Macro

Βασίλης Δελής: Στεγαστική κρίση: γιατί η Ελλάδα γίνεται αφιλόξενη για τους πολίτες της;

«Έψαχνα αγγελίες και ένα μέσο διαμέρισμα είναι 500 με 600 ευρώ σε μέτρια κατάσταση, ερωτώ λοιπόν πως μπορεί κάποιος να ζήσει σε αυτή τη χώρα με αυτούς τους μισθούς;». Αυτή η δημοσίευση στην ομάδα ΞΕΣΠΙΤΟΓΑΤΟΣ στο facebook, όπου χιλιάδες μέλη της καθημερινά συζητούν για ζητήματα γύρω από τη στέγαση στην Ελλάδα, συμπυκνώνει την αγανάκτηση γύρω από το στεγαστικό ζήτημα σήμερα. Οι τιμές κατοικίας για το τρίτο τρίμηνο του 2024 σχεδόν φτάνουν πια τις «χρυσές εποχές» προ κρίσης, όπως μας πληροφορεί η Τράπεζα της Ελλάδος: μόλις 1,3% χαμηλότερες από το ιστορικό υψηλό του τρίτου τριμήνου του 2008. Παράλληλα, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι και ροκανίζονται από τις συνεχείς παντός είδος ανατιμήσεις. Η στέγη, βασικό αγαθό για την ανθρώπινη ύπαρξη, έχει αναδειχθεί σε πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία και πλέον απαιτούνται δομικές αλλαγές στο μοντέλο εξασφάλισης της.
 
 
Τι λένε οι αριθμοί
 
 
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες δαπανούν το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για στέγαση σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, το 2023 οι Έλληνες ξόδεψαν το 35,2% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 19,7%. Παράλληλα, το 31% του αστικού πληθυσμού και το 24,7% του πληθυσμού που κατοικεί στην ελληνική ύπαιθρο, δίνουν πάνω από το 40% του εισοδήματος τους για στέγαση, όριο το οποίο θεωρείται ως υπέρμετρη δαπάνη. Για πρώτη φορά ο πληθυσμός των ενοικιαστών ξεπέρασε το 30% (30,3% το 2023). Φυσικό και επόμενο το γεγονός ότι το 47,3% του πληθυσμού της Ελλάδας καθυστερεί να πληρώσει κοινόχρηστους λογαριασμούς, στεγαστικά δάνεια ή/και ενοίκια, χειρότερη επίδοση στην ΕΕ. Τη δεύτερη χειρότερη θέση έχει η Βουλγαρία με 18,8%.
 
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, εκτιμάται ότι το γ΄ τρίμηνο του 2024 οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 7,8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Για το 2023, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, έναντι αύξησης 11,9% το 2022. Ταυτόχρονα, υπολογίζεται ότι το 65% των διαμερισμάτων που ενοικιάζονται δεν έχουν ανακαινιστεί ποτέ, ενώ το 89% του συνόλου των ακινήτων είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 25 χρόνων. Παράλληλα, στην Ελλάδα επενδύεται το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στην ΕΕ επί του ΑΕΠ για κατοικίες, 2,3%, ενώ έχει σημειωθεί η μικρότερη αύξηση κατασκευαστικών υλικών από το 2010, στο μόλις 3%.
 
Επομένως η δυσθεώρητη αύξηση των τιμών δεν οφείλονται σε κάποια «επένδυση» για την αναβάθμιση των κατοικιών της χώρας, ούτε σε μετακύληση του κατασκευαστικού κόστους, αλλά μάλλον σε αισχροκέρδεια σε έναν τομέα σημαντικό για τη διαβίωση μας.
 
Εκτός αυτών, η στέγαση είναι ανελαστική δαπάνη, δηλαδή δαπάνη που δεν μπορεί σταματήσει να υπάρχει. Οι πολίτες είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν για στέγη ανεξάρτητα από τις οικονομικές τους συνθήκες. Αυτό το φαινόμενο επιδεινώνεται από τη γεωγραφική πρόσδεση, δηλαδή την ανάγκη των ανθρώπων να παραμένουν σε συγκεκριμένες περιοχές λόγω εργασίας, οικογένειας ή άλλων υποχρεώσεων. Τούτου λεχθέντος, τα περιθώρια μείωσης της δαπάνης αυτής είναι ελάχιστα, ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
 
 
Αναποτελεσματικά κυβερνητικά μέτρα
 
 
Τα μέτρα που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της στεγαστικής έχουν δεχθεί κριτική για την αποτελεσματικότητά τους. Παρά τις προσπάθειες για την ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών και τη ρύθμιση της αγοράς, οι τιμές των ακινήτων και των ενοικίων παραμένουν υψηλές και δεν έχει μπει κάποιο φρένο στην αχαλίνωτη αύξηση των τιμών ανεξαρτήτως κατάστασης των κατοικιών. Την ίδια στιγμή το πρόγραμμα «Σπίτι μου», όπου έχει δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα των κυβερνητικών μέτρων, προϋποθέτει την αξιολόγηση των τραπεζών και την ύπαρξη κάποιου κεφαλαίου, αποκλείοντας έτσι σημαντικά τμήματα του πληθυσμού που πλήττονται από τη στεγαστική κρίση. Τέλος, η ρύθμιση των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων σε ήδη κορεσμένες περιοχές, απλά περιορίζει την περαιτέρω αύξησή τους και δεν συμβάλλει πραγματικά στην απομείωση του αριθμού τους.
 
Για να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση, απαιτούνται μέτρα ρύθμισης της αγοράς. Λόγου χάρη και πολύ συγκεκριμένα, η ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων με δραστικό περιορισμό του διαθέσιμου αριθμού και αποκλεισμό από νομικά πρόσωπα στη διαχείριση και διάθεση τους θα συμβάλλει έτσι ώστε να μειωθεί η πίεση στην αγορά ενοικίων. Επιπλέον, η κατάργηση της «χρυσής βίζας» θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση για ακίνητα από ξένους επενδυτές, επιτρέποντας έτσι την πτώση των τιμών.
 
Ωστόσο, η πιο σημαντική λύση είναι η δημιουργία ενός μη κερδοσκοπικού πυλώνα μέσω δημοσίων επενδύσεων σε κοινωνική και συνεταιριστική κατοικία. Παραδείγματα από άλλες χώρες, όπως η Δανία και η Βιέννη, δείχνουν ότι η επένδυση σε κοινωνική κατοικία μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις. Στη Δανία το 20% των κατοικιών είναι κοινωνικές, ενώ στη Βιέννη το ποσοστό αυτό φτάνει το 60%. Αυτά τα μοντέλα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα, προσφέροντας προσιτές λύσεις στέγασης για όλους τους πολίτες.
 
Με άλλα λόγια, απαιτούνται δομικές αλλαγές για να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε προσιτή και αξιοπρεπή στέγαση. Το πιο σημαντικό, αυτό που απαιτείται να εντυπωθεί, είναι πως η κατοικία αποτελεί βασικό αγαθό και δικαίωμα για την ανθρώπινη ύπαρξη και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται κι όχι να θεωρείται ακόμα ένα επενδυτικό προϊόν.
 
Ο Βασίλης Δελής είναι πολιτικός επιστήμονας