Η επίλυση του καθεστωτικού προβλήματος το 1974 ήρθε απλώς να επικυρώσει μια μακρά ιστορική εκκρεμότητα, με την οριστική διαγραφή του μοναρχικού θεσμού που ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις με πραξικοπηματικό τρόπο, προετοίμασε τη βασιλική δικτατορία «των στρατηγών», που απλώς «δεν πρόλαβε», και, κυρίως, νομιμοποίησε τη χούντα των συνταγματαρχών, που επικράτησε, τελικά, τον Απρίλιο του 1967.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, λίγο μετά τις πρώτες μεταπολιτευτικές βουλευτικές εκλογές, στο πρώτο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο ελληνικό δημοψήφισμα, ο ελληνικός λαός αποφάσισε στις κάλπες τη μορφή του πολιτεύματος. Το ψηφοδέλτιο της δημοκρατίας, που έγραφε με πράσινα γράμματα «Αβασίλευτη Δημοκρατία», προτιμήθηκε από 3.245.111 ψηφοφόρους και έλαβε το εντυπωσιακό ποσοστό 69,18%, ενώ το ψηφοδέλτιο υπέρ της μοναρχίας («Βασιλευομένη Δημοκρατία» με καφέ γράμματα) έλαβε 1.445.875 ψήφους, δηλαδή μόλις το 30,82% .
Η Ελλάδα απαλλάχθηκε, οριστικά, από τη μάστιγα του κατεξοχήν αντιδραστικού μοναρχικού θεσμού, για τον οποίο είχε υποφέρει τα πάνδεινα στη νεότερη ιστορία της.
Ωστόσο, η επίλυση του καθεστωτικού προβλήματος το 1974 ήρθε απλώς να επικυρώσει μια μακρά ιστορική εκκρεμότητα. Η κοινωνική απονομιμοποίηση της μοναρχίας στην Ελλάδα είχε μακρά προϊστορία. Οποιος διατηρεί ελάχιστη σχέση με τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, γνωρίζει ασφαλώς ότι η αμφισβήτηση της θέσης της στην Ελλάδα έχει βαθύτατες ιστορικές (πολιτικές – ιδεολογικές) ρίζες. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα πολλές φορές τέθηκε καθεστωτικό ζήτημα: το 1915, το 1924, το 1942-44, το 1945-46.
Το 1965, μόλις δέκα χρόνια πριν από το 1974, είχε προηγηθεί η ανάδειξη του «καθεστωτικού» προβλήματος σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, με αφορμή το αντισυνταγματικό, ιουλιανό βασιλικό πραξικόπημα, εναντίον του νόμιμου πρωθυπουργού της χώρας, Γεωργίου Παπανδρέου. Ωστόσο, ούτε η κοινωνική έκρηξη που ακολούθησε στα «Ιουλιανά» γεγονότα ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Βλ. https://www.mavris.gr/9258/iouliana-1965-o-ellinikos-mais/
Η ιστορική απονομιμοποίηση της μοναρχίας
Κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να δείχνει ότι η μοναρχία ήταν αποδεκτή από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και άρα νομιμοποιημένη ως θεσμός στην περίοδο 1946-1965, που προηγήθηκε των Ιουλιανών.
Εντούτοις, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας (1944-1967) και χωρίς να έχει αποκτήσει ουσιαστικά ποτέ την κοινωνική αποδοχή, η μοναρχία θα καταλάβει κομβική θέση στην ανασυγκρότηση του αντικομμουνιστικού δεξιού κρατικού μηχανισμού, μαζί με τον Στρατό και την Κυβέρνηση, ιδίως μετά τον θάνατο του Παπάγου. Στην περίοδο 1955-67, περίοδο περιορισμένης αστικής νομιμότητας και «πειθαρχημένης Δημοκρατίας», η θέση της θα είναι αναβαθμισμένη.1
Στην μεταπολεμική πολιτική ιστορία της χώρας δεν έχουν τέλος τα δεινά που έχει επιφέρει στον τόπο το Παλάτι, ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις με πραξικοπηματικό τρόπο, προετοιμάζοντας τη βασιλική δικτατορία «των στρατηγών», που απλώς «δεν πρόλαβε», και, κυρίως, νομιμοποιώντας τη χούντα των συνταγματαρχών, που επικράτησε, τελικά, τον Απρίλιο του 1967. Ειδικά για την τελευταία φάση της μοναρχίας στην Ελλάδα, δηλαδή την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αξίζει μία επιπλέον αναφορά. Στην προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος του 1974, στα φυλλάδια του αντιμοναρχικού κινήματος γραφόταν:
«Εν ονόματι του βασιλέως έγιναν πάνω από 8 χιλιάδες εκτελέσεις των αγωνιστών τη Λαϊκής Αντίστασης και της Δημοκρατίας. Βγήκαν χιλιάδες καταδικαστικές αποφάσεις για πολύχρονη φυλάκιση πατριωτών. Δρούσαν συμμορίες δολοφόνων σ’ όλη τη χώρα. Στερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια και πριν από τη χούντα 22 χιλιάδες Ελληνες. Δεκάδες χιλιάδες δημοκράτες πετάχτηκαν από το στρατό, τα σώματα ασφαλείας, τις δημόσιες υπηρεσίες, απ’ τις εργασίες τους. Εν ονόματι του βασιλέως υπογράφτηκαν οι αποικιακές συμβάσεις με τα ξένα μονοπώλια, πνιγηρή θηλιά στο λαό και στη χώρα. Εν ονόματι του βασιλέως κλείστηκαν υποδουλωτικές συμφωνίες με τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ για τις βάσεις και το ξεπούλημα της πατρίδας».2
1. Δημήτρης Χαραλάμπης, «Στρατός και Πολιτική Εξουσία. H Δομή της Εξουσίας στη Μετεμφυλιακή Ελλάδα». Αθήνα: Εξάντας, 1985.
2. Συλλογικό, «Οχι. Η Εικονογραφία του Αντιμοναρχικού Αγώνα» (Αθήνα: Ακμων, 1975), σ. 95.
Σύμβολο της ξενοκρατίας και θεματοφύλακας της εγχώριας ολιγαρχίας
Χρειάζεται να υπενθυμίσει κανείς, συνοπτικά, την ιστορία και τον χαρακτήρα αυτού του θεσμού. Το 1832, λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) επέβαλαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ως πολιτικό καθεστώς την απόλυτη «ελέω Θεού» κληρονομική μοναρχία. Εναν θεσμό εντελώς αντίθετο και εχθρικό προς τις αρχές, την ιδεολογία και τις ριζοσπαστικές δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Επανάστασης του 1821· θεσμό ξενόφερτο, όπως άλλωστε ξένοι υπήρξαν και οι εκάστοτε μονάρχες, είτε επρόκειτο για τον Βαυαρό Οθωνα είτε για τη δανογερμανική δυναστεία των Σλέσβιχ – Χόλσταϊν – Σόντερμπουργκ – Γλύξμπουργκ (Γεώργιος Α’, Κωνσταντίνος Α’, Γεώργιος Β’, Κωνσταντίνος Β’), που θα διασφάλιζε τη βρετανική επιρροή.1
Η μετεξέλιξή της σε συνταγματική μοναρχία, ύστερα από αιματηρούς αγώνες του ελληνικού λαού, δεν θα την ωφελήσει. Ουδέποτε θα καταφέρει να αποκτήσει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Ο μεγάλος Ελληνας ιστορικός Νίκος Σβορώνος συμπυκνώνει, περιεκτικά, τον ιστορικό ρόλο του μοναρχικού θεσμού στην Ελλάδα, μετά την Επανάσταση:
«Από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού είναι καθορισμένοι. Το εξωτερικό κατευθύνει τις εσωτερικές δυνάμεις και συνάμα παίζει τον ρόλο του ενδιαφερομένου διαιτητή. Οι μηχανισμοί του παιχνιδιού αυτού, αν και τους λείπει η ευελιξία, μπορούν και προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες και ακολουθούνε τον πολύ αργό, μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας. Ο πρώτος σταθερός και μόνιμος μηχανισμός της ξενικής επέμβασης στην ελληνική πολιτική ζωή ήταν η βασιλική εξουσία. Μ’ ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας, o βασιλιάς και το περιβάλλον του αναλαβαίνουν την υποχρέωση να διευθύνουν την εξωτερική πολιτική του Βασιλείου σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που τους υποδεικνύει η κυριαρχούσα εξωτερική δύναμη – ή που προκύπτει από ενδεχόμενο συμβιβασμό ανάμεσα στις προστάτιδες δυνάμεις. Το παλάτι αναλαμβάνει να συγκρατεί τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις μέσα στα πλαίσια που δεν απειλούνε τις ξένες δυνάμεις και, παράλληλα, εγγυάται τα προνόμια της ντόπιας ολιγαρχίας. Με λίγα λόγια, αποσκοπεί στο να προλαβαίνει κάθε “πολιτικό παραλογισμό”. Στις σπάνιες στιγμές της ιστορίας του βασιλείου, που το παλάτι προσπάθησε να ξεφύγει απ’ αυτό το βασικό κανόνα του παιχνιδιού, είτε απομακρύνθηκε από την εξουσία είτε προειδοποιήθηκε αυστηρά για την καταπάτηση της συμφωνίας. Ο ρόλος αυτός της Μοναρχίας, που εκπροσωπήθηκε επιπλέον από ξένες δυναστείες στην Ελλάδα, υπήρξε τόσο φανερός που, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έγιναν, κανένας δεσμός δεν κατόρθωσε να την ενώσει με τον ελληνικό λαό. Ετσι, η Μοναρχία προσπάθησε να στηριχτεί πάνω σε μια μικρή και προνομιούχα μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου που μεταμορφώθηκε σε κομματική διοίκηση, καθώς και πάνω στο στρατό στον όποιο προσπάθησε να προσδώσει χαρακτήρα περισσότερο βασιλικό παρά εθνικό».2
Αλλά και ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Jean Meynaud (Zαν Mεϊνό), μελετώντας τις συνέπειες του ιουλιανού βασιλικού πραξικοπήματος του 1965, στο θεμελιώδες βιβλίο του «Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα», παρατηρεί πολύ σωστά, ήδη από το 1966, ότι:
«[…] δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι, με λιγοστές εξαιρέσεις στον πολυκύμαντο βίο της, η δυναστεία των Γλύξμπουργκ δεν κατόρθωσε ποτέ ν’ αποκτήση ευρύ λαϊκό έρεισμα και δεν έπαψε ποτέ να θεωρήται σαν ξένη από μεγάλο τμήμα του ελληνικού Λαού, παρά την ελληνομάθεια και την, υποχρεωτική για το αξίωμα που κατείχαν, προσχώρηση των εκπροσώπων της στο ορθόδοξο θρήσκευμα».3
Επομένως, ο θεσμός της μοναρχίας υπήρξε –εξαρχής– ο στυλοβάτης της εξάρτησης, καθώς και των ξενικών επεμβάσεων που γνώρισε κατά καιρούς η Ελλάδα. Αποτέλεσε έναν πολιτικό θεσμό που είχε αποστολή του να διασφαλίζει με κάθε τρόπο τα συμφέροντα της εγχώριας ολιγαρχίας που αυτή επένδυε, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, στις σχέσεις της με το ξένο κεφάλαιο. Σε ολόκληρη τη νεότερη ελληνική ιστορία, το παλάτι λειτούργησε ως ο κατεξοχήν αντιδραστικός συντηρητικός θεσμός. Υπήρξε πάντοτε κυματοθραύστης σε κάθε προοδευτικό κίνημα που εμφανίστηκε στον τόπο, ακόμη και σε αιτήματα που δεν εξέφραζαν τίποτα παραπάνω από την ανάγκη υιοθέτησης ώριμων αστικών μεταρρυθμίσεων.
Από αυτόν τον κανόνα δεν ξέφυγαν ούτε η στάση του Οθωνα απέναντι στο αίτημα του ελληνικού λαού να αποκτήσει Σύνταγμα, ούτε η πολιτεία των Γλύξμπουργκ κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής (1915-1922), ούτε ο πρωταγωνιστικός ρόλος του επίορκου Γεωργίου Β’ στην εγκαθίδρυση και νομιμοποίηση της μεταξικής δικτατορίας το 1936, ούτε βέβαια η στάση του τελευταίου, στην περίοδο της Κατοχής και αμέσως μετά στον εμφύλιο πόλεμο. Το ίδιο θα συμβεί και με τις επεμβάσεις των ανακτόρων στην πολιτική ζωή και την καθοριστική συμβολή τους στην προετοιμασία της 7χρονης δικτατορίας.
1. Γιάννης Κορδάτος, «Οι Τρεις Γλύξμπουργκ. Ιστορική Μονογραφία». Αθήνα: Μπάυρον [1945] 1977
2. Νίκος Σβορώνος, «Σκιαγραφία της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης στην Ελλάδα» [1976], στον τόμο: Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας (Αθήνα: Θεμέλιο, 1982), 283-284.
3. Jean Meynaud, «Οι Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα». Αθήνα: Μπάυρον [1966] 1974
Οι απαράγραπτες πολιτικές ευθύνες του Κωνσταντίνου Γκλίξμπουργκ
Αλλά και οι προσωπικές πολιτικές ευθύνες του Κωνσταντίνου –τις οποίες εδώ και τρεις δεκαετίες μια συστηματική φιλοβασιλική προπαγάνδα επιχειρεί να σβήσει– δεν μπορούν να παραγραφούν. Τον Μάρτιο του 1964, ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε πίστη στο Σύνταγμα. Τον Ιούλιο του 1965 αποδείχτηκε ο τελευταίος επίορκος. Προχώρησε στο βασιλικό πραξικόπημα, ανατρέποντας τη νόμιμη, λαοπρόβλητη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, που είχε λάβει 52,7% στις εκλογές του 1964.
Με την Αποστασία, που –αποδεδειγμένο πλέον ιστορικά– οργάνωσε με τη σημαντική υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα, ποδοπάτησε την εντολή της λαϊκής ψήφου. Περιφρόνησε τα δικαιώματα του λαού και άνοιξε τον δρόμο για την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο ίδιος, έγινε κήρυκας μιας ακραίας μισαλλοδοξίας, αποκαλώντας, στο περιβόητο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του του 1966, μια μερίδα του ελληνικού λαού «μίασμα». Ο Κωνσταντίνος είναι αυτός που όρκισε την κυβέρνηση των συνταγματαρχών, νομιμοποιώντας τη. Δήλωνε, μάλιστα, στη χουντική ηγεσία με κυνισμό: «Είμαι βέβαιος πώω ό,τι εκάνατε, το εκάνατε για να σώσετε τη χώρα», για να υπογράψει στη συνέχεια πάνω από 210 νομοθετικά διατάγματα της δικτατορίας.1
Παρά τα όσα έχει υποστηρίξει –εκ των υστέρων– η φιλομοναρχική ιστοριογραφία, ο Κωνσταντίνος διατήρησε ανοιχτή επικοινωνία με τους Συνταγματάρχες, σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο χουντικός αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης υπήρξε ένας από τους πολλούς μεσολαβητές μεταξύ του και της ηγεσίας της χούντας και εκείνος που διαβίβαζε τα προσωπικά μηνύματα του Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του Κωνσταντίνου.
Επιπλέον, παρά την αποτυχημένη απόπειρά του κατά της χούντας, με το περίφημο «αντικίνημα»-οπερέτα (13/12/1967), εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και, επιπλέον, απέστειλε στον Γ. Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα, «επί τη διασώσει», μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του, από τον Αλέκο Παναγούλη (Αύγουστος 1968).2
Το 2006, η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε σημαντικά τεκμήρια που υποστηρίζουν ότι η εικόνα του βασιλέα που δήθεν «μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες» είναι μύθος. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία (Παπαδόπουλο) μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα, για να γνωστοποιήσει ότι ήταν πρόθυμος να επιστρέψει άνευ όρων στην Ελλάδα και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες.3
Μετά το δημοψήφισμα του 1974, ο Κωνσταντίνος δήλωσε δημοσίως ότι αποδέχτηκε τη λαϊκή ετυμηγορία. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα (19/7/2021), η εφημερίδα «Καθημερινή» θα αποκαλύψει αδημοσίευτα έγγραφα από το αρχείο Καραμανλή, που αποδεικνύουν ότι ακόμη και στην περίοδο 1975-1978 ο Κωνσταντίνος συνωμοτούσε για την ανατροπή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και σχεδίαζε ακόμη και τη δολοφονία του!4
Ενδεικτική για τον «φιλελληνισμό» του τέως είναι, τέλος, και η περιπέτεια της λεγόμενης «βασιλικής», αλλά στην πραγματικότητα δημόσιας περιουσίας. Το 1991, με κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποκαλύπτεται ότι η κινητή βασιλική περιουσία που είχε συγκεντρωθεί στο Τατόι και ανήκε στο ελληνικό κράτος φυγαδεύεται μυστικά με κοντέινερ στο εξωτερικό. Το 1994, ο Κωνσταντίνος στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ. Η μακρόχρονη δικαστική διαδικασία θα λήξει οριστικά το 2002 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε ότι πρέπει να καταβάλει η ελληνική κυβέρνηση, ως «δίκαιη ικανοποίηση», στον Γκλίξμπουργκ 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.5
1. Δημήτρης Ψαρράς, «Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ. “Οσα δεν είπα…”. Ψέματα και πλαστογράφηση της Ιστορίας από τον τέως και το “Βήμα”», Ενθετο στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 19-20 Δεκεμβρίου, 2015, σ. 25-31.
2. Μετά το κίνημα του Ναυτικού (Μάιος 1973), το καθεστώς Παπαδόπουλου θα προχωρήσει στην κατάργηση του θεσμού και την ανακήρυξη της βραχύβιας «Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
3. Δημήτρης Ψαρράς, «Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ. “Οσα δεν είπα…”. Ψέματα και πλαστογράφηση της Ιστορίας από τον τέως και το “Βήμα”», Ενθετο στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 19-20 Δεκεμβρίου, 2015, σ. 32-35.
4. Ειδικός Συνεργάτης, «Οταν ο τέως βασιλιάς συνωμοτούσε για την “εξουδετέρωση του Καραμανλή”», «Καθημερινή», 19 Ιουλίου, 2021, https://www.kathimerini.gr/politics/561437569/otan-o-teos-vasilias-synomotoyse-gia-tin-exoydeterosi-toy-karamanli/
5. Δημήτρης Ψαρράς, «Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ. “Οσα δεν είπα…”. Ψέματα και πλαστογράφηση της Ιστορίας από τον τέως και το “Βήμα”», Ενθετο στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 19-20 Δεκεμβρίου, 2015, σ. 41-42.
Η μεταπολεμική παλινόρθωση
Μετά την απελευθέρωση, ο Γεώργιος Β’ θα επανέλθει με το νόθο δημοψήφισμα του 1946. Η παλινόρθωση του 1946 γίνεται μέσα στις συνθήκες του Εμφυλίου, μετά την κοσμογονία της ΕΑΜικής εμπειρίας. Στον ελληνικό εμφύλιο, η μοναρχία επικυρώνει συμβολικά την ενότητα όλων των αστικών δυνάμεων (του μπλοκ της «αντεπανάστασης»), απέναντι στο EAMικό λαϊκό μπλοκ και αναλαμβάνει τον ρόλο πολιτικού καθοδηγητή της Δεξιάς. Για το δημοψήφισμα του 1946 και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε το τελικό αποτέλεσμα, ο Ηλίας Νικολακόπουλος αναφέρει:
«O τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε τελικά το δημοψήφισμα ανέτρεψε όλα τα φυσιολογικά προγνωστικά, δημιουργώντας μια πλασματική πλειοψηφία της τάξης του 70%. Παραμένει έτσι τελείως αβέβαιο ποια θα ήταν η ενδεχόμενη έκβασή του αν είχε γίνει με διαφορετικές συνθήκες και κυρίως αν είχε προηγηθεί των εκλογών, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία της Βάρκιζας. Γιατί ακόμα και με συνθήκες αντίστοιχες μ’ εκείνες των εκλογών του Μαρτίου [1946], το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος φαίνεται ότι θα ήταν εξαιρετικά αμφίρροπο. Ενώ δεν υπάρχει φυσικά καμιά αμφιβολία για την έκβασή του αν είχε πραγματοποιηθεί με σχετικά ομαλές συνθήκες και με εχέγγυα εγκυρότητας».1
H απονομιμοποίηση της Μοναρχίας είναι ορατή ακόμα και στον «ξένο παράγοντα», δηλαδή τη βρετανική διπλωματία, η οποία διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο στις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής. Οπως μαρτυρεί ο Γιώργος Σεφέρης στο «Πολιτικό Ημερολόγιό» του2, ο βρετανικός παράγοντας (Εργατικοί) πιέζει αρχικά για αναβολή του Δημοψηφίσματος του 1946, βέβαιος ότι η πραξικοπηματική επιβολή του Θρόνου, με δήθεν λαϊκή συγκατάθεση, θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας παρά θα εξομάλυνε την κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Το πρόβλημα της απονομιμοποίησής της θα τεθεί, εκ νέου, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Οι βουλευτικές εκλογές του 1956 είχαν προσλάβει επίσης δημοψηφισματικό χαρακτήρα:
«Επιπλέον, η ανοιχτή βασιλική παρέμβαση που μεσολάβησε και την οποία καλείτο να την επικυρώσει το εκλογικό σώμα, ενώ την κατήγγειλαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, είχε προσδώσει στις εκλογές και λανθάνοντα αντιμοναρχικό χαρακτήρα. O θρόνος, ως συσπειρωτικό σύμβολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, και η “εθνικοφροσύνη”, ως επίσημη κρατική ιδεολογία και καθημερινή πρακτική, έτειναν να βρεθούν στο επίκεντρο της εκλογικής αναμέτρησης, παρ’ όλο που τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα η ηγεσία της Δημοκρατικής Ενωσης κατά κανένα τρόπο δεν αμφισβητούσαν ούτε το ένα ούτε το άλλο».3
1. Ηλίας Nικολακόπουλος, «Kόμματα και Βουλευτικές Εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964» (Αθήνα: EKKE, 1985), σ. 153.
2. Γιώργος Σεφέρης, «Πολιτικό Ημερολόγιο Β’ 1945-1947, 1949, 1952» (Αθήνα: Ικαρος, 1985), σ. 101-104.
3. Ηλίας Nικολακόπουλος, «Kόμματα και Βουλευτικές Εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964» (Αθήνα: EKKE, 1985), σ. 214-215.
Η έκρηξη των Ιουλιανών του 1965
Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, είναι φανερό ότι η ανάδειξη του «καθεστωτικού» προβλήματος σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, το 1965, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Συνοπτικά, στην προδικτατορική περίοδο η μοναρχία ως πόλος εξουσίας και ως θεσμός του μετεμφυλιακού κράτους, εμπεδωμένη σε συνθήκες εμφυλίου και καταστολής, ταυτισμένη με μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον ελληνικό λαό, ανεξάρτητα από το αν η πολιτική ηγεσία του (EΔA, Ενωση Κέντρου) έθεσε θέμα καθεστωτικού.
Τον Ιούλιο του 1965, η πολιτική κρίση προκλήθηκε όχι από μια φαινομενικά «μακρινή» σύγκρουση, αλλά από την πλέον κεντρική και πολιτική που θα μπορούσε να υπάρξει: τη θέση του στρατού στη μετεμφυλιακή δομή της εξουσίας και τον έλεγχό του από τη μοναρχία ή την κυβέρνηση· ταυτόχρονα, τη θέση της ίδιας της μοναρχίας ως πόλου εξουσίας. Ο 25χρονος βασιλιάς θα εξαναγκάσει ωμά τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας, τον υπέργηρο Γ. Παπανδρέου, και την κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου σε παραίτηση.
Η πράξη αυτή θα πυροδοτήσει μια πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη διαμαρτυρίας. Αποτέλεσμα του βασιλικού πραξικοπήματος: η πόλωση της πολιτικής σκηνής, που έχει προϋπάρξει σε ολόκληρη την προδικτατορική περίοδο, φτάνει στο αποκορύφωμά της. H περίοδος των δύο χρόνων που ακολουθεί, από τον Ιούλιο του 1965 έως την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, είναι περίοδος, κυριολεκτικά, διχοτόμησης της πολιτικής σκηνής. Από τη μια πλευρά στέκει η μοναρχία, που ταυτίζεται με τη Δεξιά και επαναφέρει αυθόρμητα στη μνήμη την εμφυλιακή εικόνα του «μοναρχοφασισμού».
H ανοιχτή αμφισβήτηση του ρόλου και της θέσης της μέσα στη δομή του κράτους και η κατά μέτωπο ρήξη των κυριαρχούμενων τάξεων με αυτήν, είναι το ουσιαστικό ζήτημα που τίθεται στα Ιουλιανά. Το βασιλικό πραξικόπημα είναι η «ρωγμή» μέσα από την οποία θα «παρεισφρήσει» η συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση και η αφορμή για να εκδηλωθεί η ανεξέλεγκτη λαϊκή δυναμική. Πράγματι, με τα Ιουλιανά έρχεται στην επιφάνεια ολοκάθαρα η αδυναμία των κορυφών της αστικής πολιτικής να διατηρήσουν αναλλοίωτη την κυριαρχία που εδραίωσαν, μετά τη συντριβή της Αριστεράς στον εμφύλιο.
Με άλλα λόγια, αν και το καλοκαίρι του 1965 το καθεστωτικό θα ξαναβρεθεί –αντικειμενικά– στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης, το πρόβλημα απονομιμοποίησης της μοναρχίας είναι ευρύτερο των Ιουλιανών. Το φαινόμενο της απονομιμοποίησής της ποτέ δεν υπήρξε φυσικά προϊόν μιας «στιγμής», αλλά πάντοτε αποτέλεσμα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου.
Το 1965, με αιχμή το καθεστωτικό, οξύνεται σημαντικά το γενικότερο πρόβλημα «νομιμοποίησης» και συναινετικής αναπαραγωγής του μετεμφυλιακού κράτους και της δομής του. Πρόβλημα που έχει αρχίσει να αναδύεται εκ νέου ήδη από το 1961. Οι εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 έχουν λειτουργήσει απονομιμοποιητικά για το μετεμφυλιακό κράτος και τους πολιτικούς φορείς, τη Δεξιά και τον βασιλικό θεσμό. H κρίση του ελληνικού μετεμφυλιακού κοινοβουλευτισμού έχει ανοίξει με εκείνες τις εκλογές και, κυρίως, με τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις του «Ανένδοτου» που θα ακολουθήσουν. Εξαιτίας της απρόσμενης λαϊκής παρέμβασης στα Ιουλιανά, η ρήξη κοινοβουλευτισμού – μοναρχίας δεν θα επιλυθεί κοινοβουλευτικά.
Θα μετατραπεί (εσωτερικευθεί) σε πραγματική κρίση των πόλων εξουσίας – ενδοκρατική κρίση, σε ανοιχτή κρίση και απονομιμοποίηση της δεύτερης, ικανή να οδηγήσει στην ανατροπή της. H μετεμφυλιακή δομή της εξουσίας έχει χρεοκοπήσει. Ο εκσυγχρονισμός της, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θα πρέπει να περιμένει μέχρι τη Μεταπολίτευση.
Ρήξη με τη Δεξιά
Το 1974, η εμφάνιση της Νέας Δημοκρατίας ως νέου κόμματος στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης θεωρήθηκε συχνά ως μια ριζική τομή που θα μπορούσε να οδηγήσει στον μετασχηματισμό της παραδοσιακής Δεξιάς, σε μια «Κεντροδεξιά», πολύ πιο κοντά στη φιλελεύθερη παράδοση. Ενα ουσιαστικό στοιχείο σε αυτή τη διαδικασία υπήρξε η ρήξη με τη μοναρχία, που επισφραγίστηκε με το δημοψήφισμα του 1974.1
Αυτό σήμανε για τη Δεξιά το τέλος μιας μακράς πολιτικής παράδοσης που χρονολογείται από τις απαρχές της συγκρότησής της ως πολιτικής οικογένειας, δηλαδή από τον Εθνικό Διχασμό. Η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος έδειξε ξεκάθαρα ότι η ρήξη αυτή συνιστούσε πολιτική αναγκαιότητα για την ανανέωση και αναδιάρθρωση του συντηρητικού χώρου. Και τούτο, διότι για την πλειοψηφία της εκλογικής βάσης της Ν.Δ. στις πόλεις, ο μοναρχικός θεσμός δεν αποτελούσε πλέον έγκυρο ιδεολογικό σημείο αναφοράς.
1. βλ. Ilias Nicolacopoulos, «La geographie des forces politiques en Grece depuis 1974». Ανακοίνωση στο ECPR Joint Sessions of Workshops. Workshop on Territorial Voting Patterns, Barcelona, 25-30 March 1985
Η εκλογική γεωγραφία της μοναρχίας
Η μοναρχία συμπύκνωσε, με ιδιαίτερο τρόπο, τις δύο κύριες διαιρέσεις που χαρακτήριζαν την πολιτική ζωή της χώρας, και αυτό εκφράστηκε με μια σημαντική γεωγραφική διαφοροποίηση της εκλογικής της επίδρασης. Η διαφοροποίηση αυτή ακολούθησε τις δύο κύριες προδικτατορικές γραμμές γεωγραφικής διάσπασης, αφενός, μεταξύ αγροτικών περιοχών και αστικών κέντρων και, αφετέρου, μεταξύ Παλαιάς Ελλάδας και Νέων Χωρών.
Εκτός, όμως, από τις διακριτές ιδιαιτερότητες της εκλογικής γεωγραφίας της, οι οποίες ανάγονται στη διαφορετική ιστορική πολιτική παράδοση των περιοχών (π.χ. η ενισχυμένη παρουσία στην Πελοπόννησο), το δημοψήφισμα του 1974 επιτρέπει την εκτίμηση και για τον κοινωνικό χαρακτήρα της εκλογικής της βάσης. H ανάλυση του ποσοστού που έλαβε, 30,8%, έδειξε ότι η μοναρχία αντλούσε την κοινωνική υποστήριξή της, κατά κύριο λόγο, στην ύπαιθρο και –αρκετές φορές– σε περισσότερο καθυστερημένες αγροτικές περιοχές (Λακωνία, Ροδόπη, Καστοριά, Αρτα, Εβρος, Φλώρινα, Ευρυτανία κ.λπ.).
Ενώ στις αγροτικές περιοχές συγκέντρωσε 36,5% (ποσοστό υψηλότερο από το εθνικό κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες περίπου), στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη απέσπασε ποσοστά που υπολείπονταν αισθητά του εθνικού μέσου όρου και κυμαίνονταν από 20% έως 22%.
Ολες οι εκλογικές περιφέρειες των μεγάλων αστικών κέντρων (Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης) καταγράφηκαν στις χειρότερες περιφέρειες της μοναρχίας.
Εκτός από τη γενική υποαντιπροσώπευση στις πόλεις, προς όφελος της υπαίθρου, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση των αποτελεσμάτων στο χαμηλότερο επίπεδο, του δήμου και της ενορίας, που ουσιαστικά υποδηλώνει την ταξική σύνθεση της ψήφου.
Ετσι, στον Δήμο Αθηναίων (Α’ Αθήνας) και στους δήμους της περιφέρειας του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας (B’ Αθήνας), η μοναρχία συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά της, στις κατεξοχήν αστικές –από την πλευρά της κοινωνικής προέλευσης των κατοίκων τους– περιοχές: Παπάγου 40,84% –προφανώς λόγω και της σημαντικής παρουσίας των αξιωματικών–, Εκάλη 34,38%, Ψυχικό 29,79%, Φιλοθέη 28,58%, ή σε περιοχές όπου η παραδοσιακή λαϊκή-μικροαστική σύνθεση έτεινε (1974) να ανατραπεί από την είσοδο νέων αστικών και μικροαστικών στρωμάτων. Αντίθετα, στους 10 χειρότερους δήμους για τη μοναρχία περιλαμβάνονται τρεις αμιγώς εργατικοί: N. Ιωνία (14,14%), Ταύρος (15,59%), Περιστέρι (18,72%) και έξι με κοινωνική σύνθεση εργατική-μικροαστική.
Αντίστοιχα, στον Δήμο Αθηναίων, μεταξύ καλύτερων συνοικιών της (με βάση την αντίστοιχη εκλογική ενορία) περιλαμβάνονται οι αμιγώς αστικές συνοικίες του ιστορικού Κέντρου και του Κολωνακίου (Αγ. Διονύσιος), καθώς και οι παλιές μικροαστικές συνοικίες (Μοναστηράκι, Πλάκα, Ομόνοια). Σε ορισμένες από αυτές, τα αυξημένα ποσοστά της μοναρχίας οφείλονταν κατά ένα μέρος και στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους, στη μαζική, δηλαδή, υπερψήφισή της από τους δημοσίους υπαλλήλους και το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας (στρατός/αστυνομία). Αντίστροφα, στις χειρότερες συνοικίες της περιλαμβάνονταν οι αμιγώς εργατικές, π.χ. Πετράλωνα, Tουρκοβούνια, καθώς και οι εργατικές-μικροαστικές, π.χ. K. Πατήσια, Σεπόλια.
Επομένως, με βάση τα εκλογικά δεδομένα, προκύπτει έκδηλα ότι, πρώτον, την κοινωνική βάση της μοναρχίας αποτελούσαν τα καθυστερημένα αγροτικά και μικροαστικά στρώματα (ο ιστορικός πυρήνας των τάξεων-στηριγμάτων του συνασπισμού εξουσίας), που κάθε άλλο παρά δυναμικά μπορούσαν να θεωρηθούν. Δεύτερον, επιβεβαιώθηκε, σαφώς, η προϋπάρχουσα απονομιμοποίησή της από τις κυριαρχούμενες τάξεις.
Συμπερασματικά, η μοναρχία ως πόλος της μετεμφυλιακής εξουσίας και ως θεσμός του μετεμφυλιακού κράτους «εκτάκτου ανάγκης», ταυτισμένη με μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, ήδη από την προδικτατορική περίοδο, δεν ήταν αποδεκτή από τα λαϊκά στρώματα, ανεξάρτητα από το αν η τότε πολιτική τους ηγεσία (Ενωση Κέντρου, EΔA) έθεσε ή όχι θέμα καθεστωτικού. Σε τελική ανάλυση, η «κρίση νομιμοποίησης» της μοναρχίας πρέπει να αναζητηθεί περισσότερο στην ιστορική ΕΑΜική εμπειρία της Κατοχής, την κυρίαρχη διαιρετική τομή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, παρά στα γεγονότα των Ιουλιανών του 1965, όπου σίγουρα το πρόβλημα εντάθηκε κατακόρυφα και τέθηκε ως πολιτικό ζήτημα στην ημερήσια διάταξη.
Επομένως, ο πραγματικός πολιτικός θάνατος της ελληνικής μοναρχίας είχε επέλθει πολύ νωρίτερα από το δημοψήφισμα του 1974. Το τελευταίο, έβαλε την «ταφόπλακα» στη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ και σηματοδότησε την τυπική κατάργησή της.
Ο Γιάννης Μαυρής είναι Πολιτικός επιστήμονας, PhD, πρόεδρος & διευθύνοντας σύμβουλος της εταιρείας ερευνών Public Issue. www.mavris.gr, www.publicissue.gr