Στις 04/02/2022, δημοσιεύεται η κρίση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάση της οποίας η μεταβίβαση του 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ αλλά και ποσοστού μεγαλύτερου του 50% της ΕΥΑΘ ΑΕ στην Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας (το γνωστό Υπερταμείο) είναι αντίθετη σε σειρά συνταγματικών διατάξεων. Η Ολομέλεια αποφαίνεται μετά και τις 1223/2020 και 1224/2020 αποφάσεις του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκε επίσης αντισυνταγματική η μεταβίβαση. Η υπόθεση λόγω της σπουδαιότητάς της πήρε το δρόμο της Ολομέλειας, η οποία κρίνει επί του ζητήματος αυτού με τις δύο αποφάσεις της 190/2022 και 191/2022.
Η Ολομέλεια αρχικά επαναλαμβάνει την πάγια νομολογιακή άποψη του Συμβουλίου Επικρατείας ότι η παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης δεν αποτελεί δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, άρα μπορεί και να ανατεθεί σε δημόσια επιχείρηση με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Δεδομένου όμως ότι αυτές οι υπηρεσίες, παρέχονται από δίκτυα που λειτουργούν μονοπωλιακά, ο έλεγχος των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ από το Δημόσιο είναι επιβεβλημένος από το ίδιο το Σύνταγμα. Η παροχή νερού, μας λέει η Ολομέλεια, αποτελεί υπηρεσία κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σημασίας και μάλιστα στις περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, για πολλά εκατομμύρια πολιτών.
Κατά τα άρθρα 5 παρ. 5 [«Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων»] και 21 παρ. 3 [«Tο Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων»], το Κράτος δύναται για την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, να ιδρύει επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου, ως ανώνυμη εταιρία. Είναι όμως συνταγματικά ανεπίτρεπτο κατά την ερμηνεία των ίδιων συνταγματικών διατάξεων, αυτή η δημόσια επιχείρηση να αποξενώνεται από το Δημόσιο. Μια τέτοια αποξένωση γίνεται σύμφωνα με την Ολομέλεια, με την επίμαχη πώληση στο Υπερταμείο του 50% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει το Δημόσιο στις δημόσιες αυτές επιχειρήσεις. Έτσι οι αποφάσεις επαναλαμβάνουν το σκεπτικό των αποφάσεων του Δ’ Τμήματος αλλά και της παλαιότερης 1906/2014 (Ολ. ΣτΕ) με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η μεταβίβαση του 34% του μετοχικού κεφαλαίου των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ από το Δημόσιο στο «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Η 1906/2014 απέρριψε την προαναφερθείσα μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ καθώς θα μετέτρεπε τις ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, αφού παρέχονταν σε ιδιώτες επενδυτές η νομική δυνατότητα συγκέντρωσης του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που εξασφάλιζε ιδιοκτησιακό έλεγχο και εκλογή της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιριών.
Το ΣτΕ λοιπόν έχει διαμορφώσει στη νομολογία του την άποψη ότι δια της κατοχής από το Δημόσιο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου των δημοσίων επιχειρήσεων ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, τεκμαίρεται, κατ’ αρχήν, η διασφάλιση της διαχείρισής τους σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα ως προς την παροχή του νερού. Μάλιστα το Δημόσιο κατέχοντας την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου στις δημόσιες αυτές επιχειρήσεις «δεν επιτρέπεται να επιδιώκει, προεχόντως ή παραλλήλως, οικονομικούς ή άλλους σκοπούς, έστω και υπαγορευόμενους από το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, όταν οι σκοποί αυτοί ανταγωνίζονται ή θέτουν σε κίνδυνο την αξιούμενη αδιάλειπτη και υψηλής ποιότητας παροχή των, ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, ως άνω υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης».
Η Ολομέλεια τονίζει ότι η μεταβίβαση αυτή αφαιρεί από το Δημόσιο την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει προληπτικά ή κατασταλτικά, με την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, προκειμένου να διασφαλίζει, μέσω της άσκησης δημόσιας εξουσίας, τη διαφύλαξη των συνταγματικών εγγυήσεων, στην περίπτωση που οι εγγυήσεις αυτές τίθενται σε διακινδύνευση από τη λειτουργία του Υπερταμείου.
Συνοψίζοντας, η Ολομέλεια με τις 190/2022 και 191/2022 αποφάσεις της επιμένει ότι η διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης πρέπει να θεωρείται συνταγματικά επιβεβλημένη, καθώς η παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών σε καθεστώς και με όρους ελεύθερης αγοράς και σύμφωνα με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενδέχεται όχι απλά να μην επιφέρει βελτίωση αλλά ακόμη και να επηρεάσει δυσμενώς τη συνέχεια και την ποιότητά της.
Η ιδιωτικοποίηση του νερού λοιπόν δεν προκαλεί μόνο τα κινήματα, δεν προκαλεί μόνο τον δημοκράτη, οικολόγο, προοδευτικό πολίτη. Στο τέλος της μέρας δεν γίνεται ανεκτή αυτή η ιδιωτικοποίηση ούτε από το τελευταίο οχυρό της δημοκρατίας μας, τη δικαιοσύνη.
Ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος είναι δικηγόρος
Πηγή: Η Εποχή