Macro

Τζούντιθ Μπάτλερ: Παλαιστίνη: Ο στοχασμός δεν σημαίνει σχετικοποίηση

Τα ζητήματα που απαιτούν τη μεγαλύτερη δημόσια συζήτηση, εκείνα που είναι πιο επείγον να συζητηθούν, είναι αυτά που είναι δύσκολο να συζητηθούν μέσα στα πλαίσια που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας. Θέλουμε να περάσουμε άμεσα στο κρίσιμο θέμα, αλλά προσκρούουμε στα όρια ενός πλαισίου που καθιστά σχεδόν αδύνατο να πούμε ό,τι έχουμε να πούμε. Θέλω να μιλήσω για τη βία, τη σημερινή βία, την ιστορία της βίας και τις πολλές μορφές της. Αλλά αν κάποιος επιθυμεί να καταγράψει τη βία, πράγμα που σημαίνει να κατανοήσει τους μαζικούς βομβαρδισμούς και τις δολοφονίες στο Ισραήλ από τη Χαμάς ως μέρος αυτής της ιστορίας, μπορεί να κατηγορηθεί για «σχετικοποίηση» ή «πλαισίωση». Πρέπει να καταδικάσουμε ή να εγκρίνουμε, και αυτό είναι λογικό· είναι όμως αυτό το μόνο που αναμένεται να κάνουμε από ηθική άποψη; Πράγματι, καταδικάζω ανεπιφύλακτα τη βία στην οποία καταφεύγει η Χαμάς. Αυτό που έγινε ήταν μια τρομακτική και αποκρουστική σφαγή. Αυτή ήταν η πρωταρχική μου αντίδραση, και αυτή παραμένει. Αλλά υπάρχουν και άλλες αντιδράσεις.
 
Σχεδόν αμέσως, οι άνθρωποι θέλουν να μάθουν «με ποια πλευρά είσαι», και σαφώς η μόνη δυνατή αντίδραση σε τέτοιους φόνους είναι η απερίφραστη καταδίκη. Αλλά γιατί μερικές φορές νομίζουμε ότι, αν ρωτήσουμε μήπως χρησιμοποιούμε τις σωστές διατυπώσεις ή αν έχουμε καλή κατανόηση της ιστορικής κατάστασης, αυτό θα σταθεί εμπόδιο στην ισχυρή ηθική καταδίκη; Αποτελεί άραγε σχετικοποίηση να αναρωτηθούμε τι ακριβώς καταδικάζουμε, ποια πρέπει να είναι η εμβέλεια αυτής της καταδίκης και πώς να περιγράψουμε καλύτερα τον πολιτικό σχηματισμό ή τους σχηματισμούς στους οποίους αντιτιθέμεθα; Θα ήταν περίεργο να αντιταχθεί κανείς σε κάτι χωρίς να το κατανοήσει ή χωρίς να το περιγράψει καλά. Θα ήταν ιδιαίτερα περίεργο να πιστεύουμε ότι η καταδίκη απαιτεί άρνηση κατανόησης, από φόβο ότι η γνώση μπορεί να εξυπηρετήσει μόνο μια σχετικοποιητική λειτουργία και να υπονομεύσει την ικανότητά μας να κρίνουμε. Και αν είναι ηθικά επιβεβλημένο να επεκτείνουμε την καταδίκη μας σε εγκλήματα εξίσου τρομακτικά με αυτά που επανειλημμένα προβάλλονται από τα μέσα ενημέρωσης; Πότε και πού αρχίζει και πού τελειώνει η καταδίκη μας; Δεν χρειαζόμαστε μια κριτική και τεκμηριωμένη εκτίμηση της κατάστασης που να συνοδεύει την ηθική και πολιτική καταδίκη, χωρίς να φοβόμαστε ότι η γνώση θα μας μετατρέψει, στα μάτια των άλλων, σε φαύλους και συνένοχους φρικτών εγκλημάτων;
 
Υπάρχουν κάποιοι που χρησιμοποιούν την ιστορία της ισραηλινής βίας στην περιοχή για να αθωώσουν τη Χαμάς, αλλά για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο χρησιμοποιούν μια διεφθαρμένη μορφή ηθικής συλλογιστικής. Ας είμαστε ξεκάθαροι, η ισραηλινή βία κατά των Παλαιστινίων είναι συντριπτική: ανελέητοι βομβαρδισμοί, δολοφονίες ανθρώπων κάθε ηλικίας στα σπίτια τους και στους δρόμους, βασανιστήρια στις φυλακές, τεχνικές λιμοκτονίας στη Γάζα και απαλλοτρίωση σπιτιών. Και η βία αυτή, στις πολλές μορφές που παίρνει, ασκείται εναντίον ενός λαού χωρίς κράτος που υποβάλλεται σε κανόνες απαρτχάιντ και αποικιακή διακυβέρνηση. Ωστόσο, όταν η «Επιτροπή Αλληλεγγύης την Παλαιστίνη» του Χάρβαρντ εκδίδει μια ανακοίνωση στην οποία ισχυρίζεται ότι «το καθεστώς του απαρτχάιντ είναι το μόνο που πρέπει να κατηγορηθεί» για τις φονικές επιθέσεις της Χαμάς σε ισραηλινούς στόχους, κάνει λάθος. Είναι λάθος να επιμερίζεται η ευθύνη με αυτόν τον τρόπο, και τίποτα δεν πρέπει να απαλλάσσει τη Χαμάς από την ευθύνη για τις φρικτές δολοφονίες που έχει διαπράξει. Ταυτόχρονα, η ομάδα αυτή και τα μέλη της δεν αξίζει να μπουν σε κάποια μαύρη λίστα ή να απειλούνται. Σίγουρα έχουν δίκιο να επισημαίνουν την ιστορία της βίας στην περιοχή: «Από τις συστηματικές κατασχέσεις γης μέχρι τις αεροπορικές επιδρομές ρουτίνας, τις αυθαίρετες συλλήψεις μέχρι τα στρατιωτικά σημεία ελέγχου, από τους αναγκαστικούς οικογενειακούς χωρισμούς μέχρι τις στοχευμένες δολοφονίες, οι Παλαιστίνιοι έχουν αναγκαστεί να ζουν σε μια κατάσταση θανάτου, άλλοτε αργού και άλλοτε ξαφνικού».
 
Όλα αυτά ισχύουν, και πρέπει να ειπωθούν. Αλλά δεν σημαίνουν ότι η βία της Χαμάς είναι απλώς η ισραηλινή βία με άλλο όνομα. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να κατανοήσουμε γιατί ομάδες όπως η Χαμάς απέκτησαν δύναμη υπό το φως των αθετημένων υποσχέσεων του Όσλο και της «κατάστασης θανάτου, άλλοτε αργού και άλλοτε ξαφνικού» την οποία βιώνουν πολλοί Παλαιστίνιοι που ζουν υπό κατοχή, είτε πρόκειται για τη συνεχή παρακολούθηση και την απειλή διοικητικής κράτησης χωρίς δίκη, είτε για την εντεινόμενη πολιορκία που στερεί τους κατοίκους της Γάζας από φάρμακα, τροφή και νερό. Ωστόσο, δεν κερδίζουμε καμία ηθική ή πολιτική δικαιολόγηση για τις ενέργειες της Χαμάς αν αναφερθούμε στην ιστορία της. Αν κατανοήσουμε την παλαιστινιακή βία ως συνέχεια της ισραηλινής βίας, όπως μας ζητά η «Επιτροπή Αλληλεγγύης την Παλαιστίνη» του Χάρβαρντ, τότε υπάρχει μόνο μία πηγή ηθικής ενοχής, και έτσι οι Παλαιστίνιοι δεν είναι κύριοι των βίαιων πράξεών τους· οι πράξεις τους δεν είναι δικές τους. Αυτό όμως δεν τρόπος να αναγνωρίσουμε την αυτονομία της δράσης των Παλαιστινίων. Η αναγκαιότητα να διαχωρίσουμε την κατανόηση της διάχυτης και αδυσώπητης βίας του ισραηλινού κράτους από οποιαδήποτε αιτιολόγηση της βίας είναι κρίσιμη αν θέλουμε να εξετάσουμε ποιοι άλλοι τρόποι υπάρχουν για να αποτινάξουμε την αποικιοκρατία, να σταματήσουμε τις αυθαίρετες συλλήψεις και τα βασανιστήρια στις ισραηλινές φυλακές και να βάλουμε τέλος στην πολιορκία της Γάζας, όπου το νερό και το φαγητό δίνονται με το δελτίο από το έθνος-κράτος που ελέγχει τα σύνορά της. Με άλλα λόγια, το ερώτημα για το ποιος κόσμος είναι ακόμα εφικτός για όλους τους κατοίκους αυτής της περιοχής εξαρτάται από το ποιοι τρόποι υπάρχουν για να τερματιστεί η εποικιοκρατία. Η Χαμάς έχει μια τρομακτική και αποκρουστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Αν, ωστόσο, μας απαγορεύεται να αναφερόμαστε στην «κατοχή» (πράγμα που αποτελεί μέρος του σύγχρονου γερμανικού Denkverbot[1]), αν δεν μπορούμε καν να οργανώσουμε τη συζήτηση για το αν η ισραηλινή στρατιωτική κυριαρχία στην περιοχή είναι φυλετικό απαρτχάιντ ή αποικιοκρατία, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα να κατανοήσουμε το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Τόσο πολλοί άνθρωποι που παρακολουθούν το μακελειό από τα μέσα ενημέρωσης αισθάνονται τόσο απελπισμένοι. Αλλά ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι απελπισμένοι είναι ακριβώς το γεγονός ότι παρακολουθούν από τα μέσα ενημέρωσης, ζώντας μέσα στον εντυπωσιοθηρικό και παροδικό κόσμο της απέλπιδος ηθικής οργής. Μια διαφορετική πολιτική ηθική απαιτεί χρόνο, έναν υπομονετικό και θαρραλέο τρόπο μάθησης και κατονομασίας των πραγμάτων, ώστε να μπορούμε να συνοδεύσουμε την ηθική καταδίκη με ένα ηθικό όραμα.
 
Αντιτίθεμαι στη βία που έχει ασκήσει η Χαμάς και δεν έχω κανένα άλλοθι να προσφέρω. Όταν το λέω αυτό, ξεκαθαρίζω μια ηθική και πολιτική θέση. Δεν αμφιταλαντεύομαι όταν προβληματίζομαι για το τι προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτή η καταδίκη. Όποιος με ακολουθεί σε αυτή την καταδίκη, ίσως θελήσει να αναρωτηθεί αν η ηθική καταδίκη πρέπει να βασίζεται σε κάποια κατανόηση αυτού στο οποίο αντιτίθεται. Κάποιος θα μπορούσε να πει, όχι, δεν χρειάζεται να ξέρω τίποτα για την Παλαιστίνη ή τη Χαμάς για να ξέρω ότι αυτό που έχουν κάνει είναι λάθος και να το καταδικάσω. Αν σταματήσoυμε εκεί, βασισμένοι στις σύγχρονες αναπαραστάσεις των ΜΜΕ, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούμε αν αυτές είναι πραγματικά σωστές και χρήσιμες, αν αφήνουν να ειπωθούν οι ιστορίες, τότε αποδεχόμαστε μια ορισμένη άγνοια και εμπιστευόμαστε το πλαίσιο που μας παρουσιάζεται. Εξάλλου, όλοι έχουμε δουλειές και δεν μπορούμε όλοι να είμαστε ιστορικοί ή κοινωνιολόγοι. Είναι κι αυτό ένας τρόπος να σκεφτόμαστε και να ζούμε, και πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι ζουν έτσι. Με ποιο κόστος όμως;
 
Ας σκεφτούμε: τι θα γινόταν αν η ηθική μας και η πολιτική μας δεν τελείωναν στην πράξη της καταδίκης; Τι θα γινόταν αν επιμέναμε να αναρωτιόμαστε ποια μορφή ζωής θα απελευθέρωνε την περιοχή από τέτοιου είδους βία; Τι θα γινόταν αν, εκτός από την καταδίκη των αλόγιστων εγκλημάτων, θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα μέλλον στο οποίο αυτού του είδους η βία θα έπαιρνε τέλος; Η φιλοδοξία αυτή είναι κανονιστική, άρα υπερβαίνει τη στιγμιαία καταδίκη. Για να την εκπληρώσουμε, πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορία της κατάστασης, την ανάπτυξη της Χαμάς ως μαχητικής ομάδας μέσα στην καταστροφή της περιόδου μετά το Όσλο για όσους ζουν στη Γάζα, στους οποίους δόθηκαν υποσχέσεις για αυτοδιοίκηση αλλά δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα· τη δημιουργία άλλων ομάδων Παλαιστινίων με άλλες τακτικές και στόχους· και την ιστορία του παλαιστινιακού λαού, τις προσδοκίες του για ελευθερία και για το δικαίωμα της πολιτικής αυτοδιάθεσης, για απελευθέρωση από την αποικιοκρατία και τη διάχυτη στρατιωτική και σωφρονιστική βία. Τότε θα μπορούσαμε να γίνουμε μέρος του αγώνα για μια ελεύθερη Παλαιστίνη στην οποία η Χαμάς θα έχει διαλυθεί ή αντικατασταθεί από ομάδες με μη βίαιες φιλοδοξίες για συμβίωση.
 
Για όσους η ηθική τους θέση περιορίζεται μόνο στην καταδίκη, η κατανόηση της κατάστασης δεν είναι ο στόχος. Η ηθική αυτή αγανάκτηση χαρακτηρίζεται από μίσος προς τη διανόηση και λατρεία του παρόντος. Η σύνδεση όμως αυτή δεν είναι απαραίτητη: η οργή θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει ένα άτομο στα βιβλία της ιστορίας για να ανακαλύψει πώς φτάσαμε στο σημείο να συμβούν γεγονότα όπως αυτά και αν θα μπορούσαν να αλλάξουν οι συνθήκες ώστε ένα μέλλον βίας να μην είναι το μόνο δυνατό. Η «πλαισίωση» δεν θα πρέπει να θεωρείται ηθικά προβληματική δραστηριότητα, όσο κι αν βέβαια υπάρχουν μορφές πλαισίωσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μετατοπιστεί ή να διαγραφεί η ευθύνη. Μπορούμε να κάνουμε διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μορφών πλαισίωσης;
 
Απλώς επειδή ορισμένοι πιστεύουν ότι η πλαισίωση της φρικτής βίας εκτρέπει ή, χειρότερα, εκλογικεύει τη βία, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς πρέπει να συνθηκολογήσουμε με τον ισχυρισμό ότι όλες οι μορφές πλαισίωσης οδηγούν σε ηθική σχετικοποίηση. Όταν η «Επιτροπή Αλληλεγγύης την Παλαιστίνη» του Χάρβαρντ ισχυρίζεται ότι «το καθεστώς του απαρτχάιντ είναι το μόνο που πρέπει να κατηγορηθεί» για τις επιθέσεις της Χαμάς, ενστερνίζεται μια απαράδεκτη εκδοχή ηθικής υπευθυνότητας. Φαίνεται ότι, για να καταλάβουμε πώς προέκυψε ένα γεγονός ή τι νόημα έχει, πρέπει να μάθουμε λίγη ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διευρύνουμε τον φακό πέρα από την τρομακτική παρούσα στιγμή, χωρίς να αρνούμαστε τη φρίκη της, την ίδια στιγμή που αρνούμαστε να αφήσουμε αυτή τη φρίκη να εμφανιστεί ως η αναπαράσταση κάθε φρίκης που υπάρχει για να αναπαραστήσουμε, να γνωρίσουμε και να αντιπαλέψουμε. Τα σύγχρονα ΜΜΕ, ως επί το πλείστον, δεν περιγράφουν λεπτομερώς τη φρίκη που ο παλαιστινιακός λαός ζει εδώ και δεκαετίες με τη μορφή βομβιστικών επιθέσεων, αυθαίρετων επιθέσεων, συλλήψεων και δολοφονιών. Αν οι φρικαλεότητες των τελευταίων ημερών αποκτούν μεγαλύτερη ηθική σημασία για τα ΜΜΕ από τις φρικαλεότητες των τελευταίων εβδομήντα ετών, τότε η ηθική αντίδραση της στιγμής απειλεί να επισκιάσει την κατανόηση των ριζικών αδικιών που υφίστανται οι κατεχόμενοι Παλαιστίνιοι και οι εκτοπισμένοι με τη βία Παλαιστίνιοι –καθώς και την ανθρωπιστική καταστροφή και την απώλεια ζωών που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Γάζα.
 
Ορισμένοι δικαιολογημένα φοβούνται ότι οποιαδήποτε πλαισίωση των βίαιων πράξεων που διαπράχθηκαν από τη Χαμάς θα χρησιμοποιηθεί για να αθωώσει τη Χαμάς ή ότι η πλαισίωση θα αποσπάσει την προσοχή από τη φρίκη όσων έκανε. Τι γίνεται όμως αν είναι η ίδια η φρίκη που μας οδηγεί στην πλαισίωση; Από πού αρχίζει και πού τελειώνει αυτή η φρίκη; Όταν ο τύπος μιλάει για «πόλεμο» μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ, προσφέρει ένα πλαίσιο για την κατανόηση της κατάστασης. Στην πραγματικότητα, έχει ήδη κατανοήσει την κατάσταση εκ των προτέρων. Αν η Γάζα νοείται ως υπό κατοχή ή αν περιγραφεί ως «υπαίθρια φυλακή», τότε μεταφέρεται μια διαφορετική ερμηνεία. Μοιάζει με περιγραφή, αλλά το λεξιλόγιο περιορίζει ή διευκολύνει το τι μπορούμε να πούμε, πώς μπορούμε να περιγράψουμε και τι μπορεί να γίνει γνωστό. Ναι, η γλώσσα μπορεί να περιγράψει, αλλά αποκτά τη δύναμη να το κάνει μόνο αν συμμορφώνεται με τα όρια που επιβάλλονται στο τι είναι δυνατό να ειπωθεί. Αν αποφασιστεί ότι δεν χρειάζεται να ξέρουμε πόσοι Παλαιστίνιοι έφηβοι ή παιδιά έχουν σκοτωθεί τόσο στη Δυτική Όχθη όσο και στη Γάζα φέτος ή κατά τη διάρκεια των χρόνων της κατοχής, ότι αυτή η πληροφορία δεν είναι σημαντική για να ξέρουμε ή να αξιολογήσουμε τις επιθέσεις κατά του Ισραήλ και τις δολοφονίες Ισραηλινών, τότε έχουμε αποφασίσει ότι δεν θέλουμε να γνωρίζουμε την ιστορία της βίας, του πένθους και της οργής όπως την ζουν οι Παλαιστίνιοι. Θέλουμε να γνωρίζουμε μόνο την ιστορία της βίας, του πένθους και της οργής όπως την ζουν οι Ισραηλινοί. Μια Ισραηλινή φίλη, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως «αντισιωνίστρια», γράφει στο διαδίκτυο ότι είναι τρομοκρατημένη για την οικογένεια και τους φίλους της, ότι έχει χάσει ανθρώπους. Και οι καρδιές μας πρέπει να την συμπονούν, όπως σίγουρα κάνει η δική μου. Είναι αναμφισβήτητα τρομερό. Φαντάζεται όμως άραγε, έστω και για μια στιγμή, ότι η δική της εμπειρία τρόμου και απώλειας για φίλους και συγγενείς είναι αυτό που μπορεί να αισθάνεται –ή να έχει αισθανθεί μετά από χρόνια βομβαρδισμών, εγκλεισμού και στρατιωτικής βίας- ένας Παλαιστίνιος στην άλλη πλευρά; Είμαι και εγώ μια Εβραία που ζει με διαγενεακό τραύμα στον απόηχο των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν εναντίον ανθρώπων σαν εμένα. Διαπράχθηκαν όμως και εναντίον ανθρώπων που δεν ήταν σαν κι εμένα. Δεν χρειάζεται να ταυτιστώ με αυτή τη φάτσα ή με εκείνο το όνομα για να κατονομάσω τη θηριωδία που βλέπω. Ή, τουλάχιστον, παλεύω να μην το κάνω.
 
Τελικά, όμως, το πρόβλημα δεν είναι απλώς μια έλλειψη ενσυναίσθησης. Διότι η ενσυναίσθηση διαμορφώνεται κυρίως μέσα σε ένα πλαίσιο που επιτρέπει την επίτευξη ταύτισης ή τη μετάφραση μεταξύ της εμπειρίας του άλλου και της δικής μου. Και αν το κυρίαρχο πλαίσιο θεωρεί ότι ορισμένες ζωές είναι πιο άξιες πένθους από άλλες, τότε προκύπτει ότι ένα σύνολο απωλειών είναι πιο τρομακτικό από ένα άλλο σύνολο απωλειών. Το ερώτημα ποιανών τις ζωές αξίζει να πενθήσουμε είναι αναπόσπαστο μέρος του ερωτήματος σε ποιανών τις ζωές αξίζει να αποδώσουμε αξία. Και εδώ μπαίνει με αποφασιστικό τρόπο ο ρατσισμός. Αν οι Παλαιστίνιοι είναι «ζώα», όπως επιμένει ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, και αν οι Ισραηλινοί εκπροσωπούν τώρα «τον εβραϊκό λαό», όπως επιμένει ο Μπάιντεν (εξαφανίζοντας την εβραϊκή διασπορά μέσα στο Ισραήλ, όπως απαιτούν οι αντιδραστικοί), τότε οι μόνοι άνθρωποι που μένουν στη σκηνή ως άξιοι να τους πενθήσουμε, οι μόνοι που παρουσιάζονται ως επιλέξιμοι για θλίψη, είναι οι Ισραηλινοί, γιατί έτσι στήνεται ένα σκηνικό «πολέμου» μεταξύ του εβραϊκού λαού και των ζώων που επιδιώκουν να τον σκοτώσουν. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που μια ομάδα ανθρώπων που επιδιώκει την απελευθέρωση από τα αποικιοκρατικά δεσμά παρουσιάζεται από τον αποικιοκράτη ως ένα σύνολο ζώων. Οι Ισραηλινοί, όταν σκοτώνουν, είναι άραγε «ζώα»; Αυτή η ρατσιστική πλαισίωση της σύγχρονης βίας ανακεφαλαιώνει την αποικιακή αντίθεση μεταξύ «πολιτισμένων» και «ζώων» που πρέπει να κατατροπωθούν ή να καταστραφούν για να διατηρηθεί ο «πολιτισμός». Αν υιοθετήσουμε αυτό το πλαίσιο καθώς διακηρύσσουμε την ηθική μας αντίθεση, εμπλεκόμαστε σε μια μορφή ρατσισμού που δεν αφορά μόνο τη διατύπωση αλλά φτάνει μέχρι τη διάρθρωση της καθημερινής ζωής στην Παλαιστίνη. Και γι’ αυτό σίγουρα επιβάλλεται μια ριζική επανόρθωση.
 
Αν πιστεύουμε ότι η ηθική καταδίκη πρέπει να είναι μια σαφής, εστιασμένη πράξη χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε πλαίσιο ή γνώση, τότε αναπόφευκτα αποδεχόμαστε τους όρους με τους οποίους γίνεται αυτή η καταδίκη, τη σκηνή πάνω στην οποία ενορχηστρώνονται οι εναλλακτικές λύσεις. Σε αυτό το πιο πρόσφατο πλαίσιο, η αποδοχή αυτών των όρων σημαίνει ανακεφαλαίωση μορφών αποικιοκρατικού ρατσισμού που αποτελούν μέρος του δομικού προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί, της μόνιμης αδικίας που πρέπει να ξεπεραστεί. Έτσι, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από την ιστορία της αδικίας στο όνομα της ηθικής βεβαιότητας, γιατί αυτό σημαίνει ότι διακινδυνεύουμε να διαπράξουμε περαιτέρω αδικία, και κάποια στιγμή η βεβαιότητά μας θα κλονιστεί πάνω σε αυτό το λιγότερο σταθερό έδαφος. Γιατί άραγε δεν μπορούμε να καταδικάσουμε ηθικά αποτρόπαιες πράξεις χωρίς να χάσουμε τις δυνάμεις μας να σκεφτόμαστε, να γνωρίζουμε και να κρίνουμε; Σίγουρα μπορούμε και πρέπει να κάνουμε και τα δύο.
 
Οι πράξεις βίας που παρακολουθούμε στα ΜΜΕ είναι φρικτές. Και σε αυτή τη στιγμή της αυξημένης προσοχής από τα ΜΜΕ, η βία που βλέπουμε είναι η μόνη βία που γνωρίζουμε. Επαναλαμβάνω: έχουμε δίκιο να αποδοκιμάζουμε αυτή τη βία και να εκφράζουμε τη φρίκη μας. Κι εμένα έχουν αηδιάσει τα σωθικά μου εδώ και μέρες. Όλοι όσοι γνωρίζω ζουν με το φόβο για το τι θα κάνει η ισραηλινή στρατιωτική μηχανή στη συνέχεια, αν η γενοκτονική ρητορική του Νετανιάχου θα υλοποιηθεί σε μαζικούς φόνους Παλαιστινίων. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να θρηνήσουμε, χωρίς επιφυλάξεις, για τις ζωές που χάθηκαν στο Ισραήλ καθώς και για εκείνες που χάθηκαν στη Γάζα χωρίς να αναλωθούμε σε συζητήσεις περί σχετικισμού και ίσων αποστάσεων. Ίσως η ευρύτερη πυξίδα του πένθους να υπηρετεί ένα πιο ουσιαστικό ιδεώδες ισότητας, ένα ιδεώδες που αναγνωρίζει ίσο δικαίωμα των ζωών σε πένθος και γεννά την αγανάκτηση ότι αυτές οι ζωές δεν έπρεπε να χαθούν, ότι οι νεκροί άξιζαν περισσότερη ζωή και ίση αναγνώριση για τις ζωές τους. Πώς μπορούμε καν να φανταστούμε μια μελλοντική ισότητα των ζωντανών χωρίς να γνωρίζουμε, όπως έχει τεκμηριώσει το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών, ότι οι ισραηλινές δυνάμεις και οι έποικοι είχαν σκοτώσει σχεδόν 3.800 Παλαιστίνιους πολίτες από το 2008 στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, ακόμη και πριν από την έναρξη των σημερινών ενεργειών; Πού είναι το παγκόσμιο πένθος γι’ αυτούς; Εκατοντάδες παιδιά της Παλαιστίνης έχουν πεθάνει από τότε που το Ισραήλ άρχισε τις στρατιωτικές ενέργειες «εκδίκησης» κατά της Χαμάς, και πολλά άλλα θα πεθάνουν τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες.
 
Δεν θα θέσουμε σε κίνδυνο τις ηθικές μας θέσεις αν αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να μάθουμε την ιστορία της αποικιοκρατικής βίας και να εξετάσουμε το λεξιλόγιο, τις αφηγήσεις και τα πλαίσια που είναι τώρα διαθέσιμα για να μεταφέρουμε και να εξηγήσουμε –και να ερμηνεύσουμε εκ των προτέρων- τι συμβαίνει σε αυτή την περιοχή. Αυτού του είδους η γνώση είναι κρίσιμη, αλλά όχι με σκοπό να εκλογικεύσουμε τη υπάρχουσα βία ή να δικαιολογήσουμε μια μελλοντική. Στόχος της είναι να παράσχει μια πιο αληθινή κατανόηση της κατάστασης από ό,τι μπορεί να προσφέρει μόνο μια υπεράνω αμφισβήτησης πλαισίωση που είναι διαθέσιμη αυτή τη στιγμή. Πράγματι, μπορεί να υπάρξουν και άλλες θέσεις ηθικής εναντίωσης που πρέπει να προστεθούν σε όσες έχουμε ήδη αποδεχθεί, μεταξύ των οποίων και η εναντίωση στη στρατιωτική και αστυνομική βία που διαποτίζει τις ζωές των Παλαιστινίων στην περιοχή, στερώντας τους το δικαίωμα να πενθούν, να συνειδητοποιούν και να εκφράζουν την οργή και την αλληλεγγύη τους και να βρίσκουν τον δικό τους δρόμο προς ένα μέλλον ελευθερίας.
 
Προσωπικά, υπερασπίζομαι την πολιτική της μη βίας, γνωρίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως απόλυτη αρχή η οποία πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις. Υποστηρίζω ότι οι απελευθερωτικοί αγώνες που εφαρμόζουν τη μη βία συμβάλλουν στη δημιουργία του μη βίαιου κόσμου στον οποίο όλοι θέλουμε να ζήσουμε. Καταδικάζω απερίφραστα τη βία την ίδια στιγμή που, όπως και τόσοι άλλοι, θέλω να πάρω μέρος στην προσπάθεια να φανταστούμε και να αγωνιστούμε για πραγματική ισότητα και δικαιοσύνη στην περιοχή, μια ισότητα και δικαιοσύνη που θα είχαν ως αποτέλεσμα ομάδες όπως η Χαμάς να εξαφανιστούν, η κατοχή να τερματιστεί και νέες μορφές πολιτικής ελευθερίας να ανθίσουν. Χωρίς ισότητα και δικαιοσύνη, χωρίς τον τερματισμό της κρατικής βίας την οποία ασκεί ένα κράτος, το Ισραήλ, που το ίδιο εδραιώθηκε στη βία, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς κανένα μέλλον, κανένα μέλλον αληθινής ειρήνης –όχι, δηλαδή, την «ειρήνη» ως ευφημισμό για την εξομάλυνση, που σημαίνει να διατηρηθούν στη θέση τους οι δομές ανισότητας, αδικίας και ρατσισμού. Αλλά ένα τέτοιο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να παραμείνουμε ελεύθεροι να ονομάσουμε, να περιγράψουμε και να αντιταχθούμε σε κάθε βία, περιλαμβανομένης της ισραηλινής κρατικής βίας σε όλες τις μορφές της, και να το κάνουμε αυτό χωρίς φόβο λογοκρισίας, ποινικοποίησης ή κακόβουλων καταγγελιών για αντισημιτισμό. Ο κόσμος που θέλω είναι ένας κόσμος που θα αντιτίθεται στην κανονικοποίηση της αποικιοκρατίας και θα υποστηρίζει την αυτοδιάθεση και την ελευθερία των Παλαιστινίων, ένας κόσμος που θα υλοποιεί στην πραγματικότητα τις βαθύτερες επιθυμίες όλων των κατοίκων αυτών των χωρών να ζήσουν μαζί σε συνθήκες ελευθερίας, μη βίας, ισότητας και δικαιοσύνης. Η ελπίδα αυτή σε πολλούς φαντάζει αναμφίβολα αφελής, ακόμη και αδύνατη. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι από εμάς πρέπει μάλλον να επιμείνουμε σ’ αυτήν λυσσαλέα, αρνούμενες να πιστέψουμε ότι οι δομές που υπάρχουν τώρα θα υπάρχουν για πάντα. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους ποιητές και τους ονειροπόλους μας, τους αδάμαστους τρελούς, εκείνους που ξέρουν πώς να οργανώνονται.
 
[1] Απαγόρευση σκέψης (γερμ.).
Judith Butler
Nomadic Universality από London Review of Books, με τον τίτλο «The Compass of Mourning».