Macro

Το «αναπτυξιακό» υπό το βάρος μιας ηχηρής απουσίας

Υπάρχει μια αντίφαση ανερμήνευτη, έως αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, ανάμεσα στο πόσο σοβαρό θεωρεί το «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο η κυβέρνηση και την απουσία του Πρωθυπουργού από τη συζήτηση για την ψήφισή του. Το νομοσχέδιο συνιστά κεντρική πολιτική παρέμβαση της κυβέρνησης, δύσκολη καθόσον άκρως επιθετική. Γι’ αυτό και πήραν το λόγο και τοποθετήθηκαν όλοι οι ηγέτες των κομμάτων. Είναι προφανές ότι χρειαζόταν πολιτική υποστήριξη και τελικά δεν την είχε.
Το ενδεχόμενο να μην ήθελε να εκτεθεί ο κ. Κ. Μητσοτάκης διότι, τελικά, με τις πολλές και ανοικονόμητες προσθήκες και τροπολογίες ξέφυγε του κεντρικού του στόχου ίσως ισχύει, αλλά τότε υπάρχει μείζον πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο αν ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί ότι παράπλευρες συμπεριφορές όπως αυτές του κ. Άδ. Γεωργιάδη επιβαρύνουν το κλίμα και επισκιάζουν τη βασική του προσπάθεια στην οικονομία που θεωρεί ότι θα κρίνει και την τύχη, προοπτικά, της κυβέρνησής του.

Επιλογή της κυβέρνησης

Αλλά ας ξαναρθούμε στην αφετηρία. Ήταν επιλογή της κυβέρνησης να φέρει ένα νομοσχέδιο, τόσο βαρύ και ευρύ, με το προσωνύμιο «αναπτυξιακό». Και αυτό για δυο λόγους. Ο ένας, είναι να θεσμοθετήσει, με σαφή τρόπο, όσα είχε υποσχεθεί και όσα είχαν απαιτήσει οι επιχειρηματικές οργανώσεις από καιρό ως ένα πλαίσιο που και εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, και λειτουργεί ως κίνητρο για επενδύσεις. Τα εργασιακά και το περιβάλλον θα ήταν τα πρώτα θύματα ακολουθούμενα από τους πολιτιστικούς χώρους. Ο άλλος λόγος, είναι η άποψη που υπάρχει στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο για την αποτελεσματικότητα μιας «πολιτικής σοκ», του αιφνιδιασμού που προκαλεί, του εμπροσθοβαρούς, όπως λένε, των μέτρων. Γι’ αυτό δεν την ενδιέφερε και το ότι κοινωνικές οργανώσεις και κόμματα θα ήταν απέναντι.
Αυτή η επιτομή του πνεύματος, της ιδεολογίας της νεοφιλελεύθερης και παλαιάς κοπής δεξιάς που είναι το «αναπτυξιακό», που συμπεριέλαβε και πλήθος ρουσφετολογικών ρυθμίσεων – τακτοποιήσεων, υπακούει στη στοχοπροσήλωση της ΝΔ να επαληθεύσει τη βασική της κεντρική επαγγελία: θα δημιουργηθούν δουλειές, θα προσελκύσουμε επενδύσεις, θα φέρουμε την ανάπτυξη. Αυτό είναι το κρίσιμο, λοιπόν, διακύβευμα, και θα το επιδιώξει αντί πάσης θυσίας. Και με κάθε κόστος καθώς αυτό το θεωρεί πρόσκαιρο εφόσον ο στόχος θα βγει.
Οδηγός πλεύσης για την υλοποίηση αυτού του στόχου δεν είναι τίποτε άλλο από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα που μπορεί να έχουν προ πολλού πάψει να λάμπουν, αλλά αυτό δεν ισχύει και για τους διάφορους τεχνοκράτες συμβούλους και υφυπουργούς της ΝΔ που σε συνδυασμό με αδίστακτους υπουργούς όπως οι κ. Βρούτσης, Γεωργιάδης καθώς και υπερσυντηρητικούς όπως η κ. Κεραμέως, οδηγούν τη ξέφρενη αντικοινωνική κούρσα της κυβερνώσας δεξιάς.

Αριστερά, δεξιά και τρόικα

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι αξιωματική αντιπολίτευση και κυβέρνηση, δηλαδή αριστερά και δεξιά, συγκρούστηκαν επικαλούμενοι το ίδιο κείμενο! Ο κ. Γεωργιάδης κατέθεσε μελέτη της Τράπεζας Ελλάδος για το «αναπτυξιακό» η οποία υποστήριζε ότι θα αυξηθούν απ’ αυτό οι θέσεις εργασίας. Δηλαδή ότι η δραστική αποδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων και η ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος προσφυγής στον Οργανισμό Διαιτησίας θα οδηγήσουν στη συμπίεση των μισθών και αυτό με τη σειρά του θα φέρει νέες θέσεις εργασίας. Οι αγορητές του ΣΥΡΙΖΑ από την ίδια μελέτη αξιοποίησαν την παραδοχή της ότι με το «αναπτυξιακό» θα μειωθούν οι μισθοί. Αλλά για την κυβέρνηση της ΝΔ αυτό όχι μόνο δεν είναι πρόβλημα αλλά είναι «εργαλείο αναπτυξιακό». Με έναν πιο προσεκτικό τρόπο, όχι τόσο βάναυσο όπως του κ. Βρούτση, το υποστήριξε και ο Πρωθυπουργός. Μιλώντας στο συνέδριο του Economist σημείωσε σχετικά: «Η δική μας αντίληψη είναι διαφορετική: όλοι ωφελούνται, όταν ωφελείται ο τόπος. Και πρώτοι, οι μισθωτοί».
Η αντιπολίτευση άσκησε σκληρή κριτική στο νομοσχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα τόνισε ότι ο κορμός του «αναπτυξιακού», ιδίως τα εργασιακά συνιστά επιστροφή στο μνημόνιο καθώς θεμελιώνει, ξανά, την εσωτερική υποτίμηση που ήταν ο αρχικός στόχος της τρόικας. Πάλι ο κ. Μητσοτάκης θα το προβάλει αυτό ως εχέγγυο στο κοινό του Economist: «η κυβέρνησή μας όχι μόνο έχει αναλάβει την πραγματική ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων, αλλά εφαρμόζει το δικό της σχέδιο που περνά πέραν των προτάσεων των πιστωτών» τόνισε και έκανε μνεία στο νομοσχέδιο.

Τομή στις πολιτικές εξελίξεις

Είναι μοναδική η βοήθεια των ΜΜΕ για να «περάσουν» όλα αυτά σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Αυτή η εικόνα του Τύπου δεν έχει προηγούμενο. Παρά τις προκλητικές του διατάξεις δεν γράφεται σχεδόν τίποτε. Ακόμη και για μία μόνο τέτοια διάταξη, επί ΣΥΡΙΖΑ θα ξεσηκώνονταν οι πάντες. Ωστόσο, η υπερ-δόση στα ζητήματα προπαγάνδας τις πιο πολλές φορές δρα αντίστροφα. Ανεξάρτητα, όμως, απ’ αυτό οι πολιτικές συνέπειες αυτού του νομοσχεδίου ίσως αποδειχθούν καθοριστικές για την κυβέρνηση, τις σχέσεις της με την αντιπολίτευση και τις κοινωνικές οργανώσεις. Το επισήμανε αυτό ο Αλέξης Τσίπρας στην παρέμβασή του αξιολογώντας ταυτόχρονα ότι, ιδιαίτερα στα εργασιακά, η αντιπολίτευση από το ΚΙΝΑΛ και προς τ’ αριστερά συνέπεσαν στην κριτική τους στους νοσταλγούς του ΔΝΤ, όπως είπε.
Το, άμεσο, μέλλον θα δείξει αν η κυβέρνηση της δεξιάς υπερέβη το όριο αντοχής της κοινωνίας μ’ αυτό το νομοσχέδιο. Αν αποδειχθεί σημείο πολιτικής καμπής. «Το νομοσχέδιο αυτό θα μείνει στην ιστορία και για έναν ακόμη λόγο διότι είναι το σημείο τομής, το σημείο όπου κλείνει ο κύκλος της περιόδου χάριτος για την κυβέρνησή σας. Τόσο στον λαό όσο, πιστεύω, και στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Από μας τουλάχιστον τέλειωσαν οι ευγένειες» σημείωσε. Συγχρόνως, δεσμεύθηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κοντά στους πολίτες για να στηρίζει την προσπάθεια «ώστε σύντομα ο τόπος να βγει απ’ αυτό τον εφιάλτη».

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ 2020
Δυο ταξικές μεροληψίες κατ’ αντιπαράθεση

Ξεκίνησε η συζήτηση επί του προσχεδίου του προϋπολογισμού 2020, όπως αυτό τροποποιήθηκε με βάση τις συζητήσεις στο Γιούρογκρουπ. Η συζήτηση περιέλαβε, ξανά, τις αισθητές αβεβαιότητές του αλλά το κύριο θέμα τους, που προκάλεσε και αντιπαραθέσεις, ήταν ποιους ωφελεί σε αντιπαράθεση με το σχέδιο μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το περίφημο ζήτημα της ταξικής μεροληψίας της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Να κλείσουμε με τις αβεβαιότητες πρώτα. Παραθέτουμε τρεις πηγές τους που ανέφερε ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Πρώτη, η εξοικονόμηση 837 εκατ. ευρώ από λειτουργικές ανάγκες που «φαίνεται αρκετά μεγάλη». Δεύτερη, που αφορά την αποδοτικότητα των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως προς τα έσοδα. Τρίτη, και σημαντικότερη, η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,8% ενώ προβλέπεται καθηλωμένη ιδιωτική κατανάλωση.
Η πρώτη κατηγορία που εξαπέλυσε η ΝΔ στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι «δέσμευσε τη χώρα σε υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους». Η απάντηση υπήρξε πληρωμένη και πολλαπλή. Πρώτον, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χρεοκόπησαν τη χώρα, πράγμα που επιβάλλει σήμερα υψηλό πλεόνασμα έως το 2060 με βάση τους κανονισμούς της ΕΕ. Δεύτερον, η κυβέρνηση παρέπεμψε στις καλένδες τη διαπραγμάτευση για μείωση πλεονασμάτων και δεν εκμεταλλεύτηκε τη μείωση (όπως προέβλεπε ο ΣΥΡΙΖΑ) στο 2,5%. Τρίτον, ΝΔ – ΠΑΣΟΚ είχαν δεσμεύσει τη χώρα σε πλεονάσματα 4,5% και για περισσότερα χρόνια!
Η κατηγορία του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο προϋπολογισμός ευνοεί τους πλούσιους προκύπτει απ’ τους επίσημους πίνακες. Συγκεκριμένα, για το φτωχότερο 10% θα φέρει αύξηση εισοδήματος 72 ευρώ, ενώ για το πλουσιότερο 10% 353 ευρώ, πέντε φορές περισσότερο. Κι αυτό υπό τον όρο ότι θα υλοποιηθούν οι στόχοι.
Παραμένει, επίσης, άδηλο το πόσο η υποχρέωση για το 30% του εισοδήματος για ηλεκτρονικές αποδείξεις, ως εξαιρετικά δύσκολο να πιαστεί, θα εξουδετερώσει τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή της κλίμακας στο 9%. Θα φορολογείται, τελικά, με συντελεστή 22%. Τα προβλέπουν, πλέον, ως και ΤΑ ΝΕΑ, πρωτοσέλιδα ….
Αντίθετα για το 2019 – πραγματοποιηθέντα στοιχεία – οι αυξήσεις είχαν αντίστροφη λογική. Συγκεκριμένα, όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια παρουσίασαν αύξηση, αλλά για το πρώτο 10% η αύξηση 408 ευρώ (16,3%), το δεύτερο ήταν 472% (11,28%), του τρίτου κατά 519 ευρώ (9,7%) του τελευταίου (πλουσιότερου) 289 ευρώ (1,3%).
Να σημειωθεί ότι οι υλοποιήσεις επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν παρά τις συντηρητικές προβλέψεις του προϋπολογισμού. Τώρα, επί ΝΔ ισχύει το αντίθετο. Αυτό το 2,8% είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιαστεί γεγονός που είναι πιθανότερο να έχουμε περικοπές, στο τέλος, κοινωνικών δαπανών για να βγουν οι στόχοι οπότε η ταξική μεροληψία θα είναι επαχθέστερη, θα συμπιεσθεί περαιτέρω το εισόδημα μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων.
ΥΓ. Αυτή είναι η μεροληψία της δημοσιονομικής διαχείρισης. Αυτή που θα προκύψει από το «αναπτυξιακό» ως συμπίεση των μισθών προστίθεται.

Παύλος Δ. Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή