Στις 8/5, 32 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, με πρωτοβουλία του Ελ. Αβραμάκη, κατέθεσαν ερώτηση προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων και προς τον Υπουργό Οικονομικών, ρωτώντας αν προτίθενται να αποκλείσουν από οποιαδήποτε ενίσχυση τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα έχοντας ως έδρα ή διατηρώντας θυγατρική σε κάποιο φορολογικό παράδεισο, όπως ήδη τρεις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Δανία, Πολωνία) έχουν ανακοινώσει ότι θα κάνουν. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω αποκλεισμός δεν αντιτίθεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο συχνά επικαλούνται οι (φανεροί και κρυφοί) φίλοι της επιχειρηματικής ασυδοσίας, καθώς των ανακοινώσεων των τριών χωρών είχε προηγηθεί ανακοίνωση της Κομισιόν, στις 24 Απριλίου, όπου προβλεπόταν ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να μπλοκάρουν τη διάθεση κονδυλίων από τα «πακέτα του κορωνοϊού» σε επιχειρήσεις που συνδέονται με offshore. Στην ίδια ερώτηση οι Βουλευτές και οι Βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσαν να μάθουν αν η Νέα Δημοκρατία προτίθεται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναπτυχθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα αποκλείει αυτές τις εταιρίες από οποιαδήποτε χρήση εθνικών ή ευρωπαϊκών πόρων, δεδομένου ότι πρόκειται για χρήματα Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων.
Η κατάθεση μιας τέτοιας ερώτησης από το δεύτερο σε δύναμη και εν δυνάμει αυριανό κυβερνών κόμμα στην Ελλάδα περί αποκλεισμού από οικονομικές ενισχύσεις επιχειρήσεων offshore σε ένα άλλο μιντιακό τοπίο θα είχε πάρει σημαντική δημοσιότητα. Στα καθ΄ ημάς υπήρξε εύγλωττη σιωπή, και πώς αλλιώς, όταν στη λίστα των εθνικών φοροφυγάδων, αν δημοσιοποιούταν, πολλά από τα ονόματα θα μας ήταν απολύτως αναγνωρίσιμα και αρκετά με συγκεκριμένες ταυτοτικές σχέσεις με τα συστημικά μέσα ενημέρωσης.
Ο Αδ. Γεωργιάδης απάντησε στην ερώτηση λέγοντας ότι το θέμα εκφεύγει της αρμοδιότητας του, δηλαδή, δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν αφορά το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων αν θα χρηματοδοτηθούν εταιρείες οι οποίες συστηματικά δεν συνεισφέρουν σε κανένα δημόσιο ταμείο το φόρο που θα έπρεπε κατ’ αναλογίαν των κερδών τους. Υποστήριξε, με άλλα λόγια, εγγράφως, ότι δεν είναι αρμοδιότητα του αν θα υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή στάση απέναντι σε αυτούς που συστηματικά αποφεύγουν τη φορολογία των κερδών τους, κλέβοντας -γιατί περί κλοπής πρόκειται- από τους εθνικούς προϋπολογισμούς το φόρο που πρέπει να αποδίδεται υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Ο Υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας, 40 ημέρες μετά, απλά δεν έχει απαντήσει στην ερώτηση.
Όμως, το θέμα των φορολογικών παραδείσων δεν αρκεί να εξαντλείται σε μια ερώτηση 32 Βουλευτών και Βουλευτριών, την οποία (σχεδόν) κανείς δεν πληροφορήθηκε και την οποία εύλογα η κυβέρνηση απαξιώνει, αφού δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε κοινωνική πίεση. Η κρίση του κορωνοϊού ανέδειξε σε ευρύτερο ακροατήριο την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ισχυρού κράτους προνοίας. Στη παρούσα συγκυρία είναι συνεπώς πολιτικά πολύ πιο εύκολο να υπάρξουν ευήκοα ώτα στην αναγκαιότητα να χρηματοδοτηθεί ένα δημόσιο σύστημα υγείας, και έτσι διευκολύνεται και «ηθικοποιείται» η απαίτηση να συνεισφέρουν στο δημόσιο φόρο όλοι αυτοί που κάνουν χρήση των νομικών παραθύρων των φορολογικών παραδείσων. Το ίδιο ισχύει, γενικότερα, ως προς την αξιοπιστία μιας σειράς προτάσεων που η Αριστερά απευθύνει προς την κοινωνία. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ «Μένουμε Όρθιοι», για παράδειγμα, λοιδορήθηκε από το κυβερνητικό επιτελείο ως ανεφάρμοστο και σπάταλο, επειδή θα εξαφάνιζε τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους. Aντι-λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί οι φοροδιαφεύγουσες offshore επιχειρήσεις να μην ενισχύονται από τα δημόσια ταμεία, διατυπώνεται μια επικοινωνιακά ισχυρή απάντηση που είναι δυνατόν να συσπειρώνει την προσοχή της κοινής γνώμης στο τι συζητείται, και ειδικότερα των κοινωνικών τάξεων που δεν μπορούν να φοροδιαφεύγουν με αυτό τον τρόπο. Πέραν όμως της βραχυπρόθεσμης πολιτικής εξαργύρωσης μιας τέτοιας πρότασης, υπάρχει μια σημαντικότερη μακροπρόθεσμη ωφέλεια, εφόσον η πρόταση υπηρετηθεί με συνέπεια και επιμονή: η κοινωνία εκπαιδεύεται και ωριμάζει ως προς τις διεκδικήσεις της. Ο φοροδιαφεύγων μέσω της offshore παύει να είναι ο «ξύπνιος» που τα καταφέρνει και ωραία θα ήταν να του μοιάσουμε -το πρότυπο που από τη Σημιτική δεκαετία του ‘90 επιβλήθηκε και επιβραβεύτηκε- και από «ξύπνιος» μετατρέπεται σε «κλέφτη», σε ό,τι δηλαδή πραγματικά είναι. Η επίθεση στους φορολογικούς παραδείσους είναι ταυτόχρονα και επίθεση στο ιδεολογικό οπλοστάσιο του αντιπάλου, η μόνη επίθεση που έχει ελπίδες, για να μιλήσουμε και με Γκραμσιανούς όρους. Αν η ελληνική Αριστερά πετύχει να ενθρονίσει στην πολυθρόνα του «εθνικού εχθρού» αντί, ή έστω στο πλάι της τουρκικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση των νησιών Κέιμαν, αλλά και την Ολλανδική κυβέρνηση, που αποτελεί το νέο φορολογικό παράδεισο της Ευρώπης, θα έχει καταφέρει ένα πλήγμα στο νεοφιλελευθερισμό, πολύ πιο καίριο από τα χαστουκάκια των σκανδάλων που σκάνε, και θα συνεχίσουν να σκάνε, από τη δράση του «επιτελικού» μητσοτακικού κράτους. Εννοείται, βέβαια, πως τέτοιο έργο δεν μπορεί να είναι εγχώριο, αλλά απαιτεί συμπόρευση της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Είναι όλα τα παραπάνω μια θεωρητική συζήτηση;
Σε εποχές αναζήτησης συμμαχιών, οι οποίες μάλιστα ορίζονται ως απόπειρες συγκρότησης πολιτικών πόλων, το τι χαρακτηριστικά θα λάβουν τα καινούργια μορφώματα είναι πάντα ένα ζητούμενο. Η πρόταξη συγκεκριμένων επίδικων (αγώνας για κατάργηση των φορολογικών παραδείσων, υπεράσπιση του νερού ως κοινωνικό αγαθό, δωρεάν ποιοτική παιδεία και υγεία για όλους, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, προστασία των δημόσιων χώρων, κ.λπ.) είναι πολύ πιο εύκολη υπόθεση σε ρευστές συγκυρίες, πριν να λάβει οριστική μορφή το οικοδόμημα που επιχειρείται να χτιστεί. Επιπλέον, όταν μιλάμε για πολυκατοικίες, έχει σημασία ποιες ιδέες θα εγκατασταθούν στα θεμέλια, ποιες στα υπόγεια, ποιες στο φωταγωγό, ποιες στην πρόσοψη, και φυσικά ποιες στο ρετιρέ. Πεδίο δόξης λαμπρό, λοιπόν, για τους εργολάβους, τους πολιτικούς μηχανικούς, τους εργάτες της νεόδμητης οικοδομής.
Δημήτρης Σκλάβος
Πηγή: Η Αυγή