Η επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη έφερε ξανά στην επιφάνεια την ύπαρξη μιας ακροδεξιάς, μιας φασιστικής πρακτικής που δυστυχώς δεν εξέλειπε από την Ελλάδα και κυρίως από την Θεσσαλονίκη. Η ιστορική διαδρομή της ακροδεξιάς και των φασιστών στη Βόρεια Ελλάδα είναι πλούσια σε αιματηρά γεγονότα. Τα περισσότερα εξ’ αυτών στο όνομα της πατρίδας αλλά και της εθνικής συνείδησης που υποτίθεται ότι ήταν μειωμένη στα θύματα των τραμπούκων και παρακρατικών.
Στη Βόρεια Ελλάδα καλλιεργείται από το σχολείο, από τον κοινωνικό περίγυρο, από την εκκλησία η εθνική ταυτότητα του υπερήφανου κι ανάδελφου λαού. Δεκαετίες επί δεκαετιών υπάρχει συνεχής αναφορά στις διώξεις των Ελλήνων που έχουν διαφορετικές καταγωγές από τις γείτονες χώρες. Σίγουρα, μια περιοχή όπως η Μακεδονία που έχει δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο, έχει ισχυρό το εθνικό συναίσθημα.
Τούτο όμως σίγουρα δε μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τον εναγκαλισμό με εθνικιστικές και ναζιστικές οργανώσεις που δρουν στη περιοχή, πραγματικότητα όμως που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.
Οι περισσότερες αν όχι όλες οι εκδηλώσεις που αφορούν ιστορικά και “ιστορικά” γεγονότα έχουν αναφορές αλλά και αφετηρία αιματηρά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Βόρεια Ελλάδα. Η αποσιώπηση όμως κομματιών της ιστορίας και η μεγέθυνση άλλων, λειτουργούν ως διαστρεβλωτικός καθρέφτης της ιστορικής γνώσης. Η εθνική ιστοριογραφία συνεχίζει να είναι μία ιστορία καταγραφής νεκρών και αίματος και φυσικά μόνο της μιας πλευράς, κάτι που αυθόρμητα γεννά την αίσθηση της αδικίας ημών καθώς και της μόνιμης ενοχής του άλλου.
Η «πειραγμένη» ιστορία χρησιμοποιήθηκε από τη γένεση του ελληνικού κράτους (και όχι μόνο του ελληνικού) για να κατασκευάζονται με συνειδητό κι εύκολο τρόπο οι εχθροί του έθνους και ταυτόχρονα να χτίζεται και μια εθνική συνείδηση που δε μπορεί να ξεφύγει από την κρατούσα δεξιά ανάλυση των ιστορικών δεδομένων. Έτσι, λοιπόν, οι κομμουνιστές στις προπολεμικές και μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν πάντα το άγος του «εθνοπροδότη» και του «εαμοβούλγαρου», κατηγορίες που αυτομάτως έθεταν τους αριστερούς πολίτες στο περιθώριο χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις. Αυτή η εθνικιστική παραγωγή λόγου σπίλωνε εν συνόλω τις αριστερές πολιτικές οργανώσεις και λειτουργούσε ως δικαιολογία ακόμα και για την δολοφονία πολιτικών προσώπων.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και σίγουρα μετά τη δεκαετία του 1980 οι Γκοτζαμάνηδες σίγησαν, μιας και η αστική τάξη και οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της δεν ένιωθαν κάποιο πολιτικό κίνδυνο από τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, που σε μεγάλο βαθμό υιοθετούσαν τις πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων. Στα χρόνια όμως της κρίσης και με την ανάδειξη της ναζιστικής χρυσής αυγής σε ισχυρό πολιτικό πόλο, οι τραμπούκοι αναθάρρησαν. Αρωγός στην εθνικιστική αναγέννηση υπήρξε το μιντιακό καθεστώς αλλά και τα κόμματα της δεξιάς που ποτέ δεν άφηναν τα «εθνικά» ζητήματα ανεκμετάλλευτα.
Ξαναγυρνώντας στην επίθεση εναντίον του Μπουτάρη, λοιπόν, αυτό που φανερώνεται με τον πιο επικίνδυνο τρόπο είναι ότι αυτοί οι φασίστες δεν είναι πέντε γραφικοί που κυνήγησαν τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Είναι οργανωμένοι και συνεννοούμενοι τραμπούκοι, μερικοί εξ’ αυτών μάλιστα φορούν και ίδια μπλουζάκια, που περιμένουν το σήμα για την επίθεση. Η επίθεση αυτή καθαυτή έχει δολοφονικό χαρακτήρα και το μόνο που τη σταμάτησε από το να εξελιχθεί σε κάτι τόσο τραγικό ήταν η δημόσια θέα της και ο κίνδυνος των ποινικών ευθυνών που θα είχαν οι επιτιθέμενοι. Γι’ αυτό και οι πιο έμπειροι εκ των τραμπούκων σκεπάζουν το πρόσωπο τους κατά την εξέλιξη της επίθεσης.
Όμως δε μπορεί να μη γίνει και μια αναφορά στον κόσμο που κοιτά απαθής το λιντσάρισμα και ίσως να χαίρεται σιωπηρά. Δε μπορεί να κλείσουμε τα μάτια στις αναρτήσεις στελεχών της ΝΔ στα κοινωνικά μέσα που επικροτούν την πράξη βίας. Δε μπορεί να μη στηλιτευτεί η προσπάθεια αντιστοίχισης της Marfin με το συγκεκριμένο περιστατικό. Παράλληλα, μόνο θλίψη μπορεί να προκαλέσει η άρνηση κατανόησης πως το αντίστοιχο περιστατικό με τον ξυλοδαρμό του κ. Κουμουτσάκου σε ανάλογη περσινή εκδήλωση, έγινε από παρόμοια ομάδα τραμπούκων και είχε τα ίδια ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν ότι πρέπει να υπάρξει μία σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της αναζωογονημένης ακροδεξιάς έκφρασης σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, ιδεολογικό, ιστορικό). Δε μπορεί να απειλείται κανείς και καμιά που εκφράζει οποιαδήποτε διαφορετική γνώμη για το Μακεδονικό, για τους Πόντιους, για την Ελλάδα. Δε μπορεί επίσης να γράφονται στα κοινωνικά μέσα προσβλητικά σχόλια ή ακόμα χειρότερα σχόλια που υποκινούν σε βία εναντίον προσώπων που απλά εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Σ’ αυτή τη προσπάθεια η δικαιοσύνη αλλά και αστυνομία δε μπορούν να είναι θεατές.