Macro

Της ημέρας…

Είναι η μέρα τέτοια σήμερα που ό,τι και να γράψεις πάλι λίγο θα είναι. Γι’ αυτό λέω να καταφύγω στον απέραντο ροδώνα (που κι ακανθώνα να τον πεις πάλι μέσα είσαι) της ελληνικής ποίησης, γιατί αυτή μονάχα μπορεί να πει το ανείπωτο.

Και ξεκινώ με το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «28 Οκτωβρίου 1940», που πρωτοδημοσιεύτηκε στον «Πολίτη» τεύχος 57, 23.10.1988, και, σύμφωνα με μαρτυρία της Μάτσης Χατζηλαζάρου, γράφτηκε το πρωί της ίδιας εκείνης μεγάλης μέρα;. «Ωστόσο», γράφει ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «μολονότι το ποίημα γράφεται, όπως φαίνεται, εν θερμώ, δεν μπορούμε να πούμε ότι απλώς εκφράζει τη δικαιολογημένη συγκίνηση του ποιητή, αυτό που κυρίως δηλώνεται και καταγγέλλεται με το ποίημα είναι η ανίερη συμμαχία Μόσχας – Βερολίνου (σ.σ.: Αύγουστος 1939)»: «Ο ποταμός ξεχείλισε / Ό,τι κι αν γράψω σήμερα / Ό,τι κι αν πω την ώρα ετούτη / Ό,τι κι αν κάμω όπου κι αν πάω / Το παν θά ‘ναι για μένα / Ένα τουφέκι που κρατώ στα χέρια κι αλαλάζω / Κάτω τα χέρια από την μάνα μας Ελλάδα.

Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής / Κ’ έχω την γνώμη πως έτσι πάντοτε θα μείνω / Μ’ αυτά που γίνηκαν και γίνονται στον κόσμο / Και κάποτε να σηκωθώ και να φωνάξω / Κάτω οι Εθνικοσοσιαλισταί / Κάτω οι Φασισταί / Κάτω οι βδελυροί υποκριταί της Μόσχας / Πράγματι νυν υπέρ πάντων ο αγών / Ζήτω η Ελλάς / Ζήτω η Αγγλία / Που πολεμάν γι’ αυτά που αγαπάμε / Ενάντια σε όσα μάς είναι μισητά.

Νυν υπέρ πάντων ο αγών / Η Ελευθερία δεν έγινε ποτέ / Με ψέματα ούτε με σκέτες θεωρίες / Μα με τις πράξεις και οσάκις ήτο ανάγκη με το αίμα / Εμπρός λοιπόν και να χτυπάμε στην καρδιά / Σύντροφοι, εμπρός / Φωνάζω αλληλούια”.

Πάμε τώρα σ’ ένα ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου που με εκρηκτική συγκίνηση αποτυπώνει το μεγαλείο του σκοτεινού φωτός που λέγεται θυσία. Έχει τίτλο «Ένα οργισμένο ποίημα της Κατοχής» και περιλαμβάνεται στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες».

«Οι Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια / Μην πήτε πως αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο. / Αυτή η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη, / Ποτέ της δεν σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια. /(…) Ποιος θε να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε; / Εγώ θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας. / Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήτσο Αστερίου, / Που είταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη, /(…)Του Δίκιου και της Λευτεριάς τ’ άξιο το παλληκάρι. / Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του, / Κι η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια. / Εργάτες, ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία. / Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες. / Οι άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει, / Τον Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια. / Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες, / Όλοι μαζύ να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη: / Και νά ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γη βαδίζει. / Το πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι, / Όμως πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει. / Αυτός που μόνο Πίστεψε, που είταν όλος Αγάπη, / Για δέστε πως μας έτεινε τα ματωμένα χέρια, / Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξη. / Στον τοίχο που τον έσουρναν, τυφλό, ναν τον σκοτώσουν, / Στο μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του, / Οι πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες. / Κι ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει, / Και των φτερών του τη σκιά ρίχτει στο μαύρο τόπο, / Κι όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει».

Και να τελειώσω μ’ ένα απόσπασμα από το συγκλονιστικό «Ραγισμένο ταμπούρλο» του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, για το πικρότατο τρένο της Ιστορίας που μας έφερε ίσαμ’ εδώ. Γιατί απ’ αυτό το τρένο, αν ανέβεις, δεν κατεβαίνεις ποτέ! Άλλωστε από τα τρένα κατεβαίνει κανείς όταν είναι σταματημένα: «(…)Έρχεται η ώρα κι οι αρχηγοί σημαίνουν υποχώρηση / τραβιούνται πίσω τα νερά μένουν ξανά γυμνές οι ξέρες / ανακαλούνται οι ποταμοί και τα τραγούδια των νεκρών / ‘ήτανε λάθος’ ο άνεμος που σήκωσε σημαίες / – τώρα οι σημαίες κείτονται στα καταστατικά / οι λέξεις που ‘βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις / … μόνο το πολυβόλο συνεχίζει να θερίζει τα χρόνια μας / κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν’ αποφύγουμε τις σφαίρες / κάθε μέρα ξεχνάμε τους φίλους που σταμάτησαν να γερνούν / χτες ακόμα ήμαστ’ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους / σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι».

Αυτά για την ημέρα…

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή