Το ερώτημα «απέναντι ή μαζί με τους διεθνείς οργανισμούς» αναμένει απάντηση κατά περίπτωση και εξαρτάται από το κατά πόσον ικανοποιούνται οι στόχοι της Ουάσιγκτον.
Απειλείται η εύρυθμη λειτουργία και η βιωσιμότητα των διεθνών οργανισμών με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ; Σηματοδοτεί η επανεκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ το τέλος του πολυμερούς συστήματος όπως το γνώρισε ο πλανήτης μεταπολεμικά; Τα ερωτήματα αυτά είναι κεντρικά στον παγκόσμιο διάλογο εν αναμονή της ορκωμοσίας και επιστροφής του ρεπουμπλικανού προέδρου στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου.
Οι νέες συνθήκες και το δόγμα America First
Oι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της παγκόσμιας τάξης και του πολυμερούς συστήματος που περιλαμβάνει τους διεθνείς οργανισμούς έπειτα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 2000, που σήμανε το τέλος του κύματος της υπερπαγκοσμιοποίησης, οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει. Τόσο η πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ (2016-2020) όσο και το δόγμα America First (Πρώτα η Αμερική) στην εξωτερική πολιτική και στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές –και μετεκλογικές– εξαγγελίες του νέου Προέδρου και συνεργατών που αναμένεται να λάβουν επιτελικές θέσεις στην κυβέρνησή του, δρομολογούν μία νέα, διαφορετική προσέγγιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης και της επιδίωξης των στόχων της Ουάσιγκτον.
O Τραμπ και οι άνθρωποι που τον πλαισιώνουν προτάσσουν τη μονομερή και υπερεθνικιστική προσέγγιση έναντι της πολυμέρειας σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Το America First Policy Institute, παραθέτοντας την ατζέντα του σχετικού δόγματος εξωτερικής πολιτικής, τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα πρέπει να υποτάσσεται η πολιτική εθνικής ασφάλειας σε «πολυμερείς θεσμούς και άλλα έθνη», ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι «σε περιπτώσεις όπου οι πολυμερείς θεσμοί λειτουργούν σε σύγκρουση με την αμερικανική ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ, η αμερικανική ηγεσία θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα να αποσύρει την αμερικανική συμμετοχή και να σταματήσει να στέλνει τα δολάρια των φορολογουμένων σε αυτούς». To 2019, κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο Τραμπ εκφώνησε ένα εθνικιστικό μανιφέστο, απορρίπτοντας την προσέγγιση των πραγμάτων από μία «παγκοσμιοποιητική» ματιά, καθώς και την παράνομη μετανάστευση, προτάσσοντας τον πατριωτισμό ως λύση για τα δεινά του πλανήτη.
Υπενθυμίζεται ότι, κατά την πρώτη του θητεία στην αμερικανική προεδρία, ο Τραμπ απέσυρε, μεταξύ άλλων, τη στήριξη της χώρας από σειρά διεθνών οργανισμών και συμφωνιών, όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, η συμφωνία με το Ιράν, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η UNESCO, ο ΠΟΕ, ακόμη και ο ΠΟΥ, εν μέσω πανδημίας. Παράλληλα, επιχείρησε να περικόψει τα κονδύλια για τις ειρηνευτικές δράσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Οι διεθνείς οργανισμοί σε «βασανιστική» αναμονή
Την ίδια ώρα, οι διεθνείς οργανισμοί βρίσκονται σε αναμονή της ανάληψης της προεδρίας Τραμπ, προσπαθώντας να προετοιμαστούν για την επόμενη ημέρα. Προτού εκλεγεί για πρώτη φορά στην αμερικανική προεδρία είχε χαρακτηρίσει στο –τότε– Twitter τον ΟΗΕ «ένα κλαμπ για ανθρώπους που βρίσκονται μαζί, μιλούν και περνούν καλά».
Μετά τη δεύτερη εκλογική του νίκη, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες συνεχάρη τον Τραμπ για την εκλογή του, τονίζοντας με νόημα ότι «η συνεργασία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Ηνωμένων Εθνών αποτελεί βασικό πυλώνα των διεθνών σχέσεων» και προσθέτοντας ότι τα ΗΕ είναι «έτοιμα να συνεργαστούν εποικοδομητικά με την επερχόμενη κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των δραματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας». Oι ΗΠΑ εξάλλου είναι το κράτος-μέλος του ΟΗΕ –από τα 193 συνολικά– που αποτελεί τον μεγαλύτερο χρηματοδότη του, με ποσό που αντιστοιχούσε σε πάνω από το 1/3 του συνολικού προϋπολογισμού του Οργανισμού, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Πιο συγκεκριμένα, για το οικονομικό έτος 2022 η αμερικανική κυβέρνηση παρείχε συνολικά 21 δισεκατομμύρια δολάρια σε 179 διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς οντότητες. Για το 2018, επί προεδρίας Τραμπ, το ποσό ανερχόταν σε 11,9 δισ. δολάρια.
Οι εξαγγελίες Τραμπ περί επιβολής δασμών στις εισαγωγές προς τις ΗΠΑ (Κίνα, Καναδάς, Μεξικό κ.ά.) και οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η επιλογή αυτή για την ομαλή λειτουργία του παγκόσμιου εμπορίου υπό ένα πλαίσιο ευρέως αποδεκτών κανόνων προκαλούν αναταραχή και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Στις 29 Νοεμβρίου η Γενική Διευθύντρια του Οργανισμού Νγκόζι Οκόντζο-Ιουεάλα εξασφάλισε δεύτερη τετραετή θητεία στον ΠΟΕ. Η διαδικασία επανεκλογής της πρώην υπουργού Οικονομικών της Νιγηρίας και αναπτυξιακής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας, από τα 166 κράτη-μέλη του Οργανισμού, επιταχύνθηκε ενόψει της ανάληψης της αμερικανικής προεδρίας από τον Τραμπ, με ορατό το ενδεχόμενο «μπλόκου» της υποψηφιότητάς της. Σε πρόσφατες δηλώσεις σχετικά με την επιστροφή Τραμπ, η επικεφαλής του ΠΟΕ ανέφερε ότι «ανυπομονούμε να συνεργαστούμε με τη νέα διοίκηση. Νομίζω ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα με μια πολύ εποικοδομητική και δημιουργική προσέγγιση», προσθέτοντας ότι θέλει να αποφύγει κάθε είδους διαφορές που θα ήταν «επιζήμιες για τη λειτουργία του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος».
Πέρα όμως από το ενδεχόμενο περικοπής χρηματοδοτήσεων που μπορεί να δημιουργήσει «βραχυκύκλωμα» σε τομείς πολιτικής διεθνών οργανισμών, υπάρχει και το ζήτημα των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών των οργανισμών, καθώς ο εντεινόμενος ανταγωνισμός των ισχυρότερων κρατών-μετόχων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως ρεαλιστική απειλή. Ο πρόεδρος του Peterson Institute (PIIE) Άνταμ Πόσεν σε πρόσφατη δημοσίευσή του στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπογράμμισε ότι «η αυξανόμενη πολιτικοποίηση των διεθνών οικονομικών και του εμπορίου από Κίνα, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες έχει θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα του ΔΝΤ να βοηθήσει τις χώρες-μέλη και να περιορίσει την εκμεταλλευτική συμπεριφορά των κυβερνήσεων των τριών μεγαλύτερων οικονομιών».
Εργαλειοποίηση της δράσης των οργανισμών
Yπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος, η κυνικού χαρακτήρα εργαλειοποίηση των διεθνών οργανισμών προς όφελος του America First. To πρώην στέλεχος του Ταμείου Μάρτιν Μιχλάισεν υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση Τραμπ, όπως και οι υπόλοιπες αμερικανικές κυβερνήσεις, συνειδητοποίησαν ότι ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα προσέφεραν στις ΗΠΑ έναν μοχλό πίεσης για την επίτευξη των αμερικανικών στόχων, στηρίζοντας χρηματοδοτικά φιλικές χώρες, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν στραφεί προς τη χείρα βοηθείας του Πεκίνου, με την αντίστοιχη γεωπολιτική συνεργασία. Η περίπτωση της συνέχισης της χρηματοδότησης της Αργεντινής από το Ταμείο, με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον –ιδιαίτερα η βοήθεια προς τις φιλικές κυβερνήσεις του Μαουρίσιο Μάκρι επί πρώτης θητείας Τραμπ, αλλά και του Χαβιέρ Μιλέι–, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Συνεπώς, για την αξιολόγηση των κινήσεων της Ουάσιγκτον σε σχέση με τους διεθνείς οργανισμούς στην εποχή Τραμπ 2.0 θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο ανταγωνισμός με την Κίνα. Για παράδειγμα, ενδεχόμενη «υποχώρηση» των Ηνωμένων Πολιτειών από τον ΟΗΕ μπορεί αυτόματα να σημαίνει «παράθυρο ευκαιρίας» για το Πεκίνο ώστε να αυξήσει την κινεζική επιρροή στον διεθνή οργανισμό.
Ο εθνικισμός δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποκλειστικός λόγος απόσυρσης χωρών από διεθνείς διακρατικούς οργανισμούς, αφού κρίσιμο ρόλο παίζουν και οι εκάστοτε γεωπολιτικοί παράγοντες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προεδρία Τραμπ δεν αποτελεί τη μοναδική που απέσυρε την αμερικανική συμμετοχή και χρηματοδότηση διεθνών οργανισμών και συμφωνιών. Ενδεικτικά, το 1977 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO) υπό τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, το 1983 από την UNESCO υπό τον Ρόναλντ Ρίγκαν και το 1996 από Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιομηχανική Ανάπτυξη (UNIDO) επί της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, ακόμη, δεν επανέφερε τις ΗΠΑ σε συμφωνίες όπως αυτή με το Ιράν, το Σύμφωνο Συνεργασίας των δύο πλευρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Parternship [TPP]) και η Συνθήκη των Ανοιχτών Ουρανών (Open Skies Treaty), δείχνοντας μία τάση «υποχώρησης» των ΗΠΑ, η οποία απλώς στην περίπτωση Τραμπ αποτυπώνεται με πολύ μεγαλύτερη ένταση.
Οι παραπάνω παράγοντες αποτυπώνουν μία σύνθετη πραγματικότητα, ιδιαίτερα εν μέσω όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, συνεπώς μία απλουστευτική εκτίμηση της πορείας των εξελίξεων περί κατάρρευσης των διεθνών οργανισμών κινδυνεύει να αποδειχθεί λανθασμένη. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται χρόνος για να ξεδιπλωθούν οι στρατηγικές του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου και για να φανεί σε ποιον βαθμό θα υλοποιηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες του σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Tαυτόχρονα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο απρόβλεπτος και sui generis χαρακτήρας των αποφάσεων του Τραμπ, καθώς και οι ενστικτώδεις αντιδράσεις του απέναντι στις εξελίξεις. Το ερώτημα, λοιπόν, «απέναντι ή μαζί με τους διεθνείς οργανισμούς» αναμένει απάντηση κατά περίπτωση και εξαρτάται από το κατά πόσον ικανοποιούνται οι στόχοι της Ουάσιγκτον.
(Ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος είναι Συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Iνστιτούτου ΕΝΑ, Υποψήφιος Διδάκτωρ Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο Πειραιώς – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Ο κόσμος στην εποχή Τραμπ 2.0»)