«Τραμπ»! Όταν του ετέθη το ερώτημα σχετικά με τον υποψήφιο που προτιμούσε να κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές, ο πρόεδρος του Ισημερινού Ραφαέλ Κορέα εξέπληξε. Ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος δεν ήταν εκείνος που είχε υποσχεθεί να χτίσει ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό για να εμποδίσει την άφιξη «βιαστών και εμπόρων ναρκωτικών», που είχε ανακοινώσει ότι επείγει να τελειώνουμε με την «καταπίεση» στη Βενεζουέλα και είχε διατυπώσει τη βούληση να αναθεωρήσει το άνοιγμα του προκατόχου του στην Κούβα;
«Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ασκεί μια πολιτική που πολύ λίγο εξελίσσεται και της οποίας τα αποτελέσματα είναι ανέκαθεν σχεδόν τα ίδια» διαπίστωνε ο Κορέα. Άρα δεν αναμένεται καμιά αλλαγή με τον Ντόναλντ Τραμπ; Το αντίθετο: «Είναι τόσο αγροίκος, που θα προκαλέσει αντιδράσεις στη Λατινική Αμερική, πράγμα το οποίο ενδεχομένως να ισχυροποιήσει τη θέση των προοδευτικών κυβερνήσεων της περιοχής!» (Telesur, 29 Ιουλίου 2016).
Η στρατηγική πυξίδα που κληρονομεί ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει τρεις βελόνες. Ονομάζονται «ευημερία», «ασφάλεια» και «δημοκρατία και διακυβέρνηση». Και οι τρεις είναι στραμμένες στο ίδιο σημείο του ορίζοντα.
Στην αργκό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ «εργασία για την ευημερία» της Λατινικής Αμερικής σημαίνει την υπογραφή όσο το δυνατόν περισσότερων συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών (ΣΕΣ). Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε διαπραγματευτεί ΣΕΣ με την Κολομβία και τον Παναμά. Ο διάδοχός του πήρε τη σκυτάλη ξεδιπλώνοντας όλη του την ενεργητικότητα για την έγκρισή τους από το Κογκρέσο. Κι αυτό παρά την έντονη αντίδραση των Δημοκρατικών, η οποία εν μέρει οφειλόταν στις δολοφονίες συνδικαλιστών στην Κολομβία.
Η αναζήτηση της ευημερίας εννοείται και ως συνώνυμο των «νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων»: λιτότητα, απορρύθμιση, μείωση τελωνειακών δασμών κ.λπ. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η επιβολή του προγράμματος έχει αποδειχθεί περίπλοκη: οι χώρες της περιοχής έχουν σιγά-σιγά απαλλαγεί από τη «βοήθεια» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τα προγράμματα δομικών προσαρμογών του οποίου είχαν προκαλέσει κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης και αύξηση της φτώχειας στις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα είχε καταστήσει προϋπόθεση για τη βοήθειά της σε φτωχότερες χώρες την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων από τις οποίες θα επωφελούνταν οι ξένοι επενδυτές. Όπως συνέβη με τη Συμμαχία για την Ευημερία -μια επικαιροποίηση του Σχεδίου Πουέμπλα – Παναμά1που είχε προωθήσει ο Μπους- η οποία ξεκίνησε το 2014 με τις χώρες του «βορείου τριγώνου» της Κεντρικής Αμερικής (Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Ονδούρα).
Στον τομέα της ασφάλειας η στρατηγική της Ουάσιγκτον εκπορεύεται από τα στρατιωτικά προγράμματα αντιμετώπισης των αντάρτικων κινημάτων και των ναρκωτικών των προηγούμενων κυβερνήσεων. Κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του Μπιλ Κλίντον (1993-2001) και του Τζορτζ Μπους (2001-2009) δισεκατομμύρια δολάρια ξοδεύτηκαν στο σχέδιο «Κολομβία», μια εκτεταμένη στρατιωτική επίθεση ενάντια στο λαθρεμπόριο κοκαΐνης.2Αποτέλεσμα: χιλιάδες νεκροί, εκατομμύρια εκτοπισμένοι και… αμελητέες επιπτώσεις στην παραγωγή.
Εντούτοις το σχέδιο όχι μονάχα συνέχισε να εφαρμόζεται, αλλά χρησίμευσε ως πρότυπο και για άλλες «εταιρικές σχέσεις» με το Μεξικό (πρωτοβουλία της Μέριδα) και την Κεντρική Αμερική (Central America Regional Security Initiative). Ίδιες αιτίες και ίδια αποτελέσματα: κύματα βίας χωρίς προηγούμενο, με αμέτρητους νεκρούς μεταξύ των υπόπτων για εγκληματική δράση, αλλά και μεταξύ του πληθυσμού και, κυρίως, μεταξύ των συμμετεχόντων σε κοινωνικά κινήματα.
Το πρόγραμμα «δημοκρατίας και διακυβέρνησης», που εμφανίζεται ως απολίτικο και τα ηνία του οποίου παρέδωσε ο Ομπάμα στον Τραμπ, έχει επισήμως στόχο τη σταθεροποίηση των θεσμών και την ενίσχυση του Κράτους Δικαίου. Τα διπλωματικά τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που αποκάλυψε το WikiLeaks το 2010 και το 2011 παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα: οι Αμερικανοί διπλωμάτες καταφεύγουν στις παλιές καλές μεθόδους για να εξασθενίσουν, να αφομοιώσουν ή να αφανίσουν ενοχλητικά πολιτικά κινήματα -και μάλιστα της Αριστεράς.3 Ιδιαίτερα εκείνα που θεωρούνται ιδεολογικά προσκείμενα στον πρόεδρο της Βενεζουέλα Ούγκο Τσάβες.
Από το 2010 η αρνητική οικονομική συγκυρία εξασθένισε τη Λατινική Αμερική επιτρέποντας στον Λευκό Οίκο να ενισχύσει σημαντικά τις θέσεις του. Ο ορκισμένος εχθρός, η Βενεζουέλα, βυθίζεται σε μια οικονομική και πολιτική κρίση που της στερεί τη δυνατότητα παρεμβάσεων στη διεθνή σκηνή. Μετά τον θάνατο του Τσάβες το 2013, οι ΗΠΑ μετήλθαν όλα τα μέσα: από τη μία ο διάλογος και από την άλλη η αποσταθεροποίηση μέσω ορισμένων κύκλων της αντιπολίτευσης. Έτσι η πολιτική ανοίγματος προς την Κούβα συνοδευόταν από την αντίθετη στάση απέναντι στη Βενεζουέλα με ένα νέο καθεστώς κυρώσεων στο τέλος του 2014.
Ταυτόχρονα η Αργεντινή και η Βραζιλία έκαναν δεξιά στροφή μετά από δώδεκα χρόνια προοδευτικής διακυβέρνησης. Και στις δύο περιπτώσεις η κυβέρνηση Ομπάμα έβαλε το χεράκι της στη διαμόρφωση των εξελίξεων: αντίθεση σε δάνεια από πολυμερείς οργανισμούς προς το Μπουένος Άιρες (αποσύρθηκε ευθύς αμέσως μετά την εκλογή του συντηρητικού Μαουρίσιο Μάκρι το 2015) και διπλωματική υποστήριξη προς τη μεταβατική κυβέρνηση της Βραζιλίας ενόσω η (αμφιλεγόμενη) διαδικασία της καθαίρεσης της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί.
Το πολιτικό τοπίο έχει κατά συνέπεια αλλάξει αισθητά από τότε που ο Ομπάμα εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο. Πριν από οκτώ χρόνια η Αριστερά κυβερνούσε τις περισσότερες χώρες της περιοχής και διακήρυσσε σταθερά την ανεξαρτησία της. Παραδίδοντας τα κλειδιά του Οβάλ Γραφείου στον Τραμπ ο Ομπάμα μπορεί να επαίρεται, σε εκείνους που του καταλογίζουν αποτυχίες στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη, για αρκετές «επιτυχίες» στη Λατινική Αμερική. Ονδούρα, Παραγουάη, Αργεντινή, Βραζιλία: οι αριστερές κυβερνήσεις έπεσαν η μία μετά την άλλη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέκτησαν μέρος της επιρροής που είχαν στο παρελθόν στην περιοχή.
Ουδείς γνωρίζει ποια θα είναι στ’ αλήθεια η πολιτική του νέου προέδρου. Από την αρχή της εκστρατείας υπήρξε δημαγωγός και απρόβλεπτος. Όμως η σύνθεση της κυβέρνησής του δίνει το πιθανό στίγμα της πολιτικής του. Δύο τάσεις είναι ορατές: η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και η εμμονή με την «απειλή» του Ιράν και του «ριζοσπαστικού ισλάμ». Δύο τάσεις που ενδεχομένως θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη Λατινική Αμερική.
Αν και επέκρινε την επεμβατική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην εκστρατεία του και κατακεραύνωνε τους «γαλονάδες» που «δεν κάνουν τη δουλειά τους» (CBS, 13 Νοεμβρίου 2016), ο Τράμπ διόρισε τον μεγαλύτερο αριθμό πρώην στρατιωτικών σε θέσεις αυξημένης αρμοδιότητας για θέματα ασφάλειας από οποιονδήποτε άλλον πρόεδρο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι στρατηγοί σε αποστρατεία Τζέιμς «Mad Dog» (λυσσασμένος σκύλος) Μάτις και Μάικλ Φλιν, αντίστοιχα υπουργός Άμυνας και σύμβουλος του προέδρου για την Εθνική Ασφάλεια, (λέγεται πως) είχαν και οι δύο απομακρυνθεί από τον Ομπάμα εξ αιτίας των εξτρεμιστικών και πολεμοχαρών απόψεων τους σχετικά με το Ιράν και το «ριζοσπαστικό Ισλάμ». Όταν ερωτήθηκε ποιες θεωρεί τις πιο σοβαρές απειλές για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μάτις απάντησε: «Το Ιράν, το Ιράν και το Ιράν»,4 φθάνοντας μέχρι του σημείου να ισχυριστεί ότι πίσω από το Ισλαμικό Κράτος κρύβεται η Τεχεράνη. Μια υπόθεση τουλάχιστον παράτολμη…
Απόστρατος στρατηγός και πρώην επικεφαλής επιχειρήσεων στην αμερικανική ήπειρο, ο Τζον Κέλι θα είναι υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας. Είχε προειδοποιήσει την Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας σχετικά με το Ιράν και «τις ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ομάδες» οι οποίες, επωφελούμενες από την «οικονομική αλληλεπικάλυψη μεταξύ εγκληματικών και τρομοκρατικών δικτύων στην περιοχή» θα ενεργοποιούσαν πυρήνες τους στην περιοχή (12 Μαρτίου 2015). Η άποψη αυτή έχει και άλλους υποστηρικτές, όπως η Υλήμ Πομπλέτε, τέως διευθύντρια του γραφείου της κουβανικής καταγωγής βουλευτού Ιλεάνα Ρος – Λιτίνεν, η οποία προώθησε το Countering Iran in the Western Hemisphere Act (νόμος για την αντιμετώπιση του Ιράν στο δυτικό ημισφαίριο) το 2012.
Με τον Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, οι ιδέες αυτές παρέμεναν στο περιθώριο του πολιτικού διαλόγου. Ενδέχεται όμως να καθοδηγήσουν πλέον την αμερικανική πολιτική στην αμερικανική ήπειρο. Ο αγώνας εναντίον των αριστερών κυβερνήσεων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τις σχέσεις που οι χώρες αυτές έχουν με το Ιράν και τα προγράμματα «ασφάλειας» θα διαθέτουν περισσότερα μέσα για να αντιμετωπίσουν την «τρομοκρατική διείσδυση» στο οργανωμένο έγκλημα.
Δύσκολα λοιπόν μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα αποστασιοποιηθεί από τους στόχους της «ασφάλειας» και της «προαγωγής της Δημοκρατίας» των προκατόχων της. Αντίθετα, το μοντέλο του σχεδίου «Κολομβία» θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες ζώνες, όπως αυτή του «τριπλού συνόρου» μεταξύ Αργεντινής, Βραζιλίας και Παραγουάης.
Διότι, ακόμα και αν -πράγμα ελάχιστα πιθανό- ο νέος υπουργός Εξωτερικών αντετίθετο στην υφέρπουσα στρατιωτικοποίηση της περιφερειακής πολιτικής, θα συναντούσε αντίσταση σε δύο μέτωπα: από τη μία της γραφειοκρατίας του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία όλο και περισσότερο στρατιωτικοποιείται (ιδίως το Διεθνές Γραφείο Ναρκωτικών και Επιβολής του Νόμου) και από την άλλη του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, το οποίο διαθέτει εκπροσώπους σε ανώτατο επίπεδο στη νέα κυβέρνηση.
Και τι θα γίνει με την Κούβα; Κάθε αμφισβήτηση της πολιτικής του ανοίγματος θα συναντούσε την αντίδραση σημαντικού μέρους του επιχειρηματικού κόσμου, ο οποίος επιθυμεί να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που προσφέρει η νέα αγορά. Διότι, αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο ο Τραμπ υπήρξε σαφής, είναι στην πρόθεσή του να μην περιπλέξει τη ζωή των επιχειρηματιών.
Στην απόφασή του να συνεχίσει την προσεκτική προσέγγιση του Ομπάμα θα μπορούσε να προσθέσει και μια άλλη: την υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής πολιτικής «προαγωγής της Δημοκρατίας» -που μεταφράζεται σε αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Κάστρο με τη χρησιμοποίηση διακριτικών μεθόδων επέμβασης. Και πάλι όμως θα πρέπει το «αγροίκο» στυλ του, όπως το περιέγραψε ο πρόεδρος του Ισημερινού, να μην ενισχύσει την αποφασιστικότητα των λατινοαμερικανικών πρωτευουσών, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους διαφορές.
Και άλλοι παράγοντες θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μεγαλύτερη απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Λατινική Αμερική. Αν ο Τραμπ θελήσει να κρατήσει την υπόσχεσή του για επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που δεσμεύουν τη χώρα του και να επιβάλει δασμούς σε διάφορα λατινοαμερικανικά προϊόντα που ανταγωνίζονται την εγχώρια παραγωγή, θα πετύχει περισσότερα από όσα πέτυχαν μαζί οι Τσάβες, Κορέα και Έβο Μοράλες στον αγώνα τους κατά του ελεύθερου εμπορίου και της κυριαρχίας των επιχειρήσεων του Βορρά στην περιοχή.
Σε αυτό το ζήτημα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την -έντονη- αντίδραση της οικονομικής ελίτ της χώρας του. Μιας ελίτ της οποίας εκπροσώπους έχει διορίσει στην κυβέρνησή του, συμπεριλαμβανομένου και του υπουργείου Εξωτερικών, και η οποία, άλλωστε, διαθέτει πολλούς εκπροσώπους των συμφερόντων της στο Κογκρέσο.
Εν μέσω όλων αυτών των ερωτημάτων, μία βεβαιότητα υπάρχει: η κύρια απειλή για την αμερικανική ηγεμονία προέρχεται από την Κίνα. Η αύξηση των κινεζικών επενδύσεων και δανείων στις λατινοαμερικανικές χώρες έχει συμβάλει στη μείωση του οικονομικού βάρους της Ουάσιγκτον. Οι εμπορικές συναλλαγές έχουν εκτοξευθεί από τα περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000 στα… 262 δισεκατομμύρια το 2013, καθιστώντας την Κίνα δεύτερο προορισμό των εξαγωγών της περιοχής.
Κι αν οι επενδύσεις της Κίνας γεννούν τα ίδια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα με εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών, εν γένει όμως δεν απαιτούν ανταλλάγματα στην εσωτερική πολιτική -μια ουσιώδης διαφορά. Η οικονομική επέκταση της Κίνας στην περιοχή ήταν κατά συνέπεια θείο δώρο για τις προοδευτικές κυβερνήσεις, διότι τους επέτρεψε να θέσουν σε εφαρμογή φιλόδοξες κοινωνικές πολιτικές.
Αν και η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην περιοχή, το Πεκίνο δείχνει αποφασισμένο να καταλάβει όλο και περισσότερο χώρο στην πολιτική και την οικονομία. Η απόφαση του Τραμπ να καταγγείλει τη Διειρηνική Συνεργασία (TTP) ανοίγει νέες προοπτικές για το κινεζικό εμπόριο και τις επενδύσεις, όπως φρόντισε να υπογραμμίσει ο πρόεδρος Σι ΤΖινπίνγκ στο ταξίδι του, στα τέλη Νοεμβρίου, στη Χιλή, τον Ισημερινό και το Περού.
Απέναντι σε μια απρόβλεπτη και εν δυνάμει εχθρική αμερικανική κυβέρνηση η έκκληση του Σι για «μια νέα εποχή σχέσεων με τη Λατινική Αμερική»5 δίνει το στίγμα της στρατηγικής φιλοδοξίας της, να αναπτύξει τις εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις της με την «πίσω αυλή της Αμερικής».
1 (ΣτΜ) Σχέδιο Πουέμπλα – Παναμά: η νέα του ονομασία είναι Proyecto Mesoamérica (Πρόγραμμα για τη Μέση Αμερική). Σε αυτό εμπλέκονται οκτώ χώρες (Γουατεμάλα, Ελ Σαλβαδόρ, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Μπελίζ, Νικαράγουα, Ονδούρα και Παναμάς), καθώς και οι νότιες και νοτιοανατολικές πολιτείες του Μεξικού. Στόχος του είναι η εκμετάλλευση των πλούσιων φυσικών πόρων της περιοχής, καθώς και σειρά αμφιλεγόμενων μεγάλων έργων υποδομών με δυσθεώρητο κόστος, αμφισβητούμενο όφελος και βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα (π.χ. η κατασκευή δεύτερης διώρυγας που θα ενώνει τον Ειρηνικό με τον Ατλαντικό Ωκεανό μέσα από τα εδάφη της Νικαράγουας).
2 Βλ. Hernando Calvo Ospina, «Aux frontières du plan Colombie», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2005.
3 The WikiLeaks Files: The World according to the US Empire, Verso, Λονδίνο, 2016.
4 Mark Perry, «James Mattis’ 33-year grudge against Iran», Politico Magazine, Νέα Υόρκη, 4 Δεκεμβρίου 2016.
5. Matt Forchen, «What’s new about Xi’s “new era” of China – Latin America Relations?», 26 Νοεμβρίου 2016, www.thediplomat.com
Ο Alexander Main είναι πολιτικός αναλυτής στο Center for Economic and Policy Research (CEPR), Ουάσιγκτον.
Επιμέλεια: Γιάννης Χρυσοβέργης
Πηγή: Η Αυγή