Ο Ζορζ Κλεμανσό (1841 – 1929, Γάλλος Πρωθυπουργός σε δύο περιόδους και από τους αρχιτέκτονες της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919) έλεγε για την Αμερική ότι είναι «μια χώρα που πέρασε από τη βαρβαρότητα στην παρακμή χωρίς να αγγίξει τον πολιτισμό».
Έχω την πεποίθηση -σύμφωνα με τα μέχρι τώρα έργα και ημέρες του κυβερνώντος κόμματος- ότι αν παραφράσουμε την αποφθεγματική ρήση του Κλεμανσό, ταιριάζει γάντι στην πορεία της Ν.Δ. όχι μόνο στην καθαρά κυβερνητική της συμπεριφορά, αλλά και στην πρακτική και τις επιλογές του όλου επιτελικού κράτους το οποίο ενέσκηψε πράγματι ως οδοστρωτήρας σε φρενιτιώδη πορεία. Τόσο φρενιτιώδη ώστε δικαιολογημένα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν έχουμε να κάνουμε με το επιτελικό κράτος των αρίστων (όπως σεμνύνεται και εγκαυχάται ο Κυριάκος Μητσοτάκης) ή με το εική και ως έτυχε πολιτικό σύμφυρμα των αχρήστων. Τα ολοένα και περισσότερα δείγματα γραφής μάλλον προς το δεύτερο κατατείνουν.
Διότι ναι, μόλις πέντε μήνες και μία εβδομάδα μετά τις εκλογές, η Ν.Δ., με εντατική βαναυσότητα, είτε ως κυβέρνηση, είτε ως γενική πολιτική (επιτελική και προθετική) αποδεικνύει ότι με ταχύτητα πέρασε από τη βαρβαρότητα μιας αντιπολίτευσης της χυδαίας αδημονίας για ρεβανσισμό (που έφτασε μέχρι την τυμβωρυχία και το ασύστολο ψεύδος, την πατριδοκαπηλία και τον φασισμένο λόγο), στη σήψη της παντί τρόπω και παντί σθένει λαφυραγώγησης του κράτους χωρίς να αγγίξει τον πολιτικό πολιτισμό και τα δημοκρατικά αποκτήματα που με απίστευτο «χρήμα ανθρώπων» φάνηκε να αποκτά ο ελληνικός λαός.
Και μόνο ο περιφρονητικός τρόπος με τον οποίο στελεχώθηκε η κυβέρνηση αρκεί για να προκαλέσει την αγανάκτηση. Γιατί αν δεν είναι περιφρόνηση προς εκείνους που έστειλε ο ελληνικός λαός στο Κοινοβούλιο, τότε δείχνει απαξίωση της Ν.Δ. προς το ίδιο το πολιτικό της προσωπικό, έλλειψη εμπιστοσύνης και παραδοχή ενός εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου ανθρώπων, άχρηστων και ανάξιων να αναλάβουν την ευθύνη της εκτελεστικής εξουσίας. Όταν διαθέτεις αυτοδυναμία 158 βουλευτών και σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο (21) αποτελείται από εξωκοινοβουλευτικούς, τούτο ακριβώς σημαίνει. Ή ότι φτιάχνεις μια κυβέρνηση εκτέλεσης συμβολαίων που θα τα φέρουν σε πέρας «εκείνοι που ξέρουν». Ντίλερς, λομπίστες, τεχνοκράτες, ειδικοί των off shore (αν είναι και συγγενείς, ακόμη καλύτερα) και άλλα συναφή επαγγέλματα γνωστών ή και αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Μοιραία λοιπόν και εδώ (με την έννοια της λογικής συνέπειας) «ενός κακού μύρια έπονται». Όταν στη στελέχωση της κυβέρνησης παρακάμπτεται η περιλάλητη «κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας» που είναι οι εκλογές, όταν εργαλοιοποιείται το αποτέλεσμά τους με δεσποτική χρήση της πλειοψηφίας, όταν σαρώνεται η θεμελιώδης για τη δημοκρατία δικαιωματική υπόσταση της μειοψηφίας που είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη, αφού τα συντάγματα, όπως γνωρίζουν και οι νεοσσοί του Συνταγματικού Δικαίου, κυρίως δικαιώματα των μειοψηφιών προστατεύουν, τότε το πολίτευμα έχει ήδη μπει σε επικίνδυνη διαδικασία σήψης. Κορυφαίο και ντροπιαστικό παράδειγμα, η καταψήφιση αναθεώρησης του άρθρου 5 παράγραφος 2 του συντάγματος ώστε να συμπεριλαμβάνεται η απαγόρευση στις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα και το φύλο.
Κι αν τέτοια «μοντέρνα τέρατα» προκύπτουν στο δικαιωματικό πεδίο, εύκολα γίνεται αντιληπτή η κατάσταση που επικρατεί στους άλλους καταστατικούς τομείς λειτουργίας της κρατικής οντότητας της δημοκρατίας. Μια κατάσταση που ολοένα και πιο επιτακτικά επαναφέρει το διλημματικό ερώτημα αν έχουμε να κάνουμε με μια γενική διακυβέρνηση των αρίστων ή των αχρήστων. Αρίστων ή αχρήστων για τη δημοκρατία εννοείται. Και είναι ένα ερώτημα που όλοι, μα όλοι, χωρίς εξαίρεση, καλούμαστε να απαντήσουμε. Είτε ως θεσμικές συγκροτητικές εξουσίες, είτε ως πολιτικά κόμματα και άλλες συλλογικές δράσεις κάθε λογής, είτε ως πολίτες και κυρίως (βασικότατο) ως συμπολίτες.
Και βέβαια η διάκριση μεταξύ αρίστων και αχρήστων δεν γίνεται με βάση τις «καλές σπουδές», την «εξυπνάδα», την «κατάρτιση», την «πείρα και εξειδίκευση», την «ευφράδεια» και άλλα επάρσεως σημαντικά στην καθεστωτική νοοτροπία, αλλά το πόσο χρήσιμη ή άχρηστη για την δημοκρατία είναι η κάθε πολιτική ή το κάθε πρόσωπο. Κορυφαίο εδώ είναι το ακραία επονείδιστο παράδειγμα των διοικητών νοσοκομείων, όπου συναντήθηκαν εκρηκτικά ή άχρηστη πολιτική με τα άχρηστα πρόσωπα.
Κραυγαλέα και η περίπτωση Διαματάρη, ενός ανθρώπου που είναι άχρηστος για τη δημοκρατία επειδή είπε ψέματα. Και συνέχισε την άχρηστη πορεία του κάνοντας μετακλητό τον Τάσο Φιλιππάκο, «εξαφανισθέντα» στις ΗΠΑ πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΑΒ όταν ασκήθηκαν διώξεις. Το ότι συνεχίζει είναι ακριβώς η σήψη που λέγαμε. Η σήψη, επίσης, του σηκωμένου ρόπαλου και των χαρισμένων δισεκατομμυρίων. Η σήψη από τον καταργημένο «Φιλόδημο» και ο άχρηστος Θεοδωρικάκος.
Για τη σήψη που εκχέεται από τον Σαμαρά ας μην συζητήσουμε, όπως και για πολλά άλλα. Γιατί δεν έχουμε καιρό.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή