Macro

«Το Σύνταγμα στη δίνη των υποκλοπών». Συνταγματικές και δικαιο-πολιτικές όψεις της υπόθεσης των παρακολουθήσεων

Η πρόσφατη υπόθεση των υποκλοπών, με τις γνωστές περιπτώσεις των παρακολουθήσεων Κουκάκη και Ανδρουλάκη, ανέδειξε μια σωρεία νομικών και θεσμικών ζητημάτων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη καταγραφεί στον δημόσιο διάλογο, με την πληθώρα των ποικίλων παρεμβάσεων από εκπροσώπους του πολιτικού, επιστημονικού και δημοσιογραφικού κόσμου.
 
Παρότι έχει ήδη χυθεί άφθονο μελάνι από τη σκοπιά της συνταγματικής επιστήμης σε μια προσπάθεια αναλυτικής προσέγγισης των πολυσύνθετων ζητημάτων που ανακύπτουν, δεν κρίνεται ούτε άσκοπη ούτε περιττή η συστηματοποίηση, αλλά και η αναδιατύπωση, των βασικότερων σημείων της προβληματικής που αναπτύχθηκε από μια ευρύτερη κριτική σκοπιά, που ενσωματώνει με επιλεκτικό τρόπο τις οπτικές γωνίες του συνταγματικού δικαίου, του διοικητικού δικαίου και της πολιτικής θεωρίας. Στόχος αυτής της «συνθετικής προσέγγισης» που επιλέγουμε είναι πρώτον, να αναδειχθούν οι κύριες τάσεις, οι συγκλίσεις και τα ερμηνευτικά «κεκτημένα» των εν ευρεία εννοία «δημοσιολογικών αναλύσεων» και δεύτερον και σημαντικότερο, να εμπλουτιστούν αυτές οι αναλύσεις με νέα στοιχεία που άλλοτε επεκτείνουν την αρχική προβληματική άλλοτε τροποποιούν δημιουργικά τις αρχικές παραδοχές.
 
Η σκοπιά βεβαίως του συνταγματικού δικαίου έχει πάντα το σημαντικό πλεονέκτημα της διάγνωσης και της συνακόλουθης καταγγελίας μιας «αντισυνταγματικής» ενέργειας, η οποία εξ ορισμού συμβάλλει στη δραστική απονομιμοποίηση εκείνου που την επιτελεί, ενώ παράλληλα μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό θεμέλιο και βάση δικαιολόγησης για μελλοντικές πράξεις του νομοθέτη, της διοίκησης ή των δικαστηρίων. Μια προκαταρκτική «μεθοδολογική» παρατήρηση κρίνεται, ωστόσο, αναγκαία: Στο επίμαχο ζήτημα των υποκλοπών, λόγω της σοβαρότητας των διακυβευμάτων για τη δημοκρατική και δικαιοκρατική λειτουργία του ίδιου του πολιτεύματός μας, η δημόσια συζήτηση δεν θα έπρεπε να εγκλωβιστεί σε μια αμιγώς «δογματική» (με την νομική έννοια του όρου) ή στενά «τεχνική» ερμηνευτική προσέγγιση συνταγματικών ή νομοθετικών κειμένων (Δρόσος 2022), αλλά να αναδείξει την ευρύτερη σημασία των εξελίξεων για τη μορφή της διακυβέρνησης, την ποιότητα της δημοκρατίας και τα ηθικο-πολιτικά θεμέλια της δημόσιας ζωής.
 
Κοινός τόπος των μέχρι σήμερα συνταγματολογικών προσεγγίσεων είναι πρώτον, ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών δύναται να περιοριστεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις και δεύτερον, ότι η προστασία του θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη, όταν πρόκειται για βουλευτές, «πολιτικά πρόσωπα» ή πρόσωπα με σημαίνουσα θεσμική ιδιότητα, καθώς η εμβέλεια της προστασίας υπερβαίνει το προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα και συναρτάται ευθέως με την δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.
 
Εν πρώτοις, θα παρουσιάσουμε συνοπτικά το προστατευτικό καθεστώς που ιδρύει το άρθρο 19 Συντ. ως προς το τηλεπικοινωνιακό απόρρητο, εστιάζοντας α) στην «εγγυητική λειτουργία» της επιφύλαξης νόμου που περιλαμβάνει, β) στην ανάγκη λειτουργικής οριοθέτησης του όρου «εθνική ασφάλεια» και γ) στην «εναλλακτική» θεμελίωση της αυξημένης προστασίας των εν ευρεία εννοία «πολιτικών προσώπων».
 
Σε δεύτερο βαθμό, θα αναλύσουμε τις πολλαπλές εκφάνσεις της έννοιας της «πολιτικής ευθύνης» α) από τη σκοπιά της συνταγματικής θεωρίας, που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ευθύνη καταλογίζεται στις σύγχρονες δημοκρατίες, β) από την πιο «τεχνική σκοπιά» της διοικητικής υπαγωγής της Ε.Υ.Π. στον Πρωθυπουργό και τις υποστηρικτικές υπηρεσίες της Προεδρίας της Κυβέρνησης και γ) υπό το πρίσμα της διάκρισης του Πρωθυπουργού μεταξύ «τυπικά νόμιμου» και «πολιτικά αποδεκτού», η οποία, μεταξύ άλλων, «επικύρωσε», με μια αμφιλεγόμενη «οριζόντια ερμηνεία», τη νομιμότητα των παρακολουθήσεων της Ε.Υ.Π.
 
Τέλος, θα σκιαγραφήσουμε το «δικαιοκρατικό έλλειμμα» που αφορά τις μορφές του δικαιοδοτικού και του κοινοβουλευτικού ελέγχου των παρακολουθήσεων και της σχετικής δραστηριότητας της ΕΥΠ, επικεντρώνοντας α) στην κάμψη του απόρρητου χαρακτήρα των συνεδριάσεων όταν δεν τεκμηριώνονται συγκεκριμένοι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» και β) στη θεμελίωση της συνταγματικής υποχρέωσης αιτιολόγησης της άρσης του απορρήτου στις σχετικές εισαγγελικές διατάξεις.
 
Η συνταγματική κατοχύρωση του απορρήτου των επικοινωνιών
 
α) Η «εγγυητική λειτουργία» της επιφύλαξης νόμου
 
Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας αποτελεί «απόλυτα απαραβίαστο» συνταγματικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 19 παρ. 1 Συντ., αλλά και στα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ, 7 του ΧΘΔ της ΕΕ και 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το δικαίωμα αυτό τελεί υπό την επιφύλαξη του νόμου, καθώς περιοριστικά αναφέρεται στο συνταγματικό κείμενο ότι άρση του απορρήτου επιτρέπεται από τον νομοθέτη μόνο «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Σε αντίθεση, μάλιστα, με άλλες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1, 9Α, 10 παρ. 1, 11 παρ. 2, 12 παρ. 1, 14 παρ. 7 επ., 17, 18, 20 παρ. 1 και 23 παρ. 1. Συντ.) που θεσπίζουν επιφύλαξη υπέρ του νόμου για τον περιορισμό ή την οργάνωση της άσκησης άλλων δικαιωμάτων, το β’ εδάφιο της ανωτέρω διάταξης παραπέμπει στην «εγγυητική αποστολή του νομοθέτη», καθόσον αναφέρεται ρητά σε νόμο που «ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο» και οι οποίες ενισχύονται με τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ. Είναι δε γενικώς αποδεκτό ότι αυτή η πρόνοια του συνταγματικού κειμένου, σε συνδυασμό με την χρήση του όρου «εγγυήσεις» που οριοθετεί ουσιαστικά την νομοθετική επιφύλαξη, αποσκοπεί στην αποτελεσματικότερη προστασία του δικαιώματος μέσω της συσταλτικής ερμηνείας των λόγων που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου. Η προσέγγιση αυτή είναι συμβατή και με την γενεαλογία του δικαιώματος (Παπανικολάου 2020, 2)[1], ενώ επιβεβαιώνεται και από την πλούσια νομολογία που έχει σχετικώς διαπλαστεί[2].
 
β) Έννοια «εθνικής ασφάλειας»
 
Το άρθρο 19 του Συντάγματος, προκειμένου να προδιαγράψει τις εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, κάνει χρήση του όρου «εθνική ασφάλεια» που αποτελεί αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας εξειδικεύεται με πράξεις του νομοθέτη, της διοίκησης ή του δικαστή. Η συνταγματική θεωρία της Μεταπολίτευσης (Μάνεσης 1978, Αλιβιζάτος 1987, Παυλόπουλος 1988, Τασόπουλος 1993) έχει επανειλημμένα επισημάνει τον κίνδυνο καταχρηστικής επίκλησης της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», ως λόγου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας, ικανής να δικαιολογήσει πρακτικές αυθαίρετης περιστολής αυτού του συνταγματικού δικαιώματος. Η πάγια πρακτική των μυστικών υπηρεσιών επιβεβαιώνει τις δυσοίωνες αυτές εκτιμήσεις, καθώς οι εισαγγελικές διατάξεις που αίρουν το απόρρητο δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αναφέρουν τους λόγους «εθνικής ασφάλειας» που θεμελιώνουν το δυσμενές αυτό μέτρο[3], καθιστώντας ανέφικτο κάθε έλεγχο (δικαστικό ή κοινοβουλευτικό) της τήρησης των συνταγματικών εγγυήσεων άρσης του απορρήτου και ιδίως της τήρησης της κατοχυρωμένης στο Σύνταγμα αρχής της αναλογικότητας κατά την λήψη του μέτρου (εύλογη χρονική διάρκεια και αναγκαίος χαρακτήρας περιορισμών, γνώση της λήξης τους για άσκηση δικαιώματος δικαστικής προστασίας). Η ραγδαία αύξηση των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας», αντί να περιορίζεται λειτουργικά σε ζητήματα προστασίας του κράτους από «εξωτερικούς εχθρούς» και σε υποθέσεις κατασκοπείας ή διεθνούς τρομοκρατίας, παραμένει ουσιαστικά ανέλεγκτη και «χρηστική», καθώς τα στελέχη της Ε.Υ.Π. γνωρίζουν ότι αρκεί να υπαινιχθούν τέτοιους λόγους για να παρέλκει κάθε περαιτέρω εξήγηση από μέρους τους.
 
Μετά από μισό περίπου αιώνα παραμένει δυστυχώς επίκαιρη η επισήμανση του Μάνεση (1978, 240) ότι η έννοια της εθνικής ασφάλειας «είναι πολύ γενική και αόριστη, και για τούτο επιδεικτική καταχρηστικών εφαρμογών, δεδομένου ότι δεν συνδέεται με εγκληματικές ενέργειες, κατ’ αντιδιαστολή με τη δεύτερη [κατηγορία ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων]». Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί κεκτημένο της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας ότι η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» είναι σαφώς στενότερη από εκείνη της «δημόσιας τάξης» (όρος που χρησιμοποιείται στο άρθρο 18 παρ. 3 Συντ. για να οριοθετήσει τις περιπτώσεις επίταξης πραγμάτων από το κράτος) ή της «δημόσιας ασφάλειας» (που δικαιολογεί σε περίπτωση διακινδύνευσής της την απαγόρευση δημόσιας συνάθροισης κατά το άρθρο 11 παρ. 2 Συντ.), στο μέτρο που περιλαμβάνει αποκλειστικά κάθε σχετικό θέμα με την προάσπιση της χώρας έναντι «εξωτερικών κινδύνων» (Χρυσόγονος – Βλαχόπουλος 2017, 301 και Χρυσόγονος 2022 γ).
 
Η διασταλτική ερμηνεία της «εθνικής ασφάλειας» κυριάρχησε, ωστόσο, στη διεθνή σκηνή και πολιτική, κυρίως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις των ισλαμιστών. Η τάση αυτή αποτυπώνεται εμφατικά στην οργάνωση των αρμοδιοτήτων του Αμερικανικού Υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, το μεγαλύτερο από άποψη προϋπολογισμού στη χώρα, στις οποίες εντάσσεται μία ευρεία γκάμα αντικειμένων, από τα κλασικά ζητήματα της Πολιτικής Προστασίας μέχρι τις τρομοκρατικές επιθέσεις και την κυβερνο-ασφάλεια. Γενικότερα, πάντως, η νοηματική οριοθέτηση της «εθνικής ασφάλειας» ποικίλλει από χώρα σε χώρα, καθώς η ευρεία ή η στενή σημασία της συναρτάται κάθε φορά, όπως παρατηρεί και ο Π. Καρκατσούλης (2020), με το επίπεδο διακυβέρνησης και τον βαθμό συγκέντρωσης της εξουσίας των φορέων που επιφορτίζονται με την περιφρούρησή της (περισσότερο ή λιγότερο συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης), ενώ κοινή είναι η τάση να ασκούν τη σχετική πολιτική οι ίδιοι οι αρχηγοί των κρατών μέσω παρένθετων υπουργών ή άλλων «ειδικών συμβούλων». Πέραν, όμως, της διαβάθμισης στον συγκεντρωτισμό των δομών διαχείρισης, ανάλογα με το μοντέλο της κάθε χώρας, κοινή είναι και η αναζήτηση ενός γενικά αποδεκτού «λειτουργικού» προσδιορισμού της «εθνικής ασφάλειας», ικανού να δεσμεύσει και να οριοθετήσει τους φορείς που ασκούν τη σχετική αρμοδιότητα, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη συγκεκριμένων αντιβάρων σε κοινοβουλευτικό και δικαιοδοτικό επίπεδο. Όπως γενικά επισημαίνεται, η ερμηνεία μιας τόσο ελαστικής έννοιας θα κινδύνευε να αλλοιώσει τις θεσμικές και συνταγματικές ισορροπίες, εάν δεν λειτουργούν αποτελεσματικά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και τα δημοκρατικά αντίβαρα σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, προκειμένου να αποτρέπεται η εγγενής τάση των φορέων αυτών για κατάχρηση εξουσίας.
 
 
γ) Η αυξημένη προστασία των πολιτικών προσώπων
 
Σχετικά με τα «πολιτικά πρόσωπα» και ιδίως με όσα διαθέτουν βουλευτική ή άλλη θεσμική ιδιότητα, η προστασία του επίμαχου συνταγματικού δικαιώματος, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη, για τον λόγο ότι δεν αφορά αποκλειστικά στο «υποκειμενικό» προστατευόμενο δικαίωμα, αλλά συνδέεται ευρύτερα με την ίδια την δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Υποστηρίχθηκε, έτσι, από τον Ευ. Βενιζέλο (2022 α και β) ότι, προκειμένου για βουλευτές και υπουργούς, η προστασία του απορρήτου είναι απόλυτη δυνάμει του 61 παρ. 3 Συντ., το οποίο, ως «ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ. 1».
 
Κατά την ερμηνευτική εκδοχή που προκρίνουμε, η απόλυτη προστασία του απορρήτου των επιστολών, της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας των βουλευτών και των υπουργών, συνακόλουθα δε και των ευρωβουλευτών (που εξομοιώνονται με τους βουλευτές στη χώρα τους), επιτάσσεται συνολικότερα ως «θεσμική εγγύηση» από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 παρ. 1 Συντ., σε συνδυασμό με το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ., που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελεύθερης ίδρυσης και λειτουργίας των κομμάτων.
 
Το βάρος βεβαίως πέφτει αυτονόητα στο άρθρο 62 παρ. 1 εδ. α’ Συντ. κατά το οποίο «όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος». Πράγματι, η παρακολούθηση βουλευτών συνιστά αθέμιτο συνταγματικά «περιορισμό» τους, κατά την έννοια του άρθρου 62 παρ. 1 Συντ., ο οποίος πλήττει κατά λογική συνέπεια και τις «συνδεδεμένες ελευθερίες» που αφορούν τη δημιουργία και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, δεδομένου ότι «η προστασία της ακώλυτης άσκησης βουλευτικών δραστηριοτήτων (σ.σ.: συχνά απολύτως συνδεδεμένων με την κομματική λειτουργία) εξ ορισμού αποκρούει την αξίωση γνωστοποίησής τους σε δημόσια Αρχή» (Παλαμιώτης 2020).
 
Αξίζει, περαιτέρω, να επισημανθεί κάτι που συχνά λησμονείται στον δημόσιο διάλογο: οι συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 61 και 62 για τις λεγόμενες «βουλευτικές ασυλίες» (ανεύθυνο, ακαταδίωκτο, απόρρητο) εισάγουν ειδικότερες εξαιρέσεις στη γενική αρχή της ισότητας (βλ. αντίθετα Γεραπετρίτης 2022α), οι οποίες αποσκοπούν στην περιφρούρηση της αποτελεσματικής άσκησης των βουλευτικών καθηκόντων και στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος. Ως ειδικότερες, αυτές οι διατάξεις δεν υπόκεινται στις εξαιρέσεις του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. για την άρση του απορρήτου με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, γεγονός που επιφέρει ως «άμεση συνέπεια», όπως τονίζει ο Η. Νικολόπουλος (2022), τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης όσων ενέχονται στην αντισυνταγματική άρση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου σε βάρος βουλευτή ή ευρωβουλευτή[4].
 
Παράλληλα, εφόσον ο βουλευτής δικαιούται, στο πλαίσιο του λεγόμενου «βουλευτικού απορρήτου», να αρνηθεί τη μαρτυρία του προς τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, είναι προφανές ότι ούτε και σε εκείνες επιτρέπεται να αντλούν εν αγνοία του τέτοια πληροφόρηση, μέσω της υποκλοπής των συνομιλιών του (Χρυσόγονος 2022 α και β). Σημειώνεται ότι η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων ή στελεχών με θεσμική ιδιότητα αποτελεί, κατά λογική αλληλουχία, παρακολούθηση και των συνομιλητών τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κατά τεκμήριο πρόσωπα με πολιτική ή θεσμική ιδιότητα, ενδεχομένως δε και πρώην Πρωθυπουργοί. Την έκταση του προβλήματος, που αγγίζει πλέον το ίδιο το δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό πλαίσιο λειτουργίας του πολιτεύματος, αναδεικνύει η από 10.8.2022 δήλωση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ.: «Η ΕΥΠ μέσω της δικής μου παρακολούθησης, παρακολουθούσε και ένα ολόκληρο κόμμα, πρώην Πρωθυπουργούς, βουλευτές, και μέλη του κόμματος, που συνομιλούσαν μαζί μου σε τακτά χρονικά διαστήματα για τις εξελίξεις. Άρα δεν παγίδευαν μόνο εμένα αλλά ένα ολόκληρο δημοκρατικό κόμμα.»
 
 
Η ευθύνη του Πρωθυπουργού
 
Με την από 8.8.2022 δήλωσή του[5], ο Πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, ενώ δεν έκανε καμία αναφορά σχετικά με την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Κουκάκη ή την καταγγελθείσα από το ΚΚΕ παρακολούθηση της έδρας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Επικαλούμενος την άγνοια αυτή, αναγνώρισε κατ’ ουσίαν ότι η απόδοση της πολιτικής ευθύνης για τους «ελλιπείς και μη αποδεκτούς πολιτικά χειρισμούς» των αρμόδιων φορέων εξαντλήθηκε με την αποδοχή της παραίτησης του Διοικητή της Ε.Υ.Π. και του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού.
 
Δεν θα εξεταστεί στο παρόν σημείωμα ο βαθμός πειστικότητας ενός τέτοιου ισχυρισμού σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα εξουσίας (Παπατόλιας 2020), παρά μόνον η συνταγματική διάσταση του τρόπου που προσλαμβάνει η σημερινή πλειοψηφία την έννοια της «πολιτικής ευθύνης», σε συνδυασμό αφενός με την ανάλυση της κατανομής των «διοικητικών αρμοδιοτήτων» που σωρεύονται στις υποστηρικτικές δομές του πρωθυπουργικού επιτελείου και αφετέρου με το πρωθυπουργικό αφήγημα της αντίστιξης «τυπικά νόμιμων», αλλά «πολιτικά μη αποδεκτών» ενεργειών.
 
 
α) Η πολιτική ευθύνη
 
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το ακόλουθο: με ποιον τρόπο πρέπει να αποδοθεί η «πολιτική ευθύνη» για τις επίμαχες πράξεις ή παραλείψεις των «οργάνων της Κυβέρνησης», οι οποίες εκδηλώθηκαν στους τομείς άσκησης των αρμοδιοτήτων τους και συνιστούν σοβαρές αστοχίες, ελλείψεις ή αποτυχίες, καθ’ ομολογίαν του ίδιου του Πρωθυπουργού;
 
Έχει υποστηριχθεί ότι ανεξαρτήτως της άγνοιας ή μη της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, η ευθύνη του Πρωθυπουργού είναι «αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη» (Σωτηρέλης 2022, Παυλόπουλος 2022). Πράγματι, η «πολιτική ευθύνη», όπως αναγνωρίζεται στη συνταγματική και την πολιτική θεωρία, είναι «αντικειμενική», καταλογίζεται δηλαδή στα πρόσωπα που στελεχώνουν τα όργανα που ενέχονται σε τέτοιου είδους αποτυχίες, ανεξαρτήτως του αν υπάρχει «υποκειμενική», δηλαδή «προσωπική» νομική ευθύνη τους[6].
 
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Πρωθυπουργός αποφάσισε -χωρίς κάποια ειδική αιτιολόγηση- να καταλογίσει αυτή την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» για τους «πολιτικά εσφαλμένους» χειρισμούς στους έμπιστους συνεργάτες των «αυτοτελών δημοσίων υπηρεσιών» που υπάγονται στον ίδιο, όπως η Ε.Υ.Π. και η Γενική Γραμματεία του Πρωθυπουργού. Την καταλόγισε δηλαδή στους υφιστάμενούς του, παρότι η «αντικειμενική» αυτή ευθύνη ανήκει, κατά την κρατούσα συνταγματική ερμηνεία, στον πολιτικό και διοικητικό προϊστάμενο των υπηρεσιών αυτών, δηλαδή στον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Ας σημειωθεί, επίσης, αυτή η ευθύνη καταλογίστηκε μόνο για «λάθη» και για «ελλιπείς» ή «μη πολιτικά αποδεκτούς χειρισμούς» και όχι για «συνειδητή παραπλάνηση» του Κοινοβουλίου σε θέματα της αρμοδιότητάς του. Η τελευταία εκδοχή της «παραπλάνησης» μοιάζει, ωστόσο, αρκετά πειστική, εάν ληφθεί υπόψη ότι στη σχετική συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, κατά παραγγελία μάλιστα του Πρωθυπουργού, o αρχηγός της Ε.Υ.Π. διαβεβαίωνε ότι η υπηρεσία του δεν είχε ποτέ προβεί στην παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, για να διαψευστεί πανηγυρικά δύο μέρες αργότερα από την έρευνα της ΑΔΑΕ.
 
Επανερχόμενοι στη συνταγματική θεωρία, υπενθυμίζουμε ότι τα μόνα πρόσωπα που εξαιρούνται από τον καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης είναι οι εξ ορισμού «ανεύθυνοι», αιρετοί ή κληρονομικοί, πολιτειακοί άρχοντες. Βεβαίως, το προνόμιο αυτό το επιφυλάσσουν σε πολιτικά πρόσωπα και οι θιασώτες του μοντέλου του «αιρετού μονάρχη» ή του «βοναπαρτισμού», που υποστηρίζουν ότι μόνο ο «λαός» ως «εκλογικό σώμα» μπορεί να καταλογίζει ή να απαλλάσσει από πολιτικές ευθύνες, εγκρίνοντας ή αποδοκιμάζοντας, πάντοτε εκ των υστέρων, τις πολιτικές στάσεις ή επιλογές των κυβερνώντων. Τέλος, η ιστορία διδάσκει ότι μειωμένη αίσθηση πολιτικής ευθύνης χαρακτηρίζει καθεστώτα και ηγεσίες με ισχυρή επίγνωση ότι διαθέτουν de facto ανέλεγκτη εξουσία (Μαραντζίδης 2022). Υπό την τελευταία αυτή έννοια, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης υπό την μορφή της παραίτησης[7], είτε ατομικής πρωθυπουργικής είτε συλλογικής κυβερνητικής, συνδέεται πάλι με τα αντίβαρα στην άσκηση της εξουσίας και το συνολικό βαθμό εξισορρόπησης και δικαιοκρατικών εγγυήσεων του συστήματος διακυβέρνησης (Παπατόλιας 2017).
 
 
β) Η «διοικητική» υπαγωγή της ΕΥΠ στον Πρωθυπουργό
 
Από μια πιο «τεχνική σκοπιά», η ευθύνη του Πρωθυπουργού προκύπτει ευθέως από την κατανομή των διοικητικών αρμοδιοτήτων στις σχετικές με την Ε.Υ.Π. οργανωτικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν το εύρος και το περιεχόμενο της διοικητικής εποπτείας που αυτός ασκεί επί των δραστηριοτήτων της.
 
Υπενθυμίζουμε ότι η Ε.Υ.Π. υπάγεται στην Προεδρία της Κυβέρνησης (άρθρα 21 παρ. 4 του ν. 4622/2019 και 2 παρ. 3 του π.δ. 98/2020), η οποία με την σειρά της υπάγεται στον Πρωθυπουργό[8] (άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4622/2019), ενώ περιλαμβάνει τη Γενική Γραμματεία του Πρωθυπουργού με προϊστάμενο τον παραιτηθέντα Γενικό Γραμματέα του Πρωθυπουργού[9] (άρθρο 41 παρ. 1 ν. 4622/2019 σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ. 3 του ίδιου νόμου).
 
Η υπαγωγή της Ε.Υ.Π. στην αρμοδιότητα του παραιτηθέντος Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού, ο οποίος με την σειρά του υπάγεται στον πολιτικό του προϊστάμενο, στοιχειοθετεί την ευθύνη του πρώτου να αναφέρεται στον δεύτερο, εν όψει και της γενικότερης αποστολής του να επικουρεί το έργο του, υποστηρίζοντας διοικητικά, νομικά και επιστημονικά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του (άρθρο 41 παρ. 2 ν. 4622/2019 σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ. 3 του ίδιου νόμου). Είναι, επίσης, σημαντικό να αναφερθεί ότι με την υπ’ αριθμ. 344/2021 Απόφαση του Πρωθυπουργού (ΦΕΚ Β’ 2659/18.06.2021) εξουσιοδοτήθηκε ο παραιτηθείς Γενικός Γραμματέας να υπογράφει «με εντολή Πρωθυπουργού» έγγραφα, πράξεις και αποφάσεις σχετικά με την Ε.Υ.Π.[10]
 
Περαιτέρω, η μεταβίβαση της ευθύνης λειτουργίας της Ε.Υ.Π. από τον Υπουργό Εσωτερικών στον Πρωθυπουργό, σε συνδυασμό με την πολιτικο-διοικητική υπαγωγή της σε μια οργανωτική μονάδα που έχει ως βασική αποστολή την «υποστήριξη του Πρωθυπουργού στην ενάσκηση των κατά το Σύνταγμα καθηκόντων του, ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου» (άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4622/2019), ολοκληρώνεται με την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 4704/2020, στην οποία ορίζεται ότι «όπου στην κείμενη νομοθεσία για την Ε.Υ.Π. αναφέρεται ο Υπουργός Εσωτερικών, εφεξής νοείται ο Πρωθυπουργός».
 
Πιο συγκεκριμένα, στον Πρωθυπουργό έχουν μεταβιβαστεί, μεταξύ άλλων, οι παρακάτω αρμοδιότητες:
 
α) Εγκρίνει τον Εσωτερικό Κανονισμό της Ε.Υ.Π. και τον Πίνακα Σύνθεσης και Κατανομής του προσωπικού της στους κλάδους και τις υπηρεσίες της (άρθρο 12 του ν. 3649/2008 σε συνδυασμό με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4704/2020). Με τον Κανονισμό αυτόν, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της οργανωτικής διάρθρωσης των υπηρεσιών της Ε.Υ.Π., η στελέχωση τους, οι ειδικότερες Αρμοδιότητες τους, τα ειδικά καθήκοντα του Διοικητή, των Υποδιοικητών και λοιπών προϊσταμένων και οι ειδικότερες υποχρεώσεις του προσωπικού της Ε.Υ.Π. Καθορίζεται επίσης ο αριθμός των θέσεων, των οργάνων ή των συνδέσμων, καθώς και τα θέματα της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων τους. Ο Κανονισμός αυτός, καθώς και οι πράξεις συγκρότησης των συλλογικών οργάνων που προβλέπονται από αυτόν, χαρακτηρίζονται «απόρρητοι» και δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 12 του ν. 3649/2008).
 
β) Εγκρίνει, έπειτα από εισήγηση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., τον Κανονισμό Λειτουργίας του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. (βλ. πιο κάτω). Με τον Κανονισμό ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της οργανωτικής διάρθρωσης, η στελέχωση, οι ειδικότερες αρμοδιότητες και θέματα λειτουργίας του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ., τα ειδικά καθήκοντα των Προϊσταμένων και οι ειδικότερες υποχρεώσεις του προσωπικού και τρίτων που συνάπτουν κάθε μορφής σύμβαση με το ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. και λοιπά θέματα. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές διατάξεις του Κανονισμού Λειτουργίας του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ., εφαρμόζονται ο Εσωτερικός Κανονισμός και ο συνημμένος σε αυτόν Πίνακας Σύνθεσης και Κατανομής του Προσωπικού της Ε.Υ.Π. Ο Κανονισμός Λειτουργίας του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. είναι απόρρητος και δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ά. 1 παρ. 2 περ. δβ’ του π.δ. 1/2017, όπως προστέθηκε με το ά. πρώτο παρ. 3 του π.δ. 96/2020).
 
Σημειώνεται ότι ο Πρωθυπουργός, εφόσον διαθέτει την αρμοδιότητα να εκδίδει τους ανωτέρω Κανονισμούς, δεν μπορεί, κατά λογική συνέπεια, παρά να ενημερώνεται ενδελεχώς τόσο για τους λόγους που επιτάσσουν τη θέσπιση των προς έγκριση ρυθμίσεων όσο και για τον μετέπειτα τρόπο εφαρμογής των εγκεκριμένων διατάξεών τους. Η ομολογημένη ratio, εξάλλου, της μεταφοράς αυτών των αρμοδιοτήτων στον πυρήνα του «κέντρου διακυβέρνησης» (Παπατόλιας 2021,81) ήταν η συγκέντρωση της πολιτικής και διοικητικής ευθύνης για την άσκησή τους στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και τούτο όχι για συμβολικούς λόγους ή για να «αργούν» αυτές εν τοις πράγμασι, αλλά για να ελέγχονται καλύτερα και να ασκούνται αποτελεσματικότερα υπό την πρωθυπουργική καθοδήγηση.
 
Συνεπώς, από την 23.2.2021, ημερομηνία δημοσίευσης της υπ’ αριθμ. 344/2021 Απόφασης, με την οποία οι αρμοδιότητες αυτές μεταβιβάστηκαν στον Γενικό Γραμματέα του Πρωθυπουργού, αυτός, σε κάθε περίπτωση, είχε την ανελαστική υποχρέωση να αναφέρεται συστηματικά στον Πρωθυπουργό, τον οποίον, άλλωστε, επικουρούσε συστηματικά, για κάθε σημαντική ενέργεια σχετικά με την Ε.Υ.Π. Αξίζει ακόμη να προστεθεί ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ. 1/2017, σε συνδυασμό με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4704/2020, ο Διοικητής της Ε.Υ.Π. είναι «υπεύθυνος έναντι του Πρωθυπουργού»[11].
 
Εκτός, όμως, από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., σημαντικές αρμοδιότητες ασκεί και το Συμβούλιο Πληροφοριών, στο οποίο μετέχει ο Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργού Εξωτερικών (άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3649/2008 σε συνδυασμό με το άρθρα 30 παρ. 1 του ν. 4704/2020). Το Συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο (άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3649/2008): α) Να συντονίζει όλες τις Υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας του Κράτους στον τομέα της συλλογής και διάθεσης πληροφοριών, β) να καταγράφει τις ανταλλασσόμενες πληροφορίες, στοιχεία και απόψεις, γ) να προσδιορίζει και να διατυπώνει νέες πληροφοριακές απαιτήσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας και δ) να εξάγει συμπεράσματα και να διατυπώνει προτάσεις στους καθ` ύλην αρμόδιους Υπουργούς.
 
Επίσης, με το π.δ. 96/2020, το οποίο τροποποίησε το π.δ. 1/2017 (Οργανισμός της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών) ιδρύθηκε και το Κέντρο Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ.), που αποτελεί αυτοτελή υπηρεσία εντός της Ε.Υ.Π., η οποία λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης και υπάγεται απευθείας στον Διοικητή της Ε.Υ.Π. (άρθρο 1 παρ. 2 περ. δ’ του π.δ. 1/2017). Το ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. (άρθρο 2 παρ. 12 του π.δ. 1/2017) έχει αρμοδιότητα «να διεξάγει εφαρμοσμένη έρευνα, να συνεργάζεται με ερευνητικούς φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού, να συντονίζει, καθώς και να παρακολουθεί και να μετέχει σε δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας, προκειμένου να δημιουργεί τα κατάλληλα τεχνολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία και να τα παρέχει στην Ε.Υ.Π. και σε άλλους δημόσιους φορείς[12].
 
Ο Προϊστάμενος του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. και οι Προϊστάμενοι των Μονάδων μεταξύ άλλων είναι αρμόδιοι α) να υπογράφουν συμβάσεις με τρίτους και β) να ορίζονται ως υπεύθυνοι έργων (άρθρο 5Α παρ. 1 του π.δ. 1/2017), ενώ επιπλέον αρμοδιότητες μπορεί να τους ανατίθενται βάσει του Κανονισμού Λειτουργίας του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ., του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας της Ε.Υ.Π. και του Πίνακα Κατανομής Προσωπικού που τον συνοδεύει.
 
Περαιτέρω, με το π.δ. 96/2020 ιδρύθηκε η Επιτροπή Τεχνολογικής Στρατηγικής, με κύρια αρμοδιότητα τη διατύπωση των στρατηγικών προτεραιοτήτων του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. σε επίπεδο τεχνολογικής υποστήριξης και ανάπτυξης, με βάση τις ανάγκες της Ε.Υ.Π. και το εθνικό και διεθνές τεχνολογικό περιβάλλον (άρθρο 6Α παρ. 1 του π.δ. 1/2017), ενώ με το άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 4704/2020 ιδρύθηκε και ο «Ειδικός Λογαριασμός Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας» (Ε.Λ.Τ.Α.Κ.), μέσω του οποίου δύναται να χρηματοδοτούνται προγράμματα και έργα που εκτελούνται από το ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ., που έχουν ενταχθεί στους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς των διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων ή άλλων χρηματοδοτικών μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών οργανισμών ή χρηματοδοτούνται από ιδιωτικούς πόρους. Ο τρόπος ανάληψης και διάθεσης των κονδυλίων καθορίζονται με απόρρητη, μη δημοσιευτέα πράξη, οι δε πόροι προέρχονται από τον προϋπολογισμό του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.), από δωρεές, κληροδοτήματα φυσικών προσώπων, χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνείς οργανισμούς, από την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους, από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Ε.Λ.Τ.Α.Κ., από έσοδα κρατήσεων επί του συνολικού ποσού των συμβάσεων έργου με φυσικά πρόσωπα, ερευνητές και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό.
 
Η διεξοδική απαρίθμηση των ανωτέρω διατάξεων κρίθηκε σκόπιμη για να γίνει αντιληπτή η ίδρυση στο εσωτερικό της Ε.Υ.Π. μιας πολυδιάστατης και εξειδικευμένης αυτοτελούς δομής, που λειτουργεί υπό συνθήκες μυστικότητας ακόμη και για απλές υπηρεσιακές (μετατάξεις) ή διαχειριστικές (κονδύλια της ΕΕ) ενέργειες, τελεί υπό την κυριαρχική παρουσία των έμπιστων προσώπων του Πρωθυπουργού και η οποία εξοπλίζεται με την αρμοδιότητα της απόκτησης «τεχνολογίας αιχμής», καθώς και με την δυνατότητα άντλησης και αξιοποίησης σημαντικών κονδυλίων μέσω υπογραφής συμβάσεων με ιδιώτες, η οποία τις τελευταίες ημέρες προκαλεί το έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον (Σκουρής και Σουλιώτης 2022).
 
Γενικότερα, πάντως, το πλέγμα των οργανικών διατάξεων σχετικά με την Ε.Υ.Π, το οποίο θεσπίστηκε κατά βάση με τον ν. 4622/2019 για το Επιτελικό Κράτος και πληθώρα νομοθετημάτων του 2020, αποκρυσταλλώνει θεσμικά μία εκτεταμένη διοικητική δομή, άμεσα συνδεδεμένη με το «κέντρο διακυβέρνησης» και τη διοικητική εποπτεία του ίδιου του Πρωθυπουργού μέσω των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας του. Αυτή η σώρευση εξουσιών στις υποστηρικτικές δομές του πρωθυπουργικού επιτελείου, ως στρατηγική θεσμική επιλογή της παρούσας Κυβέρνησης, ενισχύει την ούτως ή άλλως «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» του Πρωθυπουργού για ένα θέμα «υψηλής πολιτικής» που αφορά την ίδια την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας. Η δε κατανομή των αρμοδιοτήτων, όπως εκτέθηκε, είναι χρήσιμη στο μέτρο που υποδεικνύει και τα προς διερεύνηση πρόσωπα για την αναζήτηση τυχόν ποινικών ή πειθαρχικών ευθυνών, όταν στοιχειοθετούνται παράνομες επισυνδέσεις.
 
γ) Η διάκριση «τυπικά νόμιμου» και «πολιτικά αποδεκτού»
 
Η στάση που επέδειξε ο Πρωθυπουργός σε συνέχεια της αποκάλυψης των παρακολουθήσεων, μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβεβαίωση της πολιτικής και διοικητικής του ευθύνης. Με τη γνωστή δήλωσή του στις 8.8.2022, ο Πρωθυπουργός χαρακτήρισε την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη ως «νόμιμη», πλην όμως ως «πολιτικά μη αποδεκτή». Αυτή η εκ των υστέρων αναγνώριση της «νομιμότητας» των ενεργειών παρακολούθησης υποδηλώνει σαφώς ότι πλέον μόνο «πολιτικές ευθύνες» μπορούν να αναζητηθούν για τις ενέργειες των μυστικών υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτό, ο Πρωθυπουργός παρέσχε αναδρομικώς πλήρη «νομική κάλυψη» στην Ε.Υ.Π. και στην αρμόδια Εισαγγελέα, χωρίς να αιτιολογήσει περαιτέρω τη θέση του περί «νόμιμης» παρακολούθησης.
 
Όπως, όμως, προκύπτει από την ίδια τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2225/1994 δεν αρκεί η τήρηση της «εξωτερικής» (διαδικαστικής ή τυπικής) νομιμότητας για να είναι συνολικά «νόμιμη» η άρση του απορρήτου. Ο περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος πρέπει επιπροσθέτως να πληροί και μια καθοριστική ουσιαστική προϋπόθεση «εσωτερικής νομιμότητας», ήτοι να επιτάσσεται[13] συγκεκριμένα από λόγο «εθνικής ασφάλειας». Η δήλωση του Πρωθυπουργού, αντιθέτως, υπαινίσσεται ότι η «νομιμότητα» εξαντλείται στην τήρηση των εξωτερικών τύπων για την έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης (Δελής 2022). Η παραδοχή αυτή ήταν βεβαίως αναγκαία για την επιχειρηματολογική συνοχή του επίσημου κυβερνητικού αφηγήματος, καθώς, εάν πράγματι την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη υπαγόρευαν υπαρκτοί λόγοι «εθνικής ασφάλειας», τότε ούτε ο ισχυρισμός περί «πολιτικά μη αποδεκτής» ενέργειας θα ευσταθούσε ούτε, βεβαίως, θα είχε νόημα μια πρωθυπουργική συγνώμη. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει, άλλωστε, και η αποδοχή των παραιτήσεων του Διοικητή της Ε.Υ.Π. και του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού.
 
Η θέση ότι η παρακολούθηση ήταν «τυπικά νόμιμη και επαρκής» αλλά «πολιτικά εσφαλμένη και μη αποδεκτή» έχει δεχθεί οξεία κριτική για το λόγο ότι εμφανίζεται εξόχως αντιφατική. Τούτο διότι μόνο ένα από τα δύο μπορεί να ισχύει: είτε η ενέργεια της ΕΥΠ είναι νόμιμη επειδή πληροί τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που ορίζει το ισχύον συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο ή είναι παράνομη επειδή δεν συντρέχουν στην κρινόμενη περίπτωση αυτές οι προϋποθέσεις (Βενιζέλος 2022 β). Ο Πρωθυπουργός, ωστόσο, κρίνει «πολιτικά μη αποδεκτή» την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, προφανώς λόγω της πολιτικής του ιδιότητας, βάζοντας, έτσι, σε δεύτερη μοίρα τις προτεραιότητες της «εθνικής ασφάλειας» μπροστά στην ανάγκη να περιοριστούν οι αρνητικές πολιτικές συνέπειες ενός «ελλιπούς χειρισμού» και μιας «εσφαλμένης ενέργειας» που προκάλεσε «ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών» απέναντι στις κρατικές υπηρεσίες. Αποδεχόμενος ότι αυτοί οι χειρισμοί έγιναν εν αγνοία του, συνομολογεί, έτσι, (σιωπηρά) ότι άσκησε αναποτελεσματικά την εποπτεία του, ενώ παράλληλα διαβεβαιώνει πως εφόσον το γνώριζε θα παρέκαμπτε τους «τύπους» και θα πρόσφερε μια «πολιτικά» ορθή λύση που θα υπερέβαινε τις ανάγκες της νομιμοφάνειας ή τις ελλείψεις του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου.
 
Στην παράδοξη αυτή λογική, αρκεί να γνώριζε ο Πρωθυπουργός τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας επισύνδεσης, προκειμένου να ανάψει ή όχι το «πράσινο φως» σε μια παρακολούθηση, η «νομιμότητα» της οποίας φαίνεται ότι συναρτάται, κατά περίπτωση, με την εκάστοτε διακριτική εκτίμησή του. Με άλλα λόγια, εάν το βασικό ζήτημα είναι ότι δεν είχε ενημερωθεί σχετικά ο Πρωθυπουργός, πρέπει να διευκρινιστεί τι διαφορετικό θα έπραττε εάν πράγματι λάμβανε γνώση. Καθώς, όμως, δεν είναι νοητό για τον Πρωθυπουργό της χώρας να ανατρέπει μια νόμιμη διαδικασία ή να παρανομεί για λόγους πολιτικής ηθικής, η μόνη εκδοχή που ευσταθεί είναι να προσδίδεται νομική περιωπή στην πολιτική του εκτίμηση… Με τον τρόπο αυτό, όμως, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζεται και η παράδοξη αρμοδιότητα (διακριτική ευχέρεια) μιας κρατικής υπηρεσίας να διενεργεί υποκλοπές σε πολιτικά ή θεσμικά πρόσωπα, αρκεί να υπάρχει πρώτον, η «πολιτική κάλυψη» από την πλευρά του Πρωθυπουργού, που θα έκανε την προσεκτική στάθμιση των λόγων «εθνικής ασφάλειας» και δεύτερον, η τυπική έγκριση του αρμόδιου εισαγγελέα.
 
Στο σημείο αυτό προκύπτει, όμως, η εύλογη αναρώτηση εάν η παραπάνω ερμηνεία συνάδει με την προβεβλημένη αντίληψη για το σύγχρονο Επιτελικό Κράτος των τυποποιημένων διαδικασιών και των θεσμικών αυτοματισμών που θα καθιστούσε αχρείαστη την παρέμβαση των «χαρισματικών ηγετών» και θα οριοθετούσε αυστηρά την πρωθυπουργική εξουσία. Πράγματι, δύσκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι τέτοιες πολιτικά «υπερβατικές» λύσεις είναι συμβατές με την κυριαρχία των «τύπων» και των «διαδικασιών», όπως τις εννοούσε ο Υπουργός Επικρατείας όταν περιέγραφε τη φιλοσοφία του Επιτελικού Κράτους (Παπατόλιας 2021, 225).
 
Κατόπιν των ανωτέρω, υποστηρίζουμε ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αποκαλύψουν δημοσίως τους λόγους για τους οποίους οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν τον κ. Ανδρουλάκη. Εάν μάλιστα δεν προκύψουν επιτακτικοί λόγοι «εθνικής ασφάλειας», η διάκριση του Πρωθυπουργού μεταξύ «νόμιμου» και «αποδεκτού» επιτείνει ακόμη περισσότερο την αντικειμενική πολιτική του ευθύνη, καθώς, αξιολογώντας ως «νόμιμη» μία μη επιβεβλημένη παρακολούθηση, μόνο και μόνο επειδή τηρήθηκε ο προβλεπόμενος διαδικαστικός τύπος, ισοδυναμεί, από νομική σκοπιά, με θεμελίωση της ανέλεγκτης προνομίας της Ε.Υ.Π. να παρακολουθεί οποιονδήποτε. Δικαιολογημένα σημειώνει ο Ευ. Βενιζέλος ότι μία τέτοια θέση συνεπάγεται νομικά την δυνατότητα του Πρωθυπουργού, με την σύμπραξη ενός Εισαγγελέα, να παρακολουθεί «όλο το πολιτικό, δικαστικό και επικοινωνιακό σύστημα της χώρας». Αυθόρμητα ανακαλεί, επίσης, κανείς τα σκωπτικά σχόλια του Στ. Τσακυράκη, ο οποίος, το 1993, στον απόηχο του τότε σκανδάλου υποκλοπών, σημείωνε πως «δε θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίξει κανείς ότι στην Ελλάδα λίγο θέλει να καθιερωθεί στην πράξη ένα περίεργο δικαίωμα, το δικαίωμα στις υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων» (Τσακυράκης 1993, 995).
 
Σε κάθε περίπτωση, η έστω και υπαινικτική επίκληση απειλής της εθνικής ασφάλειας από πολιτικά πρόσωπα και ειδικότερα από αρχηγό δημοκρατικού κόμματος, εγκαθιδρύει στον δημόσιο λόγο την αμφιλεγόμενη αντίληψη περί «εσωτερικών εχθρών», ασύμβατη εν πολλοίς με τη δημοκρατική συνθήκη, στην οποία συνυπάρχουν πολιτικοί αντίπαλοι και όχι «εχθροί».
 
 
Κοινοβουλευτικός και δικαστικός έλεγχος των παρακολουθήσεων
 
Είναι γεγονός ότι η επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας για τον περιορισμό του επικοινωνιακού απορρήτου δεν συνοδεύεται στην πράξη από την προσκόμιση στον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό του σχετικού αποδεικτικού υλικού, αφού στην σχετική απόφασή του δεν καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τον κίνδυνο ή την απειλή για την εθνική ασφάλεια. Εκ των πραγμάτων τίθεται λοιπόν το ζήτημα του εύρους και των ορίων του δικαστικού ελέγχου των πράξεων αυτών, ο οποίος, λόγω απουσίας συγκεκριμένου πραγματολογικού υλικού καταλήγει ελλιπής και ακρωτηριασμένος. Με άλλα λόγια, είναι ολοφάνερο ένα σαφές «δικαιοκρατικό έλλειμμα» που θέτει σε διακινδύνευση την προστασία του συνταγματικού δικαιώματος και καθιστά επιτακτική την αναζήτηση εναλλακτικών, πιο αξιόπιστων, μορφών ελέγχου.
 
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι το ίδιο το ΕΔΔΑ δεν περιορίζει στα δικαιοδοτικά όργανα της πολιτείας τον κύκλο των εγγυήσεων για την αποτροπή των καταχρηστικών άρσεων του απορρήτου[14], αφενός επισημαίνοντας ότι η έλλειψη δικαστικού ελέγχου δεν στοιχειοθετεί από μόνη της «υπέρβαση του αναγκαίου αποδεκτού μέτρου, σε μια δημοκρατική κοινωνία» και αφετέρου υποδεικνύοντας ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη αυτή την ενεργοποίηση των μηχανισμών του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Υπό μία σημαντική προϋπόθεση, ωστόσο: ότι ο έλεγχος αυτός είναι «επαρκής» από τη σκοπιά της έκτασης των αρμοδιοτήτων, της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μέσων και διαδικασιών, αλλά και των δημοκρατικών εγγυήσεων που διασφαλίζουν την αντιπροσωπευτική σύνθεση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών οργάνων, μέσα από την ισορροπημένη συμμετοχή των μελών της αντιπολίτευσης.
 
Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ υποδεικνύει, επίσης, ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος εκπληρώνει επαρκώς τον εγγυητικό του ρόλο για την a posteriori διακρίβωση της νομιμότητας των άρσεων, μόνο όταν λειτουργεί ένα αξιόπιστο σύστημα λογοδοσίας της επιχειρησιακής διοίκησης και του αρμόδιου υπουργού ενώπιον του κοινοβουλίου και όχι όταν αντιμετωπίζεται ως μια μορφή «χαλαρής υποχρέωσης» για μια ακίνδυνη «γενικού τύπου» ενημέρωση (όχι συγκεκριμένη και εξατομικευμένη). Ένας άνευρος και αναποτελεσματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος, που δεν διασφαλίζει την «διακρίβωση του lege artis χειρισμού των κατ’ εξοχήν, ευαίσθητων ζητημάτων που αυτονοήτως, κάθε άρση εγείρει» (Παπανικολάου 2020, 19), δεν αποτελεί αξιόπιστο μέσο δημοκρατικής λογοδοσίας και περιορισμού της αυθαιρεσίας και επιβάλλει την αναζήτηση πρόσθετων εγγυήσεων για την εμβάθυνση του ελέγχου στο πεδίο του απορρήτου. Η δε ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του κοινοβουλευτικού δικαίου πρέπει να υπακούει σε αυτό το πιεστικό δικαιο-πολιτικό ζητούμενο.
 
Σε ό,τι αφορά τον a posteriori δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των συντελεσμένων άρσεων του απορρήτου, πρέπει να σημειωθεί οι σχετικές εισαγγελικές διατάξεις δεν έχουν αποτελέσει, μέχρι σήμερα, αντικείμενο αυτοτελούς δικαστικής κρίσης, με αποτέλεσμα να μην εντοπίζονται στην ελληνική νομολογία εξειδικευμένες κρίσεις ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας και ιδίως ως προς την τήρηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την κατ’ εξαίρεση επιβολή περιορισμών.
 
Εν προκειμένω, το κρίσιμο στοιχείο είναι ο δικαστικός έλεγχος του ουσιαστικού ερείσματος των περιορισμών, ήτοι η αξιολόγηση του ελλείποντος στοιχείου της αιτιολογίας τους που καθιστά αδύνατη την εκτίμηση της αναλογικότητας του επαχθούς μέτρου. Το γεγονός αυτό τελεί φυσικά σε γνώση των αρμοδίων οργάνων, ενισχύοντας την αίσθηση ότι στην ελληνική έννομη τάξη η επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» συνιστά σαφώς «ασφαλέστερη επιλογή» για την άρση του απορρήτου σε σχέση με τη διακρίβωση των περιοριστικά στον νόμο απαριθμούμενων εγκλημάτων, ακριβώς επειδή αποκλείει κάθε έλεγχο της βασιμότητας των λόγων που επιβάλλουν την άρση. Εκτιμούμε ότι αυτή η παθογένεια δεν μπορεί πλέον να γίνεται ανεκτή σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
 
 
α) Η κάμψη του απορρήτου
 
Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι της επίσημης παραδοχής για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη προηγήθηκε σχετική δήλωση[15] του πρώην Διοικητή της Ε.Υ.Π. σε συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής που έλαβε χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Κυβερνητικές πηγές σχολίαζαν τότε ότι η εν λόγω φερόμενη δήλωση δεν μπορεί να διαψευστεί ή να επιβεβαιωθεί, καθώς η συνεδρίαση χαρακτηρίζεται «απόρρητη» από τον Κανονισμό της Βουλής. Ο απόρρητος χαρακτήρας της συνεδρίασης αξιοποιήθηκε εν προκειμένω ως μέσο αποφυγής της διάψευσης ή της επιβεβαίωσης συγκεκριμένων γεγονότων, ικανών να θεμελιώσουν πράξεις ή παραλείψεις κρατικών υπηρεσιών. Αντίστοιχο υπαινιγμό περί διεξαγωγής κοινοβουλευτικού ελέγχου σε καθεστώς απορρήτου καταλείπει και η από 8.8.2022 δήλωση του Πρωθυπουργού, στην οποία σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «η κυβέρνηση συμφώνησε αμέσως στην σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει. Γιατί μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σήριαλ προς κομματική κατανάλωση».
 
Ας δούμε τι διαλαμβάνει σχετικά με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο επί της Ε.Υ.Π. το άρθρο 43Α ΚτΒ: «Επίσης στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ανήκει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος για τα ζητήματα που αφορούν τη δραστηριότητα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.). Η Κυβέρνηση οφείλει, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα της Επιτροπής, να ενημερώνει την Επιτροπή για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π., εκτός αν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τους οποίους ο αρμόδιος Υπουργός εκθέτει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση και τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., παρουσία του αρμόδιου Υπουργού[16]. Οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π. είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο αυτό και μετά τη λήξη της θητείας τους. Η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει τα πορίσματα του ελέγχου της, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση τήρησης του απορρήτου».
 
Η άποψη ότι το εν λόγω απόρρητο καταλαμβάνει αδιακρίτως κάθε υπόθεση που σχετίζεται με την Ε.Υ.Π., ακόμη και αυτές που αφορούν τυχόν παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων από την συγκεκριμένη υπηρεσία, είναι απολύτως εσφαλμένη. Τούτο διότι ratio του απορρήτου των συνεδριάσεων δεν θα μπορούσε να είναι η δημιουργία συνθηκών αποσιώπησης της παραβίασης κατοχυρωμένων συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά η προστασία της «εθνικής ασφάλειας» ή της «δημόσιας τάξης» (όπως αυτή εκφράζεται ειδικότερα μέσω της «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων»), των ίδιων δηλαδή «γενικών αγαθών», στα οποία εκ του Συντάγματος θεμελιώνονται οι λόγοι περιορισμού του απορρήτου των επικοινωνιών. Αν δεν υφίσταται λόγος εθνικής ασφάλειας ή ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα που να επιτάσσει την άρση του απορρήτου, τότε και η παρακολούθηση είναι παράνομη κατά το Σύνταγμα και ελλείπει η δικαιολογητική βάση για το απόρρητο του άρθρου 43Α του ΚτΒ, με αποτέλεσμα αυτό να αίρεται, κατά τελολογική και λογική αναγκαιότητα. Η θέση αυτή επιρρωνύεται και από τη γραμματική διατύπωση των νομοθετικών περιορισμών του δικαιώματος στην πληροφόρηση κατά το άρθρο 5Α Συντ., οι οποίοι επιβάλλονται «μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων».
 
Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα αποτελούσε καταστρατήγηση της τελολογίας του εν λόγω απορρήτου, καθώς ναι μεν δεν θα αντέβαινε στο «γράμμα» της διάταξης του Κανονισμού, πλην όμως θα δικαιολογούσε σκοπούς ξένους με εκείνους για τους οποίους θεσπίστηκε, ενώ τη ίδια στιγμή θα περιόριζε ανεπίτρεπτα τη δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των επίμαχων συνταγματικών παραβιάσεων. Η παρέκκλιση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών αποτελεί διεθνώς την πιο αξιόπιστη εγγύηση δημοκρατικού ελέγχου και αποτροπής των αυθαιρεσιών. Αυτή η «καλή πρακτική», ωστόσο, δεν αναδεικνύεται στην επιχειρηματολογία της πλειοψηφίας που προσφεύγει συχνά στην επίκληση του οργανωτικού μοντέλου του «Λευκού Οίκου», υπαινισσόμενη ότι ο Πρωθυπουργός διαθέτει στο Επιτελικό Κράτος όλες τις «υπερεξουσίες» του Αμερικανού Προέδρου, χωρίς όμως να περιορίζεται από τα αντίστοιχα ελεγκτικά «αντίβαρα», όπως αυτό του πανίσχυρου Κογκρέσου.
 
Εν όψει των ανωτέρω, η Ε.Υ.Π. οφείλει να προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία τεκμηρίωσης των επισυνδέσεων σε μια αρχική «απόρρητη» συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και εφόσον στην συνεδρίαση αυτή διαπιστωθεί, μετά από ενδελεχή έλεγχο, ότι διενεργούνταν παρακολουθήσεις προσώπων που δεν επιτάσσονται από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο 19 παρ. 1 Συντ. λόγους, τότε το απόρρητο πρέπει να αρθεί και να επιτευχθούν συνθήκες πλήρους δημοσιότητας. Αυτά σύμφωνα με μία αμιγώς «νομική», υπό την έννοια της «νομικής δογματικής», προσέγγιση των ζητημάτων. Αλλά και από δικαιοπολιτική άποψη, η σε βάθος δημόσια διερεύνηση αυτής της «βιομηχανίας παρακολουθήσεων» με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον εντοπισμό και την εκρίζωση αδιαφανών μηχανισμών εξυπηρέτησης ιδιοτελών σκοπιμοτήτων που συνεχίζουν να λειτουργούν στην Ελλάδα στο «ημίφως» της εκτελεστικής εξουσίας, νοθεύοντας τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματός μας.
 
Το βλέμμα όλων μας στρέφεται πρωτίστως στην «επόμενη ημέρα» και το πόσο δηλητηριώδης θα αποβεί για την πολιτική ζωή του τόπου η διολίσθηση σε απόρρητες συνεδριάσεις για ένα θέμα που πιθανότατα εκφεύγει της εθνικής ασφάλειας και αφορά αποκλειστικά στην ποιότητα της δημοκρατίας. Η διεξαγωγή ενός μίζερου και λειψού κοινοβουλευτικού ελέγχου υπό το κράτος αμφισβητούμενων και αλληλοαντικρουόμενων διαρροών, που θα παράγουν σύγχυση στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την αίσθηση της αδιαφάνειας και υποδαυλίζοντας κάθε είδους συνωμοσιολογίες και παραφιλολογίες, μάλλον επιζήμια θα είναι για τη λειτουργία της δημοκρατίας μας. Μια τέτοια εξέλιξη πιθανότατα θα παρατείνει την αίσθηση της θεσμικής εκκρεμότητας, ενώ θα επιτείνει και την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών ως προς τη διαχείριση ευαίσθητων ηθικο-πολιτικών ζητημάτων, που αφορούν τα ίδια τα θεμέλια της έννομης τάξης.
 
 
β) Η συνταγματική υποχρέωση αιτιολόγησης της εισαγγελικής διάταξης
 
Το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2225/1994, προκειμένου για την άρση του απορρήτου προβλέπει αίτημα δικαστικής ή άλλης πολιτικής, στρατιωτικής ή αστυνομικής δημόσιας αρχής και διάταξη Εισαγγελέα, η οποία εκδίδεται εντός εικοσιτεσσάρων (24) ωρών από την περιέλευση του αιτήματος σε αυτόν. Η συμμετοχή Εισαγγελέα στη διαδικασία άρσης του απορρήτου επιτελεί ταυτόχρονα εγγυητική και νομιμοποιητική λειτουργία. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ε.Υ.Π., ο Εισαγγελέας αποσπάται στην υπηρεσία αυτή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008, για την εκπλήρωση του εγγυητικού ρόλου, που προδιαγράφει η επιφύλαξη νόμου του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ.
 
Στο σώμα της εισαγγελικής διάταξης πρέπει να καταγράφονται ρητώς α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) η δημόσια αρχή ή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής που ζητούν την επιβολή της άρσης, γ) ο σκοπός της επιβολής της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) η εδαφική έκταση εφαρμογής και η χρονική διάρκεια της άρσης και στ) η ημερομηνία έκδοσης της διάταξης. Σε περίπτωση που ζητείται καταγραφή του περιεχομένου της επικοινωνίας για συγκεκριμένο διάστημα, «αυτή πραγματοποιείται στις εγκαταστάσεις της αρμόδιας αρχής με επισύνδεση[17] μέσω μισθωμένου κυκλώματος ή με άλλο κατάλληλο τρόπο με ταυτόχρονη διαβίβαση του περιεχομένου και των στοιχείων επικοινωνίας στην αρμόδια αυτή Αρχή» (άρθρο 7 παρ. 2 περ. β’ του π.δ. 47/2005). Η μίσθωση συστημάτων παρακολούθησης από ιδιώτες είναι επομένως ανεκτή από την έννομη τάξη μας και αποτελεί το νομικό έρεισμα για την ανάπτυξη συμβατικής δράσης εκ μέρους της Ε.Υ.Π., προκειμένου αυτή να προσαρμόζεται στις σύγχρονες εξελίξεις, ιδίως με την απόκτηση της λεγόμενης «τεχνολογίας αιχμής».
 
Ως προς την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων[άρθρο 5 παρ. 2 περ. (β) του ν. 2225/1994], η διάταξη που το επιβάλλει περιλαμβάνει εκτός των ανωτέρω στοιχείων και τα εξής: α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή και β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης. Ενώ λοιπόν για την άρση του απορρήτου με σκοπό την διακρίβωση εγκλημάτων, ο νόμος απαιτεί συγκεκριμένη αιτιολογία, προκειμένου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» τέτοια αιτιολογία δεν απαιτείται (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2225/1994). Η διαφορετική αυτή μεταχείριση ενισχύει την άποψη ότι η έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών, όταν προβάλλονται λόγοι «εθνικής ασφάλειας», παρέχει ένα εντελώς «τυπικό περίβλημα» νομιμότητας, καθώς δεν προβλέπεται ούτε η περιγραφή των λόγων αυτών ούτε η αναγραφή στην διάταξη του ονόματος του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται το δυσμενές μέτρο. Έτσι, στην πράξη, ο Εισαγγελέας καλείται να εγκρίνει μια διάταξη που δεν έχει ούτε το ονοματεπώνυμο του θιγόμενου (παρά μόνο έναν αριθμό κινητού), ούτε την αιτιολογία της άρσης, ούτε οποιαδήποτε περιγραφή της υπόθεσης. Όπως, μάλιστα, προκύπτει από αντίστοιχες περιπτώσεις, οι εισαγγελικές διατάξεις είναι προδιατυπωμένες με πανομοιότυπο τρόπο, επαναλαμβάνοντας την φράση: «για λόγους εθνικής ασφάλειας των οποίων η μορφή δεν είναι αναγκαίο να εκτεθεί περαιτέρω στην παρούσα διάταξη».
 
Κατά την άποψή μας, η υποχρέωση αιτιολογίας της διάταξης για την άρση του απορρήτου, ακόμη και για λόγους εθνικής ασφάλειας, απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα. Όπως είναι γνωστό, ειδικά για τις ατομικές διοικητικές πράξεις, η υποχρέωση αιτιολόγησής τους θεμελιώνεται στην αρχή της νομιμότητας με τις πολλαπλές εκφάνσεις της ως καταστατικής αρχής του κράτους δικαίου (ιδίως άρθρα 25 παρ. 1, 26, 93 παρ. 4 και 95 παρ.1 Συντ.), σε συνδυασμό με την αρχή της «διαφάνειας» ή της «φανερής δράσης της διοίκησης» (ιδίως άρθρα 5Α παρ. 1 και 10 παρ. 1 και 2 Συντ.) και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 2 Συντ), καθώς μη αιτιολόγηση των ατομικών διοικητικών πράξεων θα καθιστούσε ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχό τους. Οι ίδιες συνταγματικές αρχές δεν μπορεί παρά να εφαρμόζονται και στις εισαγγελικές διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, καθώς τυχόν αποδοχή της μη υποχρεωτικότητας της αιτιολόγησής τους θα οδηγούσε στην αποστέρηση κάθε δυνατότητας δικαστικού ελέγχου τους[18].
 
Παραθέτουμε στο σημείο αυτό χωρίς άλλα σχόλια την εξαιρετική σύνοψη της Κ. Παπανικολάου (2020), 27): «Η μη παράθεση των λόγων που στοιχειοθετούν τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας αποκλείει ταυτόχρονα και την αξιολόγηση των επίμαχων άκρως περιοριστικών μέτρων υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Με άλλα λόγια, την εκτίμηση αν το μέτρο ήταν απολύτως αναγκαίο για την in concreto περίσταση και αν η επάχθεια που επέφερε στον κανονιστικό πυρήνα του δικαιώματος ήταν αναπότρεπτη, στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας[19]. Ειδικά μάλιστα, σε ένα πεδίο, όπου η αρχή της αναλογικότητας ως μηχανισμός στάθμισης και σύνθεσης αγαθών prima facie αντικρουόμενων, αναδεικνύεται συχνά ως το έσχατο μεθοδολογικό εργαλείο εξισορρόπησης κρίσιμων αξιών του κράτους δικαίου. Ο αποκλεισμός της κατά συνέπεια, από τις τεχνικές του ελέγχου στάθμισης αποδυναμώνει εμφανώς την εμβέλειά του, ενώ καθιστά πρακτικώς ανενεργή τη διερεύνηση της συμβατότητας ενός περιορισμού προς το σύστημα των αρχών του κράτους δικαίου».
 
Εν όψει των ανωτέρω, υποστηρίζουμε ότι η αρχή της «φανερής δράσης» της διοίκησης, που επιτάσσει την δημοσιοποίηση των ενεργειών της εξουσίας και την αποκάλυψη των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η κρατική δράση (Βλαχόπουλος 2007, 28, Παπατόλιας 2019 β, 269) κάμπτεται μεν αυτονοήτως κατά τον χρόνο που συγκεκριμένοι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» επιτάσσουν την άρση του απορρήτου -με την συνδρομή των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες εξ ορισμού δεν εκτίθενται δημοσίως-, πλην όμως επανέρχεται άθικτη, ενισχυμένη μάλιστα από το συνταγματικό «δικαίωμα στην πληροφόρηση» (άρθρο 5Α παρ.2 Συντ.), όταν οι λόγοι αυτοί εκλείψουν ή περιοριστούν (καθώς η άρση επιδέχεται διαβαθμίσεις) ή, τέλος, αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι προβλήθηκαν καταχρηστικά..
 
Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη διάρρηξη της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.) καθώς θα θεμελίωνε την ανέλεγκτη προνομία των αρμοδίων αρχών να προβαίνουν σε άρση του απορρήτου κατά το δοκούν, αναβιώνοντας αναχρονιστικές πρακτικές εφαρμογές της «αρχής της σκοπιμότητας», που ανάγονται ιστορικά στο «κράτος εθνικοφρόνων». Επειδή όμως σε ένα κανονικό κράτος δικαίου, δεν είναι νοητό η «νομιμότητα» να συγχέεται με την ανέλεγκτη «σκοπιμότητα», πρέπει να κριθεί ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2225/1994 που ορίζει ότι «αν κατά την κρίση του (του Εισαγγελέα), μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη».
 
Εξίσου προβληματική από συνταγματική σκοπιά είναι και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008, σύμφωνα με την οποία ο Εισαγγελέας αποσπάται στην Ε.Υ.Π., καθώς η λύση αυτή προσφέρεται για καλλιέργεια «εκλεκτικών συγγενειών», εάν όχι δεσμών εξάρτησης, μεταξύ ελέγχοντος και ελεγχόμενου, μέσω της πρακτικής του «ιδρυματικού εισαγγελέα» – όπως προσφυώς χαρακτηρίστηκε -, η οποία εξουδετερώνει εν τοις πράγμασι την λειτουργία του Εισαγγελέα ως αντιβάρου στην υπηρεσία που καλείται να ελέγξει. Πράγματι, «όταν γνωρίζεις προσωπικά τον άλλο στο διπλανό γραφείο και συνεργάζεσαι καθημερινά μαζί του, δεν είναι επόμενο να δημιουργηθεί μια οιονεί συναδελφική σχέση στο πλαίσιο της ίδιας υπηρεσίας (Τασόπουλος 2022, 346)»; Πολλώ δε μάλλον που η έκδοση διατάξεων άρσης του απορρήτου δεν αποτελεί την αποκλειστική αρμοδιότητα του αποσπασμένου στην Ε.Υ.Π. Εισαγγελέα, ο οποίος ελέγχει συγχρόνως την νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεων της σε θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ ασκεί και όλες τις παράλληλες αρμοδιότητες που του ανατίθενται (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008), με αποτέλεσμα να αναπτύσσει ακόμη εντονότερους δεσμούς με την εποπτευόμενη υπηρεσία.
 
Τέλος, αδικαιολόγητα προσκόμματα φαίνεται ότι εισάγει η πρόβλεψη προθεσμίας 24 ωρών από την περιέλευση του αιτήματος στον Εισαγγελέα για την έκδοση της σχετικής διάταξης, καθώς, δεδομένου του όγκου των εκδιδόμενων διατάξεων, οι οποίες κατά μέσον όρο ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες ημερησίως, καθίσταται υπερβολικά δυσχερής, εάν όχι ανέφικτη, η διεξοδική μελέτη των αιτημάτων. Στην πράξη, με άλλα λόγια, η «εγγυητική λειτουργία» του Εισαγγελέα φαίνεται να υποχωρεί σαφώς έναντι μιας αμιγώς «νομιμοποιητικής», επιβεβαιώνοντας, για άλλη μια φορά, τις αρχικές εκτιμήσεις του Μάνεση: «Και για μεν τα εγκλήματα, η δικαστική αρχή είναι, εξ’ ορισμού, αρμόδια και εξοικειωμένη. Για τους λόγους όμως “εθνικής ασφάλειας”, θα στηρίζεται, αναγκαστικά, στα στοιχεία των υπηρεσιών πληροφοριών, τα οποία, ως “άκρως απόρρητα”, δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν, ιδίως ως προς τις πηγές τους, και επομένως, οι δικαστικοί λειτουργοί θα περιβάλλουν απλώς με το κύρος τους τις εκτιμήσεις και τις ενέργειες αυτών των υπηρεσιών» (Μάνεσης 1978, 240).
 
 
γ) Αξιολόγηση της πρόσφατης ΠΝΠ για την Ε.Υ.Π.
 
Την επομένη της γνωστής δήλωσης του Πρωθυπουργού, με την οποία εξαγγέλθηκαν αλλαγές στην Ε.Υ.Π., εκδόθηκε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με τίτλο «Επείγουσες διατάξεις για την ενίσχυση της ακεραιότητας στη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» (ΦΕΚ A’ 152/09.08.2022). Η Π.Ν.Π. τροποποίησε τον τρόπο επιλογής του Διοικητή της Ε.Υ.Π., εισάγοντας τη διατύπωση γνώμης από την αρμόδια Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής (άρθρο 43Α ΚτΒ), ενώ επανέφερε την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, που είχε καταργηθεί με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 4531/2018, σύμφωνα με την οποία η εισαγγελική διάταξη περί άρσης του απορρήτου αναπτύσσει ισχύ ύστερα από έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών.
 
Η εν λόγω «διορθωτική» ΠΝΠ προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι η εισαγγελική διάταξη άρσης του απορρήτου με αίτημα της Ε.Υ.Π. θα συνεχίσει μεν να εκδίδεται από τον αποσπασμένο στην Ε.Υ.Π. –μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου– εισαγγελικό λειτουργό, αλλά πλέον θα υποβάλλεται προς έγκριση και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών. Η πλειοψηφία ισχυρίζεται ότι με αυτό το “διπλό φίλτρο” θεσπίζεται ένα ουσιαστικό αντίβαρο που θωρακίζει τα δικαιώματα των πολιτών. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν φαίνεται να εισάγεται κάποιο σοβαρό εργαλείο ανάσχεσης των καταχρηστικών συμπεριφορών που ενθαρρύνει η έλλειψης αιτιολογίας. Όπως ορθά διευκρινίζει και ο Ν. Αλιβιζάτος, «η σύμπραξη και δεύτερου εισαγγελέα» αποτελεί μεν «θετικό βήμα», αλλά συνιστά ανεπαρκή εγγύηση, στο μέτρο που κανένας εισαγγελικός λειτουργός, όσο ανεξάρτητα και αν δρα, δεν διαθέτει την επάρκεια ή την τεχνογνωσία για να ελέγξει επί της ουσίας τις εισηγήσεις κλιμακίων της ΕΥΠ που αξιολογούν και διαβαθμίζουν τους λόγους εθνικής ασφάλειας. Ειδικά για τις παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, κρίνεται, επομένως, επιβεβλημένη η σύμπραξη της ΑΔΑΕ, η οποία, συνδυάζει την αναγκαία ανεξαρτησία και την εξ ίσου απαραίτητη τεχνογνωσία. Και τούτο διότι, «κανένας δικαστικός λειτουργός, όσα ειδικά σεμινάρια και αν παρακολουθήσει γι’ αυτόν τον σκοπό, δεν θα είναι σε θέση να αντιταχθεί σοβαρά και με επιχειρήματα στα αιτήματα που θα του υποβάλει η ΕΥΠ» (Αλιβιζάτος 2022).
 
Από τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν καθίσταται σαφές ότι, ενώ οι διατάξεις της ΠΝΠ είναι καλοδεχούμενες, δεν επιλύουν επ’ ουδενί το πρόβλημα που έχει ανακύψει. Η ραγδαία αύξηση των παρακολουθήσεων (15.475 το 2021 για λόγους «εθνικής ασφάλειας» έναντι 3.097 για την «διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση της ΑΔΑΕ)[20], καθώς και οι πρόσφατες αποκαλύψεις, καταδεικνύουν μία «συστημική» ροπή στην παραβίαση των νομοθετικών και συνταγματικών εγγυήσεων[21], η οποία μοιραία επιτείνεται σε συνθήκες πρωθυπουργοκεντρικής – συγκεντρωτικής διακυβέρνησης (Παπατόλιας 2019α). Ήδη, άλλωστε από το 2007 ο πρώην Διοικητής της Ε.Υ.Π. κ. Παύλος Αποστολίδης δεν δίσταζε να αναγνωρίσει δημοσίως ότι «κυβερνήσεις και διοικούντες υποκύπτουν συχνά στον πειρασμό χρησιμοποίησης των δυνατοτήτων των Υπηρεσιών (ιδίως παρακολούθησης συνδιαλέξεων) προς ίδιον όφελος» (Αποστολίδης 2007). Η ιδιότητα του γράφοντος και η κατηγορηματικότητα της δήλωσης καταδεικνύουν αφενός την εγγενή τάση των κυβερνώντων στην αυθαίρετη χρήση των μυστικών υπηρεσιών και αφετέρου την επείγουσα ανάγκη θέσπισης ουσιαστικών αντιβάρων έναντι του κινδύνου των αντιδημοκρατικών και αυταρχικών πρακτικών, ο οποίος εξ ορισμού ενισχύεται όσο πιο συγκεντρωτικό και προσωποπαγές είναι το μοντέλο της διακυβέρνησης[22].
 
Επιπλέον, αυτού του είδους τα «συστημικά προβλήματα» από την φύση τους δεν εμπίπτουν στην έννοια των «έκτακτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» του άρθρου 44 παρ. 1 Συντ., που δικαιολογούν την προσφυγή στην λύση της έκτακτης νομοθέτησης μέσω ΠΝΠ, πολλώ δε μάλλον όταν η ακριβής έκταση και οι ιδιαίτερες πτυχές της ερευνώμενης υπόθεσης δεν έχουν ακόμη πλήρως προσδιοριστεί. Η σπουδή για άμεση νομοθέτηση με μια ελλιπή και χαμηλών προσδοκιών κανονιστική τακτοποίηση, όχι μόνο προσκρούει στις «καλές πρακτικές» της ρυθμιστικής διακυβέρνησης και τις αρχές της «καλής νομοθέτησης», αλλά γεννά την υπόνοια ότι επισπεύστηκε σε μια προσπάθεια απόσεισης, ή έστω μετριασμού, της πολιτικής ευθύνης.
 
 
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
 
Ο Ευ. Βενιζέλος, διαπιστώνει, με αναδρομικό πλην ιδιαιτέρως εύγλωττο τρόπο, ότι «παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του», καθώς «το μείγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο». Επειδή δε στα «ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου υπάρχει απόλυτη αξίωση και απόλυτη υποχρέωση σεβασμού, το μοντέλο πρέπει να αλλάξει αμέσως» (Βενιζέλος 2022 α).
 
Καθώς δεν είναι λίγες οι φωνές που ενοχοποιούν το πρωθυπουργοκεντρικό ή συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης για τις πρόσφατες εξελίξεις κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε καταληκτικά σε ορισμένες συνοπτικές παρατηρήσεις σχετικά με αυτό που αποκαλούμε συνήθως «παθογένεια του πρωθυπουργοκεντρισμού» στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα. Κατ’ αρχήν, διευκρινίζουμε ότι ο «πρωθυπουργοκεντρισμός» δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με τη δεσπόζουσα θέση του Πρωθυπουργού στο Πολίτευμα ούτε με την υπέρμετρη ενίσχυση του ρόλου του στο πλαίσιο της ανακατανομής των λειτουργιών εντός της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν αποτελεί, με άλλα λόγια, «πρωτογενές συνταγματικό φαινόμενο», αλλά ανάγεται σε παράγοντες που εντοπίζονται πρωτίστως στην εσωτερική δομή και λειτουργία του κομματικού συστήματος, στα ολιγαρχικά και αρχηγοκεντρικά χαρακτηριστικά του, τις συγκεντρωτικές οργανωτικές δομές και το βαθύτερο έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας των κομμάτων εξουσίας (Παπατόλιας 2020).
 
Η πρωθυπουργοκεντρική «παρέκκλιση» παραπέμπει περισσότερο στην εδραίωση ενός υπερσυγκεντρωτικού τρόπου διαχείρισης των εξουσιών του Πρωθυπουργού με την ενεργοποίηση προσωποπαγών, αρρύθμιστων και αδιαφανών κυκλωμάτων εξουσίας που αναφέρονται αποκλειστικά στον ίδιο, διαφεύγοντας από κάθε έλεγχο ή λογοδοσία.
 
Υπό την έννοια αυτή, ο πρωθυπουργοκεντρισμός δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως φυσική συνέπεια του κοινοβουλευτισμού, αλλά ως μείζων παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος, που αλλοιώνει τις θεσμικές ισορροπίες που καθιερώνει το Σύνταγμα, ανατρέπει τις προστατευτικές εγγυήσεις και ασφαλιστικές δικλείδες που αυτό ιδρύει και θέτει μείζον ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας του συστήματος διακυβέρνησης.
 
Τάσεις, βεβαίως, «πολιτικού συγκεντρωτισμού» αναπτύσσονται σε όλα τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα εδώ και μια 30ετία, καθώς η ενίσχυση του πρωθυπουργικού «κέντρου διακυβέρνησης» περιβάλλεται, στο πολυσύνθετο και αβέβαιο περιβάλλον της παγκόσμιας κοινωνίας, από υψηλές προσδοκίες αποτελεσματικής διεύθυνσης, σταθερότητας και ασφάλειας. Οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν γρήγορα, ωστόσο, αφού ούτε η διευθυντική ικανότητα του πολιτικού συστήματος αναβαθμίστηκε μέσω του πολιτικού συγκεντρωτισμού, ενώ και οι αυταρχικές και αντιδημοκρατικές ροπές οξύνθηκαν επικίνδυνα.
 
Στη χώρα μας, ο «υπερσυγκεντρωτικός κυβερνητισμός» επανακάμπτει τελευταία ως βασικός τρόπος διεύθυνσης των κρατικών υποθέσεων, ενώ αποτυπώνεται και στην κυρίαρχη οργανωτική ιδεολογία που διαπνέει τη συγκρότηση των υποστηρικτικών υπηρεσιών του λεγόμενου «κέντρου διακυβέρνησης». Πλέον, ο Πρωθυπουργός, με τη συνδρομή ενός πανίσχυρου «μεικτού μηχανισμού», κυβερνητικού και κομματικού, που υπάγεται απευθείας στον ίδιο, προβάλλει ως ένα παντελώς ανέλεγκτο κέντρο εξουσίας, καθιστώντας απολύτως επίκαιρη την αναζήτηση δραστικών αντιβάρων, στα οποία τόσο επέμενε ο Αριστόβουλος Μάνεσης.
 
Παραδόξως, διακινείται σήμερα η άποψη ότι η παρακολούθηση υπουργών ή άλλων πολιτικών προσώπων αποτελεί εδραιωμένη πολιτική πρακτική, καθώς ανέκαθεν το πρωθυπουργικό γραφείο κυβερνούσε την χώρα, με εντολές των «εμπίστων» των πρωθυπουργών, που συχνά αυτονομούνταν από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι οι μυστικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως μοντέλου διακυβέρνησης, πάντοτε υπάγονταν πολιτικά -έστω de facto- στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας και ότι οι γκάφες, τα σφάλματα και οι παραλείψεις τους πάντοτε χρεώνονταν στον Πρωθυπουργό από την Αντιπολίτευση, ακόμη και όταν αυτός δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις ενέργειές τους.
 
Η αυτονόητη απάντηση στο αφήγημα αυτό είναι ότι το «Επιτελικό Κράτος» θεσπίστηκε ακριβώς στους αντίποδες αυτής της αντίληψης, ως το νομοθέτημα που φιλοδοξούσε να θεσπίσει σταθερούς μηχανισμούς διακυβέρνησης, που εξασφάλιζαν την συνοχή του κυβερνητικού έργου και απέτρεπαν τις μεμονωμένες ενέργειες των προσώπων εμπιστοσύνης των πρωθυπουργών. Η ratio αυτού του μοντέλου διακυβέρνησης ήταν η απεξάρτηση της πολιτικής από τα πρόσωπα και τις εμπνεύσεις τους, τα λάθη ή τις γκάφες τους, καθώς η τυποποίηση των διαδικασιών και οι θεσμικοί αυτοματισμοί θα καθιστούσαν περιττούς τους «έμπιστους» και τον βαθμό αφοσίωσής τους.
 
Και επειδή στον δημόσιο διάλογο επισημαίνονται εσχάτως αρκετές δομικές παθογένειες[23], θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε ότι μια βασική δομική παθογένεια που απειλεί τις σύγχρονες δημοκρατίες αφορά την υπερσυγκεντρωτική και προσωποποιημένη άσκηση της εξουσίας, που προσκρούει εξ ορισμού και στις προδιαγραφές μιας πραγματικής «επιτελικής διακυβέρνησης» αλλά και στις ανάγκες μιας δημοκρατικής και δικαιοκρατικά οριοθετημένης πολιτείας. Ορθώς, λοιπόν, επισημαίνεται ότι η παρούσα δημόσια αντιπαράθεση δεν αφορά πρωτίστως το διαχρονικό ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών και αποτελεσματικής προάσπισης της εθνικής ασφάλειας (Ιωαννίδης 2022). Ούτε μόνο την καταχρηστική-διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» από τους εκάστοτε κρατούντες (Καραβοκύρης 2022) που επεσήμαινε ο Μάνεσης από το 1974. Είναι, ίσως, ακόμη πιο σημαντικό να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους που ενισχύουν, ειδικά σήμερα, την ροπή στις αντισυνταγματικές πρακτικές που περιγράψαμε πιο πάνω, αναλύοντας μεθοδικά αυτό το «εκρηκτικό μείγμα» θεσμικών προδιαγραφών και πολιτικο-ιδεολογικών επιλογών (έλλειψη αντιβάρων, συγκεντρωτική διακυβέρνηση, προσωποπαγής άσκηση της εξουσίας, ολιγαρχική οργανωτική ιδεολογία), το οποίο μοιραία απολήγει σε μια επιζήμια αίσθηση παντοδυναμίας, απουσίας ορίων και έλλειψης θεσμικής αυτοσυγκράτησης. Και ενώ είναι μάλλον υπερβολικό να γίνεται λόγος για διάρρηξη του «δημοκρατικού consensus» της Μεταπολίτευσης, είναι εύλογο να διαπιστώνεται ότι οι πρόσφατες εξελίξεις κλονίζουν σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς διακυβέρνησης. Ο Fuller παρατηρεί ότι «ο πολίτης πρέπει κατ’ ανάγκην να δέχεται αξιωματικά ότι η κυβέρνησή του παίζει ακριβοδίκαια το παιχνίδι του δικαίου. Αλλά ακριβώς επειδή αυτή η πίστη διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην λειτουργία ενός νομικού συστήματος, μία μόνη δραματική διάψευσή της, μπορεί να υπονομεύσει τα ηθικά θεμέλια μιας έννομης τάξης». Μέλημα όλων μας σήμερα είναι να εργαστούμε, με περίσσευμα συνέπειας και ανιδιοτέλειας, για να αποφύγουμε αυτή την «δραματική διάψευση».
 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
Αποστολίδης Π. (2007) «Οι Υπηρεσίες Πληροφοριών στο Σύστημα Εθνικής Ασφάλειας, Η Περίπτωση της ΕΥΠ», ΕΛΙΑΜΕΠ Ειδικές Μελέτες, in https://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2008/07/apostolidies_eyp_gr.pdf.
Αλιβιζάτος Ν. (1987) Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Αθήνα, Σάκκουλας.
Αλιβιζάτος, Ν. (2022) «Οι κυβερνήσεις παραιτούνται, όταν υπάρχουν σκάνδαλα με πρωθυπουργικές ευθύνες», συνέντευξη στο “The Magazine“, in https://www.news247.gr/sunday-edition/nikos-alivizatos-oi-kyverniseis-paraitoyntai-otan-yparchoyn-skandala-me-prothypoyrgikes-eythynes.9729711.html/20.08.2022.
Βενιζέλος Ευ. (2022α) «Μεγάλο σφάλμα η θέση του πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη», in https://www.kathimerini.gr/politics/561991804/venizelos-megalo-sfalma-i-thesi-toy-prothypoyrgoy-oti-i-parakoloythisi-itan-typika-nomimi/ 08.2022.
Βενιζέλος Ευ. (2022β) «Μίζερη, αδιέξοδη και μάταιη η κυβερνητική γραμμή», in https://www.protagon.gr/apopseis/mizeri-adieksodi-kai-mataii-i-kyvernitiki-grammi/09.08.2022.
Βλαχόπουλος, Σπ. (2007) Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων. Τα όρια μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης στην εκτελεστική εξουσία, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή.
Γεραπετρίτης, Γ. (2022α) «Το Σύνταγμα και η άρση απορρήτου των επικοινωνιών», in https://www.kathimerini.gr/politics/561993709/gerapetritis-to-syntagma-kai-i-arsi-aporritoy-ton-epikoinonion/09.08.2022.
Γεραπετρίτης, Γ. (2022β) «Το απόρρητο επικοινωνιών και οι αναγκαίες συναιρέσεις», in https://www.kathimerini.gr/politics/561997684/arthro-g-gerapetriti-stin-k-to-aporrito-epikoinonion-kai-oi-anagkaies-synaireseis/14.08.2022.
Δελλής, Γ. (2022) «Παρακολουθήσεις: Νόμιμο δεν είναι το νομότυπο», in https://www.kathimerini.gr/society/561993952/parakoloythiseis-nomimo-den-einai-to-nomotypo/13.08.2022.
Δρόσος, Γ. (2022) «Υποκλοπές: Ποιος και για ποιον κυβερνά;», in https://www.avgi.gr/politiki/422132_ypoklopes-poios-kai-gia-poion-kyberna/14.08.2022.
Ιωαννίδης, Γ. (2022) «Μια δημοκρατία και ευαίσθητη και ανθεκτική», in https://www.tovima.gr/printed_post/mia-dimokratia-kai-eyaisthiti-kai-anthektiki/13.08.2022.
Καραβοκύρης Γ. (2022), «To πρόσωπο της δημοκρατίας. Ο σκοτεινός κόσμος των υποκλοπών και οι επιταγές του Συντάγματος», in https://www.tovima.gr/printed_post/to-prosopo-tis-dimokratias/13.08.2022.
Καρκατσούλης, Π. (2020) «Η Εθνική Ασφάλεια ως πολιτική και ως πρόσχημα» in https://www.metarithmisi.gr/content/i-ethniki-asfaleia-os-politiki-kai-os-proschima/12.06.2020.
Μάνεσης, Α., (1978) Συνταγματικά Δικαιώματα, τ. α’, Ατομικές Ελευθερίες, 4η Έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα –Θεσσαλονίκη.
Μάνεσης, Α., (2007) «Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία» in Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (1980-2000), τ. ΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, σ. 390 επ.
Μάνεσης, Α., (2007) «Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975», in Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σ. 529 επ.
Μαραντζίδης Ν. (2022) «Σε μια σύγχρονη Δημοκρατία, η παραίτηση Μητσοτάκη θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη», in https://www.avgi.gr/politiki/422111_se-mia-syghroni-dimokratia-i-paraitisi-mitsotaki-tha-eprepe-na-theoreitai-aytonoiti, 16.08.2022.
Παλαμιώτης Φ. (2020) «Μετακίνηση των βουλευτών: ανευθυνότητα ή θεσμική εγγύηση;», in «Εφημερίδα Των Συντακτών», in https://www.efsyn.gr/node/239088 /13.4.2020.
Παπανικολάου Α (2020) «Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα», in http://www.adae.gr/fileadmin/docs/2020-07-papanikolaou-katerina-aporrito-epikoinonias_01.pdf.
Παπατόλιας Α. (2017), «Συνταγματική αναθεώρηση και εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης», ΕΔΔΔΔ-3/2017, σ. 587 επ.
Παπατόλιας Α. (2019 α), «Η κριτική στο Επιτελικό Κράτος», in constitutionalism.gr, 10-11-2019.
Παπατόλιας Α. (2019β), Η Αξιοκρατία ως αρχή και ως δικαίωμα. Θεωρητικές καταβολές, συνταγματική θεμελίωση και θεσμική πρακτική, Παπαζήση, Αθήνα.
Παπατόλιας Α. (2020), «Πρωθυπουργοκεντρισμός και επιτελική διοίκηση στο ελληνικό πολιτικο-διοικητικό σύστημα», in ΕφημΔΔ-4/2020, σ. 416 επ.
Παπατόλιας A. (2021), Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους. Θεωρητικό θεμέλιο, Νομοθετική κατοχύρωση, Διοικητική πρακτική, Σάκκουλας, Αθήνα.
Παυλόπουλος Π. (1988) «Τεχνολογική εξέλιξη και συνταγματικά δικαιώματα. Οι σύγχρονες περιπέτειες του απορρήτου των ανταποκρίσεων», in ΝοΒ, 1988, σ. 1511 επ.
Παυλόπουλος Π. (2022), «Η πολιτική ευθύνη ανήκει σε όσους ασκούν την εξουσία», δημόσια παρέμβαση διαθέσιμη σε https://www.tanea.gr/2022/08/16/politics/government/prokopis-paylopoulos-i-politiki-eythyni-anikei-se-osous-askoun-tin-eksousia/amp/16.08.2022.
Σωτηρέλης Γ. «H παραίτηση του Πρωθυπουργού είναι μονόδρομος. Η πολιτική ευθύνη για τις αντισυνταγματικές υποκλοπές είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη», in https://www.constitutionalism.gr/i-paraitisi-tou-prothipourgou-einai-monodromos/ 8.08.2022.
Σκουρής Β. (2022) «Μια σκοτεινή ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ – Ο φόβος του Κ. Μητσοτάκη για νέες αποκαλύψεις», in https://www.ieidiseis.gr/politiki/158710/mia-skoteini-efp-mesa-stin-efp-o-fovos-tou-k-mitsotaki-gia-nees-apokalypseis/ 13.08.2022.
Σουλιώτης Γ. (2022) «Παρακολουθήσεις – ΕΥΠ: Μετακινήσεις και ερωτήματα», in https://www.kathimerini.gr/society/561992272/parakoloythiseis-eyp-metakiniseis-kai-erotimata/09.08.1922.
Τασόπουλος Γ. (1993), «Ζητήματα προστασίας του απορρήτου και ελευθερίας του τύπου κατά το άρθρο 370ΠΚ», Υπεράσπιση, 1993, σ. 1449 επ.
Τασόπουλος Γ. (2022 ) «Ο Κούφιος Πυρήνας του Δικαιώματος Για Το Απόρρητο Της Επικοινωνίας Και Η Εθνική Ασφάλεια», in e-Πολιτεία Τ. 3’, in https://www.epoliteia.gr/wp-content/uploads/2022/07/340-359-MELETES-1.pdf?fbclid=IwAR0bpr92mIZRMk3gFM9XYrFjBSZULLdih7tjtuPe0qaosAPQv_bIRhs0pQ8 Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2022.
Τσακυράκης Στ. (1993) «Το Απόρρητο Της Επικοινωνίας – Απόλυτα Απαραβίαστο Ή Ευχή Της Έννομης Τάξης»; in ΝοΒ, 1993, σ. 995 επ.
Χρυσόγονος K. (2022α) «Η διαρκής παραβίαση του άρθρου 19.1 του Συντάγματος», in https://www.constitutionalism.gr/i-diarkis-paraviasi-tou-arthrou-19-1-tou-sintagmatos/08.2022.
Χρυσόγονος K. (2022β) «Καταφανής Παραβίαση του Συντάγματος», in https://www.constitutionalism.gr/katafanis-paraviasi-you-sintagmatos/13-08-2022.
Χρυσόγονος K. (2022γ) συνέντευξη στον ιστότοπο News24/7, in https://www.newsgr/sunday-edition/ethniki-asfaleia-dia-pasan-noson-i-dimokratia-se-kindyno.9719494/8.08.2022.
Χρυσόγονος K./ Βλαχόπουλος, Σ. (2017) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η Έκδοση, Αθήνα, Σάκκουλας.
 
[1] Το δικαίωμα κατοχυρώθηκε κατά το πρώτον με το Σύνταγμα του 1844. Το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1864/1911 όριζε ότι «το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον». Τα μεταγενέστερα Συντάγματα διεύρυναν την παρεχόμενη προστασία. Έτσι, το άρθρο 18 του Συντάγματος του 1927 όριζε ότι «το απόρρητον των επιστολών, τηλεγραφημάτων και τηλεφωνημάτων είναι απολύτως απαραβίαστον», ενώ το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 όριζε ότι «το απόρρητον των επιστολών και τής καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστον».
 
[2] Η επισκόπηση της σχετικής νομολογίας εκφεύγει των ορίων της ανάπτυξης. Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων διακηρύχθηκε κατά το πρώτον στην Ελλάδα σε υπόθεση που αφορούσε το απόρρητο των επιστολών (Αγόρευση ΕισΑΠ Δ. Τζιβανόπουλου επί της ΑΠ 169/1893).
 
[3] Στην πράξη, οι διατάξεις που εκδίδονται δεν περιλαμβάνουν τον λόγο της παρακολούθησης και δεν εξειδικεύουν τον κίνδυνο της «εθνικής ασφάλειας». Ο αποσπασμένος εισαγγελέας στην ΕΥΠ έχει προ οφθαλμών μία λίστα με τηλεφωνικούς αριθμούς και υπογράφει σχεδόν μηχανικά την διάταξη, επιτελώντας κατ’ ουσίαν ένα καθήκον απλής «διοικητικής διεκπεραίωσης».
 
[4]Βεβαίως, η απόλυτη προστασία του «βουλευτικού απορρήτου» συνδέεται, κατά το γράμμα του Συντάγματος, στενά με την ιδιότητα του βουλευτή (ή του ευρωβουλευτή) και όχι με μια ευρύτερη «πολιτική ιδιότητα» που διαθέτουν κορυφαία στελέχη της εκτελεστικής εξουσίας (όπως οι Υπουργοί ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας), ή άλλοι «σημαίνοντες» παράγοντες του δημόσιου βίου (όπως ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί ή επικεφαλής συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών, αλλά και εξωκοινοβουλευτικοί αρχηγοί κομμάτων). Δεδομένου όμως ότι η ratio της αυξημένης προστασίας αφορά γενικότερα την απρόσκοπτη λειτουργία του Πολιτεύματος και όχι αποκλειστικά το ειδικό καθεστώς των βουλευτών, θα ήταν συνταγματικά θεμιτό να εμπίπτουν στα όριά της και πρόσωπα με υψηλή θεσμική σημασία, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν.
 
[5] Διαθέσιμη σε https://primeminister.gr/2022/08/08/29961
 
[6] Όπως, επίσης, έχει υποστηριχθεί κατά κόρον, η πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού, στην υπό κρίση περίπτωση, πέρα από «αντικειμενική», είναι και «αποκλειστική», αφού αφενός ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να υπαγάγει την ΕΥΠ στο γραφείο του και αφετέρου επέβαλε με κάθε τρόπο και τα πρόσωπα που ενέχονται στην παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ήτοι τον διοικητή και την εισαγγελέα της Ε.Υ.Π. Όπως συνοψίζει ο Γ. Σωτηρέλης (2022) «έχει ο ίδιος την πλήρη και αποκλειστική πολιτική ευθύνη για μια ΕΥΠ, την οποία αφού υπήγαγε ο ίδιος στις αρμοδιότητες του, εν συνεχεία την στελέχωσε με αμφιλεγόμενα πρόσωπα και με μικροπολιτικά κριτήρια, την δραστηριοποίησε υπέρμετρα και χωρίς να τηρούνται οι συνταγματικές εγγυήσεις και εν τέλει την απάλλαξε από τις ευθύνες (επί της ουσίας) παράνομων παρακολουθήσεων».
 
[7] Όπως υποστηρίζει ο Ν. Αλιβιζάτος (2022) «σε όλες τις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, είθισται πράγματι οι κυβερνήσεις – και όχι απλώς οι εμπλεκόμενοι Υπουργοί – να παραιτούνται όταν αποκαλύπτονται μείζονα σκάνδαλα[7]· και τούτο όταν σε αυτά εντοπίζονται και πρωθυπουργικές ευθύνες». Με αντίστοιχο τρόπο ο Π. Παυλόπουλος (2022) υποστηρίζει ότι «η πολιτική ευθύνη εκείνων, οι οποίοι ασκούν την εξουσία που τους έχει ανατεθεί με βάση την λαϊκή ετυμηγορία είναι, εκ φύσεως και εξ ορισμού, αντικειμενική. Άρα οι φορείς της εξουσίας αυτής πρέπει ν’ αναλαμβάνουν, στο ακέραιο, την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί, ενώ δεν νοείται η μετάθεσή της, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε άλλους». Και προσθέτει: «Με απλές λέξεις οι πολιτικοί «ταγοί» για να δικαιώσουν την προαναφερόμενη δημοκρατική τους νομιμοποίηση δεν μπορεί ν’ αρκούνται στην απλή διαχείριση της εξουσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, αλλά οφείλουν ν’ αναδεικνύονται, με θάρρος και συνέπεια και δίχως υπολογισμό του λεγόμενου «πολιτικού κόστους», ασυμβίβαστοι υπερασπιστές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεσμών της».
 
[8] Επισημαίνεται ότι μία από τις πρώτες κανονιστικές πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης, ήδη από την επομένη των εκλογών της 7.7.2019 ήταν η θέσπιση του Π.Δ. 81/2019 (ΦΕΚ 119/8.7.2019), αμέσως δηλαδή μετά από την ορκωμοσία της, με το οποίο η εποπτεία της Ε.Υ.Π., που έως τότε ανήκε στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, υπήχθη απευθείας στον Πρωθυπουργό.
 
[9] Οι υπηρεσίες που υπάγονται στην Προεδρία της Κυβέρνησης είναι α) η Γενική Γραμματεία του Πρωθυπουργού, β) η Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων γ) η Γενική Γραμματεία Συντονισμού Εσωτερικών Πολιτικών, δ) η Γενική Γραμματεία Συντονισμού Οικονομικών και Αναπτυξιακών Πολιτικών και ε) η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης. Η Γενική Γραμματεία του Πρωθυπουργού μεριμνά για κάθε ζήτημα διοικητικής και οικονομικής υποστήριξης των υπηρεσιών που συναποτελούν την Προεδρία της Κυβέρνησης και συνδράμει τον Πρωθυπουργό διοικητικά και επιστημονικά, διαθέτοντας διευρυμένες αρμοδιότητες νομικού, διοικητικού και οικονομικού περιεχομένου.
 
 
[10] Η Απόφαση ορίζει τα εξής:
 
«1. Εξουσιοδοτούμε τον Γενικό Γραμματέα Πρωθυπουργού, Γρηγόριο – Αλέξανδρο Δημητριάδη, να υπογράφει «Με εντολή Πρωθυπουργού» έγγραφα, πράξεις και αποφάσεις που αφορούν:
 
α) στον καθορισμό, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, του ύψους του ποσού του παραβόλου για την πιστοποίηση από την Ε.Υ.Π. του διαβαθμισμένου υλικού των εθνικών επικοινωνιών [ν. 3649/2008, άρθρο 4 παρ. 7 εδάφιο δεύτερο],
 
β) διαδικαστικά θέματα του Συντονιστικού Συμβουλίου Διαχείρισης Πληροφοριών της Ε.Υ.Π. [ν. 3649/2008, άρθρο 7 παρ. 4],
 
γ) στον καθορισμό της ειδικότερης διαδικασίας συγκρότησης και λειτουργίας του Συμβουλίου Πληροφοριών της Ε.Υ.Π., του τρόπου λήψης αποφάσεων, των αρμοδιοτήτων και κάθε άλλου σχετικού θέματος [ν. 3649/2008, άρθρο 8 παρ. 6],
 
δ) στην έγκριση της απόφασης του Διοικητή και των Υποδιοικητών της Ε.Υ.Π. να μεταβιβάζουν αρμοδιότητές τους και να εξουσιοδοτούν ιεραρχικά υφιστάμενα όργανα να υπογράφουν με εντολή τους πράξεις ή έγγραφα αρμοδιότητάς τους [ν. 3649/2008, άρθρο 9 παρ. 9],
 
ε) στην έκδοση και κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Προσωπικού της Ε.Υ.Π. [ν. 3649/2008, άρθρο 11 παρ. 3],
 
στ) στον καθορισμό και στην προκήρυξη των προς πλήρωση θέσεων του πολιτικού προσωπικού στην Ε.Υ.Π., του αριθμού αυτών κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, της διαδικασίας διεξαγωγής του διαγωνισμού, των απαιτούμενων δικαιολογητικών των υποψηφίων, του τρόπου υπολογισμού των μορίων, της διαδικασίας κατάρτισης των πινάκων κατάταξης και διοριστέων, του τρόπου ανακοίνωσης αποτελεσμάτων των υποψηφίων, του τρόπου υποβολής ενστάσεων επί των αποτελεσμάτων, καθώς και κάθε άλλου σχετικού θέματος [ν. 3649/2008, άρθρο 11Α παρ. 2 και π.δ. 1/2017, άρθρο 47],
 
ζ) στην αναπροσαρμογή, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, των ποσών των παραβόλων που καταβάλλουν οι υποψήφιοι στο πλαίσιο της διαγωνιστικής διαδικασίας διορισμού ή πρόσληψης του πολιτικού προσωπικού της Ε.Υ.Π. [ν. 3649/2008, άρθρο 11Α παρ. 3],
 
η) στην έγκριση του Εσωτερικού Κανονισμού της Ε.Υ.Π. και του Πίνακα Σύνθεσης και Κατανομής του προσωπικού της στους κλάδους και τις υπηρεσίες της [ν. 3649/2008, άρθρο 12],
 
θ) στην έγκριση του Κανονισμού Λειτουργίας του Κέντρου Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας της Ε.Υ.Π. [π.δ. 1/2017, άρθρο 1 παρ. 2 περ. δβ’],
 
ι) στη ρύθμιση, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, των θεμάτων σύστασης, λειτουργίας και οργάνωσης των σχολών εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και εξειδίκευσης του προσωπικού της Ε.Υ.Π., της διάρκειας εκπαίδευσης σε αυτές, της εκπόνησης προγραμμάτων διδασκαλίας και κάθε άλλου σχετικού θέματος [ν. 3649/2008, άρθρο 13 παρ. 1],
 
ια) στον καθορισμό, από κοινού με τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης του προσωπικού της Ε.Υ.Π. σε σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας ή άλλων δημόσιων υπηρεσιών ή φορέων του εσωτερικού ή εξωτερικού, της συμμετοχής σε προγράμματα φορέων της ημεδαπής ή αλλοδαπής, καθώς και κάθε άλλου σχετικού θέματος [ν. 3649/2008, άρθρο 13 παρ. 2],
 
ιβ) στην έγκριση της υπεράσπισης ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, του εν γένει προσωπικού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, κατά των οποίων ασκείται ποινική δίωξη για αδικήματα που τους αποδίδονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, από λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) [ν. 3649/2008, άρθρο 14Α παρ. 1 περ. α’],
 
ιγ) στην υποβολή έγγραφου αιτήματος προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), προκειμένου να δοθεί στους μετακλητούς υπαλλήλους του άρθρου 9 του ν. 3649/2008, εφόσον εξετάζονται ή διώκονται ή ενάγονται για αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις ή παραλείψεις, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η δυνατότητα εκπροσώπησης και υπεράσπισής τους ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, από λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) [ν. 3649/2008, άρθρο 14Α παρ. 1 περ. β’],
 
ιδ) στην υποβολή εγγράφου, προκειμένου να χορηγείται από το Δημόσιο στους μετακλητούς υπαλλήλους του άρθρου 9 του ν. 3649/2008, που βρίσκονται σε ενέργεια, προκαταβολή των εξόδων, στα οποία υποβάλλονται προς υπεράσπισή τους στο στάδιο της προδικασίας και ενώπιον των Δικαστηρίων, εφόσον έχει ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για πράξεις ή παραλείψεις, που τους αποδίδονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους [ν. 3649/2008, άρθρο 14Α παρ. 3 περ. β’],
 
ιε) στον καθορισμό του τρόπου, του χρόνου και της διαδικασίας εκλογής των δύο αιρετών εκπροσώπων των πολιτικών υπαλλήλων της Ε.Υ.Π. στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο [ν. 3649/2008, άρθρο 15 παρ. 1 περ. γ’],
 
ιστ) στη μετάταξη του πολιτικού προσωπικού της Ε.Υ.Π., κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, από κοινού με το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο και ύστερα από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Ε.Υ.Π., εφόσον αυτό επιβάλλεται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, σε κενές οργανικές ή συνιστώμενες με την πράξη μετάταξης προσωποπαγείς θέσεις άλλων υπηρεσιών του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και κάθε βαθμού Ο.Τ.Α., με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του [ν. 3649/2008, άρθρο 16],
 
ιζ) στην απόσπαση υπαλλήλου της Ε.Υ.Π., από κοινού με το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο, για συνυπηρέτηση με υπάλληλο, σύζυγο ή συμβιούντα που υπηρετεί σε Υπηρεσία ή Αρχή Εξωτερικού, στην υπηρεσία που είναι τοποθετημένος ο/η σύζυγος ή ο/η συμβιών/συμβιούσα ή σε άλλη υπηρεσία της ίδιας πόλης ή περιοχής, για όσο διάστημα εξυπηρετείται η ανάγκη της συνυπηρέτησης [ν. 3649/2008, άρθρο 17 παρ. 3 εδάφιο τρίτο και ν. 4440/2016, άρθρο 48],
 
ιη) στην απόσπαση, από κοινού με το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο, ύστερα από σχετική αίτησή τους και σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Υπηρεσίας ή του φορέα, από τον οποίο αποσπώνται, μονίμων υπαλλήλων και υπαλλήλων Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου δημόσιων υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που κατέχουν οργανικές θέσεις και είναι σύζυγοι υπαλλήλων της Ε.Υ.Π., κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στην περιοχή όπου υπηρετεί ο/η σύζυγός τους [ν. 3649/2008, άρθρο 17 παρ. 4],
 
ιθ) στην απόσπαση, από κοινού με το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο και ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη, για ορισμένο χρόνο, πολιτικού προσωπικού του δημοσίου τομέα, κατόπιν συναινέσεώς του, σε θέσεις της Ε.Υ.Π. για την πλήρωση ειδικών αναγκών [π.δ. 1/2017, άρθρο 49 παρ. 3],
 
κ) στη ρύθμιση, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, του τρόπου διαχείρισης και δικαιολόγησης των ποσών που εγγράφονται στις απόρρητες δαπάνες του Ειδικού Φορέα της Ε.Υ.Π. [ν. 3649/2008, άρθρο 19 παρ. 2],
 
κα) στην έκδοση του Ειδικού Κανονισμού Δημοσίων Συμβάσεων, με τον οποίο καθορίζονται ιδίως οι διαδικασίες ανάθεσης, τα αρμόδια όργανα, οι επιτροπές, το περιεχόμενο και οι διαδικασίες εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, υπηρεσιών, έργων και μελετών της Ε.Υ.Π. [ν. 3649/2008, άρθρο 20 παρ. 2],
 
κβ) στον ορισμό, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, του ύψους, των όρων και των προϋποθέσεων χορήγησης του μηνιαίου επιδόματος υψηλού βαθμού ευθύνης και ασφάλειας [ν. 4484/2017, άρθρο 46 παρ. 3],
 
κγ) στον καθορισμό, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, των αποδοχών του Διοικητή και των Υποδιοικητών της Ε.Υ.Π. [ν. 4484/2017, άρθρο 46 παρ. 5],
 
κδ) στην επιβολή έως και της ποινής του προστίμου μέχρι και των αποδοχών ενός (1) μήνα στους υπαλλήλους της Ε.Υ.Π. [π.δ. 611/1977, άρθρο 218 παρ. 1 περ. α’], και
 
κε) στην αποδοχή γνωμοδοτήσεων και πρακτικών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) επί θεμάτων της Ε.Υ.Π.
 
[11] Σε ένα «εξωνομικό», πλην διόλου αμελητέο, επίπεδο, υποστηρίζεται (Σωτηρέλης 2022) ότι η ευθύνη του Πρωθυπουργού ενισχύεται εν προκειμένω και από την αμφιλεγόμενη επιλογή του συγκεκριμένου Διοικητή της Ε.Υ.Π. ύστερα από ψήφιση σχετικής «φωτογραφικής» διάταξης με επιμονή της πλειοψηφίας που διευκόλυνε την τοποθέτησή του (άρθρο 21 του ν. 4625/2019).
 
[12] Σύμφωνα με την υποπερ. (δα) της περ. (δ) της παρ. 2 του άρθρου 1: α) Η Μονάδα Εφαρμογής Δράσεων του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. υλοποιεί τις δράσεις-έργα του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. ενεργώντας ως δικαιούχος, με εξαίρεση τις δράσεις που χρηματοδοτούνται είτε από το Πρόγραμμα Τεχνικής Βοήθειας είτε απευθείας από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. β) Η Μονάδα Στρατηγικής και Σχεδιασμού του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. συνεργάζεται με ερευνητικούς φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού για τον σχεδιασμό δράσεων έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και συντάσσει τα αιτήματα χρηματοδότησης προς τις αρμόδιες αρχές διαχείρισης, εκτός εκείνων που χρηματοδοτούνται απευθείας από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. γ) Η Μονάδα Διαχείρισης Διεθνών και Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων του ΚΕ.Τ.Υ.Α.Κ. διερευνά δυνατότητες απευθείας χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς ή άλλους διεθνείς οργανισμούς, συντάσσει τα σχετικά αιτήματα χρηματοδότησης και υλοποιεί τις δράσεις ενεργώντας ως δικαιούχος.»
 
 
[13] Άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2225/1994.
 
[14] Βλ. την αφετηριακή απόφαση του ΕΔΔΑ, Klass and others v. Germany, 6 September 1978, παρ. 41.
 
[15]Βλ.https://www.efsyn.gr/politiki/boyli/353836_bomba-apo-kontoleonta-paradehthike-tin-parakoloythisi-koykaki.
 
[16] Όπως προκύπτει, ο Υπουργός έχει την επιλογή ακόμη και να αποστεί από την ενημέρωση της Επιτροπής.
 
 
[17] Το άρθρο 2 παρ. 11 του π.δ. 47/2005 ορίζει ως επισύνδεση την «παράλληλη σύνδεση τρίτου σε δίκτυο επικοινωνιών κατά τρόπο ώστε να παρακολουθεί διεξαγόμενη επικοινωνία και να λαμβάνει το περιεχόμενο και τα στοιχεία αυτής σε πραγματικό χρόνο».
 
[18] Ο Γ. Καραβοκύρης (2022) υπενθυμίζει την νομολογία του ΕΔΔΑ (ΕΔΔΑ, Centrum för Rättvisa v. Sweden, 19/6/2018,§105, Szabó and Vissy v. Hungary, 12/1/2016, § 86, Roman Zakharov v. Russia, 4/12/2015, §231), η οποία παρότι δέχεται κατ’ αρχήν την νομιμότητα των παρακολουθήσεων, ακόμη και όταν αυτές λαμβάνουν συστηματική και εκτεταμένη μορφή (βλ. ΕΔΔΑ, Centrum för Rättvisa v. Sweden), όπως και την διακριτική ευχέρεια των Κρατών-Μελών να επιλέξουν και να οργανώσουν το σύστημα της ασφάλειάς τους, επιτάσσει δίχως άλλο την τήρηση αυστηρών προϋποθέσεων στην επιβολή των περιοριστικών μέτρων, με κριτήριο την «αρχή της αναλογικότητας», προκειμένου «ο Λόγος του Κράτους (raison d’ Etat)» να μην εκφέρεται «εργαλειακά, προσχηματικά και καταπιεστικά», αλλά με αναφορά σε «νόμιμους λόγους». Η Κ. Παπανικολάου (2020, 16) επισημαίνει, επίσης, στην εμβριθή μελέτη της ότι «η ορισμένη χρονική διάρκεια συνιστά κατά το ΕΔΔΑ sine qua non κάθε νόμιμης τηλεφωνικής παρακολούθησης που γίνεται για λόγους αναγόμενους στην προστασία της εθνικής ασφάλειας». Αντιστοίχως, επισημαίνεται ότι «το δικαστήριο έχει καταγνώσει παραβίαση του δικαιώματος, όπου το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δε θέτει απώτατα χρονικά όρια ως προς τη διάρκεια του μέτρου παρακολούθησης επισημαίνοντας μάλιστα ότι η αναγραφή αυτή πρέπει να είναι ρητή και σαφής. Σε διαφορετική περίπτωση, η ασαφής ή εν αμφιβολία διατύπωση παράγει τεκμήριο υπέρ της ασυμβατότητας του νόμου προς τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ».
 
[19]Στην ίδια μελέτη (Παπανικολάου 2020, 27) αναλύονται ως εξής οι βασικές τάσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ: «Το ΕΔΔΑ στο πεδίο των μυστικών παρακολουθήσεων που εκκινούν από την ανάγκη προστασίας της εθνικής ασφάλειας, ερμηνεύει το «αναγκαίο μέτρο εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν» συσταλτικά και με χαρακτηριστική αυτοσυγκράτηση. Καταρχάς, περιορίζει την «αναγκαιότητα» στο επίπεδο της «αυστηρής αναγκαιότητας» (strict necessity). Προκειμένου δε, ένα μέτρο μυστικής παρακολούθησης να θεωρηθεί συμβατό με τις προϋποθέσεις της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ εξειδικεύει το κανονιστικό περιεχόμενο της «αυστηρής αναγκαιότητας» υπό την ακόλουθη διττή εκδοχή : το μέτρο να είναι απολύτως αναγκαίο τόσο κατά γενική εκτίμηση, για την προστασία των δημοκρατικών θεσμών, όσο και βάσει ειδικότερης αξιολόγησης, για την πρόσβαση και κτήση ζωτικών πληροφοριών, στο πλαίσιο συγκεκριμένης επιχειρησιακής διερεύνησης. “Σε κάθε άλλη περίπτωση”, επισημαίνει μετ’ επιτάσεως το δικαστήριο, “τα μέτρα μυστικής παρακολούθησης που αποκλίνουν των παραπάνω κριτηρίων, διατρέχουν τον κίνδυνο να αποτελέσουν αντικείμενο καταχρηστικής αξιοποίησης εκ μέρους αρχών και υπηρεσιών που ούτως ή άλλως, διαθέτουν εξαιρετικά προνομιακή τεχνολογία”».
 
[20] Το 2020 ο αντίστοιχος αριθμός άρσεων απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» ήταν 13.751 διατάξεις, το 2019 ήταν 11.680, το 2018 ήταν 11.113, ενώ το 2017 ήταν 7.182.
 
[21] Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην τελευταία έκθεση της ΑΔΑΕ, «ειδικότερα, η παράλειψη αιτιολογίας αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της αρχής της αναλογικότητας, γεγονός που θέτει αυτοτελή ζητήματα σε σχέση με τις αρχές και τα minima του κράτους δικαίου». Η Ε.Υ.Π., μάλιστα, με την τροπολογία του Μαρτίου του 2021 (άρθρο 87 του ν. 4790/2021) μπορεί να προβαίνει σε μαζικές άρσεις του απορρήτου, επικαλούμενη λόγους «εθνικής ασφάλειας» της χώρας, χωρίς όμως οι πολίτες που παρακολουθούνται να έχουν το δικαίωμα να ενημερωθούν σχετικά, όταν λήξει η περίοδος της παρακολούθησής τους. Με την ρύθμιση αυτή, η οποία έως τότε ίσχυε μόνο σε Ρωσία και Ουγγαρία, καταργήθηκε η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί σε θιγόμενους ότι έχουν υποστεί «νόμιμη παρακολούθηση», μετά από την λήξη του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τους, εάν το μέτρο εναντίον τους είχε ληφθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας, ενώ αντίθετα, μπορούν να το πληροφορούνται μόνον όσοι υπέστησαν παρακολούθηση για «σοβαρά εγκλήματα»! Η διάταξη αυτή, παρά το γεγονός ότι παραβιάζει κατάφωρα την ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τον ίδιο τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, παρέμεινε άθικτη και στην πρόσφατη ΠΝΠ που αναθεώρησε τις εγγυήσεις των παρακολουθήσεων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πόσο συστηματικά αγνοείται το προφανές: ότι το ουσιαστικότερο αντίβαρο στις αυθαιρεσίες και τις υπερεξουσίες της μυστικής υπηρεσίας είναι η δυνατότητα όσων έχουν θιγεί άδικα από τη δράση της να επιδιώξουν, έστω εκ των υστέρων, την δικαστική δικαίωσή τους.
 
[22] Κατά την άποψη του Ν. Αλιβιζάτου, «δεν είναι ο «συγκεντρωτισμός» του σημερινού συστήματος που φταίει για όσα συνέβησαν, όσο η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων («αντίβαρα» τα λέμε εμείς οι συνταγματολόγοι), οι οποίοι, χωρίς να παρακωλύουν το έργο της διοίκησης στον ιδιαίτερα λεπτό και ευαίσθητο τομέα της εθνικής ασφάλειας, θα διασφαλίζουν την αναγκαία διαφάνεια και προπαντός τα δικαιώματα των πολιτών». Ωστόσο, από εννοιολογική σκοπιά, η αντίληψη των «αντιβάρων» (ιδίως στο έργο του Montesquieu και τον πρώιμο αμερικανικό συνταγματισμό) έχει οικοδομηθεί καταστατικά ως το «αντίπαλο δέος» του συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης, ο οποίος ρέπει εξ ορισμού σε αυταρχικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές. Η κλασική αυτή θεώρηση, εμπλουτισμένη με νέες και πιο εκλεπτυσμένες, σε σχέση με τα εργαλεία του 18ου αιώνα, τυπολογίες αντιβάρων, συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάθε συνταγματική πολιτική που θέτει ως στόχο να περιορίσει τον ρόλο της πολιτικής αυθαιρεσίας στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος μέσω φραγμών, αλληλοελέγχων ή κάθε άλλου είδους εξισορροπητικές και συνεκτικές διαρρυθμίσεις που εγγυώνται ότι οι κρίσιμες αποφάσεις θα είναι συνετές και έλλογες ως αποτέλεσμα συμβιβασμών, συναινέσεων και διαβουλεύσεων και όχι ως προϊόν μονομερών εξουσιαστικών επιδιώξεων, όπως αυτές που ενθαρρύνουν τα προσωποπαγή συστήματα διακυβέρνησης (Παπατόλιας 2017).
 
[23] Ο Γ. Γεραπετρίτης (2022β) υποστήριξε πρόσφατα ότι «το θεσμικό πλαίσιο της νόμιμης άρσης απορρήτου θα πρέπει να βελτιωθεί ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές αλλοδαπών εννόμων τάξεων, σε μια εύλογη ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης των δικαιωμάτων των πολιτών και της αποτελεσματικής υποστήριξης της εθνικής ασφάλειας». Ο Υπουργός Επικρατείας καλεί, μάλιστα, το πολιτικό προσωπικό της χώρας «με θάρρος και διάθεση αυτοκριτικής να διαγνώσει τις υφιστάμενες παθολογίες και τα αίτιά τους και να στηρίξει δημιουργικές προτάσεις για τη βελτίωση δομών και διαδικασιών», καθώς οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις πρωτίστως ανέδειξαν «ορισμένες διαχρονικές παθολογίες που θα πρέπει να αξιολογηθούν», όπως «η έλλειψη επαρκών φίλτρων πριν την άρση του απορρήτου, ώστε να ελέγχεται περαιτέρω κατ’ ουσίαν αν οι λόγοι που επικαλείται η δημόσια αρχή δικαιολογούν την άρση του απορρήτου και την περιορισμένη λογοδοσία». Την ίδια στιγμή, δεν διακρίνει καμία κυβερνητική ευθύνη για την υπόθεση, ενώ υποστηρίζει ότι οι όποιες παρεμβάσεις «δεν πρέπει να φτάνουν σε μια υπέρμετρη γραφειοκρατία και διατρητότητα που θα κλονίσουν την επιχειρησιακή ικανότητα της υπηρεσίας, ούτε θα πρέπει να τεθούν διαδικασίες ευθύνης που θα οδηγήσουν τα στελέχη της Ε.Υ.Π. και τους δικαστικούς λειτουργούς να αποθαρρύνονται από την έγκαιρη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων».
 
 
 
Φώτης Παλαμιώτης (Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου) – Απόστολος Παπατόλιας (Δρ. Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Nanterre)