Macro

Το δικαίωμα στην εργασία και η Δημοκρατία

Το 1944, ο πρόεδρος Ρούζβελτ προειδοποίησε: «Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι και χωρίς δουλειά αποτελούν το υλικό από το οποίο γίνονται οι δικτατορίες». Φαίνεται ότι οι σημερινοί ηγέτες είτε αγνοούν αυτήν την προειδοποίηση είτε αδιαφορούν είτε αλαζονικά θεωρούν ότι έχουν τη δύναμη να μπορούν να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.

Αυτό έγινε φανερό από τις μεθόδους που ακολούθησαν για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας, καθώς όλες οι επιλογές τους αποκάλυψαν την αδιαφορία τους για το αν ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού οδηγείται στην κοινωνική περιθωριοποίηση και στην επισιτιστική ανασφάλεια. Ολες οι πολιτικές που εφαρμόζουν χαρακτηρίζονται από διαχωρισμούς, αποκλεισμούς και παρεμβάσεις που στοχεύουν στη μακροχρόνια μείωση του κόστους εργασίας με τον εξοβελισμό ενός τεράστιου αριθμού ανθρώπων στο εργασιακό περιθώριο. Πρόκειται για την τέλεια συνταγή που προκαλεί την κοινωνική διάσπαση, καθώς δισεκατομμύρια άνθρωποι εγκαταλείπονται στην απαξίωση της ανεργίας και στον τρόμο της απώλειας περιουσιακών τους στοιχείων.

Απελπισμένοι, οργισμένοι, άνεργοι και χωρίς περιουσιακά στοιχεία, θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν εναντίον εκείνων που έχουν δουλειά και οι περιουσίες τους παρέμειναν απρόσβλητες από τη λαίλαπα της πανδημίας. Οι σκηνές σαν και αυτές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που έφεραν τους ναζιστές του Χίτλερ στην εξουσία ή σαν τις άλλες που άνοιξαν τον δρόμο στους δικτάτορες της Νότιας Αμερικής, μπορεί να επαναληφθούν ακόμα και στη σημερινή δημοκρατική Ευρώπη. Η απόλυτη επιβεβαίωση του Ρούζβελτ έπειτα από 76 χρόνια.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις, για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που οι ίδιες προκαλούν με τις πολιτικές τους, προτιμούν τη βία της καταστολής από τον διάλογο και τη συνδιαλλαγή. Ομως, η εξαθλίωση που ακολουθεί την πανδημία θα είναι τόσο εκτεταμένη και τόσο κυριαρχική ώστε η αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής βίας να αμφισβητείται ακόμα και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της και τότε η κοινωνική αποσύνθεση θα είναι αναπόφευκτη. Από αυτήν την άποψη, οι προοπτικές για τις Δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο φαίνονται ιδιαίτερα ζοφερές.

Η κρίση του Covid-19 ήρθε σε μια στιγμή που οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες της πολιτικής που ακολουθούν από την εποχή του Ρίγκαν δεξιές και αριστερές κυβερνήσεις, έγιναν ευδιάκριτες. Δισεκατομμύρια εργαζόμενοι, τόσο στην επίσημη όσο και στην «γκρίζα» οικονομία, πριν από την πανδημία είχαν αναγκαστεί να ζουν με μισθούς φτώχειας, να υπομένουν επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, να υφίστανται διακρίσεις, να λαμβάνουν ανεπαρκή προστασία και να αντιμετωπίζουν μια διαρκή απειλή ανεργίας.

Με την πανδημία, όμως, όλα έγιναν πιο δύσκολα και πιο απροκάλυπτα καθώς απέκτησαν έναν τελεσίδικο χαρακτήρα. Η αγορά εργασίας θύμιζε ανέκαθεν τον «μουτζούρη», αλλά η ιδιαιτερότητα αυτή ισχύει περισσότερο σήμερα. Η συμβατική σοφία των οικονομολόγων ερμηνεύει την εκβιαστική έκφραση της ανεργίας ως την αναπόφευκτη παράπλευρη ζημιά των σοκ και η πανδημία είναι ένα απρόβλεπτο και θηριώδες πλήγμα στην κανονικότητα. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι πολιτικοί, αντί να αναζητήσουν τρόπους για να περιορίσουν τη φρίκη της κοινωνικής εξαθλίωσης που προκαλεί η ανεργία, όχι μόνο την αποδέχτηκαν αλλά και την αξιοποίησαν προκειμένου να μετατρέψουν την εργασία σε τυποποιημένο εξάρτημα της οικονομικής μηχανής.

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολιτικές οι οποίες θα περιόριζαν τον τρόμο της ανεργίας. Μία μελέτη του παρελθόντος θα ανέσυρε από τη λήθη το πακέτο των μέτρων που εφαρμόστηκαν από τον Ρούζβελτ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι φρικώδεις συνέπειες της Μεγάλης Υφεσης. Ο Ρούζβελτ απάντησε στην οικονομική καταστροφή της εποχής του με εκτεταμένες οικονομικές πολιτικές. Προώθησε το Δεύτερο Νομοσχέδιο για τα Δικαιώματα, που είχε στόχο να προσφέρει βασική οικονομική ασφάλεια για όλους τους ανθρώπους. Πρώτο, μεταξύ των δικαιωμάτων, ήταν το δικαίωμα στην εργασία.

Το δικαίωμα της εργασίας για όλους τους ανθρώπους αποτελεί για δεκαετίες την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της συντηρητικής και της προοδευτικής πολιτικής. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαιώνει το δικαίωμα στην απασχόληση. Πολλά Συντάγματα αναφέρονται στο δικαίωμα αυτό. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έκανε το δικαίωμα στην εργασία ένα ζήτημα εμβληματικό, με το σκεπτικό ότι η εξασφάλισή της θα βοηθούσε στην άρση της οικονομικής ανασφάλειας ως εργαλείο φυλετικής υποταγής.

Σήμερα, μια πρόταση για εγγύηση εργασίας βασισμένη στην ίδια λογική είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπούν τα επερχόμενα δεινά. Η εγγύηση εργασίας θα μπορούσε να παρέχει ένα ελάχιστο εργασιακό πρότυπο, που θα εξασφαλίζει: ελάχιστο μισθό, τυποποιημένες ώρες εργασίας και ασφαλιστικές καλύψεις. Αν μάλιστα η εγγύηση της εργασίας περιλαμβάνει και τους άτυπα εργαζόμενους, τότε η δυστοπική πρόβλεψη του Ρούζβελτ θα μπορούσε να αποτραπεί. Πριν από την πανδημία ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων είχε βρει καταφύγιο στην «γκρίζα οικονομία». Σε αντίθεση με τους εργαζόμενους στην επίσημη οικονομία, οι οποίοι επωφελούνται από νομική και κοινωνική προστασία, οι εργαζόμενοι της «γκρίζας οικονομίας» κέρδιζαν τα προς το ζην χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Γυναίκες, αυτοαπασχολούμενοι, εργαζόμενοι σε πωλήσεις στον δρόμο, στην οικιακή εργασία, στις μεταφορές, στις τουριστικές δραστηριότητες, ημερομίσθιοι εργάτες εκτός μισθολογίου σε επιχειρήσεις, οικονομικοί μετανάστες… βιοπορίζονταν εκτεθειμένοι στις ισοπεδωτικές δυνάμεις της αγοράς.

Η πανδημία άφησε τους ανθρώπους αυτούς χωρίς τη δυνατότητα να κερδίσουν τα απαραίτητα για να ζήσουν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να βουλιάξουν στη φτώχεια, στην πείνα και στην έλλειψη στέγης. Για τις ηγεσίες οι άνθρωποι αυτοί ήταν και είναι «αόρατοι». Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε και όλοι υποδύονται ότι δεν υπάρχουν. Και όμως, η παροχή εγγύησης της εργασίας στους εργαζόμενους αυτούς δεν είναι μόνο οικονομική «βοήθεια» αλλά μέσο αυτοπροστασίας της Δημοκρατίας. Είναι τόσο πολλοί ώστε να μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την πολιτική ισορροπία και θα είναι τόσο απελπισμένοι ώστε να ανατρέψουν την εύθραυστη κοινωνική πραγματικότητα καθώς η απελπισία θα τους αναγκάσει να αναζητήσουν διεξόδους στην «εγκληματική» οικονομία.

Δυστυχώς και στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει την αγορά εργασίας τυχοδιωκτικά και καιροσκοπικά. Αδιαφορεί. Θυσιάζει την εργασία στον βωμό της επιχειρηματικότητας, αντί να βρει τρόπους να «συσσωρευτούν». Αισθάνεται παντοδύναμο και απρόσβλητο. Προφανώς δεν αντιλαμβάνεται ότι η αλαζονεία είναι δηλητήριο που γονατίζει τη Δημοκρατία.

Ο Γιάννης Σιώτος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών