Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών το 2002, σε φάση κάμψης της δημοτικότητας του κυβερνητικού συνασπισμού είχαν θεωρηθεί “κίνηση αυτοκτονίας” από μέρους του σοσιαλδημοκράτη τότε καγκελαρίου της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ωστόσο, ο δυναμισμός με τον οποίο ο Σρέντερ αντιμετώπισε τις καταστροφικές πλημμύρες εκείνου του καλοκαιριού ανάτρεψε το κλίμα αναδεικνύοντάς τον αναπάντεχα και πάλι νικητή.
Κάτι παρόμοιο μοιάζει να συμβαίνει μετά τις πλημμύρες του φετινού Ιουλίου με τον σημερινό ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών και αντικαγκελάριο του γερμανικού “μεγάλου συνασπισμού”. Η σοβαρότητα που επέδειξε κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης (αλλά και του σοκ που ακολούθησε με την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν) έφερε τον Όλαφ Σολτς στην κορυφή των προτιμήσεων των ψηφοφόρων για την καγκελαρία, ενώ και το κόμμα του βιώνει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μια πραγματική “νεκρανάσταση” διεκδικώντας στα ίσα την πρώτη θέση από τους Χριστιανοδημοκράτες.
Αντιθέτως, ο επίδοξος διάδοχος της Άνγκελα Μέρκελ, Άρμιν Λάσετ μοιάζει να αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτικό θύμα των πλημμυρών που με ιδιαίτερη σφοδρότητα έπληξαν τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, της οποίας είναι πρωθυπουργός.
Η Γερμανία που άλλοτε αποτελούσε πρότυπο πολιτικής σταθερότητας βιώνει έναν προϊόντα κατακερματισμό του κομματικού τοπίου, με τη Μπούντεσταγκ να είναι πλέον επτακομματική, ενώ οι διαθέσεις του εκλογικού σώματος μοιάζουν με κινούμενη άμμο.
Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα οι ψηφοφόροι φλέρταραν με την ιδέα να στείλουν στην καγκελαρία την Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων, για να την εγκαταλείψουν εξίσου γρήγορα, ενώ οι διαφορές μεταξύ των τριών μεγαλύτερων κομμάτων κυμαίνονται εν πολλοίς στα όρια του στατιστικού λάθους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Χριστιανοδημοκρατία ξεκίνησε φέτος με άνετη (δημοσκοπική) διαφορά από κάθε άλλο κόμμα, για να βρεθεί να παλεύει να μην αποκλεισθεί από τον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό, ο οποίος είναι αριθμητικά αδύνατο να συγκροτηθεί από δύο μόνο κόμματα.
Όπως επισημαίνει το Eurointelligence η δύναμη των δύο πάλαι ποτέ πυλώνων του γερμανικού δικομματισμού, Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών έχει αθροιστικά περιοριστεί στο 45%, με υποχώρηση δέκα μονάδων, εξέλιξη που μακροπρόθεσμα κρίνεται περισσότερο καθοριστική από οποιαδήποτε πρόσκαιρη διακύμανση στη δημοφιλία των πολιτικών ηγετών. Παράλληλα, και είναι αυτό πρωτοφανές, η διαχείριση της πανδημίας και των πλημμυρών έχουν στερήσει από τον μέσο Γερμανό την αίσθηση ότι τις τύχες του διαχειρίζεται ένας στιβαρός και αποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός.
Εξ ου και οι δημοσκοπικές μετατοπίσεις που δείχνουν υποχώρηση της “κομματικής νομιμοφροσύνης”, ενώ η δυνατότητα των ψηφοφόρων να προβούν σε διαφορετικές “τακτικές” επιλογές στις μονοεδρικές περιφέρειες και την πανεθνική αναλογική λίστα περιπλέκει απεριόριστα τα πράγματα. Σε συνδυασμό με το αίνιγμα της εκλογικής συμπεριφοράς των νέων και του “λαού της αποχής” κάθε πρόβλεψη γίνεται παρακινδυνευμένη.
Στο τέλος της μακράς περιόδου Μέρκελ, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η “αποφυγή πειραματισμών”, οι Γερμανοί ψηφοφόροι ταλαντεύονται ανάμεσα στην επιθυμία τους για σταθερότητα και την δυσφορία με ό,τι βιώνουν ως στασιμότητα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, έτσι, ο Σολτς προβάλλει ως “η Μέρκελ μετά την Μέρκελ”.
Μειωμένες προσδοκίες
Φυσικά, ο προσανατολισμός της Γερμανίας στην Ευρώπη και τον κόσμο, δεν κρίνεται απλώς το πρόσωπο του αυριανού καγκελαρίου, αλλά από τη σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού. Στον βαθμό που η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” και το κόμμα της Αριστεράς παραμένουν σε “υγιειονομική ζώνη” σε ό,τι αφορά τους πανεθνικούς συνασπισμούς (για το δεύτερο ο Σολτς έχει ήδη δηλώσει ότι δεν θα συνεργασθεί με μια δύναμη μη αφοσιωμένη στο ΝΑΤΟ) η εξίσωση περιλαμβάνει τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελευθέρους, των οποίων η εκλογική δυναμική και ο καθοριστικός λόγος στον σχηματισμό κυβέρνησης δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να υποτιμηθεί.
Με δεδομένο ότι όλα αυτά τα κόμματα, με την μερική εξαίρεση των Πρασίνων, ομνύουν στην συνέχιση των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών, η ευρωζώνη και η Ελλάδα δεν δικαιούται να αναμένει αλλαγές στην γερμανική στάση. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η μετεκλογική διαπραγμάτευση να βρει τους Πρασίνους αρκετά ισχυρούς ώστε να διεκδικήσουν το υπουργείο Οικονομικών.
Στην πραγματικότητα, τα μεγάλα ανοικτά ερωτήματα για τη Γερμανία αφορούν τον βαθμό προσήλωσης στο υφιστάμενο αναπτυξιακό μοντέλο (και την ταχύτητα μετάβασης στην “πράσινη ανάπτυξη”), αλλά και στην νεοψυχροπολεμική στροφή του ατλαντικού στρατοπέδου. Από αυτή την άποψη, οι Σοσιαλδημοκράτες αποτελούν δύναμη συντήρησης, λόγω των δεσμών τους με την βιομηχανία και την παραδοσιακή εργατική τάξη. Κατά ανάλογο τρόπο, αποτελούν δύναμη η οποία δεν ευνοεί τη ρήξη με τη Ρωσία αλλά και την Τουρκία.
Κώστας Ράπτης
Πηγή: Capital