Macro

Τροποποιήσεις για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας… που αντενδείκνυνται

Έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 28 Δεκέμβρη η εκ νέου τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία. Οι γυναικείες οργανώσεις και μεγάλο μέρος του νομικού κόσμου έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους σε πολλές από τις τροπολογίες που εντάσσονται στο νομοσχέδιο λόγω της υποβάθμισης του κράτους δικαίου.
 
Για μία ακόμη φορά ο Υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε να συναντήσει τι γυναικείες οργανώσεις παρά τις σαφείς συστάσεις της GREVIO στην πρόσφατη Έκθεση της για την Ελλάδα. Για ακόμα μία φορά η κυβέρνηση αρνείται να εναρμονισθεί με ευρωπαϊκές και διεθνείς κατευθύνσεις, παρότι έχει κυρώσει η χώρα μας ή έχει ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο ευρωπαϊκές οδηγίες ή διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
 
Πριν δύο χρόνια ενόψει της ψήφισης της αντιμεταρρύθμισης του Οικογενειακού Δίκαιου, Ν. 4800/2021, προβλέπαμε ότι “θα αυξηθεί κατακόρυφα η δικαστική ύλη” και υποστηρίζαμε ότι θα έδινε περαιτέρω ώθηση για την άσκηση βίας σε βάρος των γυναικών. Δυστυχώς δικαιωθήκαμε. Η ψήφιση του νόμου, γνωστού ως “νόμου Τσιάρα”, οδήγησε σε:
• όξυνση των οικογενειακών συγκρούσεων και αντιθέσεων, • αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, κατά 110%, σε μόλις δύο χρόνια, • διόγκωση του αριθμού των δικαστικών υποθέσεων μεταξύ συζύγων τόσο σε πολιτικά όσο και ποινικά δικαστήρια.
 
Η κυβέρνηση, αντί να αναλάβει τις ευθύνες για αυτή την τεράστια αύξηση της βίας σε βάρος των γυναικών και την επιβάρυνση των δικαστηρίων, μειώνει τον αριθμό των δικαστών και ενισχύει τον θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, ενώ παραγνωρίζει ότι ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο δεν ενδείκνυται σε περιπτώσεις κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας, όπως ρητά επισημαίνει η GREVIO.
 
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτικός υπάλληλος παραπέμπει την υπόθεση σε ποινική διαμεσολάβηση με την προϋπόθεση ο διωκόμενος α) να υποσχεθεί (λόγος τιμής!) ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα εποπτευόμενο από το Κράτος. Αναφορικά με το δεύτερο, η Grevio επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρκετά προγράμματα, ότι οι δράστες αντιμετωπίζονται από το νόμο ως “ασθενείς” και όχι ως αντικοινωνικά άτομα χρήζοντα ειδικής συμβουλευτικής για τη βία σε βάρος των γυναικών. Επίσης, είναι ελάχιστες οι δομές που πραγματοποιούν τέτοια προγράμματα και αυτά με αμφίβολη αποτελεσματικότητα, ενώ επιπλέον δεν γνωρίζουμε αν ολοκληρώνονται από τους δράστες.
 
Παρόλο που πολλές φορές η γυναικοκτονία είναι η κατάληξη προηγούμενης ενδοοικογενειακής βίας και δεν απέχει χρονικά πολύ από την πρώτη καταγγελία, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τίποτε για την επίσπευση της διαδικασίας στον ανακριτικό και δικαστικό τομέα με την καθιέρωση μιας “ταχείας διαδικασίας κατά προτεραιότητα”, ώστε να αποτραπεί η κλιμάκωση της βίαιης συμπεριφοράς (π.χ. ιταλικός Codice Rosso). Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια είναι συχνά για τον πρώην σύντροφο το μέσο άσκησης εξουσίας και συνιστά νέα μορφή άσκησης βίας στο θύμα του, ενώ εξάλλου το δικαίωμα επικοινωνίας των βίαιων πατεράδων συχνά αποτελεί για τις γυναίκες και τα παιδιά μεγάλο ρίσκο, για αυτό θα πρέπει να αναστέλλεται το δικαίωμα επικοινωνίας με τα τέκνα εκ του νόμου, με την άσκηση ποινικής δίωξης (π.χ. γαλλικός ν. 2020-936).
 
Επίσης, όταν επιβάλλονται περιοριστικοί όροι στον κατηγορούμενο είναι απαραίτητο να προστεθεί ως μέτρο διασφάλισης της τήρησής τους, η εποπτεία του με κινητή ηλεκτρονική συσκευή ώστε να ενημερώνει τις αρχές όταν ο δράστης τα παραβαίνει (π.χ. ιταλικός και γαλλικός νόμος). Ακόμη το νομοσχέδιο εντάσσει και την ψυχολογική βία ως λόγο που επιφέρει τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας του άρθρου 1532 ΑΚ, δηλαδή αυτές της ολικής ή μερικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας. Ωστόσο θα πρέπει να υπάρξει ορισμός του τι συνιστά ψυχολογική βία στο πλαίσιο μιας ενδοοικογενειακής σχέσης, ώστε αυτή η αόριστη αναφορά να μην αποτελέσει το “παραθυράκι” για να εισχωρήσει έμμεσα και κακόβουλα στο νομοθετικό πλαίσιο το ψευτοσύνδρομο της «γονεϊκής αποξένωσης», στο οποίο στρέφονται πληθώρα κακοποιητικών πατεράδων για να βρουν υπερασπιστική γραμμή, κατά παράβαση των όσων συστήνει ο ΟΗΕ και η Grevio και ορίζονται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης . Συχνά τα παιδιά έχουν βάσιμο λόγο να αρνούνται είτε όταν είναι μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας είτε όταν την υφίστανται.
 
Παρότι το νομοσχέδιο προβλέπει την οικονομική αποζημίωση των θυμάτων από την Εθνική Αρχή Αποζημιώσεων, αυτό συμβαίνει μόνο στην περίπτωση της ποινικής διαμεσολάβησης και όχι σε όλες τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας με σοβαρές κακοποιήσεις.
 
Δεν προβλέπει τίποτε για την πρόληψη της βίας αλλά ούτε για την πραγματική προστασία των θυμάτων, καθώς δεν οργανώνει ένα δίκτυο συνεργασίας της αστυνομίας με τους αρμόδιους φορείς ώστε να διευκολύνεται η πλήρης προστασία της γυναίκας και του παιδιού θύματος.
 
Επιπλέον, το νομοσχέδιο δεν έχει συμπεριλάβει το αίτημα των γυναικείων οργανώσεων για την εισαγωγή του αδικήματος της “γυναικοκτονίας” ως ξεχωριστού αδικήματος του ΠΚ με ιδιαίτερη ποινική απαξία, καθώς και να μην υπάρχουν ελαφρυντικά όπως “πρότερος έντιμος βίος”, όταν προϋπήρξαν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ακόμη και σε βάρος τρίτων προσώπων.
 
Τέλος, όταν ο εισαγγελέας διαπιστώνει την ύπαρξη ανήλικων τέκνων του θύματος οφείλει να ζητήσει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων για την εξασφάλιση της αστικής αποζημίωσης της ζημίας που υπέστησαν. Και φυσικά να αφαιρείται η επιμέλεια και η γονική μέριμνα από τον δράστη.
 
Στέλλα Σάμου – Άννα Κοντοθανάση