Η έννοια της «κουλτούρας της αφύπνισης» (“woke culture”), όπως εμφανίζεται σήμερα στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα, αναφέρεται συνήθως σε μια σειρά από πολιτικές και στάσεις, οι οποίες διαστρεβλωτικά χαρακτηρίζονται από έναν υπέρμετρο δικαιωματισμό, μία άνευ ορίων ευαισθησία ή και μία ακραία αντιδραστικότητα. Σε μια κοινωνικo-πολιτική συνθήκη όπου η εξατομίκευση των ζωών κυριαρχεί και συνδιαλέγεται με τη διαρκή φτωχοποίηση, τη συναισθηματική εξάντληση και την τάση προς αποπολιτικοποίηση, η κατασκευή ενός σκιάχτρου, σε αυτή την περίπτωση υπό την ονομασία “woke”, κρίνεται απαραίτητη με όρους πολιτικής αρένας για να ξορκίσει αιτήματα ταξικά, αντιρατσιστικά, φεμινιστικά, οικολογικά, κ.ά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι γενεαλογίες του ρεύματος της «αντι-αφύπνισης» (“anti-wokeism”) συναντώνται με τα εθνικιστικά κινήματα και τις ομαδοποιήσεις των incels στον online κόσμο του Twitter (πλέον X), του YouTube, του Facebook κ.ά., αλλά και στις μικροεπιθέσεις στους δρόμους και στις μαζικές εκφράσεις μίσους, και -δίχως έκπληξη- πολλές φορές ακόμη και στους κύκλους της Aριστεράς ή άλλων ριζοσπαστικών πολιτικών χώρων.
Σε μια περίοδο κατά την οποία μικρές εστίες αντίστασης (συλλογικότητες, ερευνήτριες, καλλιτεχνά) δίνουν καθημερινές μάχες για να ανοίξουν συζητήσεις γύρω από τον ελληνικό εθνικισμό, τον δομικό ρατσισμό και τη φυλετικοποίηση, οι οπαδοί της «αντι-αφύπνισης» και τα συναφή ιδεολογικά ρεύματα, στη βάση τους σχεδόν πάντοτε μισογυνικά και συχνά εθνοκεντρικά, προσπαθούν να σιγάσουν κάθε πιθανή σχετική συζήτηση. Περιπαικτικές εκφράσεις γύρω από τρανς ή μη-δυαδικά (non-binary) άτομα, εκνευρισμός ή ειρωνεία γύρω από τη χρήση του ουδέτερου γένους (κυρίως από άτομα τα οποία δεν τα αφορά καν αυτή η απεύθυνση), κριτική για μια υποτιθέμενα απειλητική ατζέντα που προωθεί δευτερεύοντα ζητήματα τα οποία απομακρύνουν την προσοχή του κόσμου από τα «πραγματικά προβλήματα», όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι χαριτωμένα, αν δεν ήταν επικίνδυνα. Η βία που ξεσπά σε σχολεία, τα κυκλώματα σεξουαλικής κακοποίησης που εκμεταλλεύονται παιδιά ή οι ομο/τρανσφοβικές επιθέσεις είναι μόνο λίγα από τα παραδείγματα που αναδεικνύουν την κρισιμότητα των κοινωνικών προβλημάτων σήμερα, όπως μας διδάσκουν υποθέσεις που απασχολούν την επικαιρότητα, από τη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα, μέχρι την Κρήτη, τα Σεπόλια και το Θησείο.
Από τα πογκρόμ ακροδεξιών εναντίον Πακιστανών και Μπαγκλαντεσιανών μέχρι τα θανατηφόρα πυρά της ΕΛ.ΑΣ. προς Ρομά και την αποσιώπηση των εμπειριών των μεταναστριών και των προσφυγισσών, η Ελλάδα καταγράφει αναρίθμητους λόγους παραγόμενους εγχώρια, οι οποίοι οδηγούν τα κοινωνικά κινήματα να διαδηλώνουν για τον αντιρατσισμό και να διεκδικούν φυλετική δικαιοσύνη. Παρά το γεγονός ότι η έννοια “woke” μοιάζει κάπως παράταιρη με την ελληνική πραγματικότητα, καλούμαστε συχνά να απαντάμε με βάση αυτήν, με όρους ενός ετεροκαθορισμού, ο οποίος στο ελληνικό συγκείμενο συνοδεύεται από προσβλητικές κριτικές (αν όχι βίαιες επιθέσεις). Οι καταβολές του όρου μετρούν ήδη πολλές δεκαετίες από την καθιέρωσή του στο πλαίσιο της αφροαμερικανικής ιστορίας και των αγώνων των μαύρων κοινοτήτων στις ΗΠΑ. Η παρακαταθήκη αυτών των αγώνων, όπως και κάθε μορφής αντιρατσιστικού, φεμινιστικού, ταξικού αγώνα, ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει τις σύγχρονες φωνές αντίστασης που αρθρώνονται ενάντια στην κοινωνική αδικία. Η αποσυναρμολόγηση του ρεύματος του “wokeism”, όπως παρουσιάζεται μέσα από τη διαστρεβλωμένη οπτική των υπερασπιστών του μονοδιάστατου ορθολογικού ανδροκεντρικού λόγου, καθώς και η ανάδειξη των διαθεματικών αντιρατσιστικών φεμινιστικών αγώνων ως απάντηση στις πολλαπλές κρίσεις που βιώνει η Ελλάδα αλλά και ο κόσμος, αποτελούν τη διέξοδο από αυτήν τη σπαζοκεφαλιά. Οι μονοθεματικοί αγώνες έχουν τελειώσει και η συνεργασία στο μέτρο του δυνατού όσων νιώθουν κομμάτι των πολιτικών απαντήσεων σε αυτές τις κρίσεις αποτελεί τη μόνη λύση. Αν ένας πολιτικός χώρος καταλήγει να γίνεται σκιάχτρο για τους ιδεολογικούς του αντιπάλους, οποιαδήποτε μορφής χαρακτηρισμό κι αν παίρνει αυτό, μάλλον το γεγονός αυτό δεν αποτελεί προσβολή ή πραγματική επίθεση, αλλά έναν ακόμη λόγο για να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να ενώνουμε τις φωνές μας με τους κοινωνικούς αγώνες των καιρών μας.
Η Βασιλική Πολυκάρπου είναι υποψήφια διδακτόρισσα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο