Macro

Βασίλης Γλέζος: Ρήξη ή αυταπάτη;

Η κριτική στο αίτημα εξόδου από την ΕΕ
 
Στο ελληνικό δημόσιο πεδίο, η ιδέα της εξόδου από την ΕΕ προβάλλεται συχνά ως μια υποτιθέμενα «ριζοσπαστική» επιλογή, ικανή να άρει τις κοινωνικές ανισότητες, να αποκαταστήσει τη δημοκρατική κυριαρχία και να απελευθερώσει τη χώρα από τις νεοφιλελεύθερες επιταγές των Βρυξελλών. Όμως, η αριστερή ανάλυση δεν μπορεί να λειτουργεί ως πολιτικό ευχολόγιο· οφείλει να λαμβάνει υπόψιν υλικές δομές, ταξικούς συσχετισμούς και διεθνείς εξαρτήσεις. Αν εξετάσουμε αυτά τα δεδομένα στο πραγματικό τους βάθος, η προοπτική «εξόδου» από την ΕΕ όχι μόνο δεν εγγυάται κοινωνική χειραφέτηση, αλλά κινδυνεύει να αποδειχθεί μια ιστορικής εμβέλειας φενάκη.
 
Η θεμελιώδης παρανόηση των υπέρμαχων της εξόδου είναι η πεποίθηση ότι η εθνική κλίμακα εξακολουθεί να αποτελεί επαρκή χώρο άσκησης ριζικά διαφορετικής πολιτικής. Ωστόσο, από τον Λένιν και τις συζητήσεις για τον ιμπεριαλισμό έως τη σύγχρονη θεωρία της εξάρτησης, γνωρίζουμε ότι οι περιφερειακές οικονομίες δεν μπορούν να αναπτύξουν αυτόνομες στρατηγικές, όταν η θέση τους στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής είναι δομικά υποδεέστερη. Και η Ελλάδα δεν είναι χώρα με βαριά βιομηχανία, τεχνολογική αυτοδυναμία ή ενεργειακή αυτάρκεια· αντιθέτως, η οικονομία της χαρακτηρίζεται από υστέρηση στη μεταποίηση, υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών, περιορισμένη καινοτομικότητα και μια επικίνδυνη τομεακή μονοκαλλιέργεια (τουρισμός και υπηρεσίες).
 
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η επιστροφή σε «εθνικά» νομισματικά ή εμπορικά εργαλεία όχι μόνο δεν αποκαθιστά την κυριαρχία, αλλά ενισχύει τη δομική εξάρτηση από τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κέντρα. Η αυτοδύναμη ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει ως αυτόματη συνέπεια ενός λαϊκού βολονταρισμού· απαιτεί παραγωγικό υπόβαθρο, το οποίο η Ελλάδα δεν διέθετε καν εντός της ΕΕ, πολύ περισσότερο δεν θα αποκτήσει εκτός αυτής, σε συνθήκες πολλαπλασιασμένης αστάθειας. Η ελληνική εξαγωγική βάση, μικρή και χαμηλής διαφοροποίησης, είναι ενσωματωμένη σε ευρωπαϊκές ρυθμιστικές και εφοδιαστικές δομές. Η αποκοπή της από αυτές δεν θα οδηγήσει σε απελευθέρωση νέων δυνατοτήτων, αλλά στην κατάρρευση υπαρκτών κλάδων και σε ακόμη μεγαλύτερη διαπραγματευτική αδυναμία.
 
Η Αριστερά δεν μπορεί να υιοθετεί νομισματικό ή εθνικό φετιχισμό, αντικαθιστώντας το φαντασιακό «νόμου και τάξης» της Δεξιάς με το φαντασιακό της «εθνικής οικονομικής κυριαρχίας». Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μετασχηματίζεται επειδή αλλάζει το νόμισμα, ούτε ο συσχετισμός κεφαλαίου-εργασίας ανατρέπεται με μια κίνηση σημειολογικού χαρακτήρα. Χωρίς βαθιά παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς αναδιανομή ισχύος υπέρ της εργασίας και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο των στρατηγικών τομέων, η έξοδος από την ΕΕ σημαίνει απλώς μεταφορά της χώρας σε καθεστώς μεγαλύτερης έκθεσης στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές και κερδοσκοπικές δυνάμεις, χωρίς καμία θεσμική θωράκιση.
 
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν εξαντλείται στην οικονομία. Σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις οξύνονται, η πολυπολική αστάθεια επεκτείνεται και η Ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης πίεσης, η έξοδος από την ΕΕ αποκτά διάσταση στρατηγικής αυτοχειρίας. Η Ελλάδα εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από εισαγωγές στρατιωτικού υλικού, ενέργειας και κρίσιμων βιομηχανικών προϊόντων· δεν διαθέτει εγχώρια αμυντική αυτάρκεια ούτε τεχνολογικές υποδομές που θα της επέτρεπαν να λειτουργήσει ως αυτόνομος παράγοντας ασφάλειας. Σε συνθήκες πολέμου ή περιφερειακής σύγκρουσης, μια χώρα εκτός ευρωπαϊκών θεσμών δεν αποκτά περισσότερα περιθώρια κινήσεων· αντιθέτως, χάνει πρόσβαση σε δίκτυα εφοδιασμού, σε εγγυήσεις ασφάλειας και σε θεσμικά στηρίγματα που της προσφέρουν –έστω ανεπαρκώς– ορισμένη προστασία.
 
Και εδώ η αριστερή οπτική πρέπει να είναι σαφής: ο πόλεμος δεν αποτελεί στιγμή κοινωνικής χειραφέτησης. Αντίθετα, όπως δείχνει κάθε ιστορικό προηγούμενο, ενισχύει τον κρατικό αυταρχισμό, βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες, περιορίζει τα δικαιώματα και αναβαθμίζει τον ρόλο του κεφαλαίου μέσω στρατιωτικο-βιομηχανικών συμφωνιών. Η αποχώρηση από το ευρωπαϊκό πλαίσιο σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ενισχύει την Αριστερά· την αποδυναμώνει, εγκλωβίζοντάς την σε πολιτικές διαχείρισης της εξαθλίωσης και της εξάρτησης.
 
Μέσα σε αυτές τις υλικές και γεωπολιτικές συνθήκες, η «αριστερή έξοδος» δεν αποτελεί πράξη ριζοσπαστισμού, αλλά ψευδαίσθηση ρήξης που υποκαθιστά την αναγκαία στρατηγική: τη συγκρότηση ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, δημοκρατικού μετασχηματισμού και κοινωνικών συμμαχιών ικανών να διεκδικήσουν αλλαγές τόσο στην Ελλάδα όσο και εντός της ΕΕ. Η δημοκρατική κυριαρχία δεν είναι ζήτημα σημαίας· είναι ζήτημα υλικής ισχύος, τεχνολογικού υπόβαθρου και διεθνών συσχετισμών. Και αυτά δεν ανατρέπονται με μια αποχώρηση από την ΕΕ, αλλά με τη δύσκολη, μακρά διαδικασία οικοδόμησης συλλογικής δύναμης.
 
Η φενάκη της εξόδου λειτουργεί σήμερα ως υποκατάστατο πολιτικής στρατηγικής· προσφέρει την ψευδαίσθηση μιας μεγάλης χειρονομίας, την υπόσχεση μιας εύκολης λύσης, τη σαγήνη μιας «εθνικής λύτρωσης». Όμως η Αριστερά, αν θέλει να παραμείνει Αριστερά, δεν μπορεί να οικοδομεί πάνω σε ψευδαισθήσεις. Οφείλει να βλέπει τον κόσμο όπως είναι: άνισο, περίπλοκο, γεμάτο κινδύνους, αλλά και δυνατότητες. Η έξοδος από την ΕΕ, ιδιαίτερα σε έναν κόσμο που βαδίζει προς μεγαλύτερη στρατιωτική και οικονομική αστάθεια, δεν προσφέρει τίποτε από αυτά. Προσφέρει μόνο το φάντασμα μιας ρήξης, εκεί όπου το ιστορικό καθήκον είναι η απαιτητική και μακροπρόθεσμη οικοδόμηση δύναμης, όχι η φυγή από την πραγματικότητα.