Ξένος δάκτυλος μέσα από τις συνήθεις διασυνδέσεις των ηγετών της δεξιάς αντιπολίτευσης με οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες των ΗΠΑ, σκάνδαλα τεράστιας έκτασης και βάθους που ακουμπούν όλο σχεδόν το πολιτικό σύστημα, γαιοκτήμονες και βιομήχανοι που επιθυμούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται του εργαζόμενους σε συνθήκες δουλείας, ολιγάρχες που επιθυμούν να ξαναβρεθούν στην εξουσία και ξεσηκώνουν τη μεσαία τάξη, διεφθαρμένοι δικαστικοί και ΜΜΕ. Αυτό είναι το τοπίο που οδήγησε στην παραπομπή της Ντίλμα Ρούσσεφ.
Ο Ξένος Υβριδικός Δάκτυλος
«Πρόθεση των προσπαθειών των ΗΠΑ στο πλαίσιο του Μη Συμβατικού Πολέμου είναι να εκμεταλλευτούν τις πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και ψυχολογικές αδυναμίες μιας εχθρικής δύναμης, αναπτύσσοντας και συντηρώντας δυνάμεις αντίστασης για να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι των ΗΠΑ… Για το εγγύς μέλλον, οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα εμπλέκονται κυρίως σε επιχειρήσεις Ανορθόδοξου Πολέμου». (Εγχειρίδιο Μη Συμβατικού Πολέμου των Ειδικών Δυνάμεων)
Η διαδικασία του Υβριδικού Πολέμου περιλαμβάνει την πρόκληση «ευρείας δυσαρέσκειας μέσα από προπαγανδιστικές και ψυχολογικές προσπάθειες για να δυσφημιστεί η κυβέρνηση». Καθώς κλιμακώνεται η αντίδραση θα πρέπει επίσης «να εντατικοποιείται και η προπαγάνδα, η ψυχολογική προετοιμασία του πληθυσμού για επανάσταση» συνεχίζει το εγχειρίδιο.
Οι ελίτ των ΗΠΑ βλέπουν με πολύ κακό μάτι τους BRICS. Οι χώρες αυτές προσπαθούν να κινηθούν έξω από το πλαίσιο κυριαρχίας που έχουν επιβάλει οι δυνάμεις που επηρεάζουν την άσκηση πολιτικής στις ΗΠΑ μέσω της παγκοσμιοποίησης, κι ως εκ τούτου έχουν μπει από μόνες τους στο στόχαστρο. Χρησιμοποιούν τα δικά τους νομίσματα για να εμπορεύονται μεταξύ τους και όχι το δολάριο και δημιούργησαν αναπτυξιακή τράπεζα. Υλοποιούν τον εφιάλτη του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι της Μεγάλης Σκακιέρας και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, προχωρώντας στην ενσωμάτωση της Ευρασίας μέσω των κινέζικων δρόμων του μεταξιού και της ρωσικής Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης. Απλώνουν δε ένα υποθαλάσσιο τηλεπικοινωνιακό καλώδιο που ενώνει Ευρώπη με Βραζιλία, όπως και ένα που ενώνει Νότια Αμερική με Νότια Ασία περιθωριοποιώντας τους ωτακουστές Αμερικανούς.
Οι σχέσεις ανάμεσα στη βραζιλιάνικη ελίτ και στις ΗΠΑ κρατούν τόσα πολλά χρόνια κι έχουν τόσο μεγάλο βάθος, ώστε όταν κάτι σοβαρό συμβαίνει στην πολιτική κατάσταση της Βραζιλίας, κοιτάζει κανείς αυτόματα προς τις ΗΠΑ. Είναι πάντα παρούσες, και ο ρόλος τους είναι πάντα θετικός ή αρνητικός, ποτέ ουδέτερος.
Οι κυβερνήσεις Λούλα και Ρούσσεφ τους έχουν κοστίσει πολλά χρήματα, ενώ έχουν τραυματίσει και τον εγωισμό τους. Η Petrobras έχει αναπτύξει την απαραίτητη τεχνογνωσία και ανακάλυψε τα μεγαλύτερα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου του 21ου αιώνα. Το 2009, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε από τις ΗΠΑ, ο Λούλα απέκλεισε τις μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες από την εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων, ενώ έδωσε δικαιώματα εξερεύνησης στην κινεζική πετρελαϊκή Sinopec, ως μέρος της στρατηγικής συνεργασίας Βραζιλίας-Κίνας.
Ανάμεσα στις πολλές αποκαλύψεις που έκανε ο Έντουαρντ Σνόουντεν το 2013 ήταν οι εκτεταμένες παρακολουθήσεις των επικοινωνιών κορυφαίων αξιωματούχων των κυβερνήσεων Λούλα και Ρούσσεφ, από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσουν σε βραζιλιάνικες εταιρείες όλα τα συμβόλαια τεχνολογικών υπηρεσιών του κράτους. Από αυτή την κίνηση και μόνο αμερικανικές εταιρείες έχασαν 35 δισ. δολάρια για τα επόμενα δύο χρόνια σε κέρδη, καθώς αποκλείονταν από δουλειές στην έβδομη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Πριν πάει στη Βραζιλία, η πρέσβειρα των ΗΠΑ Λιλιάνα Αγιάλντε είχε υπηρετήσει ως πρέσβειρα στην Παραγουάη πριν από το πραξικόπημα του 2012, το οποίο ανέτρεψε τον αριστερό πρόεδρο Φερνάντο Αρμίντο Λούγκο Μέντες, μέσω μιας διαδικασίας παραπομπής που έμοιαζε πολύ με αυτήν της Ρούσσεφ. «Η πρέσβειρα είχε τότε παρέμβει στα πράγματα δυναμικά χρησιμοποιώντας την ίδια επιχειρηματολογία όπως τώρα, λέγοντας ότι η κατάσταση θα διευθετηθεί μέσω των θεσμών» σύμφωνα με τον καθηγητή κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο Κάρλους Εντουάρντο Μαρτίνς. Η βαθιά διαφθορά των προαναφερθέντων θεσμών είχε προφανώς διαφύγει της προσοχής της Αγιάλντε.
Οι ΗΠΑ προσπαθούν να «βοηθήσουν» όπως μπορούν τους θεσμούς της Βραζιλίας και στο πλαίσιο αυτής της «βοήθειας» ο γερουσιαστής Αλοΰσιο Νούνες ‒του κόμματος του Τέμερ‒, ο οποίος κατηύθυνε την προσπάθεια παραπομπής της Ρούσσεφ στη Γερουσία, πήγε στην Ουάσιγκτον για τρεις μέρες, μια μέρα μετά την ψηφοφορία, για να συναντήσει Αμερικανούς αξιωματούχους. Μερικοί από τους ανθρώπους που συνάντησε ο Νούνες ήταν μέλη της επιτροπής εξωτερικών σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, αλλά και του λόμπι Albright Stonebridge Group, στο οποίο προεδρεύει η Μάντλιν Όλμπραϊτ και συμμετέχει ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βραζιλία Τόμας Σάννον. Ο πρώην πρεσβευτής είχε με τη σειρά του «διευκολύνει» άλλα πραξικοπήματα στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του αλήστου μνήμης στην Ονδούρα, αλλά και αυτό στην Παραγουάη το 2012. Ο Νούνες άλλωστε πάντα αγωνιζόταν για την επιδιόρθωση των σχέσεων της Βραζιλίας με τις ΗΠΑ, μετά το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων που αποκάλυψε ο Σνόουντεν.
Άλλοι σοβαροί παράγοντες που επηρεάζουν τα πράγματα στη Βραζιλία είναι οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι δισεκατομμυριούχοι αδερφοί Κοχ, χρηματοδότες και του ακροδεξιού Κόμματος του Τσαγιού στις ΗΠΑ. Ακροδεξιά κινήματα που χρηματοδοτούν ξεφύτρωσαν από το πουθενά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις διαδηλώσεις.
Μία από τις ομάδες που οργανώνουν τις διαμαρτυρίες είναι το Κίνημα της Ελεύθερης Βραζιλίας. Πρόκειται για μια ακροδεξιά οργάνωση νέων πολιτών που πιστεύουν ότι η λύση για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας βρίσκεται στην εφαρμογή πολιτικών ελεύθερης αγοράς. Δύο από τους ηγέτες της οργάνωσης, ο Φάμπιο Όστερμαν και ο Zουλιάνο Τόρρες σπούδασαν στην Atlas Leadership Academy, που συνδέεται με το Atlas Economic Research Foundation (Atlas κατά το «Ο Άτλας ανασήκωσε τους ώμους» της Άιν Ραντ για να μην ξεχνιόμαστε), το οποίο χρηματοδοτούν οι αδερφοί Κοχ.
Μια άλλη οργάνωση είναι οι Φοιτητές για την Ελευθερία. Συνεργάζονται με το Κίνημα της Ελεύθερης Βραζιλίας, αλλά και με μια οργάνωση με το ίδιο όνομα στις ΗΠΑ, που επίσης χρηματοδοτείται από τους αδερφούς Κοχ. Επιπροσθέτως, ο επενδυτής Έλιου Μπελτράου Φίλιου, ηγέτης της οργάνωσης, είναι μέτοχος της εταιρείας Grupo Ultra, που προσέφερε οικονομική και επιμελητειακή υποστήριξη στο δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964.
Μια άλλη σημαντική ομάδα είναι η Ελάτε στους Δρόμους που χρηματοδοτείται από τον πλουσιότερο Βραζιλιάνο, τον Ζόρζε Πάουλο Λέμαν, μέσω του ιδρύματος Study Foundation.
Δεν έχει πλάκα να είσαι πλούσιος αν δεν έχεις δούλους
Μια κοινωνική ομάδα, όχι τόσο ισχυρή, σίγουρα όμως πολύ εμβληματική, που απαιτεί την ανατροπή της κυβέρνησης Ρούσσεφ, είναι οι ιδιοκτήτες δούλων.
Η Βραζιλία χτίστηκε πάνω στις πλάτες των σκλάβων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το να κατηγορούμε τα εγγόνια και τα δισέγγονα για τις αμαρτίες των παππούδων είναι άδικο. Αυτό ισχύει όμως αν οι απόγονοί τους έχουν πάρει διαζύγιο από τις καταπιεστικές, απάνθρωπες, αν όχι αιμοσταγείς και δολοφονικές, πρακτικές και συνήθειες των προγόνων τους. Η κατάσταση είναι τόσο παρακμιακή, ώστε ακόμα και βουλευτές δεν έχουν πρόβλημα να φέρονται ως ιδιοκτήτες δούλων. Όπως ο Μπέτου Μανσούρ, που επιτίθεται με ιδιαίτερο μένος εναντίον της Ντίλμα, κατηγορείται όμως ότι οι συνθήκες ζωής των 46 εργατών στις φάρμες του, όπου καλλιεργεί σόγια, είναι αντίστοιχες με σύγχρονων δούλων. Όπως παραδέχτηκε ένας αξιωματούχος του υπουργείου Εργασίας, «η σύγχρονη δουλεία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παγκοσμιοποιημένης, εξαγωγικής οικονομίας στην οποία η Βραζιλία ανθεί». Για να καταλάβει κανείς το εύρος του προβλήματος, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εργαστούν σε άθλιες συνθήκες είτε επειδή είναι χρεωμένοι, είτε μέσω της ωμής βίας. Δουλεύουν σε όλους τους τομείς έντασης εργασίας. Στη χαλυβουργία, στις φάρμες σόγιας, στην εκκαθάριση του βροχοδάσους, στα ζαχαροκάλαμα, και φυσικά ως οικιακοί βοηθοί.
Μια από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης Λούλα το 2003 ήταν η δημιουργία μιας μαύρης λίστας με εκατοντάδες εταιρείες και εργοδότες που βρέθηκαν να χρησιμοποιούν δούλους. Όσοι βρίσκονταν στην μαύρη λίστα, έχαναν τη δυνατότητα να παίρνουν οικονομική βοήθεια από την κυβέρνηση και επιβάλλονταν περιορισμοί στα προϊόντα τους. Περαιτέρω, προσπάθησε να χειραφετήσει του σύγχρονους σκλάβους. Ποινικοποίησε την εκμετάλλευση των δούλων και εισήγαγε ένα σύστημα εισαγγελέων και δικαστών εργασίας. Μεταξύ του 2003 και του 2015, η κυβέρνηση του PT έσωσε 44.483 εργάτες από συνθήκες αντίστοιχες της δουλείας.
Το 2014 το υπουργείο Εργασίας αποφάσισε να καταρτίσει νέα λίστα με εργοδότες που επέβαλλαν συνθήκες δουλείας σε εργαζόμενους. Η ένωση κατασκευαστών και ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας προσέφυγαν στο ανώτατο δικαστήριο, για να μην καταρτιστεί η λίστα, και κέρδισαν ‒ το ίδιο δικαστήριο προωθεί με θέρμη τη διαδικασία παραπομπής της Ντίλμα. Άλλοι που έχουν στραφεί ανοιχτά κατά της Ρούσσεφ γιατί βλέπουν τα συμφέροντά τους να θίγονται από τις πρωτοβουλίες κατά της δουλείας είναι το βασικό λόμπι των μεγαλοκαλλιεργητών. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι τα κόμματα που πρωτοστατούν στην προσπάθεια για παραπομπή της Ντίλμα, έχουν λάβει τα περισσότερα χρήματα από εταιρείες που κερδίζουν από την εκμετάλλευση της δουλείας.
Το ενδιαφέρον με αυτούς τους εργοδότες είναι ότι πάρα πολλοί από αυτούς αύξησαν σημαντικά τα κέρδη τους στα χρόνια που κυβέρνησε ο Λούλα και κυβερνά η Ντίλμα. Μολονότι δε τα χρήματα που κερδίζουν από τη δουλεία είναι συγκριτικά λιγότερα, θεωρούν ότι καταπιέζονται από την απαγόρευση της εκμετάλλευσης δούλων, και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό που τους έκανε πλούσιους ήταν η μικρή αναδιανομή πλούτου που εκτόξευσε την κατανάλωση. Είναι ειρωνικό από μια άποψη πάντως αν σκεφτεί κανείς ότι ο αριθμός των δούλων στα χρόνια της διακυβέρνησης Λούλα και Ντίλμα εκτοξεύτηκε, ακριβώς επειδή γιγαντώθηκαν μεταξύ άλλων οι μεγαλοπαραγωγοί σόγιας, αιθανόλης και ζάχαρης, που τώρα θέλουν να ρίξουν στη φυλακή και τον Λούλα και την Ντίλμα. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν, που ο Μάτζι, ένας από τους πλουσιότερους Βραζιλιάνους και ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας σόγιας στον κόσμο, πρότεινε και η κυβέρνηση Τέμερ ψήφισε έναν νέο νόμο, που αφαιρεί τις «συνθήκες υποτίμησης» και τις «εξαντλητικές βάρδιες» από τον ορισμό της δουλείας.
Προφάσεις
Το πραξικόπημα σε μεγάλο βαθμό είχε να κάνει με την κινητοποίηση μερικών ολιγαρχών οι οποίοι κυβερνούν στην πραγματικότητα τη χώρα. Έχουν στο πορτοφόλι τους μεγάλα κομμάτια του Κογκρέσου, ελέγχουν τα τηλεοπτικά κανάλια, συνδέονται στενά με τις ΗΠΑ και συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες φυτείας του 19ου αιώνα. Αυτοί θα έδιναν το σήμα και για την κινητοποίηση των υφισταμένων τους μελών της ανώτερης μεσαίας τάξης. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες και τάξεις συνεργάστηκαν πολύ στενά προκειμένου η διερεύνηση του σκανδάλου «Πλυντήριο Αυτοκινήτων» (βλ. το πρώτο μέρος του άρθρου) να μην αλλάξει την παραδοσιακή νομή της εξουσίας στη χώρα, αλλά και να αντιστραφεί η τάση που ήθελε τους φτωχούς τα τελευταία χρόνια να μπαίνουν στο προσκήνιο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Η υποκλοπή μιας συνομιλίας του Μαρτίου, λίγες μόλις εβδομάδες πριν την κρίσιμη ψηφοφορία για την παραπομπή, ανάμεσα στον τότε γερουσιαστή και σήμερα υπουργό Ρομέρου Ζουκά και τον πετρελαϊκό μεγαλοπαράγοντα Σέρτζιου Ματσάδου (και οι δύο υπό διερεύνηση για το σκάνδαλο «Πλυντήριο Αυτοκινήτων») περιγράφει πολύ γλαφυρά μεγάλο μέρος των στόχων, της διαδικασίας και της τακτικής που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες. Η συνομιλία μαρτυρά ότι στόχοι της παραπομπής είναι να σταματήσει η έρευνα του εν λόγω σκανδάλου και να καταλάβουν οι ολιγάρχες την εξουσία που δεν κατάφεραν να καταλάβουν δημοκρατικά.
Ζουκά και Ματσάδου συμφωνούν ότι το να ξεφορτωθούν την Ντίλμα είναι ο μόνος τρόπος για να τελειώσουν με τη διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου, ενώ περιγράφουν το ρόλο που έπαιξαν οι πιο ισχυροί θεσμοί της Βραζιλίας στο πραξικόπημα, συμπεριλαμβανομένων των αρχηγών του Στρατού. Ο Ζουκά, εξ απορρήτων του Τέμερ, αποκαλεί τη συνομωσία «εθνική συμφωνία», που περιλαμβάνει όλους τους ισχυρούς θεσμούς της χώρας και έχει στόχο να τοποθετηθεί ο Τέμερ στην προεδρική καρέκλα στη θέση της Ντίλμα, πράγμα που θα ωθούσε τα ΜΜΕ «να σταματήσουν να πιέζουν με την έρευνα “Πλυντήριο Αυτοκινήτων”». Συνεχίζοντας ο Jucá λέει ότι μιλάει «με τους στρατηγούς. Λένε ότι συμφωνούν κι ότι θα το στηρίξουν». Προσθέτει δε ότι ο Στρατός παρακολουθεί το κίνημα των Ακτημόνων Εργατών, που στηρίζουν τη Ντίλμα, και ηγούνται των διαδηλώσεων κατά της παραπομπής.
Άλλη μεγάλη αποκάλυψη από το στόμα του Ζουκά ήταν το ότι μίλησε με πολλούς δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας και ότι συμφωνούσαν να πνίξουν την έρευνα για το «Πλυντήριο Αυτοκινήτων». Προσθέτει, μάλιστα, «τα ΜΜΕ θέλουν να την διώξουν, οπότε [οι έρευνες] δεν θα τελειώσουν αν δεν φύγει». Έτσι, επικεφαλής της κυβέρνησης συνεργασίας στην Κάτω Βουλή είναι τώρα ο Αντρέ Μούρα, ένας από τους πιο διεφθαρμένους πολιτικούς που κατηγορείται ακόμα και για απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, το 66% της κοινής γνώμης πιστεύει ότι οι πολιτικοί που ψήφισαν υπέρ της παραπομπής της Ρούσσεφ, το έκαναν για να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες και για να διασώσουν τους εαυτούς τους. Άλλωστε, ένα εξωφρενικό 58% των γερουσιαστών είναι υπό διερεύνηση στο πλαίσιο της έρευνας για το «Πλυντήριο Αυτοκινήτων», ενώ το 60% είναι γόνοι πολιτικών τζακιών. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν είναι κυρίως ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, οικονομικά εγκλήματα και διαφθορά. Ο πρόεδρος της Γερουσίας, για παράδειγμα, είναι στόχος εννέα ερευνών για υποθέσεις ξεπλύματος και διαφθοράς σε σχέση με το «Πλυντήριο Αυτοκινήτων», αλλά και για άλλες δύο επιπλέον.
Το Σάο Πάολο, από το οποίο ξεκίνησε η προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης Ρούσσεφ, είναι η πλουσιότερη πολιτεία και η χρηματοοικονομική πρωτεύουσα της Νότιας Αμερικής.
Τα ΜΜΕ που ανήκουν σε Βραζιλιάνους ολιγάρχες ασχολούνται μέρα-νύχτα αυστηρά με τα κομμάτια του σκανδάλου διαφθοράς της Petrobras, που εμπλέκουν στελέχη του PT, προκειμένου να καταδείξουν ότι το κυβερνών κόμμα είναι διεφθαρμένο, κι ότι στη δική του κακοδιαχείριση οφείλεται η οικονομική κρίση που μαστίζει κάποιες κοινωνικές ομάδες, προκειμένου αυτές να ξεσηκωθούν και να κατέβουν στους δρόμους. Χωρίς όμως στοιχεία που να συνδέουν την πρόεδρο Ρούσσεφ με το σκάνδαλο διαφθοράς.
Έτσι, οι αντίπαλοί της για να ανατρέψουν την Ντίλμα χρησιμοποιούν την πρόφαση της κακοδιαχείρισης. «Το Σύνταγμά μας προβλέπει παραπομπή μόνο στην περίπτωση που ο Πρόεδρος διαπράξει έγκλημα κατά του Συντάγματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πιστεύω ότι πρόκειται περί πραξικοπήματος επειδή δεν έχει τελεστεί τέτοιο έγκλημα. Με δικάζουν για επιπρόσθετα δάνεια που πήρε η κυβέρνηση [από κρατικές τράπεζες]. Όλοι οι πρόεδροι πριν από μένα το έχουν κάνει και ποτέ δεν θεωρήθηκε έγκλημα. Δεν θα γίνει έγκλημα τώρα. Δεν στηρίζεται πουθενά. Ένα έγκλημα θα πρέπει να ορίζεται νομικά. Πιστεύουμε λοιπόν ότι πρόκειται περί πραξικοπήματος γιατί το Σύνταγμα γράφει με σαφήνεια ότι μόνο μια κατάχρηση θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για παραπομπή. Οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. (…) Πιστεύουμε ότι αυτό που συμβαίνει στη Βραζιλία τώρα είναι μια προσπάθεια οι χαμένοι των εκλογών του 2014 να ελέγξουν το κράτος παρακάμπτοντας τις νέες εκλογές» λέει η Ρούσσεφ.
Η Ντίλμα χρησιμοποιεί πολιτικές που επιτρέπουν στο κράτος να διανέμει κεφάλαια από κάτω προς τα πάνω. Έτσι, έχει βοηθήσει πάρα πολλούς φτωχούς Βραζιλιάνους να βγουν από τη μιζέρια, αλλά και ακτήμονες γεωργούς να αποκτήσουν δική τους γη. Στόχος των πλούσιων Βραζιλιάνων είναι «να αντικαταστήσουν όλα τα κομμάτια του πολιτικού προγράμματος που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας (…) με νεοφιλελεύθερες λύσεις. Ελαχιστοποιώντας τα κοινωνικά προγράμματα όπως της στέγης για όλους τους πολίτες, του συστήματος υγείας και υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης» δήλωσε σε συνέντευξή της η Ρούσσεφ.
Στους ήδη πλούσιους Βραζιλιάνους που ξαφνικά βλέπουν να εισβάλουν στους χώρους τους καινούργια πρόσωπα δεν αρέσουν οι αναδιανεμητικές πολιτικές της Ρούσσεφ. Ουσιαστικά αυτό που προσπαθεί να κάνει η βραζιλιάνικη άρχουσα τάξη σε συνεργασία με τα κόμματα που την εκπροσωπούν, είναι να ξεφορτωθεί την Ντίλμα, να την τιμωρήσει, να την κάνει αρνητικό παράδειγμα, επειδή δεν ακολουθεί τη δική τους πολιτική και σιγά-σιγά ρίχνει τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες.
Η διαφθορά όμως είναι το σύστημα μέσω του οποίου οι «ελίτ» της Βραζιλίας μένουν στην εξουσία. Μια λίστα με δωροδοκίες από την Oderbrecht, την τεράστια βραζιλιάνικη κατασκευαστική εταιρεία, δημοσιοποιήθηκε για λίγο πριν χαρακτηριστεί εμπιστευτική από δικαστή. Τα πρόσωπα στη λίστα περιλαμβάνουν, σε διάφορους βαθμούς, σχεδόν τους πάντες στο βραζιλιάνικο πολιτικό σκηνικό.
Τα δύο σκάνδαλα δείχνουν ότι φτάνουν σε μεγάλο βάθος και έκταση και δεν είναι καθόλου περιστασιακά. Αφορούν και άλλους τομείς όπως την υδροηλεκτρική ενέργεια, την κατασκευή του μεγάλου φράγματος στο Μπέλο Μόντε και την κατασκευή εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας. Εκτός από τα στελέχη των εταιρειών και των πολιτικών προσώπων, έχουν εμπλακεί λομπίστες, εταιρείες δημοσίων σχέσεων, διαφημιστικές εταιρείες, ΜΜΕ και μηχανισμοί ξεπλύματος βρώμικου χρήματος στην Ελβετία. Είναι δηλωτικά των δυναμικών στη νομή της εξουσίας στη Βραζιλία, και είναι βαθιά ριζωμένα στη δομή και στη λογική της, ενώ διαμορφώνουν τα κίνητρα, τις συμπεριφορές και τις δράσεις του πολιτικού συστήματος.
Ο καλός άνθρωπος Τέμερ
Ο Τέμερ, από ό,τι φαίνεται, είναι το τέλειο πρόσωπο για να ηγηθεί αυτού του πραξικοπήματος. Κατηγορείται για διαφθορά και βρίσκεται υπό έρευνα για μια κολοσσιαία απάτη. Αντιμετωπίζει δε ποινή στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για οκτώ χρόνια. Από την άλλη, σύμφωνα με τηλεγραφήματα που δημοσίευσαν τα Wikileaks, ο Τέμερ ήταν πληροφοριοδότης της πρεσβείας των ΗΠΑ. Σε ένα τηλεγράφημα από το 2006, τους ανέλυε την πολιτική κατάσταση στη Βραζιλία, αλλά και τους πολιτικούς στόχους του κόμματός του πριν τις εκλογές που κέρδισε ο Λούλα. Από την άλλη, ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στο Σάο Πάολο χαρακτήριζε τον Τέμερ και το κόμμα του οπορτουνιστές «χωρίς ιδεολογία ή πλαίσιο πολιτικών». Πράγματι, μετά τις εκλογές συμμάχησε με το κόμμα του Λούλα.
Ο Τέμερ δήλωσε δημοσίως ότι δεν πρόκειται να κατέβει στις εκλογές του 2018, κι έτσι είναι αποφασισμένος να πάρει αποφάσεις με πολιτικό κόστος. Σπεύδει λοιπόν να απονευρώσει τον ορισμό της δουλείας, παίρνει πίσω γη που είχε αποδοθεί στους ιθαγενείς, περικόπτει προγράμματα στέγασης, ξεπουλάει κρατική περιουσία όπως αεροδρόμια, ΔΕΚΟ, και το ταχυδρομείο. Περαιτέρω, περιορίζει τις δαπάνες του συστήματος υγείας, αλλά και το περίφημο πρόγραμμα κατά της φτώχειας bolsa familia. Έκοψε με το καλημέρα 4.000 θέσεις εργασίας στο κράτος, ενώ το υπουργείο Πολιτισμού απορροφήθηκε από το υπουργείο Παιδείας.
Το ποσοστό αποδοχής του Τέμερ βρίσκεται στο 2%, ενώ 60% της κοινής γνώμης θέλει να παραπεμφθεί για την ανάμειξή του σε σκάνδαλα.
Το καλό είναι ότι ο κόσμος έχει εξαγριωθεί κι έχει κατέβει στους δρόμους. Έτσι, θα πρέπει να περιμένουμε λίγο καιρό ακόμα για να δούμε αν θα επανακάμψει θριαμβεύτρια η Ντίλμα, ή αν θα επιβεβαιωθεί ο ιστορικός Πάουλου Άλβες ντε Λίμα, που έγραψε: «Είμαστε στα πρόθυρα ενός νέου επιπέδου αντεπανάστασης, μιας ακόμα πιο περιορισμένης δημοκρατίας, αβάσταχτα εγκυμονούσας αλαζονεία και θεσμική βία. Είμαστε πιο κοντά στον Πινοτσέτ, στο ιδεώδες κράτος που οραματίστηκε ο νεοφιλελευθερισμός του Φρίντμαν. Είμαστε στα πρόθυρα του μαζικού φασισμού, που είναι κάτι εντελώς καινούργιο για τη Βραζιλία».
Ο Κώστας Ψιούρης είναι δημοσιογράφος