Η νέα γενιά δεν είναι αδιάφορη όπως την παρουσιάζουν. Όπως έδειξε η ετήσια έρευνα για τις συνήθειες, αντιλήψεις και την πολιτική συμπεριφορά της Νεολαίας που εκδίδει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς από το 2020, συνιστά σημαντική και αξιέπαινη εξαίρεση του τρόπου με τον οποίο οι λέξεις νεολαία και πολιτική είθισται να συνδέονται στη δημόσια σφαίρα μιας χώρας, που τείνει να αντιλαμβάνεται την πολιτική ως κομματική αντιπαράθεση και την νέα γενιά ως απολίτικη. Το τέταρτο κύμα της έρευνας που εστιάζει στους ανθρώπους της ηλιακής κατηγορίας 17-34, συνέπεσε με τον τραγικό χαμό δεκάδων νέων ανθρώπων στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, στα θύματα του οποίου είναι αφιερωμένο.
Το 62,4% νέων λαμβάνει κάποιου είδους οικονομική βοήθεια από τους γονείς τους, ενώ εγκαταλείπουν την οικογενειακή στέγη κατά μέσο όρο σε ηλικία άνω των 30 ετών. Με το 43,6% να δηλώνει λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο από τη ζωή του και 61,6% να προσεγγίζει το μέλλον με αβεβαιότητα, η αισιοδοξία της νιότης για μεγάλο τμήμα των νέων ανθρώπων στη χώρα μας δεν συνιστά βιωμένη πραγματικότητα. Ως αιτίες των εν λόγω συναισθημάτων παρατίθενται οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας, οι συνθήκες που επικρατούν στον τομέα της κατοικίας και η ανεργία. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δεδομένα για την αντικειμενική και την αντιλαμβανόμενη ταξική θέση των νέων. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι το 57% δηλώνει πως κάποιες ή περισσότερες φορές αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, εξ αυτών σχεδόν ένα στα πέντε άτομα αυτοπροσδιορίζεται ως μέλος της μεσαίας ή μικρομεσαίας τάξης.
Η έρευνα καταγράφει επιπλέον την υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης της νέας γενιάς για τους αδύναμους, αλλά και το εν δυνάμει αίσθημα κινητοποίησης που προκύπτει από την αγανάκτηση σε σχέση με τις αδικίες που βιώνουν άμεσα. Το ενδιαφέρον της νέας γενιάς για την πολιτική παραμένει μεγάλο, την ίδια στιγμή που το αίτημα για διαφάνεια και λογοδοσία στο δημόσιο βίο ιεραρχείται ψηλά.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν αρκετά και εύλογα ερωτήματα τα οποία οφείλουμε, ως κοινωνία, να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψιν. Πώς περιμένουμε την χώρα να πάει μπροστά όταν το πιο ενεργό δυναμικό της χώρας πλήττεται από ανασφάλεια και αβεβαιότητα; Τι να περιμένουμε, όταν αυτή η κοινωνική ομάδα που κρατάει στα χέρια της τις τύχες της χώρας, νιώθει απομονωμένη και παραγκωνισμένη από το πολιτικό σύστημα;
Η τραγωδία των Τεμπών ανέδειξε με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο τη μορφή με την οποία το κράτος και η ανάπτυξη της χώρας έχει δομηθεί από την μεταπολίτευση και έπειτα. Ένα κράτος πελατειακό, βασισμένο σε παράκεντρα εξουσίας τα οποία λογοδοτούν σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα κυβερνητικών, κομματικών και οικονομικών θώκων. Μη λαμβάνοντας υπόψιν ούτε την νέα γενιά, ούτε τον κοινωνικό παράγοντα συλλήβδην. Και αυτό διότι η νοοτροπία της ανάθεσης, του «εγώ ξέρω καλύτερα και άκουσε με» έχει νοηματοδοτήσει την έννοια της πολιτικής ζωης του τόπου.
Η ανάγκη ανατροπής της παραπάνω κατάστασης αποτελεί μονόδρομο για την οικοδόμηση μιας νέας πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας όπου οι νέοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, οι γυναίκες, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα δεν θα υποκλίνονται στην εξουσία των μηχανισμών, αλλά θα είναι αυτοί που θα θέτουν τα επίδικα διεκδίκησης.
Και αυτό για να γίνει χρειάζεται όραμα. Ένα όραμα το οποίο δεν θα εδράζεται στο φάσμα του φαντασιακού, αλλά αντίθετα στο δρόμο που ανοίγει η ουτοπία. Καθώς, η ουτοπία είναι ο ανθρωπίνως εφικτός – όχι ακόμη – τόπος της ισότητας, της γενικής ελευθερίας, της καθολικής δικαιοσύνης. Ο τόπος στον οποίο προσβλέπει έμπρακτα η Αριστερά όλων των αποχρώσεων. Ο τόπος που τη συγκρότησε αναδρομικά και εξακολουθεί να τη συγκροτεί.
Βασίλης Γλέζος, Υποψήφιος Βουλευτής Κυκλάδων ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ