Δυο φονικά σημάδεψαν το τελευταίο δεκαήμερο: η δολοφονία του 63χρονου Αλβανού εργατη γης Πετρίτ Ζίφλε στη Λευκίμμη της Κέρκυρας με φερόμενο ως δράστη έναν ντόπιο, χρυσαβγίτη όπως λέγεται, ο οποίος, όπως φαίνεται, οργίστηκε επειδή στο καφενείο το θύμα τόλμησε να διαφωνήσει μαζί του στα πολιτικά, και ο στυγερός βιασμός και φόνος της νεαρής φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στην άλλη άκρη του ελλαδικού χώρου, στη Ρόδο, που φαίνεται πως βρήκε τον θάνατο επειδή δεν συναινεσε στις ερωτικές προτάσεις δυο νεων -ως δράστες φέρονται ένας 21χρονος ντόπιος, μάλιστα γόνος μεγαλης οικογένειας του νησιού, όπως λέγεται, κι ένας 21χρονος Αλβανός ή Βορειοηπειρώτης.
Κατά σύμπτωση, σήμερα συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Θα γίνουν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις το απόγεμα, δέκα χρόνια μετά -και καλά κάνουμε και τιμάμε τη μνήμη του. Πριν από δέκα χρόνια, το φονικό είχε πυροδοτήσει εκτεταμένες πολυήμερες ταραχές. Πριν από πέντε χρόνια, το φονικό του Παύλου Φύσσα συντάραξε την κοινή γνώμη και κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του γίνονται συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις μνήμης. Πριν από σαρανταπέντε μέρες, ο μαρτυρικός θανατος του Ζακ Κωστόπουλου επίσης συγκλόνισε το πανελλήνιο -και για τον Ζακ έγιναν και θα γίνουν πορείες. Και καλώς έγιναν και θα γίνουν.
Για τη δολοφονία του Πετρίτ Ζίφλε δεν κουνήθηκε φύλλο. Καμιά πορεία δεν έγινε, καμιά συγκέντρωση, λες και ο φόνος έγινε επειδή φονιάς και θύμα είχαν κτηματικές διαφορές ή επειδή «τσακώθηκαν για το ποδόσφαιρο» -για να θυμηθούμε μια κλασική δικαιολογία. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι γι’ αυτή τη διακριτικότητα -ότι έγινε εκτός Λεκανοπεδίου, ας πούμε, αλλά ο βασικός λόγος είναι ένας: ότι το θύμα ήταν Αλβανός.
Για να κάνω και μιαν άλλη αντιδιαστολή, η κηδεία του Πετρίτ Ζίφλε έγινε αθόρυβα, χωρίς κραυγές για εκδίκηση από συμπατριώτες του και χωρίς να τηρήσει ενός λεπτού σιγή για τη μνήμη του η Βουλή, όπως θεώρησε καλό να κάνει με πρωτοβουλία του Νικήτα Κακλαμάνη για τον ακροδεξιό τρομοκράτη με το Καλάσνικοφ. (Ούτε για το όνομά του είμαστε βέβαιοι, τα μισά σάιτ τον γράφουν Ζίλφε και κάποια Ζίλφα).
Και για να κάνω μια δυσοίωνη πρόβλεψη, όταν σε καναδυό χρόνια γίνει η δίκη του φονιά, όπως το θεωρώ σχεδόν βέβαιο, καμιά συλλογικότητα δεν θα παραστεί πολιτική αγωγή και δεν θα επαγρυπνεί, όπως έγινε για τη δίκη του Κορκονέα ή του Ρουπακιά, μεταξύ άλλων με νομική συνδρομή από επιφανείς και προβεβλημένους δικηγόρους. Και ο φονιάς, πολύ φοβάμαι, θα πέσει στα μαλακά.
Κι εμείς εδώ άλλωστε, που σχολιάζουμε τα περισσότερα σημαδιακά, και σχολιάσαμε και τη θανάτωση του Ζακ Κωστόπουλου, ως τώρα δεν είχαμε γράψει για τον Πετρίτ Ζίφλε -και μόνο σήμερα, ενώ έπιανα να γράψω για τον φόνο της Ελένης Τοπαλούδη, της φοιτήτριας από το Διδυμότειχο που δολοφονήθηκε στη Ρόδο (και πάλι από τη μια γωνιά στην άλλη της Ελλάδας), σήμερα μόνο, ενώ είχα σκοπό να γράψω μόνο για την Ελένη Τοπαλούδη, ντράπηκα κι έγραψα αυτά τα λίγα για τον Πετρίτ Ζίλφα, εν είδει συγγνώμης.
Η Ελένη Τοπαλούδη δολοφονήθηκε επειδή δεν δέχτηκε τις ερωτικές κρούσεις των δύο νέων που φέρονται ως δράστες. Ζωντανή την πέταξαν από το γκρεμό στη θάλασσα. Eικάζεται πως θα ζούσε αν, αφού την χτύπησαν, την πήγαιναν στο νοσοκομείο.
Η Ελένη Τοπαλούδη πέθανε επειδή είπε ΟΧΙ σε δυο νέους άντρες που έχουν γαλουχηθεί από την πατριαρχική κοινωνία όπου ζούμε να πιστεύουν πως «όταν η γυναίκα λέει «όχι» εννοεί «ίσως» κι όταν λέει «ίσως» εννοεί «ναι».» Η νοοτροπία αυτή, που συχνά καλλιεργείται και από την οικογένεια και φυσικά ενισχύεται στις εφηβικές παρέες και από την πανταχού παρούσα πορνογραφία του Διαδικτύου, δεν δέχεται το δικαίωμα της γυναίκας να λέει «Όχι».
Η Ελένη Τοπαλούδη βιάστηκε και δεύτερη φορά μετά τον θάνατό της, από τα κοινωνικά μέσα, όταν, πριν ακόμα διαλευκανθεί η υπόθεση, διάφοροι Έλληνες άντρες σκάλισαν το προφίλ της, είδαν κάποια ανάρτηση συμπαράστασης στους πρόσφυγες και έγραψαν φρικιαστικά σχόλια για τη «λαθρολάγνα» και την «εϊτζιάρα» που βρήκε αυτό που της άξιζε. Και τρίτη φορά, όταν συγγενείς ενός από τους φερόμενους ως δράστες έγραψαν ότι «όπως διαδίδεται στο νησί» το κορίτσι «εκδιδόταν και μάλιστα σε αλλοδαπούς».
Φυσικά όλα αυτά ήταν άθλια ψέματα, οπότε άλλαξε η αφήγηση των δημοσιογράφων και έγινε αποτροπιασμός για τον φόνο μιας κοπέλας «που δεν είχε δώσει δικαιώματα» και που «ήταν από καλή οικογένεια». Αν όμως το καλοσκεφτούμε οι φρασούλες αυτές είναι τρομακτικές. Αν ήταν από «κακή οικογένεια» θα ήταν λιγότερο στυγερός ο βιασμός και ο φόνος της; Πώς δίνει κάποιος (ή μάλλον κάποια) «δικαιώματα» στον βιαστή και τον φονιά; Όταν φορέσει κοντή φούστα; Όταν βάφεται; Όταν πηγαίνει στο μπαρ; Όταν έχει στο συρτάρι της δαντελένια εσώρουχα; Ποια φρικτή σύμβαση τα αναγνωρίζει αυτά τα δικαιώματα και τα ελαφρυντικά; Μα φυσικά η πατριαρχική νοοτροπία: «Πήγαινε γυρεύοντας», «Τα’ θελε όμως κι αυτηνής ο κώλος της», «Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της…», «Δεν μπορεί, θα κουνήθηκε κι αυτή», «Φταίει ο φονιάς;»
Ο φίλος Γιάννης Ανδρουλιδάκης, δημοσιογράφος, έγραψε:
Από την ιστορία της απόπειρας βιασμού μετά φόνου στη Ρόδο, θέλω να σταθώ σε δύο πολύ σημαντικές λεπτομέρειες που ορθά αναδεικνύονται σε επανάληψη από τα ρεπορτάζ των συναδέλφων μου δημοσιογράφων και οι οποίες είναι κεφαλαιώδεις για να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη.
Το πρώτο είναι ότι το θύμα η κοπέλα, ήταν -όπως τονίζουν τα ρεπορτάζ- ήσυχο κορίτσι, δεν προκαλούσε, δεν είχε πολλές σχέσεις με αγόρια και δεν έβγαινε πολύ. Αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο, γιατί μας δείχνει ότι βιάστηκε κάποια αθώα, έτσι; Όχι καμιά σαν αυτές που βγαίνουν και έχουν σχέσεις με αγόρια και όσο να ‘ναι εκ των πραγμάτων τα θέλει ο κώλος τους. Βιασμός από βιασμό διαφέρει και καλά κάνουν και το διευκρινίζουν οι συνάδελφοι, για να το έχουμε υπόψη μας.
Το δεύτερο είναι ότι οι δολοφόνοι βιαστές είναι ένας Έλληνας και ένας Αλβανός, αλλά ανάμεσα στους δύο ο Έλληνας έμπλεξε ουσιαστικά χωρίς να το καταλάβει. Αυτό βέβαια ήταν αυτονόητο, αλλά ακόμα και τα αυτονόητα πρέπει να λέγονται μερικές φορές. Αν δεις Έλληνα να βιάζει, Αλβανός τον παρέσυρε -αυτό το ξέρουν και οι πέτρες.
Δηλαδή, και να βιάσει ο Έλληνας, θα το κάνει σε κάποια που να βγαίνει και να έχει σχέσεις με αγόρια, δεν θα πάει έτσι στα κουτουρού σε κάποια που δεν προκαλούσε. Έτσι πιστεύω εγώ τουλάχιστον.
Πιστεύω επίσης ότι ένα κανονικό συνδικάτο Τύπου θα έπρεπε από καιρό να κηρύξει απεργία ως διαμαρτυρία για τον τρόπο που καλύπτονται οι ειδήσεις στην Ελλάδα. Αλλά δεν έχουμε τέτοιο, οπότε δεν ξέρω κιόλας. Δεν θέλω να προκαλώ.
Αυτά που γράφει ο Ανδρουλιδάκης δυστυχώς δεν είναι υπερβολές. Ο τοπικός τύπος ακριβώς έτσι φιλοτέχνησε την παρουσίαση της υπόθεσης.
Δείτε την οθονιά από ροδιακό ιστότοπο (εδω το λινκ) που σπεύδει να χρίσει αποκλειστικό δολοφόνο τον «Αλβανό» ενώ τον γόνο γνωστής οικογενείας τον θεωρεί απλώς συνεργό που «έμπλεξε χωρίς λόγο και αιτία» (ακριβώς τα ίδια θα έγραφε αν ο «συνεργός» απλώς είχε δανείσει στον δράστη το αυτοκίνητό του χωρίς να ξέρει για ποιον λόγο το θέλει).
Όσο για τον Αλβανό δράστη, αλλού γράφεται πως ήταν Βορειοηπειρώτης. Αλλά έτσι πάει: όταν κερδίζουν χρυσά μετάλλια είναι Έλληνες, όταν δουλεύουν ευσυνείδητα είναι Βορειοηπειρώτες κι όταν κανουν αδικήματα και εγκλήματα είναι Αλβανοί.
Αλλά ας αφήσουμε το συγκεκριμένο τραγικό συμβάν της Ρόδου κι ας γενικεύσουμε στο θέμα του βιασμού και της γυναικοκτονίας.
Ο τίτλος του σημερινού άρθρου, Το αδιέξοδο τού να είσαι γυναίκα, είναι δανεισμένος από το πολύ εύστοχο σκίτσο του νεαρού σκιτσογράφου John Antóno, που κι αυτό το δανείστηκα.
Με την υπερβολή της σάτιρας, συνοψίζει καίρια το φοβερό δίλημμα: αν η γυναίκα αντισταθεί στον βιασμό της, κινδυνεύει να καταδικαστεί σε βαρύτατη ποινή, όπως έγινε με την 22χρονη κοπέλα στην Κόρινθο που τραυμάτισε θανάσιμα, πάνω στην πάλη, τον άντρα που της επιτέθηκε μέσα στη νύχτα. Καταδικάστηκε σε 15ετή φυλάκιση. Και δεν είναι η μόνη περίπτωση. Μια 40χρονη αλλοδαπή, που αμυνόμενη τραυμάτισε θανάσιμα τον κακοποιητή της, επίσης καταδικάστηκε σε βαριά ποινή πάνω από 10 χρόνια.
Αν πάλι δεν αντισταθεί ή δεν αντισταθεί τόσο που να ματώσει, τότε στη δίκη θα της πει ο δικαστής, συχνότατα η δικάστρια: «Μα γιατί δεν αντιστάθηκες;» Θα έχει προηγηθεί ένας ακόμα βιασμός, όταν η υπεράσπιση θα προσπαθήσει να ρίξει στο θύμα την ευθύνη, ότι συναίνεσε «αρχικά», ότι ήταν ντυμένη προκλητικά, ότι «πήγαινε με άντρες», οτι «φορουσε δαντελένια εσώρουχα» (όλα αυτά έχουν ειπωθεί).
Κάπου είδα μια τρομακτική στατιστική που τη μεταφέρω με επιφύλαξη:
5000 βιασμοί γυναικών τον χρόνο στην Ελλάδα.
Το 30% τελεσιδικεί.
Το 10% οδηγεί σε καταδίκη.
Και βέβαια μεγάλα ποσοστά ανδρών θεωρούν ότι για τον βιασμό συχνά φταίει το θύμα. Ουσιαστικά όσοι αρνούμαστε να δούμε πως η πατριαρχική κουλτούρα είναι υπεύθυνη για τους βιασμούς και τις γυναικοκτονίες, είμαστε συνεργοί στους επόμενους φόνους που θα γίνουν.
Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό -υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα αν και όχι με την ίδια ένταση παντού. Πρόσφατα άλλωστε είχαμε δυο πολύκροτες υποθέσεις αθώωσης ή ελαφρών ποινών σε δράστες ομαδικών βιασμών γυναικών στην Ισπανία και την Αργεντινή.
Θα κλείσω εποικοδομητικά με ένα πανέξυπνο και διάσημο βιντεάκι, ούτε τρία λεπτά, για την αξία της συναίνεσης και τον σεβασμό του Όχι. Παραλληλίζει το σεξ με το να πιεις ένα φλιτζάνι τσάι.
Όταν προτείνεις σε κάποιον να πιει ένα τσάι κι αυτός δεχτεί, όλα καλά. Όταν αρνηθεί, δεν θα τον πιέσεις. Αν σου πει «θέλω τσάι» και μετά αλλάξει γνώμη, πάλι δεν θα τον πιέσεις. Αν έχει αποκοιμηθεί ή έχει χάσει τις αισθήσεις του, δεν θα τον αναγκάσεις να πιει το τσάι. Αν είχε δεχτεί με χαρά να πιει τσάι το περασμένο Σάββατο, δεν σημαίνει ότι του αρέσει να πίνει τσάι κάθε μέρα ή όποτε του το προτείνεις. Κάπως έτσι και με το σεξ. (Το βίντεο έχει και υποτίτλους).
Νίκος Σαραντάκος