Macro

Βασίλης Παπαδόπουλος: Νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου: Ένα βήμα πίσω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση

Το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που εκκολαπτόταν από τον Σεπτέμβριο του 2020, υπερψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την προηγούμενη εβδομάδα. Ιστορική στιγμή χαρακτηρίστηκε από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θετικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση το χαρακτήρισε ο έλληνας υπουργός Μετανάστευσης. Είναι, όμως, έτσι;
 
Το Σύμφωνο αποτελεί ένα πολυσύνθετο πακέτο Κανονισμών, εν πολλοίς αναθεώρηση υπαρχόντων Κανονισμών για τη μετανάστευση και το άσυλο, το οποίο διαφημίστηκε ότι θα αποτελούσε την απάντηση στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, που εξακολουθούν σταθερές τα τελευταία τουλάχιστον 15-20 χρόνια, με την εξαίρεση της κρίσης του 2015-2016. Το πακέτο υποτίθεται ότι προσφέρει λύσεις στην αντιμετώπισή τους, όσο και στην παροχή διεξόδων νόμιμης μετανάστευσης στην Ευρώπη, σε αντιπαράθεση με τις παράνομες οδούς που χρησιμοποιούνται.
 
Ανταποκρίνεται, όμως, στις προσδοκίες των συντακτών του ή αποτελεί ένα δαιδαλώδες κατασκεύασμα, που μάλλον χρησιμοποιείται για επικοινωνιακούς περισσότερο σκοπούς; Δυστυχώς τείνουμε να δεχθούμε τη δεύτερη εκδοχή.
 
Η αναθεώρηση των υπαρχόντων Κανονισμών είχε ξεκινήσει να συζητείται ήδη από το 2016, όταν και καταλάγιασε η τότε πρόσφατη προσφυγική κρίση, και ενείχε στοιχεία τόσο προς θετική κατεύθυνση (όπως η υιοθέτηση ενός πλαισίου ευρωπαϊκής αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών), όσο και προς την αντίθετη κατεύθυνση με την ενσωμάτωση στο ευρωπαϊκό δίκαιο των διαδικασιών συνόρων, όσο και τη χρησιμοποίηση της έννοιας των ασφαλών τρίτων χωρών, που είχαν προταθεί ως λύσεις κατά την πρόσφατη τότε κρίση.
 
Δυστυχώς η αντίδραση των κρατών μελών – συνήθων αρνητών της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία και η Τσεχία, έγειραν την πλάστιγγα προς τη λάθος κατεύθυνση. Η Επιτροπή, όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έσυραν και το Ευρωκοινοβούλιο στην αποδοχή ιδεών, ήδη δοκιμασμένων και αποτυχημένων.
 
Έτσι το παράδειγμα των ελληνικών νησιών και της λειτουργίας γιγάντιων Κέντρων Υποδοχής (hot spots κατά την ορολογία του 2015-2016) υιοθετήθηκε πλέον ως πανευρωπαϊκό παράδειγμα. Το πού οδήγησε, το είδαμε τον Μάρτιο του 2020 με τις αντιδράσεις των κατοίκων των ελληνικών νησιών, όσο και τον Σεπτέμβριο του 2020 με το κάψιμο της Μόριας.
 
Η λογική δε του Κανονισμού Δουβλίνο που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1991 και μετά, ουδόλως εγκαταλείπεται με το νέο Σύμφωνο. Αντίθετα, με αντάλλαγμα μια κουτσουρεμένη αλληλεγγύη, που στις περισσότερες περιπτώσεις θα καταλήγει σε οικονομική βοήθεια ή αποστολή προσωπικού ή ακόμη και παροχών σε είδος, συμφωνήθηκε πανευρωπαϊκά η αυτόματη λειτουργία του Κανονισμού Δουβλίνο. Έτσι πλέον, όταν εφαρμοστεί το Σύμφωνο, οι χώρες πρώτης εισόδου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, δεν θα ρωτιούνται καν για την επιστροφή προσφύγων στο έδαφός τους, δημιουργώντας μια συνεχή μετάθεση ευθυνών, που θα στερεί και τους πρόσφυγες από προοπτικές ένταξης, αλλά και θα επιβαρύνει δυσανάλογα τις χώρες αυτές.
 
Η κινητοποίηση δε αυτού του κολοβού μηχανισμού αλληλεγγύης θα γίνεται με ένα πολύπλοκο μηχανισμό ποσοστώσεων, που ουδόλως μπορεί να αντιμετωπίσει καταστάσεις κρίσεων. Αντίθετα, εκείνο που είναι ξεκάθαρο είναι οι πολλαπλές εξαιρέσεις από τους κανόνες διαχείρισης αιτημάτων ασύλου σε τέτοιες περιστάσεις. Το πλαίσιο είναι αρκούντως πολυδαίδαλο και δυσβάστακτο για τις χώρες πρώτης εισόδου και φοβόμαστε ότι η μοναδική λειτουργία του θα είναι η επίκλησή του για την επαναπροώθηση προσφύγων και τις καταστάσεις έλλειψης σεβασμού ακόμη και της ανθρώπινης ζωής, όπως βιώνουμε από τον Μάρτη του 2020 και μετά στην Ελλάδα –και αποτελεί κοινό τόπο στα διεθνή ύδατα κοντά στη Λιβύη από τη μεριά της Ιταλίας.
 
Εξάλλου η επικίνδυνη έννοια της εργαλειοποίησης που χρησιμοποιήθηκε ακριβώς για να νομιμοποιήσει τέτοιες καταστάσεις στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας, μπήκε από το παράθυρο στον Κανονισμό Κρίσεων και Ανώτερης βίας, ίσως τον πλέον προβληματικό Κανονισμό από όλο το Σύμφωνο.
 
Υπήρχε άλλη λύση;
 
Η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης από την Ουκρανία, σημαντικά μεγαλύτερης ακόμη και από αυτήν του 2015-2016 συνολικά στην Ευρώπη, αποτέλεσε ένα πετυχημένο παράδειγμα διαχείρισης. Ελεύθερη κυκλοφορία, παροχή εγγράφων προσωρινής προστασίας με τον πλέον απλό γραφειοκρατικά τρόπο, κανόνες απλοί που οδήγησαν στην ομαλή διαχείριση μιας ροής εκατομμυρίων ανθρώπων με ευνοϊκά αποτελέσματα τόσο για τους ίδιους, όσο και για τις κοινωνίες μας.
 
Σήμερα σπαταλάμε αμέτρητους πόρους στη διαχείριση των ροών, με πολυδαίδαλους κανόνες και διαδικασίες, οι οποίοι καθίστανται άχρηστοι στην επόμενη μετακίνηση του κάθε πρόσφυγα εντός Ευρώπης. Δευτερογενείς μετακινήσεις τις ονομάζουμε επίσημα και είναι ο διάβολος που πάση θυσία πρέπει να αποφευχθεί σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, αλλά είναι η πραγματικότητα που επαληθεύεται καθημερινά.
 
Όσο δεν αντιμετωπίζουμε τις χώρες της Ευρώπης ως ένα ενιαίο όλον, όσο δεν αποτελεί μέριμνά μας η ενοποίηση της πραγματικής κατάστασης που αντιμετωπίζουν τόσο οι κάτοικοι της Ευρώπης, όσο και οι φιλοξενούμενοι αυτής πρόσφυγες, τόσο οι κανόνες θα καθίστανται αναποτελεσματικοί και ατελέσφοροι. Όσο, δε, κλείνουμε το μάτι και ενδίδουμε σε πρακτικές αποκλεισμού και μειωμένης προστασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο κάνουμε βήματα προς τα πίσω και όχι προς τα μπρος.
 
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος είναι πρόεδρος του ΔΣ του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες