Σκέψεις με αφετηρία το βιβλίο του Λεωνίδα Ντιλσιζιάν “Αρμένιοι και ελληνικό κράτος στον Ψυχρό Πόλεμο. Από τον «διωγμό» στην «αναγνώριση» (1945-1991)”.
ΜΑ, ΔΕΝ ΘΕΛΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΜΕΝΙΟΥΣ;
Πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, ξεκινώντας την έρευνά μου για την ελληνική ιθαγένεια, έκανα μια συνέντευξη σε ανώτερο δημόσιο υπάλληλο της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών. Την εποχή εκείνη το καθεστώς της ελληνικής ιθαγένειας βασιζόταν αποκλειστικά σε αποφάσεις και όχι σε κανόνες. Ρώτησα λοιπόν ποιοι ξένοι είναι οι πιο δύσκολοι για πολιτογράφηση. Η απάντηση με ξάφνιασε: «Οι Αρμένιοι», μου είπε. «Πιο εύκολα γίνεται ένας Αζέρος, Έλληνας παρά ο Αρμένης. Οι Αρμένιοι δεν αλλάζουν ποτέ».
Αμήχανα ψέλλισα κάτι για τους «Αρμένιους αδελφούς που έχουν τόσα υποφέρει από τους Τούρκους, όπως οι Έλληνες» ή κάτι τέτοιο, προσπαθώντας να εκμαιεύσω την αιτία της δυσπιστίας. Ο υπάλληλος δεν ήθελε να μου απαντήσει. Απλώς μου έγνεψε κάτι σαν «περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα».
Η συζήτηση αυτή κάπως με μπέρδεψε. Ήξερα ότι εκείνη την εποχή ιθαγένειες δεν έπαιρναν οι Βαλκάνιοι από τον φόβο να μη δημιουργηθεί πάλι καμιά μειονότητα στη χώρα (κυρίως στον Βορρά) και φυσικά οι μουσουλμάνοι καθώς «Ελλάς=Ορθοδοξία». Όσο προβληματικά ήταν αυτά από πλευράς κράτους δικαίου, άλλο τόσο κατανοητά θα μπορούσε κανείς να τα θεωρήσει με όρους ιστορικο-πολιτικούς.
Αλλά οι Αρμένιοι; Τα κατεξοχήν θύματα της τουρκικής θηριωδίας; Αυτοί δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν αναφανδόν θετικά;
Έτσι άρχισα να ρωτάω ιστορικούς και διάβασα και ένα από τα ελάχιστα -πιθανώς το μοναδικό τότε- κείμενα του καθηγητή Ιωάννη Χασιώτη σχετικά με το ζήτημα. Δεν είδα φως. Ο Χασιώτης συνειδητά αυτολογοκρινόταν, νομίζω. Τα μάτια μου άνοιξε ο συνάδελφος -πλέον σήμερα- στο Πάντειο, ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης, ο οποίος από τότε επέμενε ότι οι Αρμένιοι (μαζί με τους Εβραίους και πολύ λιγότερο τους Αλβανούς πχ.) υπήρξαν ο ορισμός της αλλογένειας για την ελληνική διοικητική πρακτική. Αλλογένεια είναι όρος νομικά δόκιμος ακόμη και σήμερα· είναι το αντίθετο της ομογένειας. Αν ομογενής είναι ο «δικός μας», ο αλλογενής είναι ο κατεξοχήν ξένος. Ο par excellence, ως και ετυμολογικά, άλλος.
Οι μονοφυσίτες Αρμένιοι ήταν όντως άλλοι. Ναι μεν η Εκκλησία τους είναι κατ’ όνομα Ορθόδοξη, αλλά μόνο ορθόδοξη δεν είναι με βάση την παράδοση της πατριαρχικής Ρωμιοσύνης. Αυτή είναι η αρχή του προβλήματος. Όμως, στη συνέχεια, το πράγμα στράβωσε αναπάντεχα άσχημα. Οι Αρμένιοι πρόσφυγες των τουρκικών σφαγών του 1915 έφτασαν στην Ελλάδα με μια πολύ δύσοσμη αποσκευή. Το αρμενικό ζήτημα είχε διεθνοποιηθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) στην οποία η ελληνική πλευρά διέβλεπε και δικαίως την απειλή της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Η αρχική επιφυλακτικότητα έναντι των Αρμένιων προσφύγων σε μερικά χρόνια θα εξελιχθεί σε ανοιχτή εχθρότητα. Ο Μητροπολίτης Φιλίππων το 1941 αναφέρει με έκπληξη στην Ιερά Σύνοδο ότι «πλην όμως των Βουλγάρων μετά καταπλήξεως πληροφορούμεθα ότι άσπονδοι εχθροί του Ελληνισμού αναδείχθησαν εν Καβάλα οι από του 1922 ανοχή και προστασία της Ελληνικής Κυβερνήσεως εγκατασταθέντες Αρμένιους» (σ. 68-69).
Ενώ στον ελληνικό Βορρά η απόσυρση των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής συμπαρασύρει στην έξοδο σημαντικό αριθμό Αρμενίων, στην Αθήνα η πορεία είναι διαφορετική. Εδώ ο στιγματισμός δεν προκύπτει από τη συνεργασία με τον κατακτητή, αλλά από την πρόσδεση στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ιδίως κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών. Οι χωροφύλακες έλεγαν στην Κατοχή στους Αρμένηδες εαμίτες από το Δρουγούτι: «Εσείς γιατί αγωνίζεστε, αφού δεν είναι πατρίδα σας η Ελλάδα;» (σ. 58)
Το 1945 υπήρξε χρονιά κρατικής βίας και τρομοκρατίας (έναντι όλων των αντιφρονούντων και πλείστων των μειονοτικών) με χαρακτηριστικά μιας συγκροτημένης συστημικής πολιτικής διωγμού των Αρμενίων. Τα μέσα; Πογκρόμ, εμπρησμοί, δολοφονίες, αυθαίρετες συλλήψεις (εμφατικά σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) αλλά και νομικές μέθοδοι, όπως δίκες παρωδίες, άρνηση νομικής προσωπικότητας στην Αρμενική Εκκλησία, επιτάξεις περιουσιών, μαζικές αφαιρέσεις ιθαγένειας, κλείσιμο των Αρμενικών σχολείων κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Για να μη θεωρούνται μάλιστα οι Αρμένιοι και «ακαθορίστου ιθαγένειας», καθεστώς που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ευεργετική κτήση της ελληνικής ιθαγένειας ως ανιθαγενών, το ελληνικό κράτος βεβαιώνει από ένα σημείο κι ύστερα ότι είναι «Τούρκοι υπήκοοι». Τραγικός ιστορικός σαρκασμός… Διωγμένοι από την Τουρκία, «Τούρκοι» κατά την Ελλάδα! Κι όχι μόνο: στιγματισμένοι συνεργάτες και των Βούλγαρων και των κομμουνιστών. Ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός για «αντεθνική διαγωγή»…
Ο μετέπειτα πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος σε έγγραφο του 1945 δεν μασάει τα λόγια του καθώς με λύπη αποφαίνεται ότι «από αδιάψευστα στοιχεία προκύπτει ότι αδιαλείπτως από τη Μικρασιατική καταστροφή ως και την Κατοχή η δράση ουχί μικρού αριθμού Αρμενίων […] υπήρξεν όλως αντεθνική». (σ. 94)
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να εξωθηθεί η κοινότητα στην έξοδο, τον λεγόμενο «επαναπατρισμό» στη σοβιετική Αρμενία. Το ταξίδι χωρίς επιστροφή για την Αρμενία είναι πολιτική διπλού θετικού αθροίσματος. Τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ΕΣΣΔ. Η Ελλάδα απαλλάσσεται από τους ανεπιθύμητους, η Αρμενία εποικίζεται με ομοεθνείς της διασποράς. Ως και αμνήστευση για τους «επαναπατρισθέντες» προβλέφθηκε για να αδειάσουν την ελληνική γωνιά. Από το 1945 ως το 1947, μεσούντος του Εμφυλίου, περίπου 20.000 Αρμένιοι εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Αν υπολογίσει κανείς ότι πριν την Κατοχή ζούσαν περίπου 30.000 Αρμένιοι (σ. 199) και αρκετοί εξοντώθηκαν στην Κατοχή, τότε η προσπάθεια του ελληνικού κράτους «να απαλλάξη τη χώρα ενός σημαντικού αριθμού Αρμενίων, αριστερών φρονημάτων εγκληματιών και ανθελλήνων» υπήρξε μάλλον επιτυχημένη. «Καιρός είναι να λήξει η φιλοξενία» (σ. 225), διαβάζουμε σε δημοσίευμα του Ελληνικού Βορρά. Όπερ και -σχεδόν- εγένετο.
Υπό την εποπτεία του ΟΗΕ γίνονται βήματα στεγαστικής αποκατάστασης για κείνους που έμειναν (περίπου 1.000 οικογένειες στην Αθήνα και Πειραιά, σ. 298) ενώ οι τελευταίοι που «επαναπατρίζονται» μαζικά είναι το 1963.
ΑΠΟ ΕΧΘΡΟΙ, ΑΔΕΛΦΟΙ: ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ
Τομή για την «αφύπνιση» της αρμένικης διασποράς είναι τα πενηντάχρονα των σφαγών του 1915. Εκεί για πρώτη φορά, μετά από πενήντα χρόνια, Αρμένιοι και ελληνικό κράτος τίθενται πάλι ενώπιον κοινού εχθρού: το Κυπριακό έχει για τα καλά μπει στην ατζέντα της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ ο διωγμός των Ελλήνων της Τουρκίας λίγα χρόνια πριν, επιτρέπει για πρώτη φορά έναν παραλληλισμό του Αρμενικού με τα ελληνικά εθνικά θέματα (σ. 318).
Την ίδια χρονιά (1965), ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου εγείρει ζήτημα αρμενικής γενοκτονίας στον ΟΗΕ. Το κλίμα αλλάζει άρδην. Βέβαια, μνημείο των σφαγών του ’15 δεν θα μπορέσει να ανεγερθεί στην Κοκκινιά παρά το ότι αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης της κοινότητας. Έτσι, θα φτάσουμε στη Μεταπολίτευση (1979) ώστε να ικανοποιηθεί το σχετικό αίτημα στη Νέα Σμύρνη (σ.325).
Η χούντα ήδη από το 1967 διευθετεί τις εκκρεμότητες ιθαγένειας που υπάρχουν ώστε οι για μισό αιώνα ανιθαγενείς Αρμένιοι «να ενταχθούν πλέον οριστικώς εις τους κόλπους της Ελληνικής πατρίδος, ως υγιή και υπερήφανα μέλη αυτής» (σ.330). Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος 30 χρόνια μετά από το εχθροπαθές μήνυμα του 1945 σε απάντησή του στον Αρμένη Μητροπολίτη της Ελλάδας του εύχεται «ο Πανάγαθος θεός να ευλογεί Υμάς και και το Ποίμνιόν σας» (σ. 345).
Θα χρειαστούν άλλα είκοσι περίπου χρόνια ως το 1996 για να αναγνωριστεί και νομικά η Γενοκτονία των Αρμενίων ώστε σήμερα αυτά που μόλις ανέφερα, σταχυολογώντας τα πιο συναρπαστικά στιγμιότυπα των σελίδων του βιβλίου του Λεωνίδα Ντιλτσιζιάν, να φαντάζουν αδιανόητα.
Κι όμως. Το πράγματι αδιανόητο ψέμα είναι ότι «οι Έλληνες με τους Αρμένιους ήταν ανέκαθεν αδέλφια» και το μυστικό -γιατί μυστικά και ψέματα πάνε μαζί- για την μεν κοινότητα είναι η συνεργασία της με τον κατακτητή στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ για την Ελλάδα ο διωγμός στον οποίο υπέβαλε τους Αρμένιους από το 1944 ως το 1948.
Η αποκάλυψη μυστικών και ψεμάτων για μια κοινωνία που δεν έχει κάτσει ποτέ σοβαρά να αναστοχαστεί τις αμαρτίες της δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι μια επώδυνη διεργασία που συχνά τροφοδοτεί τον θυμό και την αποστροφή. Αλήθεια, τι νόημα έχει σήμερα να τα μαθαίνουμε όλα αυτά; Καλά δεν κοιμόμαστε στο μύθο της ελληνοαρμενικής παλαιόθεν φιλίας; Γιατί να τα σκαλίζουμε άραγε; Σε τελευταία ανάλυση, όλοι ζούνε με αλήθειες κρυμμένες στη ντουλάπα. Ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι θα είμαστε…
Λοιπόν, η προηγούμενη θέση καταδικάζει τα έθνη στην ανωριμότητα και στην ανοησία. Τα έθνη μεγαλώνουν μαθαίνοντας. Γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας. Η Τουρκία θα γίνει σοφότερο έθνος αν αναγνωρίσει το έγκλημα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι σε βάρος των Αρμενίων. Οι ίδιοι οι Αρμένιοι μόνο γνώση θα αποκομίσουν αν βρεθούν ενώπιον των δυσάρεστων αληθειών του δωσιλογικού παρελθόντος της δικής τους κοινότητας. Και η Ελλάδα το ίδιο, αν μάθει πώς συμπεριφέρθηκε στις μειονότητές της.
Παραδόξως, το ιδιαίτερο στην περίπτωση των Αρμενίων στην Ελλάδα δεν είναι τόσο οι προηγούμενες θλιβερές αγριότητες. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερο για την Ελλάδα -ούτε καν για την Ευρώπη- απέναντι στις μειονότητες στη δεκαετία του ’40. Η Γηραιά Ήπειρος στη δεκαετία του ΄40 –τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και για λίγα χρόνια μετά– μπαίνει στον αστερισμό των αναγκαστικών πληθυσμιακών μετακινήσεων, εξώσεων και σφαγών των ανεπιθύμητων μειονοτήτων είτε με το πρόσχημα της συνεργασίας με τον κατακτητή είτε εξαιτίας της. Πρώσοι, Πολωνοί, Εβραίοι, Ρουμάνοι, Ουκρανοί, Ρώσοι, Σουδίτες Γερμανοί, Σέρβοι, Αλβανοί, Έλληνες, Αρμένιοι και η λίστα μόλις άρχισε. Δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα αυτό που μόλις διηγηθήκαμε. Ούτε καν ιδιαιτερότητα είναι ότι συνέβη στους Αρμένιους.
Η Ελλάδα, από το 1944 ως το 1949, καταφέρνει να απαλλαγεί όχι από μία ή δύο αλλά από πέντε ανεπιθύμητες μειονότητες: Εβραίους, Τσάμηδες, Αρμένιους, Ρουμανίζοντες βλάχους και φυσικά Σλαβομακεδόνες. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε πως κάπως έτσι θα ήθελε να αντιμετωπίσει και τους κατά τα λοιπά Έλληνες κομμουνιστές, πολλώ δε μάλλον αν οι δύο ιδιότητες, αυτές του αλλογενούς και του κομμουνιστή συναντιόταν, όπως στις περιπτώσεις των Αρμενίων και των Σλαβομακεδόνων.
Όμως σε αντίθεση με την περίπτωση των τελευταίων, που παρέμειναν «μιάσματα» για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μεταπολίτευση, στην περίπτωση των Αρμενίων έχουμε ένα μοναδικό, σε γνώση μου, φαινόμενο μιας ολικής εκατέρωθεν καταναγκαστικής λήθης. Κανείς δεν θέλει να θυμάται.
Ο Κούντερα κάνει σε ένα έργο του μια όμορφη παρομοίωση. Γράφει ότι όταν περπατάμε και θέλουμε κάτι να θυμηθούμε, τότε ασυναίσθητα επιβραδύνουμε. Αντίθετα, αν επιθυμούμε να ξεχάσουμε μια θλιβερή εμπειρία που είχαμε πριν από λίγο, τότε μηχανικά επιταχύνουμε «σαν κάποιος να θέλει να απομακρυνθεί γρήγορα από κάτι που, χρονικά, βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά του. (Η βραδύτητα, 1996). Και κάπως έτσι από τη λήθη περνάμε στην -πιο θλιβερή και επικίνδυνη- άγνοια.
Το βιβλίο του Λεωνίδα Ντιλτσιζιάν ανοίγει επιτέλους τον δρόμο να αφαιρεθεί το πέπλο του επτασφράγιστου μυστικού του θέματος που πραγματεύεται. Γι’ αυτό είναι επίτευγμα. Ένα υποδειγματικό ιστορικό τεκμήριο εθνικής αυτογνωσίας εναντίον της επικίνδυνης γενικευμένης άγνοιας, προσεγμένο όπως όλα τα βιβλία των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί απ’ όσο γίνεται περισσότερους.
Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024, 19:00 Αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» (πρώην Πολυχώρος), Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σας προσκαλούν στη συζήτηση
ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ: ΤΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ;
με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Λεωνίδα Ντιλτσισιάν, ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ Από τον «διωγμό» στην «αναγνώριση» (1945‒1991) (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2024). Θα μιλήσουν οι Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής Πολιτειολογίας, Πρόεδρος στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Λάμπρος Μπαλτσιώτης, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας των Μειονοτήτων στα
Βαλκάνια, Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Σπηλιωτοπούλου, διευθύντρια Ερευνών, Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του
Νεωτέρου Ελληνισμού, Ακαδημία Αθηνών και ο συγγραφέας Λεωνίδας Ντιλσιζιάν, μεταδιδακτορικός ερευνητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συντονίζει η Ελεωνόρα Ορφανίδου, δημοσιογράφος, επικεφαλής τομέας Πολιτισμού Ρ/Σ Αθήνα 984fm
Δημήτρης Χριστόπουλος