερικανικά και φυσικά φεμινιστικά!
 
Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης