Η συζήτηση που πυροδότησαν οι προτάσεις Τσίπρα για τον οργανωτικό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει με δύο άξονες, στην εκλογή προέδρου και ΚΕ από τη βάση και στη μεγαλύτερη χρήση των ψηφιακών μέσων για συμμετοχή και διαβούλευση. Η κριτική που δέχεται αυτή η πρόταση από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος είναι κατά το ήμισυ σωστή και κατά το ήμισυ λανθασμένη.
Πριν αναφερθούμε όμως συγκεκριμένα, επιτρέψτε μας μερικές προκαταρκτικές σκέψεις. Α) Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ και χρόνια ένα γερασμένο κόμμα. Β) Δεν πρόκειται να αποκτήσει ανενεργά μέλη, έχει (στην πλειοψηφία τους) ανενεργά μέλη. Γ) Στην εποχή μας, το πρόβλημα της αντιπροσώπευσης είναι η ίδια η αντιπροσώπευση. Και η κατανομή της εσωκομματικής εξουσίας δεν αφορά πολλούς/ές εκτός των τειχών. Δ) Όλο και περισσότερος κόσμος δεν μπορεί πλέον να βρει χρόνο για τον παραδοσιακό τρόπο πολιτικοποίησης. Ε) Στις δεκάδες κινηματικές οργανώσεις στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά ή κυρίως νέοι κάτω των 40 (π.χ. στο χώρο του δικαιωματισμού, του φεμινισμού, του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, της οικολογίας) επικρατούν οριζόντιες διαδικασίες. ΣΤ) Στις διαδικτυακές διαβουλεύσεις συμμετέχουν εκατομμύρια πολίτες που με τίποτα δεν θα έρχονταν σε παραδοσιακές οργανώσεις. Ζ) Η πανδημία απέδειξε ότι μέχρι και τα πιο παραδοσιακά κομμάτια του κινήματος (συνδικαλισμός, κομμουνιστικές οργανώσεις) μπορούν να στηρίξουν στα ψηφιακά μέσα κρίσιμες εσωτερικές λειτουργίες συντονισμού, διαβούλευσης και αποφάσεων.
Αριστερές υπεκφυγές
Αυτές τις προφανείς πραγματικότητες η αριστερή (αλλά και η δεξιά) πτέρυγα του κόμματος δεν θέλησε ποτέ να αντιμετωπίσει κατάματα, χρησιμοποιώντας ατελείωτες υπεκφυγές. Γιατί υπεκφυγή είναι ότι το σωστό πολιτικό πρόγραμμα και ο ριζοσπαστικός λόγος φτάνουν για να έρθει κάποια ή κάποιος σε ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε η γνώμη όσων δεν έμπαιναν στον ΣΥΡΙΖΑ ούτε η διεθνής πολιτική εμπειρία ούτε η διεθνής βιβλιογραφία κατάφεραν να την κάνουν να μην εθελοτυφλεί. Και γι’ αυτό αρκέστηκε στο να αρνείται κάθε πρόταση οργανωτικής αλλαγής, χωρίς μάλιστα να έχει αντιπρόταση. Η μη λύση προτασσόταν πάντα απέναντι στην οποιαδήποτε λύση. Η υπεράσπιση του προτύπου μαζικού κόμματος (ποτέ δεν ήταν, αλλά λέμε) του 20ού αιώνα λαμβάνει πλέον το χαρακτήρα μιας ιδιότυπης οργανωτικής ΤΙΝΑ.
Όχι πως η κριτική από τη δεξιά πλευρά του κόμματος ή εκτός των τειχών περί του «κόμματος του 3%» είναι σωστή, δεδομένου ότι ήταν αυτό «το 3%» που κατάφερε να υπερφαλαγγίσει τον παραδοσιακό δικομματισμό, με την πολιτική του δράση και τον ριζοσπαστικό του λόγο. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να διατηρήσει εσαεί το 30+% χωρίς να εμπλέξει τον κόσμο που ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ. Ένα διαταξικό και διαπαραταξιακό αντιπολιτευτικό ρεύμα έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Τώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη από πολλά μέλη παντού, για να εξισορροπούν την κυβερνητική μιντιακή υπεροπλία, αλλά δεν έχει πουθενά. Όχι πως ήταν «υποδειγματικές» οι διαδικασίες στο ΚΙΝΑΛ, ωστόσο απέδειξαν ότι όντως υπάρχει κοινωνικό αίτημα συμμετοχής. Πολύ σωστά απορρίπτονται τα μέλη μίας χρήσης που χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν τους προέδρους έναντι των κομμάτων τους. Όμως, στην κοινωνία υπάρχει ένα πολιτικό ενδιαφέρον διαφορετικού βάθους και στόχευσης, που μπορεί να απέχει από τον τύπο στράτευσης του παρελθόντος, αποκαλύπτει όμως την απόφαση πολλών ανθρώπων να υποστηρίξουν ανοιχτά ένα κόμμα, να συνδεθούν μαζί του και (πράγμα κρίσιμο) να το υποστηρίξουν στις συζητήσεις στους κοινωνικούς τους κύκλους.
Πρώτος άξονας
Ας έρθουμε τώρα στους δύο άξονες της πρότασης Τσίπρα. Η ενίσχυση των ψηφιακών μέσων, ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή και η διαβούλευση, είναι στη σωστή κατεύθυνση. Δεν πρόκειται για την υποκατάσταση ενός παραδοσιακού κόμματος (μη) μαζών με ένα ψηφιακό κόμμα, αλλά για τη δημιουργία ενός υβριδικού κόμματος, όπου ΟΜ, Νομαρχιακές Επιτροπές και Θεματικά Τμήματα θα επιτρέπουν σε όσους/ες μένουν μακριά, δεν έχουν πολύ χρόνο, θέλουν απλά να κρατούν μια επαφή, θέλουν να συνεισφέρουν από τόπο και χρόνο της επιλογής τους, να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν όσο θέλουν και χωρίς να επιβαρύνονται. Η εμπειρία των τηλεδιασκέψεων από την έναρξη της πανδημίας μας απέδειξε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως λειτουργικό. Το ίδιο εφικτή είναι η ψηφιακή διεύρυνση των Τμημάτων ώστε να μπορούν να συμμετέχουν όλοι και όλες σε θεματικές συζητήσεις με στόχο τον προσδιορισμό πολιτικών.
Σε εξίσου σωστή κατεύθυνση είναι και ο περιορισμός των θητειών, καθώς και η αύξηση της ποσόστωσης φύλου στο 50%. Θα μπορούσαμε, επιπλέον, να δοκιμάσουμε και την κλήρωση για ένα ποσοστό μελών της ΚΕ, ώστε να συμμετέχουν και άνθρωποι που δεν θα είχαν καμία τέτοια ευκαιρία σε ένα κόμμα οργανωμένων τάσεων. Το να περνάει περισσότερος κόσμος από τα όργανα, έστω και για μια θητεία, «σπάει» τα στεγανά μεταξύ κομματικής νομενκλατούρας και απλών μελών και αποτελεί καλή πρακτική διαμοιρασμού ηγετικού κεφαλαίου. Στο ίδιο πνεύμα, στα συντονιστικά των ΟΜ, των Νομαρχιακών Επιτροπών και των Τμημάτων, δέον θα ήταν να θεσμοθετηθούν θητείες.
Δεύτερος άξονας
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο άξονα της πρότασης Τσίπρα. Είναι δεδομένο, ανεξαρτήτως προθέσεων, ότι η εκλογή από τη βάση αφενός θα ενισχύσει τον πρόεδρο έναντι του κόμματος, αφετέρου να φέρει celebrities στην ΚΕ που λίγη σχέση θα έχουν με τις ανάγκες δουλειάς του κόμματος. Αντιθέτως, εάν τα μέλη της ΚΕ εκλέγονταν όντως από τη βάση, αλλά σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, θα αποφεύγονταν η εκλογή αστέρων και θα εξασφαλιζόταν η τοπική εκπροσώπηση και η εκλογή ανθρώπων που έχουν προσφέρει (αλλά το ξέρουν οι τοπικές οργανώσεις και όχι το πανελλήνιο). Ομοίως, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε λ.χ. τη συμπροεδρία (ένας άντρας, μία γυναίκα), θα δημιουργούσε το πολιτικό γεγονός που αποζητά ο σ. πρόεδρος, χωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ να προσφύγει σε μια πανηγυρική διαδικασία στην οποία δεν αναμένεται να προσέλθουν περισσότεροι από όσους/ες προσήλθαν στην περίπτωση του ΚΙΝΑΛ. Η πρόταση για γυναίκα συμπρόεδρο, άλλωστε, συνάδει με την εξίσωση των έμφυλων ποσοστών στην ΚΕ, είναι πιο ριζοσπαστική από την εκλογή προέδρου αλά ΚΙΝΑΛ και ΝΔ, είναι μεγάλου συμβολικού βεληνεκούς και αντιστοιχεί στην κοινωνικά διευρυμένη αντιπατριαρχική ματιά.
Βασίλης Ρόγγας – Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Πηγή: Η Εποχή