Στο σημερινό περιβάλλον της υποχώρησης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της επανόδου των εθνικισμών, υπάρχουν δύο νέα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη στο σχεδιασμό της πολιτικής για την επιστημονική έρευνα και καινοτομία.
Πρώτον, στην πρόσφατη έκθεση Ντράγκι, για την ανάνηψη της οικονομικής ευρωστίας της ΕΕ, προτείνεται η εστίαση στην αμυντική βιομηχανία με μοχλό την έρευνα και την καινοτομία. Με βάση το σκεπτικό που αναπτύσσεται, ο τομέας της άμυνας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη καινοτομίας μεγάλης προστιθέμενης αξίας για ολόκληρη την οικονομία και, κατά συνέπεια, πρέπει να ενισχυθεί. Ήδη, αυτή η τάση υλοποιείται με αυξανόμενη ένταση σε ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ. Δεύτερον, οι νέες τεχνολογίες, με αιχμή την τεχνητή νοημοσύνη, αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο βάρος στον καθορισμό της θέσης κάθε χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και αναδεικνύουν νέες μορφές ταξικής εκμετάλλευσης και τις επακόλουθες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες.
Παρόλα αυτά, η γνώση που προκύπτει από την έρευνα συχνά εμφανίζεται αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι και αναφέρεται ως πολιτικά «ουδέτερη». Όμως, αυτή έχει πάντα πρόσημο που καθορίζεται από τις πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονται για την παραγωγή γνωσιακού κεφαλαίου και τη χρήση ή κατάχρηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Αναπόφευκτα, οι δημόσιες πολιτικές για την έρευνα αποτελούν απότοκα του ιδεολογικού περιβάλλοντος που επικρατεί και, κατ’ επέκταση, του αναπτυξιακού προτύπου που προτάσσεται.
Δύο αντιδιαμετρικές προσεγγίσεις
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι ποια η θέση της Ελλάδας και πώς διαμορφώνεται η πολιτική για την έρευνα σε αυτές τις νέες συνθήκες; Υπάρχουν δύο αντιδιαμετρικές προσεγγίσεις, στενά συνυφασμένες με το αναπτυξιακό πρότυπο που κάθε φορά επικρατεί ή τείνει να επικρατήσει:
Από τη μια είναι η προσέγγιση για μια ποιοτική ανθρωποκεντρική ανάπτυξη. Στην προσέγγιση αυτή η επιστημονική έρευνα έχει διττή υπόσταση. Η νέα γνώση που προκύπτει από την έρευνα, ως αυταξία, διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες της κοινωνίας και λειτουργεί ως ανάχωμα στον σκοταδισμό και στην οπισθοδρόμηση, συνεισφέροντας στη δυναμική του κοινωνικού μετασχηματισμού και στη χειραφέτηση των πολιτών. Επιπλέον, η παραγωγή νέας γνώσης και η ελεύθερη έρευνα θα πρέπει να συνδέονται με ένα μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από βιωσιμότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι βαθύτατα κοινωνικές διεργασίες και όχι να αποτελούν εργαλεία εξωραϊσμού της οικονομικής ολιγαρχίας. Η κύρια και συστηματική χρηματοδότησή τους είναι ευθύνη της Πολιτείας, ενώ οι όροι διεξαγωγής της έρευνας, η διαφάνεια και η αξιοκρατική πρόσβαση, η ηθική και η δεοντολογία, είναι συνεχώς ζητούμενα. Στο πλαίσιο αυτό, η επιστημονική έρευνα και καινοτομία μπορούν να στηρίξουν την παραγωγική διαδικασία και την οικονομία αλλά και να τις μετασχηματίσουν μακροπρόθεσμα.
Ενδεικτικά, την περίοδο 2015-19, παρά τις ασφυκτικές συνθήκες οικονομικής λιτότητας, ξεκίνησε προσπάθεια ώστε η επιστημονική έρευνα και καινοτομία να αποτελέσουν συστατικά της αναπτυξιακής ανασυγκρότησης της χώρας προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, με τη στοχευμένη πρωτόγνωρη δημόσια χρηματοδότησή τους. Απώτερος στόχος ήταν η αύξηση της έντασης γνώσης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ορόσημο υπήρξε η ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ, ενός πρωτοποριακού ιδρύματος που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε θεσμό για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, κυρίως των νέων επιστημόνων, και τη στήριξη της ελεύθερης ποιοτικής έρευνας χωρίς θεματικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες, οι οποίες συχνά υποτιμούνται, στηρίχθηκαν ισότιμα με τους τεχνολογικούς τομείς. Οι δράσεις του ΕΛΙΔΕΚ δημιούργησαν ευκαιρίες και προοπτικές μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας.
Στη δεύτερη προσέγγιση για την έρευνα, την οποία έχει στην πράξη υιοθετήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η επιστημονική έρευνα, παρά τις βαρύγδουπες διακηρύξεις, δεν έχει νόημα παρά μόνο όταν ικανοποιεί άμεσες, συχνά πρόσκαιρες, ανάγκες της αγοράς. Η προσέγγιση αυτή είναι ενταγμένη στο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο, με τη συναίνεση και του εγχώριου κεφαλαίου, επικρατεί σήμερα: των φθηνών υπηρεσιών, του τουρισμού και της εκποίησης γης. Πρόκειται για μια προσέγγιση που βασίζεται κατά κύριο λόγο στην έννοια της χρήσιμης έρευνας, στη λογική ότι «η αγορά ξέρει και αυτορυθμίζεται» και ουσιαστικά απαξιώνει την ελεύθερη έρευνα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση παραβλέπει αναδυόμενους επιστημονικούς τομείς των οποίων η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί και υποτιμά άλλους, όπως είναι οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες, σημαντικούς για την ανθεκτικότητα της κοινωνίας, την κατανόηση του κόσμου που έρχεται, την εκτίμηση των επιπτώσεων αλλά και τη βέλτιστη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Ταυτόχρονα, εγκλωβίζει το επιστημονικό δυναμικό σε συγκεκριμένα ερευνητικά πρωτόκολλα πρόσκαιρου και ευκαιριακού χαρακτήρα, παραβλέποντας ότι ουδεμία ρηξικέλευθη ανακάλυψη έχει προκύψει ως προϊόν διατεταγμένης έρευνας. Στοιχεία όπως η ακαδημαϊκότητα και η επιστημονική ποιότητα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Στο πλαίσιο αυτό, η κρίσιμη δημόσια χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας υποβαθμίζεται και η στήριξή της επαφίεται σχεδόν αποκλειστικά σε ευρωπαϊκούς πόρους. Επίσης, κρίσιμο ζήτημα είναι οι στοχεύσεις για τις οποίες διατίθενται οι δαπάνες για την έρευνα. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα προωθούνται κυρίως συγχρηματοδοτήσεις επενδύσεων τύπου real estate, π.χ. για κτηριακές εγκαταστάσεις, ενώ το ΕΛΙΔΕΚ έχει αφεθεί στην τύχη του.
Το τοπίο της έρευνας στην Ελλάδα
Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα η οποία, εάν δεν ανατραπεί, αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην απαξίωση του πολύπλευρου και μακροπρόθεσμου ρόλου της γνώσης που προκύπτει από αυτή, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα της ως κοινωνικό αγαθό.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν προκαλεί εντύπωση ότι θάλλουν το, εσκεμμένο ή μη, έλλειμμα εθνικής στρατηγικής και η αποσπασματική συγκρότηση του ερευνητικού ιστού, η απουσία οράματος, η έλλειψη προοπτικών και ελκυστικού περιβάλλοντος εργασίας και η εργασιακή επισφάλεια των νέων επιστημόνων. Επιπλέον, ενθαρρύνεται ένας ιδιότυπος ερευνητικός οπορτουνισμός για την εξασφάλιση χρηματοδότησης και καλλιεργείται μια νοοτροπία ατομικισμού και περιχαράκωσης σε βάρος του συλλογικού και της ανοικτότητας. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το στρεβλό μοντέλο της φθηνής ανάπτυξης που ακολουθεί η χώρα, αυτό της χαμηλής ζήτησης για θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, συντελούν στην έξαρση του brain drain.
Σε αυτό το θρυμματισμένο πεδίο της επιστημονικής έρευνας, η χώρα υπνοβατεί χωρίς στρατηγικό σχέδιο και σαφείς προτεραιότητες μπροστά στην πρωτόγνωρη περίοδο της αναδυόμενης οικονομίας του πολέμου και των νέων τεχνολογιών στην Ευρώπη και την υφήλιο.
Σαν χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, η πρόσφατη όψιμη παραίτηση μελών του ΕΣΕΤΕΚ απλά γνωστοποίησε ευρύτερα τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής για την έρευνα.
*Ο Κώστας Φωτάκης ήταν αν. υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας (2015-19), μέλος της ΚΕ της Νέας Αριστεράς και ο Αλέξανδρος Σελίμης είναι διδάκτορας Φυσικής του πανεπιστημίου Κρήτης