Macro

Τραμπ και Πούτιν: η συγκεχυμένη αμερικανική πολιτική απέναντι στη Ρωσία

Λίγες μόλις ώρες απέμεναν μέχρι να λήξει η προθεσμία και τα φώτα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών ήταν ακόμη αναμμένα. Απηυδισμένο από την απραγία του Λευκού Οίκου για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016, το Κογκρέσο είχε περάσει νομοθεσία που απαιτούσε από την κυβέρνηση Τραμπ να κατονομάσει τους κορυφαίους ευνοούμενους του Κρεμλίνου. Ο στόχος ήταν να πιεστεί ο Λευκός Οίκος ώστε να παραδώσει μια λίστα ατόμων και επιχειρήσεων που μελλοντικά θα μπορούσαν να γίνουν στόχος κυρώσεων.

Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ήταν ήδη έξαλλος με αυτή την προσπάθεια και οι βασικοί συνεργάτες του, ο υπουργός Οικονομικών, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, ο υπουργός Εξωτερικών και οι σύμβουλοι του Λευκού Οίκου βρέθηκαν σύντομα σε αδιέξοδο.

Ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι με το να κατονομάσουν και μόνο άτομα του περιβάλλοντος του Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν θα τους ωθούσαν να μεταφέρουν τον πλούτο τους στη Ρωσία υπονομεύοντας έτσι τις επιπτώσεις οποιωνδήποτε μελλοντικών κυρώσεων. Ωστόσο, αν κατέληγαν σε μια απόρρητη λίστα, τότε θα κατηγορούνταν ότι ο κ.Τραμπ και η κυβέρνησή του είναι υπερβολικά ανεκτικοί απέναντι στη Ρωσία.

Υπήρξαν διαφωνίες σε κάθε επίπεδο, αναφέρουν πηγές προσκείμενες στις συνομιλίες. Ο Χ.Ρ. Μακμάστερ, ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, και ο Ρεξ Τίλερσον, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, τάσσονταν υπέρ μιας πιο σκληρής γραμμής απέναντι στη Ρωσία. Ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνάτσιν πίεζε για μια ηπιότερη εκδοχή.

Η ήπια εκδοχή επικράτησε. Λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα της 29ης Ιανουαρίου, οπότε εξέπνεε η προθεσμία, το υπουργείο Οικονομικών κατήρτησε μια λίστα αντιγραμμένη από τον ετήσιο κατάλογο του Forbes με τους πιο πλούσιους ανθρώπους. Η λίστα του υπουργείου Οικονομικών περιελάμβανε και λάθη: ορισμένα άτομα δεν είχαν πλέον οικονομικές συναλλαγές με τη Ρωσία ή τα περιουσιακά στοιχεία τους είχαν κατασχεθεί από το Κρεμλίνο.

Με τον κ. Τραμπ να αναμένεται να συναντηθεί με τον κ. Πούτιν στο Ελσίνκι τη Δευτέρα, το φιάσκο της λίστας συμβολίζει ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης Τραμπ: την αντιφατική έως ασύνδετη πολιτική της απέναντι στη Ρωσία. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης αναγνωρίζουν σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες ότι η σύγχυση είναι αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε έναν Πρόεδρο με υποτιθέμενες συμπάθειες για τον κ. Πούτιν και τη σκληρή γραμμή που άλλα μέλη της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι ακολουθούν.

Σε συνεντεύξεις τους, δεκάδες πρώην και νυν αξιωματούχοι αποκαλύπτουν μια συχνά ασύνδετη προσέγγιση απέναντι στη Ρωσία. Τη στιγμή που ορισμένοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ πέτυχαν μια σκληρή προσέγγιση απέναντι στη Μόσχα, άλλοι υποστηρίζουν ότι η ρητορική του κ. Τραμπ συχνά υπονομεύει την επίσημη πολιτική. Η αμερικανική προεδρία επισκιάζεται από τις συνεχιζόμενες έρευνες για το αν το επιτελείο της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ συνεργάστηκε με τη Μόσχα προκειμένου να τον βάλει στον Λευκό Οίκο.

Ενώ ο Πρόεδρος προσπαθεί να απορρίψει την έρευνα του πρώην διευθυντή του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ ως “κυνήγι μαγισσών”, οι επικριτές του επισημαίνουν ότι ο κ. Τραμπ, που κατά το παρελθόν έχει λούσει με εγκώμια τον κ. Πούτιν και αρνείται πεισματικά τις κατηγορίες ότι η Μόσχα έχει επιβαρυντικά στοιχεία για τον ίδιον, μπορεί να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό του.

“Δεν γνωρίζουμε τι βρίσκεται μέσα στο κουτί” δηλώνει πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος αναφερόμενος στη σχέση Τραμπ – Πούτιν. “Μπορεί να μην υπάρχει τίποτε. Όμως το κουτί βρίσκεται πάντοτε εκεί”.

Η αμερικανική προσέγγιση απέναντι στη Ρωσία βρέθηκε στο μικροσκόπιο κατά την τεταμένη τελευταία διάσκεψη του ΝΑΤΟ. Την Τετάρτη και την Πέμπτη, ο κ. Τραμπ μετέβη στις Βρυξέλλες για να συμμετάσχει στη σύνοδο σε μια περίοδο όπου πολλά από τα μέλη της συμμαχίας ανησυχούν για την αυξανόμενη απειλή της Ρωσίας. Το ΝΑΤΟ, κάποτε λίκνο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, έχει επανειλημμένα γίνει στόχος επικρίσεων από τον κ. Τραμπ. Οι χώρες της Ε.Ε. έχουν επίσης γίνει σήμερα στόχος των αμερικανικών δασμών.

Την επόμενη εβδομάδα, οι Πρόεδροι των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα έχουν τη δική τους ξεχωριστή διάσκεψη. Θα είναι μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς παρόντες συμβούλους. Ήταν ο κ. Τραμπ, λένε Αμερικανοί αξιωματούχοι, που πήρε την απόφαση να συναντήσει τον κ. Πούτιν κατ’ ιδίαν.

Η συμπεριφορά του κ. Τραμπ έχει ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας πλήθους βασικών ζητημάτων που βρίσκονται στο τραπέζι -συμπεριλαμβανομένων της στρατιωτικής κρίσης στην Ουκρανία, του πολέμου στη Συρία και της επανέναρξης της πυρηνικής κούρσας εξοπλισμών. Αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών φοβούνται ότι η Μόσχα θα επιχειρήσει να αναμειχθεί στις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου ακολουθώντας τις τακτικές που κατηγορούνται ότι χρησιμοποίησαν στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Οι μηχανορραφίες για τη συμπλήρωση της λίστας των Ρώσων ολιγαρχών αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της δυσκολίας που συναντά η αμερικανική κυβέρνηση στο να διαμορφώσει μια συνεκτική πολιτική για τη Ρωσία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι δίνουν αντιφατικές εξηγήσεις για την αντιγραφή της ρωσικής λίστας Forbes. Παρ’ ότι κάποιοι μιλούν για το μικρότερο κακό, άλλοι αισθάνθηκαν ντροπή εξαιτίας της κίνησης.

“Ολοι ελπίζαμε ότι θα συνέβαινε κάτι στο τέλος που θα το έσωζε” δηλώνει κυβερνητικός αξιωματούχος με γνώση των συνομιλιών εκείνης της ημέρας. Πρώην συνάδελφοί του, τονίζει, είχαν ετοιμάσει πλήρη έκθεση για τους ολιγάρχες που πρόσκεινται στο Κρεμλίνο. Ωστόσο, η έκθεση αυτή υποβαθμίστηκε σε απόρρητο παράρτημα. “Εκαναν σοβαρή δουλειά και την είδαν να πετιέται στα σκουπίδια την τελευταία στιγμή” τονίζει ο ίδιος.

Εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών δηλώνει ότι η λίστα “δεν ήταν σε καμία περίπτωση προϊόν της τελευταίας στιγμής”. Και συμπληρώνει: “Κανείς δεν πίεζε για τη δημοσιοποίηση του απόρρητου παραρτήματος και δεν εκφράζονταν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της κίνησης”.

Μια μέρα αφότου το υπουργείο Οικονομικών έδωσε στη δημοσιότητα την αντιγραμμένη λίστα Forbes, ο κ. Μνάτσιν βρέθηκε σε αμυντική θέση. Σε ακροαματική διαδικασία στη Γερουσία, περιέγραψε το παράρτημα ως “εξαιρετικά σοβαρή ανάλυση” και τόνισε ότι θα επιβληθούν νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας “στο άμεσο μέλλον”.

Νυν και πρώην αξιωματούχοι σημειώνουν ότι η αναγγελία αιφνιδίασε πολλούς από τους συναδέλφους του κ. Μνάτσιν στο υπουργείο προετοιμάζοντας το έδαφος για τις πρωτοφανείς κυρώσεις της 6ης Απριλίου που στρέφονταν εναντίον 17 Ρώσων αξιωματούχων και εταιρείες που συνδέονταν με αυτούς. Άλλοι επιμένουν ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε από την πρώτη στιγμή να επιβάλει σκληρές κυρώσεις αλλά συναντούσε γραφειοκρατικά εμπόδια.

Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι επτά Ρώσοι επιχειρηματίες επελέγησαν εξαιτίας “κακόβουλων” δραστηριοτήτων της τελευταίας πενταετίας, μεταξύ των οποίων η ανάμειξη σε εκλογές, κυβερνοεπιθέσεις ή στη ρωσική εμπλοκή στην Ουκρανία και τη Συρία. Ωστόσο, ένας από τους στόχους, ο Ολεγκ Ντεριπάσκα, ελέγχει την εταιρεία Rusal, τον μεγαλύτερο παραγωγό αλουμινίου στη Ρωσία, κάτι που σημαίνει ότι οι κυρώσεις προκάλεσαν αστάθεια στις αγορές αλουμινίου.

Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έχει τώρα χορηγήσει αρκετές παρατάσεις για τους προερχόμενους κυρίως από την Ευρώπη εμπορικούς εταίρους της Rusal και τους επενδυτές της εταιρείας χαρτοφυλακίου ΕΝ+ του κ. Ντεριπάσκα με έδρα το Λονδίνο προκειμένου να περιορίσουν τη συμμετοχή τους.

Κυβερνητικός αξιωματούχος που ενεπλάκη στην επιβολή των κυρώσεων κατηγορεί συναδέλφους του ότι εκβίασαν τη διαδικασία: “Κατανοώ ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι γρήγορα. Όμως αυτό έγινε εις βάρος της αναγκαίας προσοχής”.

Το αμερικανικό υπουργείο έγινε επίσης στόχος επικρίσεων επειδή εξέδωσε υπερβολικά πολλές δηλώσεις εξαίρεσης για τη Rusal, πρακτική που αξιωματούχος χαρακτηρίζει ως ασυνήθιστη. “Δεν κάναμε προσεκτικά τη δουλειά μας με τη Rusal εξαιτίας (του όγκου και της ταχύτητας) των δηλώσεων εξαίρεσης” δηλώνει άτομο κοντά στην κυβέρνηση. “Και αυτό υποδηλώνει πανικό” συμπληρώνει. Από την πλευρά του, το υπουργείο υποστηρίζει ότι οι δηλώσεις εξαίρεσης αποτελούν συνηθισμένο στρατηγικό μέτρο.

Μόλις δέκα μέρες μετά, η Νίκι Χέιλι, Αμερικανίδα πρέσβειρα στα Ηνωμένα Έθνη, δήλωσε ότι ετοιμάζονται νέες κυρώσεις έπειτα από την υποτιθέμενη επίθεση με χημικά όπλα στη Συρία από το καθεστώς που υποστηρίζεται από τη Ρωσία. Οι κυρώσεις αυτές δεν έγιναν ποτέ πράξη τροφοδοτώντας έτσι τα σενάρια ότι οι ΗΠΑ μαλάκωναν και πάλι τη στάση τους απέναντι στη Μόσχα.

Η σύγχυση για τις κυρώσεις αύξησε τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης – σε μια περίοδο που οι δύο πλευρές καυγαδίζουν για την απόφαση του κ. Τραμπ να εγκαταλείψει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα το Ιράν και την συμφωνία του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή. Τη στιγμή που αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ επιμένουν ότι υπήρξε συντονισμός με Ευρωπαίους προτού επιβληθούν οι κυρώσεις του Απριλίου, άλλες πηγές, με γνώση των επαφών ΗΠΑ – Ε.Ε., αρνούνται αυτό τον χαρακτηρισμό.

«Για τις κυρώσεις της 6ης Απριλίου δεν υπήρξε κανένας συντονισμός εκ των προτέρων με τους Ευρωπαίους» δηλώνει ο Άντερς Άσλουντ από το Aτλαντικό Συμβούλειο, ένα think-tank της Ουάσιγκτον. «Δεν ήταν κάτι που συζήτησαν» προσθέτει. Εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών δηλώνει ότι μερικές φορές οι προειδοποιήσεις ειναι περιορισμένες προκειμένου να αποφευχθεί η φυγή κεφαλαίων και άλλοι κίνδυνοι.

Ευρωπαίος αξιωματούχος υποστηρίζει ότι οι κυρώσεις αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει επαρκής συντονισμός, υπογραμμίζοντας πως οι αμερικανικές ενέργειες κατόρθωσαν να παραλύσουν προσωρινά τη βιομηχανία αλουμινίου.

Η Άνγκελα Στεντ, διευθύντρια του ευρασιατικού, ρωσικού και ανατολικοευρωπαϊκού κέντρου του Πανεπιστημίου της Τζόρτζταουν, εκτιμά ότι με το να προκαλέσουν ρήγματα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, οι ΗΠΑ έσπρωξαν ουσιαστικά την Ευρώπη πιο κοντά στη Ρωσία. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ταξίδεψε πρόσφατα στην Αγία Πετρούπολη ως προσκεκλημένος του ετήσιου οικονομικού φόρουμ της Ρωσίας, ενώ η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ συνάντησε τον κ. Πούτιν τον Μάιο στο ρωσικό θέρετρο Σότσι.

Για την Ευρώπη υπάρχει ακόμη η ισχυρή τάση για διατήρηση του κλίματος συνεννόησης με τις ΗΠΑ, δήλωσε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος. Ωστόσο, ορισμένοι ηγέτες αρχίζουν να απαυδίζουν με τον Τραμπ. Στη Μόσχα, πολλοί άνθρωποι με μακροχρόνιους δεσμούς με τον κύκλο του κ. Πούτιν δηλώνουν ότι ο στόχος των κυρώσεων παραμένει μυστήριο για τους ίδιους όπως και για τους Αμερικανούς επικριτές τους. «Είναι σαν να το κάνουν χωρίς μυαλό και χωρίς χέρια» σημειώνει ένας. «Ολοι καταλαβαίνουν τώρα ότι τις αποφάσεις παίρνουν ηλίθιοι. Δεν υπάρχει λογική ούτε νόημα».

Ρώσος επιχειρηματίας δηλώνει ότι η στρατηγική πίεσης των ολιγαρχών, με την ελπίδα εκείνοι να ζητήσουν από τον κ. Πούτιν να αλλάξει πολιτική, δεν αποδίδει. «Δεν καταλαβαίνουμε τον λόγο για όλα αυτά. Αν νομίζετε ότι μπορούμε να πάμε στον Πούτιν και να του πούμε τι να κάνει, τότε απλώς δεν καταλαβαίνετε τη Ρωσία» σημειώνει ο ολιγάρχης. «Ο Πούτιν τα λατρεύει αυτά. Το καθεστώς επωφελείται. Ο λαός δεν έχει πρόβλημα καθώς απεχθάνεται τους ολιγάρχες και το κράτος αυξάνει την περιουσία του».

Στις συνόδους του ΝΑΤΟ και του Ελσίνκι, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούν για μια επανάληψη της προηγούμενης διεθνούς περιοδείας Τραμπ τον Ιούνιο. Όταν έσφιξε εγκάρδια το χέρι του Βορειοκορεάτη Κιμ Γιονγκ Ουν στη Σιγκαπούρη λίγο αφότου προσέβαλε τους συμμάχους του στην Ομάδα των G7 στη σύνοδο του Καναδά.

Ο Γιον Χάντσμαν, ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Ρωσία, υπόσχεται ότι ο κ. Τραμπ θα «οδηγήσει τη συζήτηση στις κακόβουλες ενέργειες και την ανάμειξη στις εκλογές». «Γνωρίζει τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες και τα έχει συζητήσει. Μπορεί όλοι να μιλάμε για τα ίδια θέματα κάπως διαφορετικά, αλλά ο Πρόεδρος συζητά γι’ αυτά με τον δικό του τρόπο» δήλωσε ο Χάντσμαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Ωστόσο, πρώην κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρουσιάζουν τον κ. Πούτιν ως πονηρό διαπραγματευτή, που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον κ. Τραμπ εκμαιεύοντας από τις ΗΠΑ παραχωρήσεις δίχως να προσφέρει το παραμικρό ως αντάλλαγμα.

«Ο Πούτιν θα μπορούσε να τα πάρει όλα στη σύνοδο. Να κάνει τον Τραμπ να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία με τον ισχυρισμό ότι η Ρωσία θα θέσει υπό έλεγχο την επιρροή της Τεχεράνης και να ξεμπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία πείθοντας τον Τραμπ ότι η Κριμαία είναι ούτως ή άλλως ουσιαστικά ρωσική». Και ο πρώην αξιωματούχος προσθέτει: «Ο Πούτιν ξέρει πώς να παίξει τα χαρτιά του».

Κόρτνεϊ Γουίβερ, Κατρίνα Μάνσον και Μαξ Σέντον

Πηγή: Η Αυγή από Financial Times